Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κείμενά μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κείμενά μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Φεβρουαρίου 01, 2020

Παιχνίδι με τα χρώματα του φλάουτου




 Περνάω αρκετό χρόνο, τον περισσότερο ίσως της καθημερινότητάς μου, στο ψηφιακό μου εργαστήρι. Ψηφιοστάσιο θα το έλεγα, γιατί αν έπρεπε να έχει δωμάτια, θα έπιανε ένα οικοδομικό τετράγωνο - όποτε το φαντάζομαι εν σαρκί, δεν τσιγκουνεύομαι διαστάσεις. 

Η κεντρική είσοδος, ακρογωνιασμένη, σχεδόν να μην την παρατηρεί ο περαστικός, μικρή σιδερόπορτα γκρι ξεθωριασμένο που απογράφει τις ηλιόλουστες μέρες. Και το χρώμα του κτιρίου, στους άοσμους τόνους της ώχρας, όπως των βιοτεχνιών της οδού Μικράς Ασίας που ακολουθεί τις γραμμές του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου στον Πειραιά. Το ισόγειο, ψηλοτάβανο δίχως μάτια προς τον δρόμο. Ψηλά μεγάλα παράθυρα με κάγκελα (για λόγους ασφαλείας –προστασία κυρίως για τις τυχόν αυτοκτονικές τάσεις των εργαζομένων) στους επίσης ψηλοτάβανους δύο ορόφους. Και από πάνω στέγη με κεραμίδια, προσβάσιμη στις γάτες από τον εξωτερικό σιδερένιο κλωβό της σκάλας κινδύνου, η οποία είναι εν αχρηστία από τότε που άλλαξε ο νόμος πυρασφάλειας, καθότι αι σιδηροκατασκευαί πυρακτούνται. Οπότε, μεγάλο έξοδο υπήρξε η εκ των υστέρων κατασκευή μιας τσιμεντένιας αντίστοιχης εξωτερικής σκάλας, που πέρα από τα φράγκα, ροκάνισε και χώρο από τον ακάλυπτο, έτσι που χάθηκε η αισθητική ισορροπία μεταξύ του κτιρίου και του τοίχινου περίβολου, καθώς αφενός κόπηκαν αναγκαστικά οι δύο ευκάλυπτοι λόγω γειτνίασης επικίνδυνης σε περίπτωση πυρκαγιάς, και αφετέρου, η επίσης αναγκαστική μετάθεση της μεγάλης γκαραζόπορτας, κατέστησε απαιτητή την θυσία του μικρού υπαίθριου αμφιθεάτρου στο οποίο από την άνοιξη και μετά μέχρι, πολλές φορές, και τον Δεκέμβριο, αλλά και κατά τις γλυκές χειμωνιάτικες βραδιές είχαμε ωραίες συναυλίες – στη θέση του, σε όσο χώρο απέμεινε, ο επιστάτης έφτιαξε μια σιδερένια ψησταριά για τον καθημερινό μεζέ της μπύρας πριν η παρεούλα του πάνε στο σπίτι για το μεσημεριανό. Είναι καλούτσικη ψησταριά και μεγαλούτσικη – το Πάσχα χωράει και αρνί – δεν μπορείς όμως να την πεις και επαγγελματική, όπως κι εγώ δεν είμαι λογοτέχνης και δη επαγγελματίας, και φυσικό είναι που ήδη εξαντλήθηκα και βαριέμαι να περιγράψω το υπόλοιπο κτίριο – μην έχετε απαιτήσεις, ένας ευκαιριακός συγγραφέας είμαι και ούτε καν, παρόλο που εκνευρίζομαι, σχεδόν σα να θίγουν το σινάφι μου, όταν το γγρ το ακούω να το προφέρουν, ουκ ολίγοι πλέον, γκρ…


Πέμπτη, Μαΐου 16, 2019

ΓΙΟΜΑ


Στην Σελήνη πήγαμε. Είναι αδιαμφισβήτητον. Δεν πήγαμε βέβαια όλοι. Όλοι … τι όλοι; Δεν λέω γι’ αυτούς που έχουν πάει ως τώρα, ας τους αυτούς – κάνανε μια δουλειά. Τι είναι η Σελήνη; Ένας ξεροδορυφόρος. Δεν μπορούν να πάνε όλοι εκεί. Κάποιοι απ’ όλους ίσως … αργότερα, πολύ αργότερα. Βλέπουμε. Δεν είναι όλοι σύμφωνοι.

Σήμερα έβγαλα κοινόχρηστα: 900 € για αλλαγή συρματόσχοινων και τροχαλίας του ασανσέρ. Του ανελκυστήρος, διότι αν γράψεις «ανελκυστήρος» μπορεί και να σου φέρουν τα κοινόχρηστα «εγκαίρως» και όχι έγκαιρα, που όπως και να ‘χει αυτό το «έγκαιρα» αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια.

Πάντως, οι γειτονιές του Πειραιά, οι δρόμοι δηλαδή θέλω να πω, έχουνε γίνει χάλια. Χρόνια έχει να ξαναφτιαχτούν της προκοπής. Όλο μπαλώματα … Έργα, έργα, έργα, γραμμές του ΟΤΕ, φυσικό αέριο, ξανά-μανά αποχέτευση, μετά οπτικές ίνες… φαγώθηκε η πίσσα στις άκρες κοντά στα πεζοδρόμια, φάνηκε το χώμα, ιδανική τουαλέτα για αφεντικά από άλλη γειτονιά, που φέρνουν βόλτα το σκύλο τους να τα κάνει εκεί που δεν τους ξέρουν και δεν τους βλέπουν κιόλας, γιατί η δουλειά γίνεται ή αργά πολύ το βράδυ, ή αξημέρωτα, και βέβαια κάποιο άλλο αφεντικό πάει το σκύλο του να τα κάνει στη δική τους γειτονιά, μπορεί να συναντιώνται και να χαιρετιώνται κιόλας. «Καλησπέρα σας» - «Καλημέρα σας», ευγενέστατοι και φιλόζωοι αν όχι ζωόφιλοι στην καθώς πρέπει – αφεντικά σκύλων, ή καλύτερα «ντογκ όουνερς» στην διεθνή κοινή. Εν πάση περιπτώσει, όλοι οι δρόμοι και οι παράδρομοι της Καλλίπολης, για παράδειγμα, διαθέτουν καθένας το δικό του γδάρσιμο-τουαλέτα σκύλων. Δεν πειράζει βέβαια, διότι υπάρχουν πάρα πολλές παλιές αμάραντες φωτογραφίες του Πειραιά, και αρκετοί συλλέκτες επίσης που τις ανεβάζουν στο φέησμπουκ, συλλέγοντας πλέον λάικ (διότι δεν είναι ανεξάντλητες οι παλαιές φωτογραφίες) και έπονται οι ακόλουθοι που τις κοινοποιούν και μαζεύουν κι αυτοί την επιδοκιμασία αυτής της τρισχαριτωμένης αθώας νοσταλγίας που καθαγιάζει τις φτεροκοπούσες υπεράνω της ακατονομάστου μεταβολισθείσης ύλης, της διερχομένης πλήρως την διαδρομήν του γαστρεντερικού συστήματος των συγκεκριμένων έστω καλλιπολιτών σκύλων, μύγες, (μύγες πράσινες – κατ’ ευφημισμόν «χρυσόμυγες»), καθιστούσα αυτάς πλήρως αμολύντους. Οπότε δεν υφίσταται καν λόγος να επιλέξω την έκφρασιν «το οδόστρωμα έχει συν τω χρόνω φθαρεί» ώστε να διαμαρτυρηθώ στον σεβαστό μας Δήμο. Αι εκφράσεις αυταί, αι ολίγον έως πολύ αρχαΐζουσαι, είναι χρήσιμοι μόνον εις διαχειριστάς που θέλουν να μαζέψουν τα κοινόχρηστα μιαν ώρα αρχύτερα. Μέχρις «Ανελκυστήρος» λοιπόν και φεγγαράκι μου λαμπρό. Περιμένω φωτογραφίες της επερχομένης πανσελήνου. Ναι ξέχασα, συγγνώμη … Με Π κεφαλαίο, που αν του κλωτσήσεις την δεξιά κολώνα γίνεται Γιόμα.

Παρασκευή, Μαρτίου 23, 2018

Η άλλη Σύρος

Η Σύρος των ονείρων μου είναι ένας τόπος που με υποδέχεται βραχώδης με αραιή βλάστηση βραχονησίδας, ποώδη αλλ’ εξαισίως αρωματική. Προσεγγίζεται με πλοίο το οποίον ωστόσο μετεπιβιβάζει τους επιβάτες σε λάτζα για να βγούνε σε μία ηπίας κλίσεως σειρά βράχων, απ’ όπου αναρριχόμενοι εξαϋλώνονται καθώς φτάνουν στο πλακόστρωτο πλάτωμα που μοιάζει με ένα μεγάλο μπαλκόνι, να βλέπεις όλο το νησί να το θαυμάζεις και να γεμίζεις χαρά. Κι έτσι στο μπαλκόνι αυτό, όποτε επισκέπτομαι τη Σύρο στα όνειρά μου, στο τέλος φτάνω και στέκομαι μόνος να θαυμάζω και να χαίρομαι. Αυτή τη φορά υπήρξε εξαίρεσις.

-Πόσο χαίρομαι που ήρθαμε μαζί, Κουκουζέλη. Μα στ’ αλήθεια είμαστε στη Σύρο; Πώς ήρθαμε;
-Πήραμε το πλοίο και ήρθαμε.
-Δεν θυμάμαι τίποτα. Πολύ χαίρομαι που είμαστε εδώ παρέα. Ήρθαμε στ’ αλήθεια, το βλέπω. Μα δεν θυμάμαι …. πότε πήραμε το πλοίο; Τι ωραία που θα περάσουμε…Πήραμε στ’ αλήθεια το πλοίο;
-Ναι, πήραμε το πλοίο και ήρθαμε.
-Δεν θυμάμαι τίποτα.

Στο ισογειάκι, στο πατρικό μου, στον Άγιο Νείλο, σήμερα μαζευτήκανε πολλά παιδιά. Αγόρια κορίτσια δωδεκάχρονα ως δεκαπεντάχρονα. Πάντα νιώθω αμήχανος όταν έρχονται. Θέλω την ησυχία μου, ενώ αυτά είμαι σίγουρος, κάτι θα απαιτήσουν. Να χαϊδολογήσουν τους ταμπουράδες και τα τουμπελέκια, να πάνε να σκαλίζουνε το κομπιούτερ, να ζητάνε νερό και πού είναι η τουαλέτα, μετά να θέλουν να τους εξηγήσω τι ακριβώς κάνω, "α, ώστε είστε συνθέτης", να σηκώνονται να κάθονται, πέρα-δώθε πέρα-δώθε, ανακατωσούρα σκέτη και φωνές και καλαμπούρια, ζωηράδες, αγαρμποσύνες, παιδιά….. Αλλά αυτή τη φορά ήταν αλλιώτικα. Μπήκανε, καλησπερίσανε, σταθήκανε για λίγο να πάρουν μια ματιά απ’ το χώρο και ευγενικά ετοιμάζονταν να χαιρετίσουν και να φύγουν, οπού να σου ο ανηψιός μου-γερός νάναι-τετάρτη δημοτικού και είναι σαν μπεχλιβανής...

-Γιατί βρε παιδάκι μου δεν φοράς τίποτα κι είσαι μόνο με το παντελόνι και ξυπόλητος;

Αυτός δεν μου απάντησε, μόνο χασκογέλασε και άρχισε να πειράζει τα μεγαλύτερα του παιδιά, μια τα κορίτσια μια τ’ αγόρια, τα έσπρωχνε δοκιμάζοντας τη δύναμή του και αυτά όλο γελούσανε, γελούσε κι αυτός. Ώσπου πρόσεξα, μα πώς δεν το ‘χα προσέξει τόσην ώρα;

-Βρε σύ, τι πήγες κι έκανες. Ολόσωμο τατουάζ στο στήθος και στην πλάτη; Είναι αυτά για παιδιά δημοτικού;

Αυτός δεν χαμπάριασε και συνέχισε να στροβιλίζεται και να παίζει με τα μεγαλύτερά του παιδιά. Κάποια στιγμή κατάφερα να τόνε πιάσω και καθώς τριβόταν για να ξεφύγει ένιωσα ένα μεμβρανώδες υλικό να ξεκολλάει από πάνω του. Ευτυχώς το τατουάζ ήταν αυτοκόλλητο. Ησύχασα. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια είχαν κουμπώσει τα παλτά τους, χαιρέτησαν και έφυγαν. Ο ανηψιός μου ανέβηκε πάνω στης γιαγιάς. Τι ωραία… Ησυχία.

-Τι ωραία…. Ησυχία. Κουκουζέλη θα περάσουμε υπέροχα στη Σύρο. Μα, πώς ήρθαμε. Πες μου στ’ αλήθεια. Πώς ήρθαμε;
-Πήραμε το πλοίο και ήρθαμε.
-Δεν θυμάμαι.

Έβαλα τον καφέ να ζεσταίνεται. Τα μπατζούρια ήταν κλειστά, αλλά όχι τα τζαμιλίκια. Παρόλο που έξω ψιλόβρεχε και είχε το γεναριάτικο κρύο του, μέσα το ισογειάκι ήταν αρκετά ζεστό. Ώσπου να ζεσταθεί ο καφές ανέβηκα να δω τι κάνουν η μάνα μου κι ο πατέρας μου.

-Καλησπέρα.
-Αυτή που πήρε το πρωί τηλέφωνο πρέπει να δούμε αν πράγματι είναι της ασφαλιστικής.
-Ώχου ρε μάνα. Γι αυτό πάλι είσαι συγχυσμένη και με το πιεσόμετρο στο χέρι.
-Να αφήσετε ήσυχη τη μάνα σας και να αναλάβετε τις ευθύνες σας. Αυτή που πήρε τηλέφωνο, ξέρουμε αν είναι από την ασφαλιστική; Δεν βλέπεις τι απάτη κυκλοφοράει.
-Ρε μπαμπά, το είδα το τηλέφωνο στην αναγνώριση. Είναι της ασφαλιστικής. Αμάν. Μανία καταδίωξης…….
-Τις ευθύνες σας να αναλάβετε, έχετε γίνει ολόκληροι άντρες και δεν ενδιαφερόσαστε για τίποτα.
-Σιγά το μεσανατολικό. Πήρε μια ασφαλίστρια από την ασφαλιστική για να μας κλείσει ραντεβού και να μας φουσκώσει τα μυαλά μπας και κάνουμε και καμία ασφάλεια παραπάνω.
-Κι αν είναι απατεώνισσα; Εμείς στην εταιρεία της είχαμε άλλον ασφαλιστή. Τι δουλειά έχει αυτή να παίρνει τηλέφωνο;
-Σου είπα, ρε μάνα, το τηλέφωνο απ’ όπου μας πήρε είναι της ασφαλιστικής εταιρείας. Έφυγε ο παλιός μας ασφαλιστής και τώρα ανέλαβε αυτή.
-Και γιατί ο παλιός μας ασφαλιστής δεν μας πήρε ένα τηλέφωνο να μας ενημερώσει; Και είναι και ξάδερφος. Μωρέ θα πάρω εγώ αύριο τη Μαρία τη μάνα του και θα της τα ψάλλω.
Συγγενής σου λέει…
-Τι λες ρε μάνα; Τι δουλειά έχει η μάνα του; Όλοι με μας νομίζεις ότι ασχολούνται; Δουλειά ήταν, βρήκε καλύτερη και έφυγε ο ξάδερφος. Τρίτος ξάδερφος. Ξέρεις πόσους πελάτες είχε; Έφυγε, τέλειωσε. Σιγά μην τους πάρει έναν-έναν τους παλιούς πελάτες του για ενημέρωση. Αυτή, η πώς τη λένε, η Γεωργούλη, που τον αντικατέστησε, αυτή έχει τώρα την έννοια να μας πάρει για να βγάλει και κανένα μερτικό.
-Εγώ θα πάρω αύριο στην ασφαλιστική να τσεκάρω αν η Γεωργούλη είναι της ασφαλιστικής. Θα πάρω για λογαριασμό της μάνας σας. Εσείς να αναλάβετε τις ευθύνες σας. Κι άμα έρθει αυτή εδώ την ερχόμενη Τετάρτη, που η προφέσορα η αδερφή σου της έκλεισε ραντεβού, εγώ δεν υπογράφω τίποτα.
-Ποιος σου είπε ρε πατέρα να υπογράψεις κάτι. Για ενημέρωση θα έρθει η γυναίκα.
-Εγώ δεν της ανοίγω. Άμα θέλετε ανοίχτε της και καθίστε την ή στο ισόγειο ή πάνω στης αδερφής σου.
-Καλά. Κοιτάχτε να μη συχυζόσαστε με σαχλαμάρες.
-Σαχλαμάρες είναι που ολόκληροι άντρες δεν ενδιαφέρεστε. Και συχύζετε τη μάνα σας.
-Ωχ, πάλι απ’ την αρχή. Μόνοι σας συχυζόσαστε για το τίποτα. Πάω απάνω να παίξω λίγο με το μικρό.
-Ανεύθυνοι.

Κατέβηκα για μια στιγμή κάτω και έκλεισα την καφετιέρα να μην μου τον κάνει καβουρντιστό τον καφέ. Ο ξαναζεσταμένος γαλλικός είναι θεριστικός για το στομάχι, αλλά δεν μου πάει να πετάω από το πρωί στο απόγεμα μισή καφετιέρα καφέ. Την έκλεισα και ανέβηκα πάνω. Δεν άναψα φως στις σκάλες. Μου αρέσει να ανεβαίνω στα τυφλά αυτή την ολοΐσια πάνω σκάλα, τσεκάροντας αν δεν με έχει εγκαταλείψει η τεχνική των εφηβικών μου χρόνων να επιστρέφω μεταμεσονυχτίως αθόρυβα στο κατασκότεινο και να γλιστρώ στο κρεββάτι μου χωρίς να με πάρουν είδηση.

-Διάβασες τα μαθήματά σου, κολλητήρι;
-Όλα, παρακαλώ, Μπαρμπούλιη μου.
-Μπράβο. Τι θα παίξουμε… για δύο λεπτά όμως γιατί έχω δουλειά κάτω.
-Να παίξουμε αθόρυβο καυγά σε αργή κίνηση.
-Έγινε.

Και αρχίσαμε σαν σε ριπλέι τα ντιρέκτ και τα άπερκαπ, αλλά ο μουλωχτός μικρός φτάνοντας τη γροθιά του με αργή κίνηση στο μάγουλό μου, έδινε μια ξαφνική πίεση και μου την έχωνε μαλακά-μαλακά. Περιορίστηκα να του ρίχνω μερικά ελαφρά «εξευτελιστικά», όπως λέμε στην μεταξύ μας ορολογία, χαστουκάκια.

-Άντε γεια. Καλό σχολείο αύριο. Έχεις διαβάσει είπαμε, ε;…
-Ναιαιαι …. καληνύχτα.

Κατέβηκα τη μακρυά ολόισια σκάλα πάλι χωρίς φώτα. Έτσι το έσκαγα μεταμεσονυχτίως ως έφηβος. Έβαλα καφέ και άνοιξα τον υπολογιστή. Άναψα μία πίπα και αράδιασα τις σημειώσεις μου. Άνοιξα το Finale και το κλαβιέ και ξεκίνησα να γράφω. Γράφω μουσική συνήθως απ’ ευθείας στον υπολογιστή, βασιζόμενος σε ελάχιστες σημειώσεις. Η δουλειά απόψε πήγε ρολόι. Με αντάμειψα εκεί κατά τις δέκα και μισή με ένα έξοχο κόκκινο κρασί. Μετόχι Τσάνταλη.

Τώρα έχοντας επιστρέψει σπίτι, και γράφοντας αυτό το ποστ πίνω για συμπλήρωμα ένα ποτήρι … μπά; Δεύτερο είναι; SYRAH. Έξοχο. Ακριβά δώρα των γιορτών. Πάντα ο μεσημεριανός υπνάκος στρώνει ωραία έναν βραδινό. Πάνυ ωφέλιμος.

-Τι καλά που θα περάσουμε στη Σύρο βρε Κουκουζέλη…. Μα στ’ αλήθεια έχουμε έρθει; Πώς ήρθαμε; Δεν θυμάμαι τίποτα.
-Πήραμε το πλοίο και ήρθαμε.

Κυριακή, Οκτωβρίου 19, 2014

Ταξιδιωτικά

Κουκουζέληι


Καθώς η φίλη μου Αρτεμίσια μας αφηγείτο την θαυμασίαν κατ’ αυτήν επίσκεψίν της εις Νέαν Υόρκην, διεπίστωσα αίφνης ότι εγώ δεν την είχον επισκεφθεί τουλάχιστον κατά τα τελευταία πέντε έτη. Θα ημπορούσα είτε με άμαξαν ιππήλατον προ ογδονταετίας, είτε με τον προαστιακόν κατά τους μετά την εικοστήν ογδόην νέαν Ολυμπιάδα χρόνους, έστω μια του έτους να κατάφερνα ένα λικεράκι στο σαλόνι της, ή σπουμάντο, βότκαν με άρωμα αχλάδι ή και άλλα εξωτικά πιοτά, καθότι η Αρτεμισία καίτοι εκ Μπελαρούς είναι κάτοικος Βριλησσίων.

Αντιθέτως, ουδόλως ανοίκειος μοι εφάνη κατόπιν των φρικτών κατ’ εμέ αφηγήσεων της Αρτεμισίας, η από κοινού μετά του Κουκουζέλους μορφωθείσα ιδέα της καταλύσεώς μας επί διήμερον εις το Hotel Park της πλατείας Τερψιθέας Πειραιώς, εις δύο χωριστά μονόκλινα. Απ΄ εκεί ορμώμενοι θα οργανώναμεν  επισκέψεις είτε εις το μπαρ του ξενοδοχείου, είτε εις το μπαρ του ξενοδοχείου Ακροπόλ στο Χαλάνδρι. Θα ηδυνάμεθα μάλιστα συγχρόνως δια λόγους ασφαλείας να κρατούμε επίσης δύο μονόκλινα στο Ακροπόλ, παρότι αυτός ο Κουκουζέλης αποτοξινούμενος θα έπινεν ύδωρ το πολύ ανθρακούχον ή έστω καραμελόχρουν τεχνητώς γλυκαθέν, εγώ δε και τον άμπακον να έπινα θα είχομεν αναμφιδρόμως έναν να φροντίζει άλλον. Άλλωστε από αυτού του είδους τας αλληλεμπίστους άμα και εμπείρους βεβαιότητας εκκινούν διοργανώσεις ταξιδίων μακρινών, κατά τας οποίας το όνειρον σε φέρνει εις μίαν μεσοποταμίαν  Καλλιθέαν, ή και εις μίαν φοινικούντα Φαληρικήν ακτήν, ή και εις ένα παλαιόν Αμαρούσιον μες στο πεύκο, τα ρυάκια και τη δροσιά.  

Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2012

Ζουζού, η δικαία κόλασις


Εάν αναζητούσαμε το ανάλογον οργιάζοντος φυτού της ζούγκλας αρχιτεκτόνημα, αυτό θα ήτο η πυλωτή. Ιδίως μια πυλωτή σαββατιάτικη φθινοπωρινή, πέντε η ώρα, ώρα χώνεψης επιφέρουσας νάρκην προσμενόμενην από Δευτέρας. Πέντε η ώρα λήξεως της κοινής ησυχίας, το λέει ο νόμος. Το ξέρουν και τα παιδάκια και οι γονείς που δίνουν τις άδειες ασυδοσίας. Τα σκασμένα το έχουν συμφωνήσει από τις δύο το μεσημέρι:
-Στις πέντε ακριβώς, κάτω, στην πυλωτή, μπάλα!!

Η Ζουζού ήταν τρίχρωμη: άσπρη το πιο πολύ, με στάμπες κανελιές και μαύρες. Όταν ψόφησε, όλα τα παιδάκια χαρήκαμε. Είχε επέλθει, επιτέλους ως θεία δίκη, η τιμωρία της κυρά-Μηλίτσας. Κάθε μπάλα που έπεφτε στο ημιυπόγειό της ήταν καταδικασμένη. Την έσκιζε και μας την πέταγε στο δρόμο - πλαφ-πλαφ, η καημένη η μπάλα άψυχη ίσα που κατρακυλούσε δυο μέτρα. Άλλοτε πάλι η μπάλα εκρατείτο όμηρος. Αντάλλαγμα διομολογήσεων: «δεν θα παίζουμε τα μεσημέρια» «θα παίζουμε χωρίς να φωνάζουμε», «θα πάμε πιο κάτω να παίξουμε». Με εντυπωσιάζει τώρα που το αναλογίζομαι, ότι ουδέποτε η κυρά-Μηλίτσα έθεσε ζήτημα ηθικότητος – της ήταν αδιάφορο αν οι φωνασκίες μας περιελάμβαναν ύβρεις.  Και παρότι η φάτσα της έφερνε στην κατηχήτριά μας, παγωμένη, ασπριδερή, οστεώδης, ένα μικρό κεφαλάκι με σουβλερή μύτη και σχιστά μάτια, άσπρη μαντήλα,  σχολαστική στα καθαρά σιδερωμένα ρούχα, συνδυασμός άσπρης πουκαμίσας με μακριά καφέ φούστα … αυτό που τις ξεχώριζε ήταν  στα χέρια της κυρα-Μηλίτσας αδιαλείπτως ένα κέντημα, ενώ στα χέρια της κατηχήτριάς μας, που την είχαμε και δασκάλα, ένας χάρακας για να μας τις βρέχει - το χειρότερο ήταν να φας τις χαρακιές, να σε βγάλει και έξω από την αίθουσα. Για λόγους φυσιογνωμιστικούς, ανέβαζα παλμούς εξώσεως από την τάξη, αν η μπάλα κατά την φοράν της πτώσεώς της προς το ημιυπόγειον της κυρα-Μηλίτσας, διέγραφε τον κίνδυνο να αγγίξει το κέντημα της. Αν το άγγιζε…. ούτε κατάρες, ούτε φωνές… Η κυρά-Μηλίτσα τα μάζευε και χωνόταν μέσα στο σπίτι. Όνειδος για τις μανάδες μας:
-Ελάτε αμέσως μέσα. Το παρακάνατε. Τσιμουδιά……

Μετά την πρώτη Ζουζού, ήρθε η άλλη Ζουζού. Το γεγονός ότι ήταν και αυτή άσπρη το πιο πολύ, με στάμπες κανελιές και μαύρες, μας έπεισε ότι η κυρά-Μηλίτσα ήταν μάγισσα. Κακός άνθρωπος. Άνθρωπος που παίρνει μπάλες και τις σκίζει. Πώς άλλωστε βρήκε ίδια ακριβώς γάτα;
Τι κι αν ήμουν παιδάκι παχουλό με χωριστρούλα τα μαλλιά. Όσο και να έπαιρνα το μισοκακόμοιρό μου, το ευγενές ύφος «κυρά-Μηλίτσα, σας παρακαλώ μας δίνετε την μπάλα», η κυρά-Μηλίτσα είχα την εντύπωση, ότι κοιτούσε το μπαλκόνι μας, το συνέκρινε με το ημιυπόγειό της και εκτελούσε  προειλημμένην  απόφαση. Πλαφ-πλαφ η μπάλα σκισμένη στα πόδια μου. «Να, για να μάθετε να μην παίζετε από τα άγρια μεσημέρια».

Απροόπτως, τι χαρά, πάτησε αυτοκίνητο την Ζουζού Β’. Πού στην ευχή βρέθηκε αυτοκίνητο να περάσει τον χωματόδρομο της Μαυρομιχάλη; Πέρσι στρώσανε άσφαλτο την Θεοτόκη και ακούγεται ότι φέτος, το αργότερο του χρόνου θα στρώσουνε άσφαλτο και τους παράδρομους. Θα χάσουμε όμως όλα τα παιχνίδια: να χτίζουμε σπιτάκια, να κάνουμε βουνά, να σκάβουμε λακούβες νύχτα και να τις σκεπάζουμε με κλαριά και χώμα για να πέσουνε μέσα οι γριές που πάνε τα ταψιά στο φούρνο.

Την Ζουζού Β’ διεδέχθη ο Ζωζός: άσπρος το πιο πολύ, με στάμπες κανελιές και μαύρες. Η Μαυρομιχάλη στρώθηκε με άσφαλτο, η οποία άσφαλτος απεδείχθη πολύτιμος κατά τας μιμήσεις μας των Πανευρωπαϊκών αγώνων του 1972. Στην φαντασία μας τρέχαμε πάνω σε αυτή τη νέα λέξη: το ταρτάν.  Αυτή τη φορά, η κυρά-Μηλίτσα πρόλαβε και έφυγε πρώτη. Τον Ζωζό ανέλαβε μια οικογένεια που επί χρόνια ενίσχυε την κυρά-Μηλίτσα αγοράζοντας τα κεντήματά της. Από ένα κοριτσάκι της οικογένειας αυτής,  μάθαμε ότι η κυρά-Μηλίτσα ήταν Λευκορωσίδα. Ίσως μάλιστα, πολύ-πολύ παλιά,  να τα είχε με κάποιον ρώσσο αξιωματικό και να χωρίστηκαν  λίγο μετά τον Πόλεμο. Μπορεί να είχαν κι ένα παιδί που χάθηκε μικρό ... ίσως ....  κι όπως και να 'χει θεωρώ χρέος μου, μετά από 40 χρόνια, στη μνήμη της, να αποδέχομαι αγογγύστως κάθε φασαρία μεσημεριανή προερχόμενη από παιδιά, ως δικαίαν κόλασιν. 

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2012

Έχω να βγω.... (ζήτημα ανά-εκ-συγχρονισμού / ημιπολιτικόν)

Στον Σταμ (τέως και Hamarn Papeerte).... λαογραφικόν παράθεμα εκ συζητήσεώς μας μετά ποτού.


-Έχω να βγω δυό μέρες...

-Πιπίνιζα, κανονικά πρέπει να βγαίνεις δυό φορές τη μέρα. Αν δεν μπορείς να βγεις, να βάλεις λίγο σαπούνι .... ξέρεις. Και μην πίνεις τόσα τσάγια. Πρωί-πρωί πίνεις τσάι και θέλεις μετά να βγεις; Πιές λίγο καφέ...

-Φωτείνιζά μου, ο καφές... δεν τον μπορώ πρωί-πρωί.

-Ε, γι αυτό σφίγγεσαι.....


........

Δεν πρόκειται για συζήτηση που αφορά [σ]τα Starbugs. Η ανωτέρω διαπραγματευομένη έξοδος εγγίζει αρχιτεκτονικόν ζήτημα: Οι παλαιές κατοικίες, οι προ του '50 (1950), των λαΐκών συνοικιών, φερ' ειπείν της Καλλιπόλεως ή του Αγίου Νείλου και του Χατζηκυριακείου,  (απ' τις καλούτσικες εν συγκρίσει με την επίζηλον Καστέλλαν του Πειραιά) - φαντάσου τις άλλες - είχαν τον "απόπατο" στην αυλή.

Απόπατος εκ του "αποπατώ", δηλαδή "αποφεύγω να πατήσω" .... για να μην λερωθώ - παρεμφερές το: "όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί":  Η  τουαλέττα (WC) .... εξωτερικώς του συστήματος των δωματίων της κυρίας οικίας.

Σπεύδω να παρέκβω και εις άλλην  μίαν διευκρίνισιν: Στα θηλυκά ονόματα το πρόσφυγμα "-ιζα" αποτελεί ανάμνησιν αρβανίτικης διαλέκτου: Πιπίνα (υποκοριστικό του Δέσποινα)-Πιπίνιζα, Φωτεινή-Φωτείνιζα, Ελένη-Ελένιζα, άπερ σημαίνουν Δεσποινούλα μου, Φωτεινούλα μου, Ελενίτσα μου ... και αυτό το τελευταίον "ίτσα" είναι τσιτακισμός του "ίζα" με κατάβασιν του τόνου.

"Έχω να βγω δυο μέρες" δεν είναι έκφρασις απογνώσεως  αμοίρου κλάμπινγκ. Ομολογεί δυσαρέσκειαν σωματικήν: δυο μέρες αποτυχίας στον (του '50 ... και πριν) απόπατον.


Κυριακή, Φεβρουαρίου 19, 2012

[ΣΥΓ]ΚΡΙΣΗ

Έχουμε 2 προβλήματα:
Οικονομικό και εκφραστικό.
Αν επιλυθεί το δεύτερο, το πρώτο θα καταστεί ανύπαρκτο.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2012

Κράτος Λογικής

-Πες μου την αλήθεια, εσύ έσπασες το βάζο;

-Όχι μητέρα. Δύο είναι οι βασικές αιτίες που το βάζο έσπασε: ο νόμος της βαρύτητος και η μοριακή του σύνθεση που καθορίζει τον βαθμό ελαστικότητός του.

-Παιδί μου, πες μου, εσύ το έσπρωξες και έπεσε και έσπασε;

-Εγώ απλώς το έσπρωξα, αλλά δεν ευθύνομαι που έσπασε.

-Δεν γνώριζες εξ αρχής ότι αν σπρώξεις το βάζο, θα πέσει κάτω και θα σπάσει;

-Γνώριζα μετά βεβαιότητος ότι αν σπρώξω το βάζο, αυτό θα μετακινηθεί• δεν ήμουν βέβαιος για το αν θα πέσει, και πολύ περισσότερο για το αν θα σπάσει.

-Η πρόθεσή σου ποια ήταν; Ήθελες να σπάσει το βάζο;

-Πώς θα μπορούσα να ήθελα να συμβεί κάτι για το οποίο δεν ήμουν βέβαιος ότι μπορεί να συμβεί;

-Ναι, αλλά το γεγονός ότι το βάζο έσπασε, σου προσέφερε ικανοποίηση;

-Δεν είμαι βέβαιος, μητέρα, μάλλον ελαχίστην, και όχι ικανοποίηση για αυτήν καθ’ αυτήν την θραύση του και την ζημίαν που αυτή προεκάλεσε, αλλά για το γεγονός του ότι επισώρευσα ακόμα μίαν εμπειρική γνώση η οποία και θα μου χρησιμεύει στο εξής από καθαρά στατιστικήν άποψη.

-Παιδί μου σε συγχαίρω για το φιλέρευνο πνεύμα σου, καθώς και για τον τρόπο που διαχειρίζεσαι τον προφορικόν λόγον και, ειδικότερον, παραθέτεις τα επιχειρήματά σου. Κρίνεσαι δε ανάξιος τιμωρίας.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2012

ΜΕΤΑΣΤΟΝΗΛΙΑ

"Μεταστονηλία" ονομάζεται η ειδική κατάσταση έκστασης στην οποία περιέρχονται οι μουσικοί αλλά και οι ευαίσθητοι ακροατές μετά από μιαν ωραία συναυλία.

Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί από σας, αμέσως μόλις τελειώνει μια συναυλία, πηγαίνοντας να συγχαρείτε τους συντελεστές, θα έχει τύχει να ακούσετε είτε τον μαέστρο, είτε τους μουσικούς απευθυνόμενους αλλήλοις, αλλά και σε φίλους τους, να αναφωνούν: "Μεταστονηλία".

Διόλου τυχαία τόσο στο Παγκράτι, όσο και στο Θησείο υπάρχουν ταβέρνες επονομαζόμενες "Ηλίας". Αυτό συμβαίνει διότι οι ιδιοκτήται των, πονηρά σκεπτόμενοι, προσπαθούν να αντλήσουν πελατεία από ακροατήρια ωραίων συναυλιών. Καθότι οι αμύητοι ακροαταί που δεν γνωρίζουν τον όρον "μεταστονηλία", τον αντιλαμβάνονται ως προτροπήν συνεστιάσεως:

-"Μετά στον Ηλία".....


Πέμπτη, Ιουνίου 02, 2011

Ο θείος Παύλος

Ο θείος μου ο Παύλος είχε αγοράσει ένα ποδήλατο και εβδομηνταέξι χρονώ γύρναγε τον Πειραιά με το ποδήλατο. Του είχε βάλει φρένα, κλάξον, σημαιάκια, φωσφορίζοντα φωτάκια και ένα προβολέα για τη νύχτα με δυναμό. Μια φορά, μέρα μεσημέρι,  ένας με ένα αυτοκίνητο πήγε να τον κλείσει, αλλά ο θείος μου ο Παύλος που ήτανε μποξέρ και είχε ανακλαστικά, έστριψε με μιας το τιμόνι και γλίτωσε από το τρακάρισμα, αλλά έπεσε κάτω. Αμέσως σηκώθηκε και τον έβρισε γιατί δεν φοβότανε αν ο άλλος τσαντιστεί και πάει να τον πλακώσει στο ξύλο, γιατί σίγουρα ο θείος μου ο Παύλος, τι κι αν ήταν γέρος, θα τον έκανε μαύρο στο ξύλο, όπως είχε δείρει στα νιάτα του και δύο μαχαιροβγάλτες που του κολλήσανε τότε που πέρναγε με τα πόδια τη γέφυρα του Σαν Φραντσίσκο και τους έσπασε στο ξύλο και δεν τους έδωσε φράγκο. Κι ας ήταν ένας από αυτούς μποξέρ πρωταθλητής. Ο θείος μου ο Παύλος ήταν κατηγορία πετεινού, αλλά πολύ δυνατός. Έβαζε κάτω και τους βαρέων βαρών. Και τον εσάπισε στο ξύλο αυτόν στη γέφυρα, τόσο πολύ που το ‘γράψαν και οι ‘φημερίδες της Αμερικής: " Έλλην ναυτικός μποξέρ κατηγορίας πετεινού έδειρε πρωταθλητή βαρέων βαρών Αμερικής".
…………………………………………………..
-Μη μου κολλάς γιατί θα το πω στον ξάδερφό μου που είναι και Μανιάτης και θα σε σπάσει στο ξύλο.
-Και μένα ο ξάδερφός μου είναι Κρητικός.
-Ναι αλλά εμένα ο θείος μου είναι μάγκας στον Περαία.
-Κι εμένα ο δικός μου είναι Αρβανίτης από την Κακιβίγλα.

Τετάρτη, Μαΐου 25, 2011

Ανεπαισθήτως.....

Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα

-Φωτεινή, την Παρασκευή λέω να πάρω το λωφορείο να πάω στη Μάνη. Να πάω να δω και την αδερφή μου την Κούλα. Να δω και το σπίτι – πέντε χρόνια έχω να πάω. Πόσο θα ζήσω; Να πάω τώρα που ‘χω ακόμα κουράγια. Να δω και τις ελιές. Εσύ έχεις την Πιπίνα την αδερφή σου για παρέα. Δεν θα κάνω πάνω από πέντε μέρες. Άντε μια βδομάδα. Θα τρώω στην Κούλα, στον Κούνο. Ίσα για έναν ύπνο θα πηγαίνω στο Πρόγεμα. Μπορεί να μένω και στην Κούλα. Να μη πάω καθόλου για ύπνο στο Πρόγεμα. Μόνο να πάω κα’να –δυό φορές ν’ ανοίξω το σπίτι. Θα το φάει η κλεισούρα. Να δω και τι γίνεται με τα χωράφια. Μπαίνει αυτός ο διάολος με τις γελάδες και ρίχνει τα τοιχία….

-Παναγιώτη, δεν έχει να πας πουθενά.

Δευτέρα, Απριλίου 25, 2011

Ο λήγοντας


 Επειδή «όποιος πιάνει τον λήγοντα, μπορεί να έχει πιάσει και τον πρώτο», τα πρώτα χρόνια, μετά καχυποψίας ήλεγχε ιδίοις όμμασι τον κατάλογο. Ο κύριος Μπασκάκης,  επί δεκαετίαν έπαιρνε λαχεία από τον ίδιο πλανόδιο. Αγόραζε  το λαχείο του την επομένη της κλήρωσης, καθώς, δυο τετράγωνα απ’ το σπίτι του, έτσουζε το δεύτερο ουζάκι του στο καφενείο, πάντα στο ίδιο πλάτη πλάι στην πόρτα στρογγυλό μαρμάρινο τραπεζάκι,  και με ένα είδος μονομανίας ποντάριζε στο 3 –τρεις παρά, τρεις, τρεις και κάτι, ήταν συμπτωματικώς η ώρα της περατζάδας του λαχειοπώλη.

Ο Χρόνος κάθε τόσο ανεδεικνύετο χορηγός του Νόμου των Πιθανοτήτων: περίπου μία στις δέκα Τετάρτες, θα άκουγε τον λαχειοπώλη να του λέει: «Λήγοντας. Στον ξαργυρώνω; … ή θα πάρεις δύο πεντάδες;».  Ο κύριος Μπασκάκης, τρόπον τινά επιδεικνύοντας συμβολικά την άνεση που του παρείχε η καλή σύνταξή του,  δεν καταδεχόταν ποτέ να πάρει τα φράγκα του λήγοντα.

Επίσης ο Χρόνος κτίζει σχέσεις εμπιστοσύνης, παράγουσες ένα είδος ηδονής όταν μετατρέπονται οριστικά σε μηχανική επικοινωνία . Με τα χρόνια, το μεσημέρι κάθε Τετάρτης, σαν έγλειφε με την άκρη του ματιού του το θάλλον δέντρο του λαχειοπώλη, ο κύριος Μπασκάκης έβγαζε το λαχείο απ’  το τσεπάκι του πορτοφολιού, το ξεδίπλωνε και το ακουμπούσε στο μάρμαρο, προσεχτικά να μη βραχεί από τον ιδρώτα των ποτηριών. Ο λαχειοπώλης πλησίαζε, το έπαιρνε, το «κοίταζε», και τα υπόλοιπα διαμείβονταν σιωπηρώς.

Τα φίδια ζώσανε τον κύριο Μπασκάκη, όταν κάποτε ο λαχειοπώλης, αφού του αντάλλαξε με δυο πεντάδες την κερδίζουσα τον λήγοντα, δεν ξαναφάνηκε.

Τρίτη, Νοεμβρίου 02, 2010

Η βαρύτερη αποσκευή

Όποτε πλησιάζει ο καιρός να ταξιδέψω για το νησί, με πιάνει. Το κρύβω όσο μπορώ, αλλά πρώτ’ απ’ όλα με προδίδει το σώμα μου. Ανεβάζω λίγο πίεση, τα δερματικά φουντώνουν … και καθώς οι μέρες για την αναχώρηση λιγοστεύουν σπεύδει να συνεργαστεί και η ρουφιάνα η ψυχή. Το σώμα ήδη έχει προαναγγείλει τη συνεργασία τους με αραιές αρρυθμίες, αυτές που όπως λένε οι καρδιολόγοι «δεν αξιολογούνται», τα φτερουγίσματα – τα νιώθουν κι οι ερωτευμένοι – αλλά για τους υποχόνδριους είναι αφορμή σεναρίων νοσηλείας. Μια ήπια κατάθλιψη, ένα συναίσθημα αποχωρισμού, μετά νεύρα με το παραμικρό, μια γενική αίσθηση αστοχίας.


Όταν πια φτάσει η ώρα της αναχώρησης από το σπίτι, όλο το ψυχοσωματόδραμα των προηγούμενων ωρών και ημερών συνοψίζεται στο άγχος για τις βαλίτσες.


– Τι τις θέλουμε τόσες βαλίτσες;
-Μα πάμε για τόσες μέρες, άλλοι φορτώνουν ολόκληρο αυτοκίνητο.
-Ναι αλλά εμείς δεν έχουμε αυτοκίνητο και μού ‘χουν πάει τα χέρια κάτω – ταξίδι το ταξίδι τα ρήμαξα τα χέρια μου.


Μόλις πατήσω το πόδι μου στο καράβι κι αφού βολέψω τις ρημάδες τις βαλίτσες όλα περνάνε. Με πλημυρίζει ένα συναίσθημα απαλλαγής. Συναίσθημα που κορυφώνεται καθώς πίνω τον καφέ μου στο κατάστρωμα της πρύμνης, χαζεύοντας τ’ απόνερα του καραβιού λες κι είναι οι έγνοιες μου.


Καθώς περνάμε το Βενέτικο πάμε για να πιάσουμε την Ουρά πάλι φτερουγίσματα, που τώρα  όμως δεν τα αξιολογώ ούτε εγώ. Αν είναι άνοιξη ξημέρωμα, οι μυρωδιές σε προϋπαντούν, αν είναι άλλη εποχή και μόνο το όνομα Μυροβόλος σου φέρνει παραισθήσεις.  


Στο λιμάνι θα περιμένει ο ξάδερφος ο Μήτσος με το τζιπ. Αυτή και μόνο η σκέψη προσδίδει στωικό τόνο στις βλαστήμιες της αποβίβασης - τί ταλαιπωρία κι αυτή με τις βαλίτσες, να βράσω τα καράβια τους, τα κάτεργα. Στην αποβάθρα αγκαλιές φιλιά και μόλις φορτώσουμε  μπω στ’ αμάξι και δέσω τη ζώνη μου, συνειδητοποιώ, αυτό που, αφού και στο χωριό καλά περάσω με τα γλέντια και τα ούζα και τις παρέες και την αγάπη των φίλων και των συγγενών, πάντα όμως ανάμεσα στις τύψεις, που εγώ κωλοβαράω ενώ άλλοι δουλεύουνε κι εγώ τώρα καλοπερνάω και που να πάρει η ευχή άλλοι σε δέκα μέρες γράφουν ένα κουαρτέτο κι εγώ δεν μπορώ να σταυρώσω νότα, να συγκεντρωθώ, να δημιουργήσω - σαν του Ραβέλ το Μπολερό, κρεσεντάρουν -  μα ούτε και  να περάσω ξέγνοιαστα μπορώ, άντε να περάσουν οι μέρες να τα μαζέψουμε να φύγουμε να γυρίσουμε στον Πειραιά, να κάτσω να συγκεντρωθώ να γράψω, άντε επιτέλους φεύγουμε πίσω, να πάρει ο διάολος τι στην ευχή θα κάνω με αυτές τις βαλίτσες, πιο ασήκωτες απ’ όταν τις φέρναμε, άντε και τις φορτώσαμε στο τζιπ, πάλι αγκαλιές φιλιά στο λιμάνι, και τις ανέβασα στο καράβι, το ταξίδι σαν υπόθετο, και τις κατέβασα και τις φόρτωσα στο ταξί και τις ξεφόρτωσα και τις ανέβασα στο σπίτι, ξανά και ξανά συνειδητοποιώ: η βαρύτερη αποσκευή μου είμαι εγώ.


στη Γ.

Σάββατο, Απριλίου 17, 2010

Υποκελευστής στον Αβέρωφ

Προπολεμικά. Μεσοπόλεμος λέγεται, αλλά όση είναι η σχέση διασημότητος μεταξύ Αχιλλέως και Νεοπτολέμου, άλλη τόση είναι η σχέση Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μεσοπολέμου, εξ ου και τον δεύτερο μπορείς να μην τον γράψεις με αρκτικό κεφαλαίο. Οπότε καλύτερα να λέμε «προπολεμικά».

Ο Περδικούρης είχε πάρει άδεια μιαν βδομαδούλα. Κληρωτός. Επέστρεψε μετά δύο μήνες και την ΕΔΕ διεξήγε ο παππούς μου.
-Τι να σας λέω τώρα κύριε υποκελευστά; κρασάκι, λατερνίτσα, δεν σού ‘κανε καρδιά να φύγεις...

Η απολογία τού Περδικούρη κατέστη δι' εμέ παροιμιώδης απ' τους μορμύρους τού παππού μου που αξημέρωτα έχοντας ξυπνήσει για να φτιάξει την καθημερινή του σκορδαλιά, κοπανούσε με το ξύλινο γουδοχέρι τις σκελίδες μαζί με μπαγιάτικο ψωμί και λάδι μπόλικο– στο νερό έκανε οικονομία, διότι ως μανιάτης εγνώριζε την έλλειψή του, αλλά το λάδι όταν έπεφτε, έπεφτε άφθονο- και ως εκ καταγωγής εραστής τού οκτασυλλάβου, το εμοιρολογούσε:




Ηλία Δημαρόγκωνα
με το μεγάλο τ’ όνομα
Τ’ ήθες να πας στον Καρβουνά
για να θερίζεις γέννημα;
Η ώρα ήτανε εννιά
κι η εξουσία του μιλά:
……………
(δεν θυμούμαι το ενδιάμεσο, αλλά ο φυγόδικος Δημαρόγκωνας δεν παρεδόθη στο κάλεσμα της εξουσίας)
……………
Κι ο Καραγκούνης το σκυλί
διέταξε ο Ηλίας μου να σκοτωθεί.

Αυτό ήτο το μοιρολόγι τής αδελφής τού Δημαρόγκωνα, προσφιλέστατο στον παππού μου, όπως και το δίστιχο που ως συνέχειά του με το ίδιο παράφωνο μοτίβο τραγουδούσε παθητικώς, καθότι υπομηχανικός, σπουδάσας εις τον Προμηθέα:

Μηχανικός στη μηχανή
και ναύτης στο τιμόνι-ι

Το οποίον «τιμόνι-ι» διά της παρατάσεως της ληγούσης εμβολίαζε στον επτασύλλαβον  ιδέαν οκτασυλλάβου. Και δώσ’ του το γουδί.

Δι’ αυτόν τον λόγον, ο παππούς μου, συνταξιούχος-συνοψίσας, όταν η σκορδαλιά ετελειούτο, έπαιρνε μια κόρα ψωμί, την άλειφε, ταίριαζε πάνω και μια παστή σαρδελίτσα, και αλεκτορικώς (στην ώρα του), με ελάχιστον μελαγχολίας, αναφωνούσε:

-Κρασάκι, λατερνίτσα δεν σού ‘κανε καρδιά να φύγεις…….

Τετάρτη, Μαρτίου 24, 2010

Τρία βρβρφρτθρούμπτθθθρρ (ο τιμονιέρης)

στους Λαμφύκ και Αντίπατρο

Τόνε θυμάμαι με κοντά χακί παντελόνια και ένα τιμόνι στο χέρι. Αν δεν ήταν τιμόνι θα ήταν κανένα λάστιχο από ποδήλατο με μικρές ρόδες. Κολοφών της δόξης του υπήρξε κάποτε ένα αυθεντικό, αυτοκινήτου κοκκάλινο, χρώματος καφέ με γκρίζα νερά. Λιγνός, αλλά με κάπως φαρδιά λεκάνη, σε παρέσυρε να τον βλέπεις ψηλό λόγω σωματότυπου. Πάντως το λίμιτ απ και το λίμιτ ντάουν του ύψους του εκυμαίνοντο μεταξύ 1,70 και 1,75. Κάτι όμως το μακρύ του πρόσωπο με τον ακόμα μακρύτερο προγναθισμό του – τραπεζοειδές σαγόνι – κάτι το σα να 'ναι τραβηγμένο μέτωπο, κυρτό όχι τόσο, όσο με ένα ευθύ γέρσιμο προς τα πίσω και τα μαλλιά του αχινός να προεκτείνουν το νοητό τόξο από το σαγόνι ως …. Ως πού;Ίσως ως εκεί που έφτανε το θαμπό, ίσα που ανέβλυζε από τα ξασπριμένα γαλάζια μάτια του, βλέμμα - τόσο περιορισμένο που έλεγες ότι δεν είχε καν όρια.

Έφερνε στο ψηλός κατά το ύφος. Και γύριζε τις γειτονιές, μεροκάματο. Του τρέχαν τα σάλια καθώς εμιμείτο τον ήχο του αυτοκινήτου (εαυτοκίνητο είναι μια κατάλληλη λέξη), βρβρφρτθρούμπτθθθρρ. Μύξες και σάλια. Χλωμός πάντοτε, αλλά ακάματος. Να 'χε και κάποιο δρομολόγιο; γιατί άλλες ώρες τον συναντούσες στο Χατζηκυριάκειο, άλλες στην πλατεία Σερφιώτου, άλλες στην Καρπάθου.... Έτρεχε, αν και γενικώς ήταν προσεκτικός οδηγός. Πιο νέος μπορεί να ήταν κάπως νευρικός, αλλά με το χρόνο οι κινήσεις του έγιναν έμπειρες και μετρημένες. Ιδίως στις στάσεις και στο παρκάρισμα με την όπισθεν. Τον έχω συναντήσει πάμπολλες φορές και όρθρου βαθέως και αργά το σούρουπο. Όχι πάντως μετά τις δέκα το βράδυ.

Αργότερα, στην ώριμη εφηβεία των τριάντα και – συνομήλικοι έδειχνε να είμαστε – φόρεσε κουστουμάκι. Η μάνα του πρέπει να τον πρόσεχε. Τον είχε καλοντυμένο και περιποιημένο. Καθώς μεγάλωνε το τιμόνι δεν το άφησε, πάντως. Είχε βρει ένα μικροσκοπικό πιο κομψό, ή ίσως του το είχαν δώσει κιόλας – πού να ξέρεις - ένα ξύλινο τιμονάκι διαμέτρου δεκαπέντε-είκοσι πόντων, ξεκολλημένο από κάποιο παροπλισμένο παιδικό αυτοκινητάκι. Και εξακολουθούσε τα δρομολόγιά του, παρότι με τον καιρό σοβάρευε. Σιγά-σιγά όλο και περιόριζε τα βρβρφρτθρούμπτθθθρρ μέχρι που τα ‘κοψε. Φόραγε (του φόραγε η μανούλα του;) και άφτερ-σέιβ. Πάνε και ... είκοσι χρόνια;

Απόψε πήγαινα στο γειτονικό κρασοπουλειό στη Φαβιέρου. Φαβιέρου και Χατζηκυριακού. Πήρα χύμα ένα κιλό καμπερνέ-μερλό από βαρέλι, κι άλλο ένα κιλό νουβό (βγάζουν στην Νεμέα νουβό..). 4€ το κιλό, μια και μιλάμε για δύσκολες μέρες. Πάνω από τις μισές ακριβές ετικέτες που έχω πιει δεν πιάνουν δυάρα μπροστά τους. Έχω κόψει το βραδινό [φαΐ]. Πίνω λίγο κρασί με μεζέ καρύδια. Σήμερα ήπια λίγο παραπάνω ακούγοντας παλιά δημοτικά. Τελευταίο άκουσα το «Τη μάνα μου την αγαπώ» του Ροδινού.

Σούρουπο καθώς κατηφόριζα για το κρασοπουλειό, περίπου όπως ψάχνεις για πίνακες του Βασίλη Σπεράντζα στις «Εικόνες» του Google και μέσω Σπεράντζας Βρανά πέφτεις πάνω στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, πήγα να εκλάβω αυτό το σουλούπι για μεθυσμένο, έτσι όπως ανέβαινε αργά την ανηφόρα και ξεκίναγε-στεκότανε, ξεκίναγε-στεκότανε. Δεν είναι δα και τόσο δύσκολη ανηφόρα η Φαβιέρου από Χατζηκυριακού προς Σαλαμινομάχων. Έπαιζε στα χέρια του ένα κινητό. Μισόκλεισα τα βλέφαρα - νυχταλωπία. Κουστουμαρισμένος. Τα βήματα του λίγο σαν πάπιας από την πλατυποδία. Και σαν κουρασμένος. Άναψε το καντράν έτσι όπως πασπάτευε το κινητό του και η μνήμη μου ανέστρεψε το τόξο που εσχημάτιζε η ελαφρά κύρτωσή του. Διασταυρωθήκαμε, και μόλις που πέρασε στο πλάι μου, ανέσυρα από τα βάθη ένα βρβρφρτθρούμπτθθθρρ και έγινε η αναγνώριση.

«Την μάνα μου την αγαπώ, τι νοιάζεται για μένα,
μα όμως δεν την αγαπώ, όσο αγαπώ εσένα».

Σάββατο, Μαρτίου 20, 2010

Τι εστί συναναστρέφομαι:

:Είμαι ευθύς (άρα και μη ανεστραμμένος), και με το κλικ και τους συνδέσμους, και με το σχόλιο του ενός και σχολιάζοντας τον άλλον, όλοι μαζί ... τούμπα.
Το άλλο βέβαια είναι να μην το ευχαριστιέσαι όλο αυτό και να κρύβεσαι εις περιορισμένην μεν, κατά τα άλλα έκθεσιν δε, και να στοιχηματίζεις - κάποιες απ' τις πολλές φορές μάλιστα, ως εγωπαθής ρόκερ, που περιμένει από τη διαδοχή "τονική-δεσπόζουσα" να του βγάλει ήθος αναζήτησης το ντιστόρσιον της πεταλιέρας.

Εν είδει περιοχής Υπαπαντής,
με παστέλια και γαλακτομπούρεκα.

-Τον ηχολήπτη τον Κυριάκο, τον ξέρεις; ..... Αυτός κάνει "ΗΧΟ".

Σήμερα, πάλι θυμήθηκα τον παππού μου. Αύριο θα πάω πρωί-πρωί να πάρω μαύρο ψωμί και παστές σαρδέλες. Θα βγάλω από τρεις σαρδέλες το κοκκαλάκι σχίζοντάς τις στα δυο και θα τις βάλω στο λάδι, και κατά τις δέκα και μισή θα κόψω μια γκωνάρα απ' τη φρατζόλα, θα την σκίσω με το μαχαίρι στη μέση, θ' αλείψω λάδι την ψύχα και θα βάλω τις σαρδέλες μέσα, θα ζουμπήξω να ποτίσει και θα φάω σαν άνθρωπος.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 07, 2008

Επιτόπια κρουαζιέρα



Επιστροφή στην πόλη.
Σήμερα το εμπέδωσα.
Εδώ που οι εποχές μοιάζουν με συναινετικό διαζύγιο. Και τα δύο μέρη καταληκτικά συμφωνούν:«Απαίσια ήταν τέως αγάπη μου, αλλά ευτυχώς στο τέλος τα βρήκαμε».

Στο μπαλκόνι. Αξημέρωτα. Χατζηκυριάκειο. Από μακριά ακούγεται το πάρτι ενός κρουαζιερόπλοιου. Βραδιά ελληνικής μουσικής. "Mou fages ola ta daktylidia". Θα έχουν φάει τα κεφτεδάκια τους και τώρα κουλέρ-λοκάλ. Ζεϊμπέκικα της συμφοράς. Κάποιος απόφοιτος του ζορμπαδισμού φέρνει τις βόλτες του, υποθέτω, στο κατάστρωμα. Παλαμάκια ωρίμων τουριστριών, κάποιες από αυτές ίσως εικοσπεντάρες να παραθέρισαν στην Ίο. Τώρα γέρνουν στους ώμους των απολύτως αγγλόφωνων συζύγων τους και καθώς ένα παρηγορητικό αεράκι αποστρέφει τους απόηχους (3-0 νικήσαμε το Λουξεμβούργο), αναδεικνύεται το τραντζιστοράκι του γείτονα: «Μία είναι η ουσία». Όρεξη που έχει ο κόσμος…. Δύο παρά, ξημερώματα. Δεν πας να κοιμηθείς, ρε φίλε, να ησυχάσει το κεφάλι μας….

Είμαι κουρασμένος και φορτωμένος. Αξημέρωτα ξύπνησα και χθές. Το ‘παιξα ύπνος – ξύπνιο για κανένα μισάωρο. Είμαι σε μια ηλικία που ακόμα δεν είμαι σίγουρος αν έχω χορτάσει ύπνο ή απλώς είμαι νευρικός λόγω αδιευθέτητης λίμπιντο. Έξι παρά δέκα για να αβαντάρω την πιθανότητα να ξανακοιμηθώ ανοίγω τηλεόραση. Ετ2 που έχει τα ντοκυμαντέρ. Έπεσα στην …. έπαρση σημαίας. Δεν το πιστεύω! Ακόμα τα κρατικά κανάλια κάνουν έπαρση σημαίας με υπόκρουση τον Εθνικό Ύμνο: Ακρόπολη, Σημαία, Ακρόπολη, Καρυάτιδες, Σημαία, Ηνίοχος, Σημαία, Τελετή Αφής, η Πρωθιέρεια με τη Φλόγα, Σημαία, ο Ανάβατος της Χίου (μπα, έχουμε και μεσαιωνικό παρελθόν;), ξανά κολώνες, Παρθενώνας…Τέλος. Η σημαία ανεμίζει. Ξημέρωσε.

Το χάλι μας.



"Θα ζήσω ελευθερο πουλί", επιμένει ο από καταστρώματος dj.
Αχ, που είσαι Φαβιέρου κι άγιε μου Νείλε με τον Μπαρμπα-Τάσο και το μαντολίνο του να κελαδάει.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 09, 2008

ΣΕΞ και ΚΑΤΣ


κέντρισμα της μνήμης μου από το Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ του Πετεφρή/αφιερούται.




Παλιότερα, κυκλοφορούσε στον Πειραιά φάτσα μεσήλικος, κοκκινοτρίχη, πυκνικού. Τον συναντούσες στον Ηλεκτρικό και στα λεωφορεία της διαδρομής Χατζηκυριάκειο-Φρεαττύς, που έχουν αφετηρία και τέρμα τον σταθμό του Ηλεκτρικού. Τον είχε ανθιστεί ο φίλος μου ο Λ., τον είχε "φακελώσει" και μου τον "σύστησε", ήδη θρυλούμενο, καθώς τον είχαμε -θέμα ζωντανό να σπαρταράει- στο κάθισμα απέναντί μας, σε μια διαδρομή Μοναστηράκι-Πειραιάς.

-Ο ψεύτης με τον μάρτυρά του. Φα 'τονε. Αυτός είναι ο "Σεξ και Κάτς", μου είπε στα μουλωχτά.


Ο τύπος βαστούσε στα χέρια του ενα τεφτέρι, το οποίο διεχειρίζετο σαν να κρατούσε κάποιες κλεφτές σημειώσεις. Θα μπορούσες να τον πάρεις και για ποιητή, αν δεν ήξερες να εκτιμάς τους βολβούς των ματιών - οι δικοί του ήταν υπερκινητικοί, με έντονο το στοιχείο της εμμονής μεν, αβαθείς δε.
Το ίρτζι του δεν το μυριζόσουν όσο κι αν παρατηρούσες τα γραφούμενά του. Ήταν γριφώδη: στις αριστερές σελίδες με μαύρο στυλό, στις δεξιές με κόκκινο. Να μια ματιά σε ένα του ανοιχτό δισέλιδο:
Δεξιά σελίδα: «Δευτέρα, 12 Δεκεμβρίου 1976, 5 ΣΕΞ».
Αριστερή σελίδα: «Δευτέρα, 12 Δεκεμβρίου 1976, 7 ΚΑΤΣ».

Ο φίλος μου ο Λ., καλή του ώρα τώρα που πετάει για Βραζιλία (αρχικαπετάνιος πια), αετός σ' αυτά και σε άλλα, μετά από τακτική παρατήρηση είχε δώσει την εξήγηση:
Ο τύπος κοζάριζε και προσπαθούσε να δεσμεύσει κάποιο βλέμμα. Αν το βλέμμα ήταν αντρικό, και αφού, μετά από επίμονο κοίταγμα, κατάφερνε τον "αντίπαλο" να το αποσύρει, τότε προσμετρούσε και σημείωνε στο τεφτέρι την νίκη του ως ΚΑΤΣ. Αν το βλέμμα ήταν γυναικείο, με ή χωρίς απόσυρση, σημείωνε την νίκη του ως ΣΕΞ. Και αποθησαύριζε, ταξινομώντας.

Ενώ από το '76 ως το '80, τον έβλεπα τακτικά, μετά τον έχασα. Τον ξανάδα μία και τελευταία φορά το '93. Αναλλοίωτος, αν εξαιρέσεις το λίγο γκριζάρισμα στα μαλλιά και το γεγονός ότι το τεφτέρι είχε γίνει φάιλο-φαξ με πλαστικοποιημένες τις σελίδες του. Πλεύριζε τις αντιπάλους υπάρξεις και μοστράριζε τις τροπαιοφόρες σελίδες, ως αυτοδιαφήμιση. Δεν σημείωνε τίποτα πια.

Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2007

Παρένθεμα

Ο ΚΕΦΑΛΟΣ (Έτερος αποχαιρετιστήριος ύμνος στον Μπολιβάρ).Το κείμενο δημοσιεύεται και στο HOTEL MEMORY μαζί με κείμενα άλλων μπλόγκερς στην ίδια θεματική ενότητα.
(αυτή τη φορά γράψαμε όλοι εξ αφορμής ενός ποιήματος του Εγγονόπουλου).


Παραμονή που θα ΄ρχοντουσαν οι μαστόροι να πιάσουν να γκρεμίσουν τα πίσω δωμάτια του πατρικού μου, για να ρίξουμε μετά θεμέλια να ανεβάσουμε έναν όροφο, δικαιωματικά παρέβην το άβατον: το δωμάτιο της θείας Πιπίνας. Η θεία Πιπίνα, Δέσποινα το βαφτιστικό της, χήρα Υδραίου Καπετάνιου, είχε μανία και οχυρό την νοικοκυροσύνη. Όλη μέρα, κάθε μέρα το συγύριζε, αέρισμα, ξεσκόνισμα, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, γυάλισμα και παρόλο που ήταν περήφανη στ’ αυτιά, ακόμα και με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα που πρόβαλα το κεφάλι μου στην προσπάθειά μου να αθροίσω μιαν ακόμα αποσπασματική εικόνα της κάμαράς της……: «Όξω. Όξω. Ελένη έλα μάζεψε τον μικρό».

Το Πιπινάκι στην αυλή πακετάριζε τα έπιπλά της κι εγώ πέρασα ανενόχλητος την πόρτα του δωματίου της. Απογοήτευση. Ήταν άδειο. Η εικόνα των ημερών της δόξας του θα παραμείνει για μένα εσαεί ασχημάτιστη. Ανταμοιβή μου η ανοιχτή καταπαχτή. Μέσα εκεί χωμένος ο πατέρας μου, καπετάνιος κι αυτός, ξεδιάλεγε, ανάμεσα στους σωρούς από κουτιά, πράγματα που ίσως θα κρατούσαμε. Τα υπόλοιπα, κυρίως ρούχα, θα τα δίναμε στην φιλόπτωχο.
«Τι τα ψάχνεις και τα ξεδιαλέγεις, παλιατζουρίες του συχωρεμένου είναι. Ό, τι αηδία έφερνε απ’ τα ταξίδια εκεί μέσα είναι. Πρόκοψε. Πέντε πακέτα σέρτικα τη μέρα, μπέκρα απ΄το πρωί ως το βράδυ, εγώ τα τράβηξα όλα που τον είχα τρεις μήνες στον Άγιο Σάββα». Η τελευταία φράση ήταν ένα είδος εφυμνίου για το Πιπινάκι. Στάλαγμα της περί τάξεως κοσμοθεωρίας της, εντός της οποίας η ασθένεια ήτο και αυτή ένα είδος ασυγχώρητης αταξίας.
Χώθηκα κι εγώ μέσα στην καταπαχτή και πήρα κρυφά ένα κοτσωμένο τετραδιάκι πριν προλάβει να μου φωνάξει ο πατέρας μου: «Φύγε από δω μέσα και είναι γεμάτο σκόνη και μικρόβια».
Βγήκα έξω τρέχοντας να προλάβω να μην ακούσει η μάνα μου τον πατέρα μου και με βάλει να πλυθώ που είχα σκονιστεί. Ανέβηκα με το απόκτημά μου στο ταρατσάκι και κάθισα να διαβάσω. Στην ετικέτα έγραφε με καλλιγραφημένα γράμματα:

«Ευάγγελου Καραγεωργόπουλου γραπτά κατόπιν οινοποσίας εις εκδρομάς».

Μέσα, στην πρώτη σελίδα:
«Αν δεν είχα βγει στις θάλασσες να γίνω καπετάνιος
θα είχα γίνει μάλλον στρατηγός παλιορουφιάνος».

Πιο κάτω:
«Ο ΚΕΦΑΛΟΣ.
Ο κέφαλος είναι είδος ιχθύος μικρού, διαβιόν εις νερά ρηχά, στάσιμα και θερμά, κυρίως εις τον βούρκον των λιμανιών. Αλιεύεται αυστηρώς υπό συνταξιούχων ερασιτεχνών αλιέων, οίτινες σκοτώνουν καθημερνώς την ώρα των από νωρίς τ΄ απόγεμα μέχρι να σουρουπώσει, καθήμενοι εις τους προβλήτες των λιμανιών, εις απόστασιν ανάμεσά των ικανή να διαφυλάξει μέχρι τα βαθειά γεράματά των την μεταξύ αυτών ακοινωνησίαν. Όταν κάποιος εξ αυτών γεράσει πολύ -γιατί δεν γερνούν όλοι μαζί- τότε, καταλείπει τα ψαρικά του σύνεργα εις την αποθηκούλαν του σπιτιού του και αρκείται εις νεόν μεν, προδιαγεγραμμένον δε είδος καθημερινογενούς μικροηδονής όταν, εντειχισμένος εις το ακαταλόγιστον του προχωρημένου γήρατος, πλησιάζει συστηματικώς εκάστην εσπέραν έναν μέχρι τα χθες ομόλογόν του, πολλάς φοράς μάλιστα έναν και μόνον έναν, συγκεκριμένον, και εξοφλεί το χρέος συναναστροφής το οποίον έχει δημιουργήσει μετά από τόσους χρόνους μονήρους ψαρέματος: «Τσιμπάει τίποτις, πατριώτη;».

Τα είδη του κεφάλου είναι ποικίλα. Γνωστότερα δε τα εξής, και εκ του ονόματος αντιλαμβάνεται καθείς τας ιδιότητας ή την μορφήν εκάστου:
στενοκέφαλος, χοντροκέφαλος, μικροκέφαλος, μακρυκέφαλος, πλατυκέφαλος, ξεροκέφαλος, δολιχοκέφαλος, δικέφαλος, ακέφαλος. Των δύο τελευταίων ειδών αιτιάζεται η τερατομορφία εις καρκινογενέσεις.

Εν Λαρίσση, 27 Απριλίου 1939»

Δεν πρόλαβα να διαβάσω άλλη ιστορία. Ο πατέρας μου με έπιασε στα πράσα, μου πήρε το τετραδιάκι, το οποίο το εξέτασε συνοπτικώς και το πέταξε στον σκουπιδοτενεκέ, με παρέδωσε στη μάνα μου που με ξέντυσε και με έχωσε στη σκάφη να με πλύνει. Την ώρα που με έλουζε, επέστρεψε τροπαιούχος ο πατέρας μου και ανοίγοντας ένα ξύλινο βαλιτσάκι είπε με κομπασμό: «Κοίτα τι θα πετάγατε με τη βιασύνη σας. Ξέρεις Ελένη τι είν’ αυτό; Ναυτικός εξάντας του 1870».
Ο εξάντας αυτός, αφού συντρόφευσε και του πατέρα μου τα ταξίδια, κοσμεί πλέον το γραφείο μου. Το κείμενο του συχωρεμένου θείου Βάγγελου, τον οποίον ειρήσθω εν παρόδω δεν εγνώρισα καθότι η γέννησίς μου ακολούθησε τον θάνατό του μετά διετίαν, το κείμενον περί Κεφάλου, λοιπόν, το οφείλετε στην φωτογραφική μου μνήμη.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2006

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΙΟΝΙΖΕΙ……

(μια σχεδόν χριστουγεννιάτικη ιστορία)

μέρος τρίτον και τέλος

Απόκρηες. Με τον συχωρεμένο το θείο μου τον Σπύρο έχουμε αγοράσει τις μάνες και τα χαρτιά για τον αετό. Η καθαρά Δευτέρα είναι σε δυο βδομάδες. Είναι ευτυχής κι εγώ μαζί του, που «όλα φέτος τα έχουμε κάνει εγκαίρως». Άλλες χρονιές τελευταία στιγμή τρέχαμε να ψάχνουμε πότε καλούμπα, πότε χαρτιά για την ουρά. «Φέτος είναι όλα στην εντέλεια». Αυτό με γέμιζε χαρά και θλίψη. Ήμουν ήδη εικοσιοκτώ χρονώ και παρ’ όλα αυτά ήμουν σε κάποια θέματα, θέματα με την έννοια της περιοχής, θέσει μαθητευόμενος. Άλλος είχε το πρόσταγμα. Διότι στην Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν πολλά ήσαν τα θέματα, θέμα Θράκης, θέμα Ελλάδος, ξέρετε. Όμως η κεντρική εξουσία ήτο στην Βασιλεύουσα. Όταν ήταν να φτιάξω έναν αετό, μόνος μου-τελείως μόνος μου, το φχαριστιόμουν. Αλλά όταν φτιάχναμε τον αετό με τον θείο μου, υπέφερα. Ένιωθα να είμαι ένα από τα αντικείμενα-θέματα της απόλαυσής του. Να φτιάχνεται ο αετός, αλλά αυτός να ορίζει το μέγεθος, την κοψιά, άλλοτε ρόμβος, άλλοτες εξάγωνο, άλλοτες αστεράκι. Να σχεδιάζει, να συναρμολογεί κι εγώ βοηθός. Και «πρόσεξε, να πάρει ο διάολος, το κόβεις στραβά». 1987. «Τι μου λες τώρα;» να σκέφτομαι. Και εννοούσα κάτι άσχετο μεν, θεμελιώδες όμως για την όλη ψυχοστατική μου της εποχής εκείνης. «Σε ένα χρόνο θα φύγω φαντάρος. Να χέσω και τους αετούς και όλα». Και η συλλογιστική αυτή δεν είχε θεματική αιτία, αφορμή, ρε παιδί μου. Επρόκειτο μάλλον για φόρμα παραλλαγών σε ένα θέμα. Κι ακόμα χειρότερα: για καλούπι εκφράσεως, για μονομανή συνταγή. Η έκφραση, εν είδει μάντρα ήτο: «Σε ένα χρόνο φεύγω φαντάρος. Να χέσω…………..και όλα». Τη θέση των αποσιωπητικών θα μπορούσε να καταλάβει οιαδήποτε έννοια, πράξις και πράγμα. Π.χ. «πορτοκαλάδα» φρεσκοστυμμένη από τα χεράκια της μάνας μου,……. δεν νομίζω να χρειάζεται άλλο παράδειγμα. «Φέτος λοιπόν τις απόκρηες, είμαστε πανέτοιμοι. Όλα είναι στην εντέλεια και έγκαιρα». Τι απαντώ;
« Να χέσω………κλπ, κλπ».
Μια βδομάδα πριν την Καθαρά Δευτέρα του ’87, ο καιρός τα χαλάει. Μαζεύει. Χιόνια στα ορεινά, χιόνια στα πεδινά, χιόνια και στον Πειραιά, που σπάνια το στρώνει. Τρεις μέρες το χιόνι τούφες. Ασπρίσανε οι βάρκες. Κάνει να ξελαμπικάρει και από την Κυριακή της τελευταίας αποκρηάς πάλι χιόνι. Τζάμπα πήγε ο χαρταετός. Χιόνι μια βδομάδα. «Σιβηρία, Σιβηρία», φώναζε ο παππούς μου, καθώς έμπαινε στην κουζίνα, μόλις που είχε ξεμυτίσει για δυό δρασκελιές στην αυλή και επέστρεφε τρεμάμενος από τα κρύο, κραδαίνοντας ως τρόπαιον ένα σκόρδο. «Άντε παππούλη καλά Χριστούγεννα, μας τα χρώσταγε τα χιόνια ο τρελόκαιρος. Άμα κάνεις σκορδαλιά θέλω κι εγώ. Πάω ν’ αγοράσω κρασί από του Κόσκου». «Πρόσεχε μη φας καμμιά γλίστρα». Κι η μάνα μου μπάκινγ βόκαλς: «Βάλε κασκόλ και γάντια».

Τη Φιλιώ τη βρήκαν ξεραμένη απ’ το κρύο στο παγκάκι της. Δεν άντεξε έξι μέρες στην παγωνιά. Πάει η Φιλιώ η καψερή. Εδώ κι ένα χρόνο περνώντας απ’ την πλατεία Πηγάδας την έβλεπα να κάθεται στο τσιμεντένιο παγκάκι στην άκρη δεξιά, κι αριστερά της να κείτεται ή συγκομιδή του βίου της. Κάτι τσάντες βρωμερές με ρούχα που ζέχναν, τρύπιες κουβέρτες, κι από κάτω, ως βάσις, ένα τρισάθλιο στρώμα. Πριν καταλήξει στο παγκάκι, έμενε σε ένα ημιυπόγειο ιδιοκτησία της εκκλησίας του Αγίου Νείλου. Αλλά δεν συμμορφωνόταν. Της το είχαν πει ρητά. Να ξεχάσει την παλιά ζωή. Ο Χριστός αγάπησε την Μαγδαληνή. Δεν έχει σημασία τι ήταν πρώτα. Από δω και πέρα όμως, να σκεφτεί τα γεράματά της και ο Θεός είναι μεγάλος. Δια των εκπροσώπων του, εννοείται. Σιγά μην η Φιλιώ μασήσει. Τι κι αν ήταν πλέον εβδομήντα και. Αυτή κουλάντρισε τη ζωή της από τα δώδεκα. «Είμαι πουτάνα από τα δώδεκα» τραύλιζε μετά το τρίτο Κουρτάκη. «Δεν καταλαβαίνω Χριστό. Άμα ήθελα θα έτρωγα τώρα με χρυσά κουτάλια. Αλλά τά ‘χω χεσμένα όλα. Τη γλεντούσα τη Φιλιώ. Μέσα….., μέσα σ’ όλα. Και στα μαύρα και στις πρέζες και στα χαρτιά και στα μπαρμπούτια. Και τώρα μη νομίζεις, Στέφο μου. Τον έχω τον τρόπο. Βρήκα κάτι νόστιμα παιδάκια και τα έχω μαντρωμένα εκεί στο υπόγειο και μου τα φέρνουνε κανονικά. Το ένα είναι εγχειρισμένη. Προχτές κάτι μαλάκες ήρθανε και μου τα πλακώσανε στο ξύλο. Μου φέρανε οι γείτονες την αστυνομία, τημπαναγία τους. Και ξέρεις ποιος ήταν ο αρχιμαντράχαλος που μου τα έδειρε; Ο γιος αυτουνού του χτίστη, του πώς τον λένε. Γιος του, ανεψιός του είναι; Που τον έχω δει εγώ στη Συγγρού να ‘ναι ντυμένη με ζαρτιέρες μες στο ρουζ και στο κραγιό και να ψωνίζεται, η σκρόφα. Και ήρθε να μου κάνει τον άντρα. Η τρύπα.».
Άθελά μου τα άκουσα αυτά στην ταβέρνα του Μυτάκια. Ήταν καλοκαίρι. Καθόμασταν έξω στο πεζοδρόμιο με το Ξενοφάκι και σουρώναμε, στη φτήνια με κάτι ψευτοψαράκια, φετούλα και σαλάτα. Η Φιλιώ με τον Στέφο, που δήλωνε «είμαι και η πρώτη χασίκλα του Περαία, Φιλίτσα, γεια μας», κάθονταν μέσα στο μαγαζί. Τα πίνανε ξεροσφύρι. «Γεια σαν λεβεντόμαγκα».

Το ’89 παντρεύτηκα. Ήθελα δυο μήνες να απολυθώ από φαντάρος. Μου έδωσαν και άδεια γάμου και κόντρα άδεια στα Χριστούγεννα. «Το παιδί έχει οικογένεια» είπε ο διοικητής στους άλλους φαντάρους που έπηξα. Ψόφιο το κρύο του ’89. Δεν χιόνισε. Το είχαμε δει από το καλοκαίρι ότι δε θα χιονίσει. Η συχωρεμένη η πεθερά μου, ανάμεσα σε άλλα σοφά που με δίδαξε, μ΄ έμαθε να βλέπω και τα μηνολόγια. Τα μηνολόγια τα κοιτάς από δεκατρείς Αυγούστου, πρώτη με το παλιό. Δεκατρείς είναι ο Αύγουστος που τρέχει. Δεκατέσσερις ο Σεπτέμβρης και πάει λέγοντας μέχρι τις εικοστέσσερις που είναι ο ερχόμενος Ιούλιος. Ανάλογα με τον καιρό του πρωινού της κάθε μέρας προτυπώνεται ο καιρός του κάθε μήνα που θα ακολουθήσει. Για τον Δεκέμβρη του ’89 είχαμε δει το κρύο μαλακό. Το ίδιο και για τον Γενάρη. «Δεν θα έρθει χειμώνας. Μια κι έξω καλοκαίρι, γιε μου θα πάει».
Νιόπαντρος εγώ, να ψάχνω αφορμές για τσίπουρα, κι αιτίες για ζεστασιά κάτω από τα στρωσίδια. Ας το πούμε οικογενειακή θαλπωρή. «Άμα χιονίσει, φίλε μου, θα κάνεις φασολάδα κι εγώ θα φτιάξω λουκάνικο στο τηγάνι, θα ανοίξουμε και κρασάκι….», έλεγα στη γυναίκα μου. Δεν χιόνισε. «Μας τη χάλασε, όμως, από ντεκόρ, ρε γαμώτο. Δεκέμβρης και είναι σαν Οχτώβρης. Τι Χριστούγεννα να καταλάβεις άμα δεν κρυώσει, δε λέω να χιονίσει, αλλά να κάνει λίγο το ψοφάκι του».
Το καλοκαίρι του ’90 στις 18 Αυγούστου ήτανε συννεφιά, μετά γρήγορα καθάρισε. Χιόνισε Γενάρη του ’91. Βγαίναμε από ένα ρεμπετάδικο. Είχαμε πάει μεγάλη παρέα. Εγώ έγινα ντίρλα κάποια στιγμή. Είχα πιει πολύ. Με βγάλανε έξω με συνεφέρανε, συνήλθα, πάλι μέσα, απόπιαμε και τα μαζέψαμε να φύγουμε. Μόλις ξεμυτίσαμε το χιόνι έπεφτε πυκνό. Το ένιωσα σαν προσωπική λύτρωση από τα κρίματά μου, σχεδόν μια μπουκάλα ουίσκι νηστικός. Μες στη θολούρα έφτιαξα προτάσεις: « Τα μηνολόγια, το’ πα, βγήκανε. Ο καιρός είμαι ‘γω. Και να χέσω τις φιλοσοφίες. Απολυθήκαμε. Απολυθήκαμε θείο…..». Κακήν κακώς τσουβαλιαστήκαμε στο αμάξι του Μηνά και μετά φόβου Θεού επιστρέφαμε. Εγώ, στα δυο λεπτά ξεράθηκα. Όταν ένιωσα ελαφρά χαστουκάκια στο μάγουλό μου είχαμε φτάσει στην Πηγάδα. Ξανασχημάτισα πρόταση: «Ρε, Πηγάδα με χιόνι. Γειά σου ρε Φιλιώ αθάνατη». «Τι λες παιδάκι μου;» μου είπε η γυναίκα μου. «Δεν τη βλέπεις, ρε φίλε; Εκεί στο παγκάκι. Τη Φιλιώ, που σού ‘λεγα. Δεν την πιάνει τίποτα, κοίτα κι εσύ ρε Μηνά». «Παραληρείς», μου είπε η γυναίκα μου. «Κάνε τώρα κουράγιο ν’ ανέβουμε σπίτι μας, καληνύχτα παιδιά».
Το μεσημέρι όταν συνήλθα, σηκώθηκα απ’ το κρεββάτι και πήγα τρικλίζοντας μέχρι τη μπαλκονόπορτα. Χθεσινοβράδυνος. Τράβηξα το παντζούρι να δω τον καιρό. Έριχνε ένα ψωραλέο χιονάκι. «Σκατά χιόνι. Τα ‘βγαλα πάλι τα μηνολόγια».

Αν και όλα έχουν εμμέσως δηλωθεί, σε αυτήν την ιστορία, οφείλω να συμπληρώσω τα εξής:
Εφόσον, γλίτωσα από το τζιπ της ΕΣΑ, πιθανότατα ως αθάνατος, και εφόσον προβλέπω τον καιρό, πιθανότατα μάλιστα τον καθορίζω, για λόγους προσωπικών ηθικών αρχών, μην ελπίζετε για χιόνι φέτος.




ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ
(ένα άστεγο κομμάτι σας περιμένει στο άκουσον άκουσον)

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)