Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γλωσσικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα γλωσσικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Μαΐου 23, 2012

Καραμανώλης, με καθυστέρησιν ολίγων αιώνων

.......
"Νιζάμικα ρούχα φορούν,
χωρίς πιλάφι δεν μπορούν,
χωρίς καφέ πεθαίνουν,
στον πόλεμο αρρωσταίνουν"
........

νιζάμικα (εκ του αραβικού نظام / niẓām = σύστημα) : καθιερωμένα [μοδάτα], επίσημα,  αεράτα ακριβά ρούχα. 

στροφή από το επαναστατικό τραγούδι της Γαλλικής Επανάστασης "La Carmagnole" σε ελεύθερη απόδοση Ρήγα Φεραίου 




στον Μάριο Μαυροειδή, ψηλά ....
(το τραγουδούσε εν ευθυμίαις με ωραία  τραχειά μπάσα φωνή)

Τρίτη, Μαΐου 03, 2011

Πατωσά, τρία τόξα

Πατωσά, Καλαμωτή, Χίος (Πάσχα 2011)













Ωχ Αντζερού μου, σού 'λεα, ξαθή και μαυρομάττα,
Μεσ' αυτή την πατωσά, μη πορπατείς ρηάτα.










Πατωσά: (<πατωσία: δρόμος, οδός / πάτος, πάτησις, πατισμός. Πάτος: η πεπατημένη οδός, δρόμος).
ρηάτα: (<ρηγάτα, εκ του rex, regalis, ηγεμονικώς, βασιλικώς, περήφανα).

από  "Το Χιακόν Γλωσσάριον", Α.Γ. Πασπάτης, 1888 Τυπογραφείον Αδελφών Περρή.

Δευτέρα, Ιουλίου 19, 2010

Η Παναγιά η Μαγαζιώτισσα




....... σε ομώνυμη  πάροδο της Απλωταριάς (εμπορικός δρόμος), Χίος. Πήρε το όνομά της με το μεγάλο σεισμό τού 1881 (τον "Χαλασμό") - όλα τα μαγαζιά τής Απλωταριάς έμειναν ανέπαφα. Τώρα, με το ΔΝΤ αναμένεται το θάμα της ....

Δευτέρα, Μαΐου 17, 2010

Των μαγκιόρων

Βάζω και ψάχνω διάφορες λέξεις, που μου ‘ρχονται, στο ψαχτήρι – αυτό πάνω αριστερά, που έχω – γκατζετάκι χρησιμότατον. Έτσι με αφορμή μια λέξη πάω σε όλα τα ποστ μου που την περιέχουν και περνώ την ώρα μου. Λοιπόν, δια του ψαχτηρίου διαπιστώνω πριν από λίγο, ότι δεν έχω γράψει ούτε σε ένα ποστ τη λέξη μάγκας στην ονομαστική ενικού, μόνο στην αιτιατική πληθυντικού: «βάρκα μου μπογιατισμένη, κάργα μάγκες φορτωμένη» σε ... στίχοι του Μπάτη. Αδικία. Αυτή τη λέξη έπρεπε να την έχω γράψει σε όλες τις πτώσεις και των δύο αριθμών.
Γι αυτό την κλίνω για να σιγουρέψω την παρουσία της στο ιστολόγιον τούτο. Τις ομόηχες πτώσεις για λόγους οικονομίας – καιροί που ζούμε – τις παραλείπω.

Ενικός: ο μάγκας / του, τον, ρε μάγκα. Πληθυντικός: οι, τους, ρε μάγκες / ….. των μάγκων δεν μου πάει καθόλου και δεν το έχω ακούσει εκτός από την περίπτωση που αφορά στο γνωστόν εξωτικόν φρούτο. Των μαγκών; Σιγά τη γραμματική γιατί θα κοψομεσιαστούμε…. άσε που σε λίγο θα μας βγει να λέμε «του μάγκου» κατά το «λοχίας». Η γενική πληθυντικού του μάγκα είναι «των μαγκιόρων».

Τον Γιώργο Μπάτη τον θυμάμαι παιδάκι όταν ήμουνα να τριγυρίζει με το μπαγλαμαδάκι του "σφουγγάρι" τα τραπεζάκια στα ζαχαροπλαστεία και στα ουζάδικα του Πασαλιμανιού, όπου σύχναζαν οι γονείς μου, όποτε ο πατέρας μου ξεμπάρκαρε. Φανός και Σπετσοπούλα τα πιο πολύκοσμα. Και όταν παίρνανε ούζο ήταν η καλύτερή μου διότι αυτοί πίνανε το ούζο και μου έδιναν το μεζέ. Με άφηναν να βάζω και το δαχτυλάκι μου στο ποτήρι τους και μετά να το γλείφω.

Σάββατο, Απριλίου 17, 2010

Υποκελευστής στον Αβέρωφ

Προπολεμικά. Μεσοπόλεμος λέγεται, αλλά όση είναι η σχέση διασημότητος μεταξύ Αχιλλέως και Νεοπτολέμου, άλλη τόση είναι η σχέση Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μεσοπολέμου, εξ ου και τον δεύτερο μπορείς να μην τον γράψεις με αρκτικό κεφαλαίο. Οπότε καλύτερα να λέμε «προπολεμικά».

Ο Περδικούρης είχε πάρει άδεια μιαν βδομαδούλα. Κληρωτός. Επέστρεψε μετά δύο μήνες και την ΕΔΕ διεξήγε ο παππούς μου.
-Τι να σας λέω τώρα κύριε υποκελευστά; κρασάκι, λατερνίτσα, δεν σού ‘κανε καρδιά να φύγεις...

Η απολογία τού Περδικούρη κατέστη δι' εμέ παροιμιώδης απ' τους μορμύρους τού παππού μου που αξημέρωτα έχοντας ξυπνήσει για να φτιάξει την καθημερινή του σκορδαλιά, κοπανούσε με το ξύλινο γουδοχέρι τις σκελίδες μαζί με μπαγιάτικο ψωμί και λάδι μπόλικο– στο νερό έκανε οικονομία, διότι ως μανιάτης εγνώριζε την έλλειψή του, αλλά το λάδι όταν έπεφτε, έπεφτε άφθονο- και ως εκ καταγωγής εραστής τού οκτασυλλάβου, το εμοιρολογούσε:




Ηλία Δημαρόγκωνα
με το μεγάλο τ’ όνομα
Τ’ ήθες να πας στον Καρβουνά
για να θερίζεις γέννημα;
Η ώρα ήτανε εννιά
κι η εξουσία του μιλά:
……………
(δεν θυμούμαι το ενδιάμεσο, αλλά ο φυγόδικος Δημαρόγκωνας δεν παρεδόθη στο κάλεσμα της εξουσίας)
……………
Κι ο Καραγκούνης το σκυλί
διέταξε ο Ηλίας μου να σκοτωθεί.

Αυτό ήτο το μοιρολόγι τής αδελφής τού Δημαρόγκωνα, προσφιλέστατο στον παππού μου, όπως και το δίστιχο που ως συνέχειά του με το ίδιο παράφωνο μοτίβο τραγουδούσε παθητικώς, καθότι υπομηχανικός, σπουδάσας εις τον Προμηθέα:

Μηχανικός στη μηχανή
και ναύτης στο τιμόνι-ι

Το οποίον «τιμόνι-ι» διά της παρατάσεως της ληγούσης εμβολίαζε στον επτασύλλαβον  ιδέαν οκτασυλλάβου. Και δώσ’ του το γουδί.

Δι’ αυτόν τον λόγον, ο παππούς μου, συνταξιούχος-συνοψίσας, όταν η σκορδαλιά ετελειούτο, έπαιρνε μια κόρα ψωμί, την άλειφε, ταίριαζε πάνω και μια παστή σαρδελίτσα, και αλεκτορικώς (στην ώρα του), με ελάχιστον μελαγχολίας, αναφωνούσε:

-Κρασάκι, λατερνίτσα δεν σού ‘κανε καρδιά να φύγεις…….

Σάββατο, Δεκεμβρίου 03, 2005

Αραία-αραία

Το 'λεγε συχνά ο παππούς μου. Για περιπτώσεις που πρέπει να φανείς επαρκής, ενώ δεν είσαι:
-Αραία-αραία, να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα.
(Η δωρική διάλεκτος επιβιώνει, διατηρώντας την ηχητική της μέσω αυτών των τάχα ασυναίρετων τύπων).
Μανιάτης ο παππούς μου, το 'χω ξαναγράψει. Έφυγε 13 χρονώ, από τα Παγγιά για να φτιάξει την τύχη του. Έμενε στα μανιάτικα, σε μιά τρώγλη με πάτωμα χώμα. Πήγε στον Προμηθέα να σπουδάσει μηχανικός. Επιβίωνε, φτιάχνοντας μηχανολογικά σχέδια για τους εύρρωστους οικονομικά συμμαθητές του, έναντι μικράς αμοιβής, σε χρήμα ή είδος, δηλαδή τρόφιμα. Έγινε υπομηχανικός, διετέλεσε μόνιμος κελευστής στο Ναυτικό, υπηρέτησε στον Αβέρωφ, μετά εν μέσω κατοχής, πήγε στη ΔΕΗ. Από κει πήρε σύνταξη. Εν τω μεταξύ, είχε προικίσει 4 αδελφές, πράγμα σπάνιο για μανιάτη, γιατί στη Μάνη οι γυναίκες δεν παίρναν προίκα. Παροιμιώδες είναι το εξής σχετικό τηλεγράφημα:
ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ ΠΑΝΟ>ΣΟΥ ΣΤΕΛΝΩ ΠΛΑΚΕΣ ΣΑΠΟΥΝΙ ΔΥΟ> ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΨΕΙΣ ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΗ ΜΑΣ>ΚΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΣΤΕΙΛΕΙΣ ΤΑ ΡΕΣΤΑ>
Ο αποστολέας ήταν ο ξενητεμένος αδερφός. Πιάτα στην Αμερική. Ο άλλος αδερφός, είχε μείνει στη Μάνη. Όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί η αδερφή τους, ο έν Μάνη αδερφός σκεφτηκε πονηρά. Σου λέει, ας γυρέψω βοήθεια από τον αδερφό μου, τάχα για το γάμο και αφού προίκα δεν δίνουμε έτσι κι αλλιώς, ό,τι στείλει το κρατάω και ουδείς παραπονούμενος.
Αλλά το μανιάτικο το αίμα, στην ξενητιά βράζει πιο πολύ απ' ότι στη Μάνη. Ο ξενητεμένος, μπορεί στην Αμερική να πήγε σε γαμήλιες δεξιώσεις, σε μπάρτσελορ, μάρτυρας σε προικοσύμφωνα, σε προγαμιαία συμβόλαια, αλλά.... τα ήθη και τα έθιμα του τόπου του δεν τα ξέχασε, παρ' όλες τις προσδοκίες του αδερφού του.

Ήτανε λοιπόν καμμιά δεκαπενταριά. Έπρεπε να βαδίσουνε μέσα σε περιοχή εχτρών. Ο φόβος τους έκανε να περπατούν ό ένας κοντά στον άλλο. Ο αρχηγός, σοφά, τους πρόσταξε:
"Αραία-αραία, να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα".
Όταν φοβάσαι, η μόνη άμεση άμυνα είναι να προξενήσεις το όποιο δέος μπορείς.

Σήμερα πάνε 99 χρόνια από τη γέννηση του παππού μου. Προτίμησε να φύγει στα 81.

ΥΓ
Στη Μάνη η πατρική περιουσία μεταβιβάζεται από άρρενα σε άρρενα. Αν δεν υπάρχει γυιός, η περιουσία πάει στο γυιό του πλησιέστερου συγγενή. Εξ ού και οι γυναίκες δεν παίρνουν προίκα. Ίσως να πάρουν χρήμα, αν η οικογένεια είναι πολύ εύπορη, αλλά όχι γη. Επίσης μπορεί να πάρουν ως προίκα μέρος της πατρικής ελαιοπαραγωγής επί ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, π.χ. 10 χρόνια. Η μόνη περιουσία των γυναικών, που μεταβιβάζεται από μάνα σε κόρη, είναι οι αλυκές. Για να έχουν το αλάτι τους να μαγειρεύουν.
Παλιά αυτά.....

Σημειώνω ότι όλα τα ανωτέρω προσπαθούν να εξηγήσουν εύσχημα το γιατί γράφω αραιά και που.

Δευτέρα, Απριλίου 18, 2005

ΓΙΑ ΤΗΝ ξ.

Είχα σχολάσει, αγαπητή μου ξ, από το μαγαζί και πήγαινα ποδαρόδρομο στην Ομόνοια να πάρω το 170, νυν 049, ΑΘΗΝΑ-ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Αυτό το λεωφορείο είχε δρομολόγια όλη νύχτα, ενώ οι υπόλοιπες συγκοινωνίες σταμάταγαν ακριβώς τα μεσάνυχτα.

(Συγγνώμη για την μικρή διακοπή, αλλά έπρεπε να φορέσω τα γυαλιά μου, καθότι η πρεσβυωπία, ενισχυομένη κατά τον συνδυασμόν της με την χρήση των υπολογιστών, από εικοσαετίας, με έχει τσακίσει προσφάτως).
Πήγαινα λοιπόν προς στην Ομόνοια, έχοντας ξεκινήσει από την Ιπποκράτους. Δυό τσιγάρα δρόμος. Εκεί στο φανάρι της Πατησίων μού ‘ ρχεται η μυρωδιά από την «στοά των πειναλέων». Γύρος.
Ο γύρος τότε σπάνιζε. Κατά το ’72 με ’75 είχανε πιάσει κάποιους σουβλατζήδες που παρασκεύαζαν γύρο επικίνδυνο από γάτες, σκυλιά και σάπιο κρέας και ο γύρος είχε απαγορευτεί, ως μορφή (κρέατος ψητού). Αλλά στην Ομόνοια, εκείνη την εποχή-διότι λέμε “χρονιά” για πριν 5 χρόνια και “εποχή” για πριν 25- εκείνη την εποχή, λοιπόν, είχε αρχίσει δειλά-δειλά να επανεμφανίζεται, ως μορφή ο γύρος-χλαπάτσα (το αντίθετό του είναι το «ντονέρ»).
Θες από πείνα, θες επειδή όταν ήμουνα μικρός, οκτώ χρονώ, ο πατέρας μου μού είχε απαγορεύσει να φάω έξι σουβλάκια τυλιχτά μονοκοπανιά σε ένα γεύμα, όταν είχαμε πάει οικογενειακώς στην Πεύκη για σουβλάκια και εγώ όταν ήρθε το γκαρσόνι παράγγειλα «έξι» και ο πατέρας μου με αγριοκοίταξε και μου είπε «το πολύ τέσσερα», δεν ξέρω πάντως, μου μύρισε και είπα να πάω να φάω «μία γύρο». Σημειωτέον όταν στα δεκατέσσερά μου είχα σπάσει το πόδι μου, ο ορθοπεδικός* μου συνέστησε δίαιτα-γιατί όπου νά’ ναι θα έμπαινα στην εφηβεία και δεν έκανε να είμαι παχουλός που τα κορίτσια δε θα με θέλανε. Έκανα τη δίαιτα και αδυνάτισα, ψήλωσα κιόλας, 1.70** και 62 κιλά, καλό για την «εποχή» μου. Το ’81 εξακολουθούσα να είμαι 62 κιλά, σε αντίθεση με τώρα που είμαι 81 κιλά, αλλά πάντως κάποιο από όλα αυτά τα νούμερα που έχω αναφέρει ως τώρα το διατηρώ.
Παρήγγειλα τον «μία γύρο» και τον έτρωγα. Το μπουζούκι μου στην πλαϊνή καρέκλα.
Στο «βάθος κήπος» κάτι γομάρια, «τριανταεφτά κιλά παϊδάκια και οχτακόσιες μπύρες***». Την τύφλα τους είχανε και το μάτι άγριο σχεδόν «χέσε μέσα».
-Παίξε ρε παιδί κανα τραγουδάκι.
Εγώ, καλό παιδί, και φαγωμένο, πάντα με όρεξη για του πλησίον τις ορέξεις, καθότι φρικιό λίγο, ρεμπετάκι λίγο, λίγο απ’ όλα, και όλοι ίσοι είμαστε, «να το παίξω» είπα και από μέσα μου «να πάει στο διάολο».
Και πιο τραγούδι πιάνω; Γιατί, εν τη αφελεία μου, σχεδόν πέρσι μόλις κατάλαβα ότι αυτοί ήταν μπάτσοι, τότε. Παίζω λοιπόν το «τούτοι οι μπάτσοι που’ ρθαν τώρα». Τελεία και εισαγωγικά:

«Τούτοι οι μπάτσοι που’ ρθαν τώρα, τι γυρεύουν τέτοιαν ώρα,
ήρθανε να μας ρεστάρουν και τα ζάρια να μας πάρουν,

κλπ…..κλπ….κλπ….

Μπάτσοι και χωροφυλάκοι μας καθίσατε στην πλάτη….»

Πολύ ωραία.
Με λυπήθηκαν και δε με σπάσανε στο ξύλο. Αλλά τέτοιο γυάλισμα στο μάτι, μόνο ο Ομέρ-Βρυώνης θα πρέπει να είχε λίγο πριν αποφασίσει το σούβλισμα του Αθανασίου Διάκου.
Ευτυχώς, αυτοί με απαλλάξανε.
(Είχανε ήδη αλλάξει οι «εποχές»).

*Απορώ, γιατί διάφορα φαρμακεία και ιατρεία γράφουν την λέξη ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΑ με «ΑΙ» δηλαδή ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΑ. Μου έλεγε ένα φίλος που έχει εμπόριο «ορθοπαιδικών», κατά τη γνώμη του, ότι η ορθογραφία της λέξης προέρχεται από τη λέξη «παιδί» και όχι από την λέξη «πέδη», διότι οι πρώτες ορθοπε(παι)δικές εφαρμογές γίνανε από γάλλους ορθοπε(παι)δικούς γιατρούς σε παιδιά. Εγώ λέω ότι απλώς είναι ανορθόγραφοι.
** Θεωρώ παράξενο, ότι ακόμα και τώρα εξακολουθώ να είμαι «ύψος 1,70», παρ’ όλες τις επιτυχείς προσπάθειές μου να γίνω 46 ετών από μόλις 16.
*** Ερωτώ: Γιατί η «μπύρα» αν και λέξη-δάνειο γράφεται το «μπύ» με «ύ» ενώ το Beer κανονικά στην ελληνική θα έπρεπε να αποδοθεί ως ΜΠΗΡΑ, διότι τα δύο “ee” λέει ο κανόνας (ο παλαιός) ως βραχέα, αποδίδονται με Η (μακρόν);
Και απαντώ:
Διότι ο ΖΥΘΟΣ είναι δισύλλαβος και γράφεται με Υ η πρώτη του συλλαβή. Και η ΜΠΥΡΑ είναι δισύλλαβη και σημαίνει: «ΖΥΘΟΣ».

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)