Εδώ απέναντι είναι ένας κύριος που μένει πάνω από τα καθαριστήρια «ΔΙΑΝΑ» του κυρ-Χρήστου. Ο κυρ-Χρήστος κάνει πάντα μια βδομάδα παραπάνω απ’ όσο σου ‘χει πει για να σου παραδώσει τα ρούχα που του πήγες για καθάρισμα, γιατί λέει δεν προλαβαίνει, επειδή έχει πολλή δουλειά, παλιά όμως είχε ανοίξει και σουβλατζίδικο παράνομο έξω απ’ ένα σιδεράδικο απέναντι από το καθαριστήριο, τότε που ζούσε η συχωρεμένη η γυναίκα του, πριν πεθάνει πάνω σε μια εγχείρηση κι έφτιαχνε νόστιμα σουβλάκια κι επειδή ήτανε κοντά στο σπίτι μου αυτό το σουβλατζίδικο έπαιρνα δύο σουβλάκια «με διπλή απ’ όλα» κάθε μέρα, αλλά του το ‘κλεισε η αστυνομία, γιατί, λέει, έπιανε το πεζοδρόμιο – τότε, πώς προλάβαινε και σουβλατζίδικο και καθαριστήριο;
Αλλά εγώ τον βλέπω συνέχεια που κάθεται στο πεζουλάκι κι όλο κουβεντολόι με τον ξυλουργό απέναντι στο υπόγειο, που μια φορά είχα πάει και του ‘χα ζητήσει πριονίδι να το ανακατώσω με ατλακόλ για να το κάνω μπάλωμα αντί για στόκο σε κάτι τρυπούλες που είχαν ανοίξει στο καραβάκι μου μικρός.
Αυτό το κολπάκι μου το ‘χε δείξει ο θείος μου ο Παύλος που ήταν χρόνια στα καράβια ναύτης και μετά έγινε λοστρόμος για λίγο, πριν βγει στη σύνταξη, μετά όμως έπαθε προστάτη, τον χτύπησε κι ένα αυτοκίνητο – μια βλαμμένη, που δεν πρόσεχε, μια μέρα που πηγαίναμε για μπάνιο στην Πειραϊκή, και τόνε πήγαμε με ταξί στο Τζάννειο, μετά από χρόνια έπαθε τον προστάτη, αλλά ο γιατρός που τον εγχείρησε ήτανε καινούργιος και δεν πέτυχε η εγχείρηση, γι αυτό κάθε τόσο τον πάνε και του βάζουνε καθετήρα και πονάει στην αρχή μετά όμως συνηθίζει γιατί αντέχει στον πόνο, επειδή είναι πολύ δυνατός, αφού μικρός ήτανε μποξέρ στην κατηγορία πετεινού κι έχει ένα τατουάζ στο μπράτσο του με δύο μποξέρ να μαλώνουνε και μια φορά στην Αμερική που είχε δέσει το καράβι του, πήγαινε βόλτα το βράδυ με τα πόδια μόνος του γιατί δε φοβότανε.
Έχει πλακώσει πολλούς στο ξύλο και τώρα που μεγάλωσε δε φοβάται, κυκλοφοράει στον Πειραιά μ’ ένα ποδήλατο που βρήκε πεταμένο σε μια οικοδομή και το επισκεύασε μόνος του, του έβαλε και τρία διαφορετικά κλάξον απάνω στο τιμόνι και σημαιάκια και μια μέρα εβδομηνταοχτώ χρονών που πήγαινε βόλτα με το ποδήλατο, ένας βλάκας είχε σταματήσει με τ΄ αμάξι του και χωρίς να κοιτάξει, άνοιξε την πόρτα του ο βλαμμένος για να βγει έξω κι εκείνη την ώρα ο θείος μου ο Παύλος κατέβαινε με φόρα και επειδή δεν προλάβαινε να φρενάρει, έχασε την ισορροπία του και έπεσε, αλλά δεν έπαθε τίποτα και σηκώθηκε απάνω και πήγε να τον πλακώσει στο ξύλο, αλλά εκείνη την ώρα ευτυχώς πέρναγε η θεία μου η Παναγούλα, η γυναίκα του, προτελευταία στη σειρά από τις τέσσερις αδερφές του παππού μου, που όταν παντρεύτηκε ήμουνα παράνυφος στο γάμο με κουστουμάκι μπλε και κοντό παντελονάκι, φόραγα και παπιγιόν και μετά πήγαμε στο σπίτι στο τραπέζι και φάγαμε παϊδάκια και κοκορέτσι και όλοι λέγανε «βίον ανθόσπαρτον» και δωσ’ του και τρώγανε και τότε εγώ νόμισα ότι «ανθόσπαρτον» είναι το κοκκορέτσι και τα παϊδάκια κι έλεγα από μέσα μου ότι θα έπρεπε να λένε κανονικά «βίον ανθόσπαρτα» επειδή ήτανε πολλά τα κοκορέτσια και τα παϊδάκια και δεν καταλάβαινα στην αρχή τι πάει να πει αυτό το «βίον» και ρώτησα ένα θείο μου που καθόταν δίπλα μου στο τραπέζι και μου εξήγησε κι εγώ κατάλαβα ότι τους ευχόντουσαν σ’ όλη τους τη ζωή να τρώνε παϊδάκια και μπριτζόλες. Αλλά τα παϊδάκια και οι μπριτζόλες, τα λουκάνικα, τα κοκορέτσια, τα σπλινάντερα, οι γαρδουμπίτσες κι όλα αυτά δεν κάνουνε καλό συνέχεια, επειδή, μου ‘λεγε ο μπαμπάς μου, κάνουνε πέτρες στα νεφρά, άμα τρως όλο κρέας, πρέπει να τρως και χόρτα και φρούτα και να πίνεις πολύ νερό, άμα θέλεις να έχεις την υγειά σου, γιατί η υγεία είναι το πολυτιμότερο πράμα στον κόσμο, τι να τα κάνεις τα πλούτη άμα είσαι άρρωστος;
Αλλά εγώ τον βλέπω συνέχεια που κάθεται στο πεζουλάκι κι όλο κουβεντολόι με τον ξυλουργό απέναντι στο υπόγειο, που μια φορά είχα πάει και του ‘χα ζητήσει πριονίδι να το ανακατώσω με ατλακόλ για να το κάνω μπάλωμα αντί για στόκο σε κάτι τρυπούλες που είχαν ανοίξει στο καραβάκι μου μικρός.
Αυτό το κολπάκι μου το ‘χε δείξει ο θείος μου ο Παύλος που ήταν χρόνια στα καράβια ναύτης και μετά έγινε λοστρόμος για λίγο, πριν βγει στη σύνταξη, μετά όμως έπαθε προστάτη, τον χτύπησε κι ένα αυτοκίνητο – μια βλαμμένη, που δεν πρόσεχε, μια μέρα που πηγαίναμε για μπάνιο στην Πειραϊκή, και τόνε πήγαμε με ταξί στο Τζάννειο, μετά από χρόνια έπαθε τον προστάτη, αλλά ο γιατρός που τον εγχείρησε ήτανε καινούργιος και δεν πέτυχε η εγχείρηση, γι αυτό κάθε τόσο τον πάνε και του βάζουνε καθετήρα και πονάει στην αρχή μετά όμως συνηθίζει γιατί αντέχει στον πόνο, επειδή είναι πολύ δυνατός, αφού μικρός ήτανε μποξέρ στην κατηγορία πετεινού κι έχει ένα τατουάζ στο μπράτσο του με δύο μποξέρ να μαλώνουνε και μια φορά στην Αμερική που είχε δέσει το καράβι του, πήγαινε βόλτα το βράδυ με τα πόδια μόνος του γιατί δε φοβότανε.
Έχει πλακώσει πολλούς στο ξύλο και τώρα που μεγάλωσε δε φοβάται, κυκλοφοράει στον Πειραιά μ’ ένα ποδήλατο που βρήκε πεταμένο σε μια οικοδομή και το επισκεύασε μόνος του, του έβαλε και τρία διαφορετικά κλάξον απάνω στο τιμόνι και σημαιάκια και μια μέρα εβδομηνταοχτώ χρονών που πήγαινε βόλτα με το ποδήλατο, ένας βλάκας είχε σταματήσει με τ΄ αμάξι του και χωρίς να κοιτάξει, άνοιξε την πόρτα του ο βλαμμένος για να βγει έξω κι εκείνη την ώρα ο θείος μου ο Παύλος κατέβαινε με φόρα και επειδή δεν προλάβαινε να φρενάρει, έχασε την ισορροπία του και έπεσε, αλλά δεν έπαθε τίποτα και σηκώθηκε απάνω και πήγε να τον πλακώσει στο ξύλο, αλλά εκείνη την ώρα ευτυχώς πέρναγε η θεία μου η Παναγούλα, η γυναίκα του, προτελευταία στη σειρά από τις τέσσερις αδερφές του παππού μου, που όταν παντρεύτηκε ήμουνα παράνυφος στο γάμο με κουστουμάκι μπλε και κοντό παντελονάκι, φόραγα και παπιγιόν και μετά πήγαμε στο σπίτι στο τραπέζι και φάγαμε παϊδάκια και κοκορέτσι και όλοι λέγανε «βίον ανθόσπαρτον» και δωσ’ του και τρώγανε και τότε εγώ νόμισα ότι «ανθόσπαρτον» είναι το κοκκορέτσι και τα παϊδάκια κι έλεγα από μέσα μου ότι θα έπρεπε να λένε κανονικά «βίον ανθόσπαρτα» επειδή ήτανε πολλά τα κοκορέτσια και τα παϊδάκια και δεν καταλάβαινα στην αρχή τι πάει να πει αυτό το «βίον» και ρώτησα ένα θείο μου που καθόταν δίπλα μου στο τραπέζι και μου εξήγησε κι εγώ κατάλαβα ότι τους ευχόντουσαν σ’ όλη τους τη ζωή να τρώνε παϊδάκια και μπριτζόλες. Αλλά τα παϊδάκια και οι μπριτζόλες, τα λουκάνικα, τα κοκορέτσια, τα σπλινάντερα, οι γαρδουμπίτσες κι όλα αυτά δεν κάνουνε καλό συνέχεια, επειδή, μου ‘λεγε ο μπαμπάς μου, κάνουνε πέτρες στα νεφρά, άμα τρως όλο κρέας, πρέπει να τρως και χόρτα και φρούτα και να πίνεις πολύ νερό, άμα θέλεις να έχεις την υγειά σου, γιατί η υγεία είναι το πολυτιμότερο πράμα στον κόσμο, τι να τα κάνεις τα πλούτη άμα είσαι άρρωστος;
από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων του Γεράσιμου Μπερεκέτη "Χρυσάνθη Ευλαμπίας"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου