Σάββατο, Δεκεμβρίου 30, 2006

ΜΗΝ ΤΑΞΕΙΣ Σ' ΑΓΙΟ ΚΕΡΙ ΚΑΙ ΣΕ ΠΑΙΔΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Το υπησχημένον μουσικό δωράκι σας περιμένει στο άκουσον άκουσον

Θνητοί, καλή χρονιά.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2006

ΟΤΕούλη μου ήμαρτον

ΟΤΕούλη μου σε παρεξήγησα. Βιάστηκα να σε κατηγορήσω και να τώρα δες με γονυπετή μπροστά σου να απολογούμαι και να ζητώ συγγνώμη. Μπορει να μου κοψες την ADSL για 24 ώρες, αλλά με αντάμειψες με μία αναβάθμιση της ADSL σύνδεσής μου από 768 σε 1mb. Και θα μου στείλεις λέει δωρεάν σπίτι με κούριερ ένα ασύρματο μόντεμ σε μία εβδομάδα από τώρα. Κι εγώ ΟΤΕούλη μου που παρολίγον θα σε απατούσα με την TELLAS. Τι γαΐδούρια λοιπόν που είμαστε εμείς οι πελάτες! Αμέσως να λακίσουμε από τη σχέση με την πρώτη μικροαφορμή. Δηλαδή σε τι μου έφταιξες; ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΕΓΩ ΣΕ ΤΙ ΜΟΥ ΕΦΤΑΙΞΕΣ. ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΜΕ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙΣ ΜΟΥ ΚΟΒΕΙΣ ΤΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕ ΟΥΔΕΙΣ ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙ ΠΟΤΕ ΘΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΘΕΙ Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΟΥ. ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΛΑΚΙΣΩ ΜΟΥ ΔΙΝΕΙΣ ΔΩΡΑΚΙΑ. ΑΣΕ ΠΟΥ ΟΥΔΕΙΣ ΜΟΥ ΕΓΓΥΑΤΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΤΙ ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΣΕ ΕΝΑ ΜΗΝΑ.........μα τι λέω, αφού τά ξανάπα και στην προηγούμενη δημοσίευση.

ΚΑΛΟΜΑΘΕ Η ΓΡΙΑ ΣΤΑ ΣΥΚΑ, Ε; ΧΕ ΧΕ, ΧΕ.......(σαρδόνιον)

Αγαπητοί φίλοι,
όσοι εξ υμών διαθέτετε υπερταχεία ADSL και νοσταλγήσατε την καρβουνιάρα PSTN, σας πληροφορώ ότι ο ΟΤΕ αναλαμβάνει απροειδοποίητα να σας χαρίσει αυτό το νοσταλγικό ταξίδι. Εν ολίγοις, χθές ένας νεαρός υπάλληλος μου τηλεφώνησε στο κινητό και με πληροφόρησε ότι το συμβόλαιο CONNEX που είχα, διακόπτεται, λόγω προβλήματος στην γραμμή ADSL και ότι όταν το πρόβλημα αποκατασταθεί, το πότε δεν το γνωρίζουν, για να τους συγχωρήσω, ώστε να συνεχιστεί το ειδύλλιό μας, μου κάνουν δωράκι μια χαμηλότερη χρέωση, καθώς και μία δωροεπιταγή 50€. Βεβαίως, έχοντας το μονοπώλειο των γραμμών, φροντίζει ο ΟΤΕ, παραλλήλως, να κωλυσιεργεί τους άλλους providers, έτσι ώστε, αν εγώ τώρα θελήσω να εγκαταλείψω άσπλαχνα τον ΟΤΕ και να τα φτιάξω π.χ με την TELLAS, θα έχω ADSL, με τις χρονοβόρες διαδικασίες, σε ενάμιση μήνα περίπου και αν.
Δεν έχω πρόθεση ούτε για γκρίζα διαφήμιση, ούτε για δυσφήμιση. Ούτε εμμέσως θέλω να ταχθώ με αυτούς που είναι υπέρ της ιδιωτικοποιήσεως του ΟΤΕ. Ούτε είμαι μανιακός του internet, ώστε σε μία κρίση συνδρόμου στέρησης να παραληρώ. Όμως δεν μπορώ να μην αγανακτήσω. Μακάρι να πουληθούν όλοι και όλα και να ξανααγοραστούν και να ξαναπουληθούν. Ή και να μην πουληθούν ποτέ και να μείνουν όπως είναι. Έχω πειστεί, με έχουν πείσει από κοινού η κρατική και η ιδιωτική μηχανή ότι είναι καφενεία χωρίς τραπέζια και καρέκλες, αλλά με εξασφαλισμένους πελάτες παρ' όλα ταύτα. Πελάτες όλους τους κατ' ευφημισμόν πολίτες, που για να την βγάλουμε καθαρή, προσαρμοζόμαστε, ωραιοποιούμε καταστάσεις, προσπαθούμε να κάνουμε τη δουλειά μας με μεράκι, συνηθίζουμε, αρχίζουμε να λέμε "βρε, σαν καλά πάνε τα πράγματα" μέχρι που αναλαμβάνει ο δαίμων του "ελληνικείου"(sic): "Εντάξει παιδιά, τελείωσε το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα".
Και για να μπω στον επίλογο, ακολουθώντας την συμβουλή ενός καθηγητή μου στην έκθεση, "να μην κρίνεις μόνον αρνητικά, φρόντιζε πάντα να συνοδεύουν τον επίλογό σου στοιχεία θετικής αντιπροσφοράς", έχω να προτείνω στους ομοιοπαθείς μου (και μην μας ονειδίσετε όσοι την έχετε γλιτώσει μέχρι τώρα), έχω να προτείνω λοιπόν μία λύση: ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΤΕ, όσο είστε νέοι.

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ,
κρίμα σας είχα ωραίο δωράκι για το άκουσουν άκουσον,
αλλά ποιος κάνει upload 120MB με PSTN.

Βλέπετε, καλόμαθε η γριά στα σύκα...................

Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2006

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΙΟΝΙΖΕΙ……

(μια σχεδόν χριστουγεννιάτικη ιστορία)

μέρος τρίτον και τέλος

Απόκρηες. Με τον συχωρεμένο το θείο μου τον Σπύρο έχουμε αγοράσει τις μάνες και τα χαρτιά για τον αετό. Η καθαρά Δευτέρα είναι σε δυο βδομάδες. Είναι ευτυχής κι εγώ μαζί του, που «όλα φέτος τα έχουμε κάνει εγκαίρως». Άλλες χρονιές τελευταία στιγμή τρέχαμε να ψάχνουμε πότε καλούμπα, πότε χαρτιά για την ουρά. «Φέτος είναι όλα στην εντέλεια». Αυτό με γέμιζε χαρά και θλίψη. Ήμουν ήδη εικοσιοκτώ χρονώ και παρ’ όλα αυτά ήμουν σε κάποια θέματα, θέματα με την έννοια της περιοχής, θέσει μαθητευόμενος. Άλλος είχε το πρόσταγμα. Διότι στην Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν πολλά ήσαν τα θέματα, θέμα Θράκης, θέμα Ελλάδος, ξέρετε. Όμως η κεντρική εξουσία ήτο στην Βασιλεύουσα. Όταν ήταν να φτιάξω έναν αετό, μόνος μου-τελείως μόνος μου, το φχαριστιόμουν. Αλλά όταν φτιάχναμε τον αετό με τον θείο μου, υπέφερα. Ένιωθα να είμαι ένα από τα αντικείμενα-θέματα της απόλαυσής του. Να φτιάχνεται ο αετός, αλλά αυτός να ορίζει το μέγεθος, την κοψιά, άλλοτε ρόμβος, άλλοτες εξάγωνο, άλλοτες αστεράκι. Να σχεδιάζει, να συναρμολογεί κι εγώ βοηθός. Και «πρόσεξε, να πάρει ο διάολος, το κόβεις στραβά». 1987. «Τι μου λες τώρα;» να σκέφτομαι. Και εννοούσα κάτι άσχετο μεν, θεμελιώδες όμως για την όλη ψυχοστατική μου της εποχής εκείνης. «Σε ένα χρόνο θα φύγω φαντάρος. Να χέσω και τους αετούς και όλα». Και η συλλογιστική αυτή δεν είχε θεματική αιτία, αφορμή, ρε παιδί μου. Επρόκειτο μάλλον για φόρμα παραλλαγών σε ένα θέμα. Κι ακόμα χειρότερα: για καλούπι εκφράσεως, για μονομανή συνταγή. Η έκφραση, εν είδει μάντρα ήτο: «Σε ένα χρόνο φεύγω φαντάρος. Να χέσω…………..και όλα». Τη θέση των αποσιωπητικών θα μπορούσε να καταλάβει οιαδήποτε έννοια, πράξις και πράγμα. Π.χ. «πορτοκαλάδα» φρεσκοστυμμένη από τα χεράκια της μάνας μου,……. δεν νομίζω να χρειάζεται άλλο παράδειγμα. «Φέτος λοιπόν τις απόκρηες, είμαστε πανέτοιμοι. Όλα είναι στην εντέλεια και έγκαιρα». Τι απαντώ;
« Να χέσω………κλπ, κλπ».
Μια βδομάδα πριν την Καθαρά Δευτέρα του ’87, ο καιρός τα χαλάει. Μαζεύει. Χιόνια στα ορεινά, χιόνια στα πεδινά, χιόνια και στον Πειραιά, που σπάνια το στρώνει. Τρεις μέρες το χιόνι τούφες. Ασπρίσανε οι βάρκες. Κάνει να ξελαμπικάρει και από την Κυριακή της τελευταίας αποκρηάς πάλι χιόνι. Τζάμπα πήγε ο χαρταετός. Χιόνι μια βδομάδα. «Σιβηρία, Σιβηρία», φώναζε ο παππούς μου, καθώς έμπαινε στην κουζίνα, μόλις που είχε ξεμυτίσει για δυό δρασκελιές στην αυλή και επέστρεφε τρεμάμενος από τα κρύο, κραδαίνοντας ως τρόπαιον ένα σκόρδο. «Άντε παππούλη καλά Χριστούγεννα, μας τα χρώσταγε τα χιόνια ο τρελόκαιρος. Άμα κάνεις σκορδαλιά θέλω κι εγώ. Πάω ν’ αγοράσω κρασί από του Κόσκου». «Πρόσεχε μη φας καμμιά γλίστρα». Κι η μάνα μου μπάκινγ βόκαλς: «Βάλε κασκόλ και γάντια».

Τη Φιλιώ τη βρήκαν ξεραμένη απ’ το κρύο στο παγκάκι της. Δεν άντεξε έξι μέρες στην παγωνιά. Πάει η Φιλιώ η καψερή. Εδώ κι ένα χρόνο περνώντας απ’ την πλατεία Πηγάδας την έβλεπα να κάθεται στο τσιμεντένιο παγκάκι στην άκρη δεξιά, κι αριστερά της να κείτεται ή συγκομιδή του βίου της. Κάτι τσάντες βρωμερές με ρούχα που ζέχναν, τρύπιες κουβέρτες, κι από κάτω, ως βάσις, ένα τρισάθλιο στρώμα. Πριν καταλήξει στο παγκάκι, έμενε σε ένα ημιυπόγειο ιδιοκτησία της εκκλησίας του Αγίου Νείλου. Αλλά δεν συμμορφωνόταν. Της το είχαν πει ρητά. Να ξεχάσει την παλιά ζωή. Ο Χριστός αγάπησε την Μαγδαληνή. Δεν έχει σημασία τι ήταν πρώτα. Από δω και πέρα όμως, να σκεφτεί τα γεράματά της και ο Θεός είναι μεγάλος. Δια των εκπροσώπων του, εννοείται. Σιγά μην η Φιλιώ μασήσει. Τι κι αν ήταν πλέον εβδομήντα και. Αυτή κουλάντρισε τη ζωή της από τα δώδεκα. «Είμαι πουτάνα από τα δώδεκα» τραύλιζε μετά το τρίτο Κουρτάκη. «Δεν καταλαβαίνω Χριστό. Άμα ήθελα θα έτρωγα τώρα με χρυσά κουτάλια. Αλλά τά ‘χω χεσμένα όλα. Τη γλεντούσα τη Φιλιώ. Μέσα….., μέσα σ’ όλα. Και στα μαύρα και στις πρέζες και στα χαρτιά και στα μπαρμπούτια. Και τώρα μη νομίζεις, Στέφο μου. Τον έχω τον τρόπο. Βρήκα κάτι νόστιμα παιδάκια και τα έχω μαντρωμένα εκεί στο υπόγειο και μου τα φέρνουνε κανονικά. Το ένα είναι εγχειρισμένη. Προχτές κάτι μαλάκες ήρθανε και μου τα πλακώσανε στο ξύλο. Μου φέρανε οι γείτονες την αστυνομία, τημπαναγία τους. Και ξέρεις ποιος ήταν ο αρχιμαντράχαλος που μου τα έδειρε; Ο γιος αυτουνού του χτίστη, του πώς τον λένε. Γιος του, ανεψιός του είναι; Που τον έχω δει εγώ στη Συγγρού να ‘ναι ντυμένη με ζαρτιέρες μες στο ρουζ και στο κραγιό και να ψωνίζεται, η σκρόφα. Και ήρθε να μου κάνει τον άντρα. Η τρύπα.».
Άθελά μου τα άκουσα αυτά στην ταβέρνα του Μυτάκια. Ήταν καλοκαίρι. Καθόμασταν έξω στο πεζοδρόμιο με το Ξενοφάκι και σουρώναμε, στη φτήνια με κάτι ψευτοψαράκια, φετούλα και σαλάτα. Η Φιλιώ με τον Στέφο, που δήλωνε «είμαι και η πρώτη χασίκλα του Περαία, Φιλίτσα, γεια μας», κάθονταν μέσα στο μαγαζί. Τα πίνανε ξεροσφύρι. «Γεια σαν λεβεντόμαγκα».

Το ’89 παντρεύτηκα. Ήθελα δυο μήνες να απολυθώ από φαντάρος. Μου έδωσαν και άδεια γάμου και κόντρα άδεια στα Χριστούγεννα. «Το παιδί έχει οικογένεια» είπε ο διοικητής στους άλλους φαντάρους που έπηξα. Ψόφιο το κρύο του ’89. Δεν χιόνισε. Το είχαμε δει από το καλοκαίρι ότι δε θα χιονίσει. Η συχωρεμένη η πεθερά μου, ανάμεσα σε άλλα σοφά που με δίδαξε, μ΄ έμαθε να βλέπω και τα μηνολόγια. Τα μηνολόγια τα κοιτάς από δεκατρείς Αυγούστου, πρώτη με το παλιό. Δεκατρείς είναι ο Αύγουστος που τρέχει. Δεκατέσσερις ο Σεπτέμβρης και πάει λέγοντας μέχρι τις εικοστέσσερις που είναι ο ερχόμενος Ιούλιος. Ανάλογα με τον καιρό του πρωινού της κάθε μέρας προτυπώνεται ο καιρός του κάθε μήνα που θα ακολουθήσει. Για τον Δεκέμβρη του ’89 είχαμε δει το κρύο μαλακό. Το ίδιο και για τον Γενάρη. «Δεν θα έρθει χειμώνας. Μια κι έξω καλοκαίρι, γιε μου θα πάει».
Νιόπαντρος εγώ, να ψάχνω αφορμές για τσίπουρα, κι αιτίες για ζεστασιά κάτω από τα στρωσίδια. Ας το πούμε οικογενειακή θαλπωρή. «Άμα χιονίσει, φίλε μου, θα κάνεις φασολάδα κι εγώ θα φτιάξω λουκάνικο στο τηγάνι, θα ανοίξουμε και κρασάκι….», έλεγα στη γυναίκα μου. Δεν χιόνισε. «Μας τη χάλασε, όμως, από ντεκόρ, ρε γαμώτο. Δεκέμβρης και είναι σαν Οχτώβρης. Τι Χριστούγεννα να καταλάβεις άμα δεν κρυώσει, δε λέω να χιονίσει, αλλά να κάνει λίγο το ψοφάκι του».
Το καλοκαίρι του ’90 στις 18 Αυγούστου ήτανε συννεφιά, μετά γρήγορα καθάρισε. Χιόνισε Γενάρη του ’91. Βγαίναμε από ένα ρεμπετάδικο. Είχαμε πάει μεγάλη παρέα. Εγώ έγινα ντίρλα κάποια στιγμή. Είχα πιει πολύ. Με βγάλανε έξω με συνεφέρανε, συνήλθα, πάλι μέσα, απόπιαμε και τα μαζέψαμε να φύγουμε. Μόλις ξεμυτίσαμε το χιόνι έπεφτε πυκνό. Το ένιωσα σαν προσωπική λύτρωση από τα κρίματά μου, σχεδόν μια μπουκάλα ουίσκι νηστικός. Μες στη θολούρα έφτιαξα προτάσεις: « Τα μηνολόγια, το’ πα, βγήκανε. Ο καιρός είμαι ‘γω. Και να χέσω τις φιλοσοφίες. Απολυθήκαμε. Απολυθήκαμε θείο…..». Κακήν κακώς τσουβαλιαστήκαμε στο αμάξι του Μηνά και μετά φόβου Θεού επιστρέφαμε. Εγώ, στα δυο λεπτά ξεράθηκα. Όταν ένιωσα ελαφρά χαστουκάκια στο μάγουλό μου είχαμε φτάσει στην Πηγάδα. Ξανασχημάτισα πρόταση: «Ρε, Πηγάδα με χιόνι. Γειά σου ρε Φιλιώ αθάνατη». «Τι λες παιδάκι μου;» μου είπε η γυναίκα μου. «Δεν τη βλέπεις, ρε φίλε; Εκεί στο παγκάκι. Τη Φιλιώ, που σού ‘λεγα. Δεν την πιάνει τίποτα, κοίτα κι εσύ ρε Μηνά». «Παραληρείς», μου είπε η γυναίκα μου. «Κάνε τώρα κουράγιο ν’ ανέβουμε σπίτι μας, καληνύχτα παιδιά».
Το μεσημέρι όταν συνήλθα, σηκώθηκα απ’ το κρεββάτι και πήγα τρικλίζοντας μέχρι τη μπαλκονόπορτα. Χθεσινοβράδυνος. Τράβηξα το παντζούρι να δω τον καιρό. Έριχνε ένα ψωραλέο χιονάκι. «Σκατά χιόνι. Τα ‘βγαλα πάλι τα μηνολόγια».

Αν και όλα έχουν εμμέσως δηλωθεί, σε αυτήν την ιστορία, οφείλω να συμπληρώσω τα εξής:
Εφόσον, γλίτωσα από το τζιπ της ΕΣΑ, πιθανότατα ως αθάνατος, και εφόσον προβλέπω τον καιρό, πιθανότατα μάλιστα τον καθορίζω, για λόγους προσωπικών ηθικών αρχών, μην ελπίζετε για χιόνι φέτος.




ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ
(ένα άστεγο κομμάτι σας περιμένει στο άκουσον άκουσον)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2006

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΙΟΝΙΖΕΙ……

(μια σχεδόν χριστουγεννιάτικη ιστορία)


Μέρος δεύτερον
Τα χρόνια πέρασαν και ήρθε το καλοκαίρι του 1978. Ο συχωρεμένος ο θείος μου ο Σπύρος, αδελφός της μάνας μου, έχτιζε μια πολυκατοικία ακριβώς απέναντι από το πατρικό μου. Για την ισορροπία του αφηγήματος οφείλω να σας καταστήσω γνωστό, ότι ο θείος μου ο Σπύρος είχε περάσει στην Φυσικομαθηματική το 1963, δεν τα πήγαινε και πολύ καλά ως φοιτητής και τα παράτησε για να ασχοληθεί με την εργολαβία οικοδομών. Χρυσή εποχή για την ανοικοδόμηση οι αρχές της δεκαετίας του ’70. Φτιάχτηκε. Και τώρα καλοκαίρι του ’78 με μια καλή εργολαβία, τρία συνεχόμενα οικόπεδα, υψώνει εξαόροφη οικοδομή και οριστικώς μου κλείνει τόσο την θέα προς τον Υμηττό, την θέα της ανατολής του ήλιου από το θρυλικό καμαράκι της ταράτσας του πατρικού μου που το είχα ως αναγνωστήριο, όσο και την θέα από το εν λόγω καμαράκι προς το μπαλκόνι της πρώτης μου κοπέλας. Ακόμα και τώρα που κοντεύω τα πενήντα, όταν περνώ κάτω απ’ το μπαλκόνι της, το κεφάλι μου στρέφει αυτομάτως και ρίχνω μιαν κλεφτή ματιά. Σε μιαν ίσως πιο στενή κοινωνία αυτό θα ήταν παρατηρημένο και σημειωμένο και θα είχα ίσως και παρατσούκλι. Αδίκως, όμως, θα το έφερα, γιατί η ανάμνησή της είναι πλέον τόσο θαμπή….
Πίσω στο ’78. Καλοκαίρι του ’78, μάλλον Ιούλιος. Δουλεύω στην οικοδομή του θείου μου, απέναντι απ’ το πατρικό μου. Το μεροκάματο δεν το είχα ανάγκη. Όχι δηλαδή ότι δεν χαιρόμουν να έχω φράγκα από τη δούλεψή μου και να ξοδεύω, όμως το μεροκαματάκι του ανειδίκευτου που έπαιρνα, τριακόσιες τριάντα δραχμές, επ’ ουδενί δεν έλειπε από τον συνολικό προϋπολογισμό του σπιτιού μας. Η είσοδός μου στην αγορά εργασίας ήταν εθελουσία. Βλέπετε μετά την «Ιλιάδα για παιδιά», διάβασα σχεδόν όλο τον Ιούλιο Βερν, κατόπιν Καζαντζάκη και διαφόρους άλλους ξένους και έλληνες λογοτέχνες, φιλοσοφία, Σοπενχάουερ, Νίτσε, αρχαίους έλληνες φιλοσόφους και τραγικούς, ολίγον υπαρξιστές και … Μαρξ. Εθήτευσα και στην ΚΝΕ, για λίγους μήνες. Όλο αυτό το αχταρμαδάκι, σε συνδυασμό με τις βαθύτατες χριστιανικές μου πεποιθήσεις οδηγούσαν τη συνείδησή μου να επιλέγει το γιαπί ως υψίστην ηθικήν πραγμάτωσιν.
Ως εκ τούτου, ντάλα ο ήλιος, επανέρχομαι οριστικώς στο καλοκαίρι του ’78, φορτώνομαι ένα σακί τσιμέντο να το ανεβάσω από τις σκάλες στην ταράτσα. Έξι σκάλες και μία για την ταράτσα εφτά. Θα ρίχναμε πρέκια για το καμαράκι του ασανσέρ. Το σακί πενήντα κιλά, κάθε σκάλα έβαζε πάνω μου κούραση άλλα δέκα. Είχα αναλάβει αυτόν τον άθλο με την ενδόμυχη ελπίδα πως σε κάποια στροφή της σκάλας μέσα από τον τσιμεντένιο σκελετό θα διείσδυε η ματιά της πρώτης μου κοπέλας. Εκεί στην τρίτη σκάλα, που είχα αρχίσει να βλαστημάω ακούω κάτι πνιγμένα υστερικά χαχανητά. Το κεφάλι μου με κόπο στράφηκε και είδε θέαμα το οποίον μου εφάνη, ότι επακριβώς ορίζει το σημείον όπου κείται ο αρμονικός μέσος μεταξύ της ευθύμου προκλήσεως και της μορφικής εκζητήσεως. Τρία λεπτά κορμάκια, ημίγυμνα, με μικρό στήθος, να λιάζονται. Φουμέρνανε επιδεικτικά, αλλά κερώσανε μόλις συνάντησαν το αποσβολωμένο βλέμμα μου. Ψέματα. Κερώσανε τα χέρια τους που κρατούσαν το τσιγάρο και σαν δήθεν ξαφνιασμένα πουλάκια σε κλουβί σταμάτησαν απότομα το φλύαρο κελάηδημα. Τα μάτια τους, όμως, εξακολουθούσαν να είναι περιπαικτικά, να μπιρμπιλίζουν και μετά από δυο στιγμές, δυο στιγμές αμοιβαίας εξοικείωσης, ξέπνιξαν το γέλιο και ξανάρχισαν να τιτιβίζουν και να κινούν τα χέρια τους όχι σα να κρατούν τσιγάρο, αλλά πινέλο ζωγραφικής. Κι εγώ, μετουσίωσα το απρόοπτο σε κουράγιο και πήρα το δρόμο για την τέταρτη σκάλα. «Τραβεστάκια, τραβεστάκια είναι», σκέφτηκα. «Τρία τραβεστάκια που κάνουν ηλιοθεραπεία. Τι στο διάολο; Πού βρεθήκανε στη γειτονιά μας; Εδώ μένουνε; Εδώ θα μένουνε από δω και μπρος; Έτσι μικρά είναι τα βυζιά των τραβεστί;».
Συνεχίζεται………..

Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΙΟΝΙΖΕΙ……

(μια σχεδόν χριστουγεννιάτικη ιστορία)


Μέρος πρώτον

Καλοκαίρι 1970, απόφοιτος έκτης δημοτικού. Η Πεύκη Αμαρουσίου ήταν ακόμη θέρετρο. Μετά από οικογενειακό συμβούλιο, ενοικιάστηκε για δύο μήνες ένα σπιτάκι στην Πεύκη, πάνω στο δρομάκι που κατέβαινε από το άλσος και που ενδιαμέσως παρεμβαλλόταν η κεντρική λεωφόρος. Εκεί η οικογένεια θα παραθέριζε, προς μεγάλη μου λύπη, γιατί εγώ προτιμούσα να μείνω στη γειτονιά μας στον Πειραιά, να πηγαίνω για μπάνιο το πρωί στην Πειραϊκή με το τσούρμο, να αλωνίζω τα γνωστά μου μέρη, να παίζω μπάλα στις αλάνες και να πηγαίνω κάθε βράδυ να βλέπω Καραγκιόζη στην πλατεία Πηγάδας. Είχα ξανά παραθερίσει στην Πεύκη, πιο παλιά, τριώ χρονώ για τρεις ημέρες, τότε που ο συχωρεμένος ο θείος μου ο Σπύρος, αδελφός της μάνας μου, διάβαζε για να δώσει στην Φυσικομαθηματική. Του είχανε νοικιάσει ένα σπιτάκι εκεί, για να έχει λέει την ησυχία του να διαβάζει, αλλά συχνά τον επισκεπτόταν όλο το σόι τάχα για να τον ανεφοδιάσει, στην ουσία όμως για να μυρίσει το μαρουσιώτικο αεράκι. Εν είδει παρελκομένου κι εγώ, το μωρό. Μιαν εξ αυτών των ημερών με είχε τσιμπήσει, μάλιστα, μία σφήκα ακριβώς πίσω απ’ το γόνατο, στην κλείδωση και ούρλιαζα θυμάμαι, μέχρι που μια γειτόνισσα έφερε και μου έβαλαν αμμωνία. Μούδιασα. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως η λέξη αμμωνία παράγεται εκ του Άμμωνος. Πάντως, εξ αυτού του συμβάντος κατέστην επιφυλακτικός τόσο για την Πεύκη, ειδικώς, όσο και για τον θεσμό των διακοπών γενικότερα. Ωστόσο, τα χρόνια περνούν και πέρασαν και όπως προείπα βρέθηκα ξανά να παραθερίζω στην Πεύκη, αν και η καρδιά μου ήταν στην θάλασσα της Πειραϊκής, στα μπάνια.
«Χρειάζεσαι τον αέρα του πεύκου».
«Γιατί ρε μαμά να μην κάτσουμε όπως κάθε καλοκαίρι στον Πειραιά και να με πηγαίνεις για μπάνιο στην Πειραϊκή;»
«Είσαι στην ανάπτυξή σου, χρειάζεσαι τον αέρα της εξοχής».
Σαχλαμάρες, το ήξερα. Ναι μεν έπρεπε να πάω έξοχή, επειδή το να πηγαίνουν όσοι μπορούσαν εξοχή είχε αρχίσει τότε να γίνεται της μόδας, όμως όχι και να τρώω την κοροϊδία. Τάχα μου το Μαρουσάκι εξοχή. Εξοχή είναι να πηγαίνεις σε νησί ή να πηγαίνεις στο χωριό σου. Απλώς βόλευε το Μαρούσι. Ένα βήμα από τον Πειραιά, κοντά στο σπίτι της αδερφής της γιαγιάς μου, να πηγαινοέρχονται τα σόγια, και ένα βήμα από τον Άγιο Παντελεήμονα που το είχανε τάμα οικογενειακώς να πηγαίνουνε και να ανάβουνε κεριά.
Όμως εγώ χωριό δεν είχα, το ήξερα. Γέννημα θρέμμα πειραιώτης. Μόνο κάτι θολές αναφορές καταγωγής από την Κρήτη και τη Μάνη. Και καλά να τα πάθω που, επειδή εν τω μεταξύ ο παππούς μου με κάτι λεφτουδάκια είχε αγοράσει ένα οικοπεδάκι στην Πεύκη, θεωρούσα ότι μπορώ, εφόσον θα υπηρετούσα το θέμα, να γράφω στις εκθέσεις μου, «πατρίδα μου είναι το Μαρούσι». Πάνω σε αυτό πάτησε η μάνα μου και με έφερε εδώ στην εξορία για διακοπές και άφησα και το καημένο το Ξενοφάκι, τον φίλο μου, να παίζει για δυό μήνες καλοκαιριάτικα μόνο του στη γειτονιά μας.
Ήμουν, όμως τουλάχιστον, μέλλων γυμνασιόπαις. Αυτές οι εκφράσεις, «γυμνασιόπαις», «ακαδημαϊκός πολίτης» «και καλός πολίτης», «σιδεροκέφαλος», «και καλούς απογόνους» σταδιακώς θεώρησα ότι μπορούν να συνοψιστούν εν μέτρω σε μία και μόνη: «καλή ανάρρωση».
Μέλλων γυμνασιόπαις, όμως, και επειδή τότε στο γυμνάσιο μπαίναμε κατόπιν εξετάσεων, τις οποίες είχον ήδη διεξέλθει επιτυχώς, επόμενο ήτο να φέρνω βόλτα στον ουρανίσκο του εγώ μου μιαν, έστω ελαφρώς σωταρισμένη, έπαρση. Η οποία βαθμιαίως, σε συνδυασμό με την εκ του πευκοδάσους υπεροξυγόνωση, μου ενστάλαξαν την προοπτική μιας προσωπικής αθανασίας. Πρακτικώς αυτό σήμαινε ότι δεν πολυάκουγα την μάνα μου, ψιλοέδερνα τα αδερφάκια μου, διάβαζα ευθαρσώς τα απαγορευμένα από τον πατέρα μου Μικυ-Μάους, Σεραφίνο και Μπλεκ, φροντίζοντας ωστόσο να τα καταχωνιάζω κάτω από το στρώμα μου για τις δύο μέρες της εβδομάδας που μας επισκεφτόταν, όταν το καράβι που δούλευε έπιανε Πειραιά, γενικώς να πούμε έρεπα στην αταξία . Προσέτι δε, η ανάγνωση ενός παιδικού βιβλίου, επάθλου για την επιτυχία μου, με τον τίτλο «Στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα» σε συνδυασμό με επανειλημμένες αναγνώσεις του «Ιλιάδα για Παιδιά», μου ενστάλαξαν την διαυγέστατη εικόνα ότι μπορώ να κατεβαίνω με το ποδηλατάκι μου με φόρα την κατηφόρα από το άλσος προς τη λεωφόρο χωρίς να χρειάζεται να ελέγξω το δρόμο, διότι αθάνατος ίσον και άτρωτος. Έκλεινα τα μάτια μου, λοιπόν, και αναβοώντας με οίστρο «Αχιλλεύς» περνούσα καρσί τη λεωφόρο μες στη ζούρλα και έπειτα πατώντας φρένο, παρκάριζα με κώλο το ποδηλατάκι, έτσι που η μπροστινή του ρόδα να αγγίζει ελαφρά τον κορμό ενός γέρικου πεύκου, που έθαλλε μπροστά απ’ την εξώπορτα της καλοκαιρινής προσωρινής μας διαμονής. Μέχρι που κάποια μέρα, μόλις που είχα παρκάρει το ποδηλατάκι και είχα ανοίξει τα μάτια μου, δυό φαντάροι Εσατζήδες με πλάκωναν στις σφαλιάρες. Με έδερναν αλύπητα, αλλά εγώ τους έβλεπα που ήταν χεσμένοι πάνω τους, τις έτρωγα και από μέσα μου γέλαγα. «Ρε, κωλόπαιδο θα σε κάναμε λιώμα με το τζιπ. Θα μας είχες στείλει φυλακή, ρε» και δώσ’ του σφαλιάρες. «Γιατί ρε δεν κοιτάς πριν περάσεις τη λεωφόρο και τρέχεις σαν τρελός, να μας κάψεις; Σε δυο μήνες απολυόμαστε». Τι να τους έλεγα και τι να απαντούσα; Να τους έλεγα ότι ο νικητής στον Μαραθώνιο στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες ήτανε ο κατά κάποιο τρόπο συμπατριώτης μου Μαρουσιώτης Σπύρος Λούης; Να τους έλεγα ότι από εκεί που κάνω μπάνιο στην Πειραϊκή, όταν δεν παραθερίζω με το ζόρι στην Πεύκη, βλέπω την ιστορική Σαλαμίνα. Ή, να τους έλεγα ότι ο Αχιλλεύς πεθαίνει μόνο αν τον πετύχεις με βέλος στην φτέρνα.



Συνεχίζεται………..

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

Προς..........

Όταν κατακλύζεσαι από συναισθήματα μη γράφεις ιστορίες. Διότι θα γράφεις και θα κατακλύζεσαι, θα κατακλύζεσαι και θα γράφεις. Καλύτερα να γράψεις τα κάλαντα, να αποθέσεις τους στίχους τους στο κείμενό σου και να εναποθέσεις στη δύναμή τους το αποτέλεσμα της προθυμίας σου για «έργο»:

«Καλή ‘σπερα καλή σ’ αυγή,
καλή σ’ εσπέρα αφέντη,
καλή σ’ εσπέρα αν κάθεσαι,
καλή σ’ αυγή αν κοιμάσαι,
καλά σου ξημερώματα,
αν κάθεσαι κι αφκράσαι».


οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)