Είχα σχολάσει, αγαπητή μου ξ, από το μαγαζί και πήγαινα ποδαρόδρομο στην Ομόνοια να πάρω το 170, νυν 049, ΑΘΗΝΑ-ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Αυτό το λεωφορείο είχε δρομολόγια όλη νύχτα, ενώ οι υπόλοιπες συγκοινωνίες σταμάταγαν ακριβώς τα μεσάνυχτα.
(Συγγνώμη για την μικρή διακοπή, αλλά έπρεπε να φορέσω τα γυαλιά μου, καθότι η πρεσβυωπία, ενισχυομένη κατά τον συνδυασμόν της με την χρήση των υπολογιστών, από εικοσαετίας, με έχει τσακίσει προσφάτως).
Πήγαινα λοιπόν προς στην Ομόνοια, έχοντας ξεκινήσει από την Ιπποκράτους. Δυό τσιγάρα δρόμος. Εκεί στο φανάρι της Πατησίων μού ‘ ρχεται η μυρωδιά από την «στοά των πειναλέων». Γύρος.
Ο γύρος τότε σπάνιζε. Κατά το ’72 με ’75 είχανε πιάσει κάποιους σουβλατζήδες που παρασκεύαζαν γύρο επικίνδυνο από γάτες, σκυλιά και σάπιο κρέας και ο γύρος είχε απαγορευτεί, ως μορφή (κρέατος ψητού). Αλλά στην Ομόνοια, εκείνη την εποχή-διότι λέμε “χρονιά” για πριν 5 χρόνια και “εποχή” για πριν 25- εκείνη την εποχή, λοιπόν, είχε αρχίσει δειλά-δειλά να επανεμφανίζεται, ως μορφή ο γύρος-χλαπάτσα (το αντίθετό του είναι το «ντονέρ»).
Θες από πείνα, θες επειδή όταν ήμουνα μικρός, οκτώ χρονώ, ο πατέρας μου μού είχε απαγορεύσει να φάω έξι σουβλάκια τυλιχτά μονοκοπανιά σε ένα γεύμα, όταν είχαμε πάει οικογενειακώς στην Πεύκη για σουβλάκια και εγώ όταν ήρθε το γκαρσόνι παράγγειλα «έξι» και ο πατέρας μου με αγριοκοίταξε και μου είπε «το πολύ τέσσερα», δεν ξέρω πάντως, μου μύρισε και είπα να πάω να φάω «μία γύρο». Σημειωτέον όταν στα δεκατέσσερά μου είχα σπάσει το πόδι μου, ο ορθοπεδικός* μου συνέστησε δίαιτα-γιατί όπου νά’ ναι θα έμπαινα στην εφηβεία και δεν έκανε να είμαι παχουλός που τα κορίτσια δε θα με θέλανε. Έκανα τη δίαιτα και αδυνάτισα, ψήλωσα κιόλας, 1.70** και 62 κιλά, καλό για την «εποχή» μου. Το ’81 εξακολουθούσα να είμαι 62 κιλά, σε αντίθεση με τώρα που είμαι 81 κιλά, αλλά πάντως κάποιο από όλα αυτά τα νούμερα που έχω αναφέρει ως τώρα το διατηρώ.
Παρήγγειλα τον «μία γύρο» και τον έτρωγα. Το μπουζούκι μου στην πλαϊνή καρέκλα.
Στο «βάθος κήπος» κάτι γομάρια, «τριανταεφτά κιλά παϊδάκια και οχτακόσιες μπύρες***». Την τύφλα τους είχανε και το μάτι άγριο σχεδόν «χέσε μέσα».
-Παίξε ρε παιδί κανα τραγουδάκι.
Εγώ, καλό παιδί, και φαγωμένο, πάντα με όρεξη για του πλησίον τις ορέξεις, καθότι φρικιό λίγο, ρεμπετάκι λίγο, λίγο απ’ όλα, και όλοι ίσοι είμαστε, «να το παίξω» είπα και από μέσα μου «να πάει στο διάολο».
Και πιο τραγούδι πιάνω; Γιατί, εν τη αφελεία μου, σχεδόν πέρσι μόλις κατάλαβα ότι αυτοί ήταν μπάτσοι, τότε. Παίζω λοιπόν το «τούτοι οι μπάτσοι που’ ρθαν τώρα». Τελεία και εισαγωγικά:
«Τούτοι οι μπάτσοι που’ ρθαν τώρα, τι γυρεύουν τέτοιαν ώρα,
ήρθανε να μας ρεστάρουν και τα ζάρια να μας πάρουν,
κλπ…..κλπ….κλπ….
Μπάτσοι και χωροφυλάκοι μας καθίσατε στην πλάτη….»
Πολύ ωραία.
Με λυπήθηκαν και δε με σπάσανε στο ξύλο. Αλλά τέτοιο γυάλισμα στο μάτι, μόνο ο Ομέρ-Βρυώνης θα πρέπει να είχε λίγο πριν αποφασίσει το σούβλισμα του Αθανασίου Διάκου.
Ευτυχώς, αυτοί με απαλλάξανε.
(Είχανε ήδη αλλάξει οι «εποχές»).
*Απορώ, γιατί διάφορα φαρμακεία και ιατρεία γράφουν την λέξη ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΑ με «ΑΙ» δηλαδή ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΑ. Μου έλεγε ένα φίλος που έχει εμπόριο «ορθοπαιδικών», κατά τη γνώμη του, ότι η ορθογραφία της λέξης προέρχεται από τη λέξη «παιδί» και όχι από την λέξη «πέδη», διότι οι πρώτες ορθοπε(παι)δικές εφαρμογές γίνανε από γάλλους ορθοπε(παι)δικούς γιατρούς σε παιδιά. Εγώ λέω ότι απλώς είναι ανορθόγραφοι.
** Θεωρώ παράξενο, ότι ακόμα και τώρα εξακολουθώ να είμαι «ύψος 1,70», παρ’ όλες τις επιτυχείς προσπάθειές μου να γίνω 46 ετών από μόλις 16.
*** Ερωτώ: Γιατί η «μπύρα» αν και λέξη-δάνειο γράφεται το «μπύ» με «ύ» ενώ το Beer κανονικά στην ελληνική θα έπρεπε να αποδοθεί ως ΜΠΗΡΑ, διότι τα δύο “ee” λέει ο κανόνας (ο παλαιός) ως βραχέα, αποδίδονται με Η (μακρόν);
Και απαντώ:
Διότι ο ΖΥΘΟΣ είναι δισύλλαβος και γράφεται με Υ η πρώτη του συλλαβή. Και η ΜΠΥΡΑ είναι δισύλλαβη και σημαίνει: «ΖΥΘΟΣ».