Δευτέρα, Μαΐου 22, 2006

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΙΙ ΣΤΟΝ ΒΙΖΥΗΝΟ

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο HOTEL MEMORY, εκεί θα βρήτε και άλλα κείμενα άλλων μπλόκερς πάνω στο ίδιο θέμα.

«Αγαπήσω σε Κύριε η ισχύς μου. Κύριος στερέωμά μου και ρύσις μου».

Το ΄92 στάθμισα τα πράγματα. Τρεις χρονιές συναπτές ωρομίσθιος καθηγητής ταμπουρά στο Μουσικό Γυμνάσιο Παλλήνης, απεφάσισα να αποκατασταθώ. Διότι το ωρομίσθιον ολίγον και την καταβολήν άτακτον. Αλλά το βάσανο το μεγάλο ήταν η διαδρομή Πειραιάς – Παλλήνη. Δύο συγκοινωνίες και ένας συνάδελφος με αμάξι πήγαινε, ένας συνάδελφος με αμάξι και δυο συγκοινωνίες έλα. Απεφάσισα λοιπόν να συμμετάσχω στον πανελλήνιο διαγωνισμό καθηγητών μουσικής, για να γίνω και ΄γω μόνιμος να δω χαΐρι.
Η ζωή μου εν περιλήψει μέχρι τότε είχε μιαν εξωτερική πυκνή σχηματικώς εικόνα με πάγχρωμες εκλάμψεις εσωτερικής αραίωσης. Κοινώς, χωρίς προσπάθεια, ακολουθώντας τις προεκτάσεις των τριχών της χωρίστρας που κάθε μέρα μου επεμελείτο η μαννούλα μου πριν πάω στο σχολείο, ή αλλιώς πετραδάκι – πετραδάκι επιτελών το ψηφιδωτό το προσχεδιασμένο, συσσώρευσα τα εχέγγυα ενός φερέλπιδος, ομοιάζοντος του Ιουστινιανού, όπου στο βάθος της ψυχής του επιθυμούσε πλάι του την Θεοδώρα. Άριστα στο δημοτικό, Ιωνίδειος Πρότυπος σχολή μετά με καλούς βαθμούς…..
Αλλά όλα αυτά μέχρι την τετάρτη γυμνασίου.
Πρώτη με έκτη δημοτικού, ως εγγονός υπομηχανικού της ΔΕΗ:
-Τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις;
-Ηλεκτρολόγος μηχανολόγος.
Πρώτη με τρίτη γυμνασίου:
-Τι σκέφτεσαι να ακολουθήσεις;
-Θα πάω πρακτικό. Για Πολυτεχνείο.
Το καλοκαίρι περιέθαλπτε την φυσικήν τάση των τριχών της κεφαλής μου, ήτοι, να βγαίνουν οι μπροστινές προς κάτω, οι κεντρικές προς τ΄ αριστερά πάνω, οι πλαϊνές μπροστά, οι πίσω κεντρικές προς τα μπροστά, ενώ οι κοντά στο σβέρκο καθημερινώς να προσαρμόζονται αναλόγως του πως κοιμήθηκα. Τα στρατιωτάκια τα πλαστικά τα έβαζα πάνω σε μικρούς σωρούς από κεφαλάκια σπίρτων και τα έκαιγα. Ένα νωχελικό πρωινό του καλοκαιριού της έκτης δημοτικού προς πρώτη γυμνασίου, πήρα οριστική εκδίκηση για την μάχη των Θερμοπυλών, όταν πάνω σε ένα πεύκο εξολόθρευσα χιλιάδες Πέρσες μυρμήγκια με ένα λαστιχάκι τόξο. Είχα δε αναπτύξει έναν πειστικότατο τρόπο να βάζω τα μικρότερα παιδάκια να παρακολουθούν ανελλιπώς τις παραστάσεις μου Καραγκιόζη: τα κέρναγα πασατέμπο.
Στην πέμπτη γυμνασίου ανέλαβε ο αυτόματος πιλότος :
-Εξαιρετικό παιδί κυρία Χ. και πολύ καλός μαθητής, να τον χαίρεστε.
Και επιτέλους άρχισα να ζω την εσωτερική ζωή μου εξωτερικά. Παραπλάνησα κατά το πρώτο εξάμηνο τους οικείους μου ότι θα δώσω ιατρική, διότι αυτό θεωρούσα ότι ήτο ο αρμονικός μέσος μεταξύ Πολυτεχνείου και Φιλοσοφικής στην οποία κατέληξα.
Εκείνο όμως το όποιον ως μολότωφ μυστικώς παρεσκεύαζα ήτο η μουσική μου φιλοδοξία η οποία μετενδύει την ποιητική:

Έστησε ο Έρωτας χορό
Με τον ξανθόν Απρίλη.
Και τρωγόπιναν οι φίλοι
Τσιριτρί τσιριτρό.

ή αργότερα:

«Μπόι δυο πήχες,
μύτη στραβή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.
Μακρύς λαιμός,
μεγάλη κοιλιά,
έτοιμη είναι
η πεθερά».

Έδωσα, το ΄92 στον πανελλήνιο διαγωνισμό καθηγητών μουσικής και πέρασα έβδομος. Διορίστηκα σε ένα σχολείο τρία λεπτά από το σπίτι μου. Την επόμενη χρονιά παραιτήθηκα. Ουδέποτε κατάφερα να επιτελέσω προσχέδιο. Έγκαιρα βαριέμαι και ξεγλιστρώντας σαν το ψάρι από τα χέρια άπειρου ψαρά ξαναβουτώ στη θάλασσα.
Διότι, ανέκαθεν φυσιογνωμικώς μου έφερνε ο Βιζυηνός στον Σουρή.

Τρίτη, Μαΐου 16, 2006

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΒΙΖΥΗΝΟ

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο HOTEL MEMORY, εκεί θα βρήτε και άλλα κείμενα άλλων μπλόκερς πάνω στο ίδιο θέμα.

Την επιμέλεια του αφιερώματος και τον συντονισμό είχε η Κατερίνα Ζαρόκωστα. Μάλλον φθινόπωρο του ΄94, αν όχι του ’95 ή και του ΄96. Εορτασμός των εκατό χρόνων από τον θάνατό του. Η εκδήλωση ήταν προγραμματισμένη κατά τα τέλη Οκτωβρίου και θα γινόταν μέσα στο Δρομοκαΐτειο, εκεί που ο Βιζυηνός αποχαιρέτησε. Ο εγκλεισμός του ήταν αποτέλεσμα της στοργικής φροντίδας των φίλων του. Είχε ερωτευτεί παράφορα μιαν δεκατετράχρονη, είχε στολίσει άμαξα, είχε φορέσει στεφάνι στα μαλλιά και όλος αισιοδοξία πήγαινε να την ζητήσει σε γάμο…..
Με την κυρία Ζαρόκωστα συναντηθήκαμε στο Πρότυπο Μουσικό Κέντρο Πειραιά. Ήθελε να αναλάβω την μουσική επένδυση-διάνθιση, μιας σειράς αποσπασμάτων από κείμενα του Βιζυηνού. Βραδιά αναλογίου. Η μουσική θα έπρεπε να μεταφέρει το κοινό στην εποχή, στους χώρους και στο κλίμα των κειμένων.
Νάι, κανονάκι, ούτι, κρουστά. Μελαγχολικές ανάσες από το νάι, κάποιοι σκοποί της Ανατολικής Ρωμυλίας, ανατολίτικη λόγια μουσική της εποχής. Ειδικά πράγματα, δηλαδή. Όλα προσχεδιάστηκαν σωστά με επαγγελματισμό, κάναμε μουσικές πρόβες και έφτασε η βραδιά της παρουσίασης.
Στο Δρομοκαΐτειο φτάσαμε νωρίς το απόγευμα, για πρόβα ήχου και σκηνική πρόβα.
Ήμουν, υποτίθεται, προετοιμασμένος για την επαφή με τους τροφίμους, οι οποίοι περιφέρονταν ειρηνικά, ο καθένας τους αγκυλωμένος στην γκριμάτσα του και την κινησιολογία του, αινίγματα για μας τους ψυχικά υγιείς. Καθ΄ όλη τη διαδρομή, από την πύλη μέχρι τον χώρο της εκδήλωσης, μου την έπεφταν για τράκα τσιγάρο, ή για χαρτζιλίκωμα. Μανιακοί καπνιστές, το τσιγάρο δεν το ρουφάνε δεύτερη ρουφηξιά. Το καταπίνουν. Αρκετή ψύχρα για την εποχή και όσο έπεφτε το βράδυ τρέμαμε από το κρύο, μαζεύτηκαν σύννεφα, πέσανε μερικές ψιχάλες, καθυστερούσαν οι επίσημα προσκεκλημένοι, άνθρωποι της διανόησης, στελέχη υπουργείων, ευαισθητοποιημένοι πολίτες και αργούσαμε να αρχίσουμε, αλλά διασκεδάζαμε την αναμονή μας έχοντας πιάσει κουβεντούλα με τους τροφίμους που από νωρίς είχαν γεμίσει σχεδόν το υπαίθριο αμφιθέατρο. «Μια χαρά αθρώποι», τους βρήκα. Ήταν και ένας, ο Ρούσσος, που ήρθε και πασπάτεψε όλα τα όργανα, κυρίως τα κρουστά. Κάποτε μαζεύτηκαν και οι επίσημοι, ακολούθησαν οι λόγοι περί του επιτελουμένου εν τω ιδρύματι έργου, μνημόσυνες αναφορές από επίσημα χείλη, και εν τέλει ήρθε η ώρα μας.
Μελαγχολικές ανάσες από το νάι, κείμενο, σκοπός αρ. 1 από την Ανατολική Ρωμυλία, κείμενο, σκοπός αρ. 2 από την Ανατολική Ρωμυλία, κείμενο, μελαγχολικές ανάσες από το νάι και ακολούθως χουσεϊνί σεμάυ του Ζαχαρία του χανεντέ, κείμενο, μελαγχολικές ανάσες από το νάι, μόρμυροι δυσφορίας από τροφίμους, η υγρασία μετέβαλλε σταδιακώς τους κτύπους μου στο μπεντίρ σε γδούπους, κείμενο, μελαγχολικές ανάσες από το νάι, και ξάφνου μια οιμωγή. Παγώσαμε οι επί σκηνής. Είχαμε κόντρα τα φώτα, αλλά διέκρινα τον Ρούσσο να έχει αρχίσει αυτή την χαρακτηριστική ρυθμική κίνηση του σώματος πάνω κάτω, όπως κάνουν οι μοιρολογίστρες, χαμένος στο πένθος του δίχως δάκρυα με μηχανικούς λυγμούς: «εμείς εδώ ήρθαμε που είδαμε όργανα να γελάσει το χειλάκι μας, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε……».
Και αντιλήφθηκα εν ριπή ότι το επαγγελματικό μας χρέος είχε επιτευχθεί. Και οι ευαισθητοποιημένοι πολίτες, οι άνθρωποι του πνεύματος, οι επίσημα προσκεκλημένοι, οι διοργανωτές, όλοι εδικαιώθησαν και εμείς τα αξίζαμε τα λεφτά μας. Το καλλιτεχνικό ύψος της βραδιάς είχε αγγίξει τα προσδοκώμενα ύψη, διότι η απόσταση της τρέλλας από τη λογική είναι η δυνατότητα αποστασιοποίησης των λογικών και ο Ρούσσος κατέδειξε επακριβώς το μήκος της αποστασιοποιήσεως. Και σκέφτηκα ότι ένα τετράχρονο παιδάκι, αν παρακολουθούσε την παράστασή μας τα ίδια με τον Ρούσσο θα έκανε. Και πώς να μη σκεφτώ ότι ο Χριστός παρήγγειλε να μοιάσουμε στα παιδιά, κι ότι «από παιδί κι από τρελλό μαθαίνεις την αλήθεια» και να μη θυμηθώ ότι πριν από χρόνια βλέποντας την αριστουργηματική παράσταση της Κοκκίνου «Μορφές από το έργο του Βιζυηνού», ευτυχώς αποστασιοποιήθηκα. Σημειωτέον δε, τα παιδιά αρέσκονται ιδιαιτέρως στα κρουστά.

Τετάρτη, Μαΐου 03, 2006

ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ (η εκατοστή δημοσίευση)

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο HOTEL MEMORY, εκεί θα βρήτε και άλλα κείμενα άλλων μπλόκερς πάνω στο ίδιο θέμα.

Τις μεγαλύτερες σοφίες τις λένε αυτοί που ζούνε την ζωή τους επιφανειακά. Σαν να σκουπίζουν όσα βλέπει η πεθερά. Δεν πονάνε ποτέ σε βάθος, πονάνε σε πλάτος. Έχουν δε συμπεριφορά κατά φαντασίαν ασθενούς. Λίγο το πόδι τους, λίγο η πλάτη, ένα σπυράκι στο χέρι, δυσκολεύτηκαν χτες στην τουαλέτα, μια ανεξήγητη ταχυπαλμία, μια πένθιμη διάθεση, μια ελαφρά απογοήτευση, μια μικρή αίσθηση εγκατάλειψης. Αλλά επειδή δεν γνωρίζουν την ιατρική αξιολόγηση των συμπτωμάτων τους, όπως άλλωστε και την κλίμακα έντασης των επιθέτων που χρησιμοποιούν, ενώ πονούν σε ρηχό πλάτος, συμπεριφέρονται σαν να πονούν σε απύθμενο βάθος. Και είναι σε τέτοιο βαθμό εμπεδωμένη η συνάφειά τους με την επιφάνεια, ώστε αν πάθουν ποτέ κολικό νεφρού, τον ξεπερνούν σαν να ήταν ελαφρά απογοήτευση, που τους αφήνει μετά μια μικρή αίσθηση εγκατάλειψης και μια πένθιμη διάθεση. Τέτοια ευχέρεια, τέτοια καρδιά. Γι αυτό μπορούν να παράγουν ωραιότατες διατυπώσεις στοχασμών, παίζοντας μαντολίνο και τσαλαπατώντας συναισθήματα. Δικά τους, που ούτε καν αντιλήφθηκαν και συναισθήματα άλλων, τα οποία απαξιούν.

Τρεις προδότας επιφανείς αναγνωρίζει η ελληνική ανθρωπότης. Τον Εφιάλτη, τον Ιούδα και τον Ανώνυμο που άνοιξε την Κερκόπορτα. Και θα είχαν αθωωθεί στις συνειδήσεις μας αν ετυμολογείτο η πράξις των. Προ-δοσία. Δηλαδή, να δίνεις κάποιον ή κάτι πριν νικηθεί, πριν συλληφθεί, πριν αλωθεί, γιατί κακά τα ψέμματα, είναι έτοιμα όλα προ πολλού για να νικηθεί, να συλληφθεί ή να αλωθεί.

Η προδοσία υπ’ αυτήν την έννοια είναι πράξις ερωτική, ή μάλλον πρακτική που απορρέει από τον έρωτα. Κάποιος κάπου ανήκει, κάποιος θέλει να τον κατακτήσει και κάποιος που δεν ξέρει πού ο ίδιος ανήκει… διαλέγει με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει. Το να μην ξέρεις πού ανήκεις είναι το σφάλμα. Το τι θα επιλέξεις δεν έχει σημασία. Δεν προ-δίδεις όταν επι-λέγεις.

γεράσιμος μπερεκέτης

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)