Κυριακή, Οκτωβρίου 29, 2006

ΝΑΞΟΣ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ ΧΩΡΙΣ ΘΕΟ

Από αρχαιοτάτων χρόνων ο άνθρωπος επιδεικνύει την ανάγκη του να μην εμπιστεύεται τον εαυτό του, άρα και να μην αρκείται σε αυτόν ως χορηγόν συναισθηματικής πληρότητος, αλλά να αναθέτει σε εξωυποκειμενικές, είτε όντως υπάρξεις, είτε «οντοποιημένες» ανυπαρξίες, την έναντι ανταλλάγματος παροχήν συναισθηματικής ασφαλείας. Πχ «Σου παίρνω σκουλαρίκια, δείχνε μου αγάπη για τρεις ώρες», ή αν μεγαλώνουν οι δουλειές «σου θυσιάζω την ερωτική μου ζωή βάλε με στον Παράδεισο». Εγώ , προχθές, το έκανα ως εξής:
Πάω στη Γιούρομπανκ και αγοράζω προπληρωμένη πιστωτική κάρτα. Μπαίνω στην NAXOS, την γνωστή εταιρεία παραγωγής CD, και έναντι 19,25 € ανοίγω μπρος μου τον ορίζοντα να ακούω όλες τις εκδόσεις της επί ένα έτος. Άκουγα, λοιπόν, ως νέος προσήλυτος, Σαββάτο βράδυ, το ψώνιο, μία-μία τις σικουέντσες του Μπέριο. Πανευτυχής για την σχεδόν δωρεάν απόκτηση αυτού του θείου προνομίου, διότι 19,25 € είναι ούτε 15 φορές πουρμπουάρ στο παιδί που φέρνει τα σουβλάκια , λέω μέσα μου: «Ας πάω να κάνω ένα μπανάκι σαββατιάτικο και συνεχίζω μετά, όσο πάει, χαλαρός-χαλαρός και εύοσμος». Και επειδή μεγάλωσα μέσα σε σπίτι με παππού απ’ τη Μάνη, που μου είχε ενσταλάξει την οικολογική οικονομία που σου διδάσκει η ίδια η στέρνα, ήτοι: «Γιωργάκη, το νερό λίγο-λίγο, βρέξου, κλείσε τη βρύση, σαπουνίσου και μετά ξεβγάλσου πάλε λίγο-λίγο. Δεν χρειάζεται η βρύση να είναι τέρμα ανοιχτή. Πάει τόσο νερό τσάμπα και βερεσέ.», είπα να κλείσω τον υπολογιστή για όσο θα μπανιαριζόμουν. Γιατί ρευστόν είναι και ο ηλεκτρισμός. Γιατί να πηγαίνει τσάμπα και βερεσέ. Κατά συνέπειαν διεκόπη και η σύνδεση με το ίντερνετ και τη NAXOS. Επ’ ολίγον. Έτσι νόμιζα. Διότι, όταν φρέσκος-φρέσκος επανέκαμψα και επανασυνδέθηκα στον ιστό και ξαναμπήκα με αδηφάγο διάθεση στην NAXOS, τρώω κατάμουτρα το εξής μέσατζ:
«The maximum number of simultaneous connections of your subscription has been reached. Please email Customer.Service@Naxos.com for assistance.».
Βρε ξανά και ξανά, βρε άντε βάλε και ξαναβάλε μέιλ και πάσγουορντ, τίποτα. Τριγύριζα και νιαούριζα σαν γατί της εξοχής έξω απ’ την εξώπορτα παραθεριστών αναχωρησάντων για την πόλη της δουλειάς των. Νιαούριζα, γιατί μόλις πριν μιαν ώρα είχα ταϊστεί, πού στο διάολο πάνε κάθε που έρχεται φθινόπωρο;
Τι να κάνω τώρα; Πώς να το εκλάβω αυτό; Και καλά. Ο Θεός έχει κάθε δικαίωμα να μας φέρεται αψυχολόγητα, άλλωστε ένα κεράκι τι κάνει; Πενήντα λεπτά; Ένα, άντε δύο ευρώ, αν υπάρχει και λόγος, (εσωτερικός του ανάπτοντος); Πέντε επειδή ήταν μεγάλη γιορτή; Δέκα, επειδή, άντε μια φορά το χρόνο πάμε στο πανηγύρι του χωριού μας; Εδώ μιλάμε για ολόκληρα 19,25 €. Και μάλιστα μέσω προπληρωμένης πιστωτικής κάρτας. Που σημαίνει ότι έχουμε στηθεί και μια ώρα στην τράπεζα για να την εκδώσουμε. Και που μόνη αυτή η διαδικασία εκδόσεώς της είναι μία μορφή εκπεφρασμένης λατρείας προς τον αποδέκτη της υφ’ ημών μελλοντικής χρήσεως της, επί τω προκειμένω της NAXOS, αλλά εν παραλλήλω και έκφρασις λατρείας και αποδοχής και γιατί όχι πράξη τελεστικού χαρακτήρος υποταγής σε ένα σύστημα που αξίζει την εμπιστοσύνη μας, διότι, ναι, μας παρέχει αυτά που υπόσχεται και μάλιστα χωρίς να το έχουμε εμείς βάλει να μας τα υποσχεθεί με ψυχοπαθολογικές διαδικασίες προβολών, αναστολών κλπ κλπ.
Ρε κερατάδες, με 19,25 € θα είχα εξαγοράσει τουλάχιστον για δέκα φορές το ευχαριστώ του κομιστή σουβλακιών. Γιατί μου την χαλάσατε έτσι σαββατιάτικο; Υπάρχει Θεός;

............................................................
Μετά δύο μέρες η NAXOS μου διευκρίνησε ότι όταν έχω κάνει log-in πρέπει απαραιτήτως να κάνω log-out. Ας πρόσεχα. Ποτέ τελικά δεν φταίει...... ο Θεός.

Σας υπενθυμίζω ότι σε προηγούμενες καταχωρήσεις μου, προσφέρεται δωρεάν μουσική.

Σάββατο, Οκτωβρίου 28, 2006

Μουσική Προσφορά

άκουσον 7,46 Mb

Γιώργος Χατζημιχελάκης
ΝΕΫ
για άλτο φλάουτο σόλο (1994)

σολίστ: Beata Iwona Glinka
ηχογράφηση από συναυλία στο Ωδείο Φ.ΝΑΚΑΣ (χειμώνας του 2000)

Το κομμάτι "ΝΕΫ" έχει συμπεριληφθεί στο προσωπικό διπλό CD της σολίστ

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2006

ΔΙΑΙΤΑ.....

Απεφάσισα να γίνω ο άντρας- πόθος. Ή έστω ο άντρας-ορτανσία, ο άντρας-μαντζουράνα. Δίαιτα. Και θα σας πω τι σημαίνει δίαιτα. Όχι αυτά που σας λένε οι ειδικοί. Δίαιτα είναι να μην τρως τίποτα. Μπορείτε να μην τρώτε; Τότε, μπορείτε και να μην τρώτε σαν γουρούνια.
Ποτέ δεν ήμουν παχύς. Ήμουν πάντα στα κιλά μου. Απλώς διαφορετικός κατά περιόδους. 0 έως 14 χρονώ, χοντρουλό, με διάλειμμα το διάστημα τρεισήμισι με τριώ και οκτώ μηνώ που πέρασα πνευμονία. Απ΄ την κοιλιά της μάνας μου βγήκα τέσσερα. Θύμα των κατοχικών συμπλεγμάτων, εταϊζόμουν κάθε απόγευμα με ένα κεσέ γιαούρτι πρόβειο ολόπαχο που μέσα του κολυμπούσαν πέντε κουταλιές ζάχαρη. Τροφαντό παιδάκι και νοήμον, διότι είχα περίσσευμα ζακχάρεως, Δεκατέσσερα έσπασα το πόδι μου και ο ορθοπαιδικός (σημειώνω ότι ο ορθογράφος του word μου διορθώνει την γραφή ορθοπαιδικός σε ορθοπεδικός, με την οποία γραφή «ορθοπεδικός» συμφωνώ τελικώς, διότι ριζικόν της λέξεως είναι η πέδη και όχι το παιδί και να μας αφήσουν τις μπούρδες περί αντιδανείων με την γαλλική και περί πρώτης εφαρμογής της ορθοπεδικής σε παιδάκια, διότι θα γράψω το χημεία «χυμεία» και θα πιω ενδιαμέσως και μια πορτοκαλάδα).

Ξεσούρωσα προς το παρόν, αλλά συνεχίζω να πίνω, όπως πράττει κάθε δόκιμος συγγραφέας.

Ο ορθοπεδικός, λοιπόν, καθώς μου γύψωνε το πόδι μου είπε:
«Γιωργάκι, πόσο χρονώ είσαι;» και απάντησα άμεσα και στερεότυπα:
«Δεκατεσσάρων, αλλά δείχνω μικρότερος».
Ήμουνα πίσω στην ανάπτυξη και αυτό που ακόμα και η μητέρα μου το κόλαζε με προσποιητές ενθαρρύνσεις, εγώ το είχα ανάγει σε προτέρημα. Σχεδόν εννοούσα: «σας ξεγέλασα».
«Θα σου δώσω μία δίαιτα, γιατί όπου να ΄ναι θα πρέπει να αρέσεις και στα κορίτσια. Θα τρως μπριζολίτσα με χόρτα. Ούτε ψωμιά, ούτε γλυκά». Είπεν ο ορθοπεδικός.
Είναι απίστευτο το πόσο μπορεί ένας άνθρωπος με ακτινοβολία να σε πείσει, ακόμα και όταν είσαι ο παχουλός Γιωργάκις. Διότι τα κορίτσια ήταν για μένα τότε ένας συγκεχυμένος στόχος, ενώ το αναμενόμενο «μπράβο Γιωργάκι» του ορθοπεδικού, μου φαινόταν σαν υπερκοινωνικοσχολικοοικογενειακός ύψιστος έπαινος. Να βράσω το δεκαεφτά στα μαθηματικά και το υπεσχημένο ρολογάκι, αλλά και το επιδοκιμαστικό χαμόγελο του εκκλησιάσματος, όταν παίρνω το αντίδωρο και κάνω τον σταυρό μου φορώντας κουστουμάκι. Θέλω το μπράβο του γιατρού. Καθηλωμένος στο κρεββάτι, με τη φαγούρα του γύψου να μου τρώει το πόδι…. και τα λίγα μουλάρια μας….. και την άλλη μέρα ήρθαν οι Αρτινοί…. και μετά φωτοβολίδες και «ένα το χελιδόνι», αλλά αυτά έγιναν ένα χρόνο αργότερα, με τη μεταπολίτευση. Εγώ Σεπτέμβρη του ‘73 έσπασα το πόδι μου, ανήμερα του Αγίου Ευσταθίου, (ίνα εκπληρωθεί το ρηθέν υπό του προφήτου: «Εύξεινος Πόντος»). Και αδυνάτισα. Έγινα κομψό. Μετά γράφτηκα και στον Πορφύρα στο μπάσκετ και έφτιαξα σώμα. Ψήλωσα κιόλας. Πήγα ένα εξηνταοκτώ. Καλό ύψος για πλέι-μέικερ, τότε, αλλά δεν ήμουν καλό πλέι-μέικερ. Ήμουνα κόμπλας. Νόμιζα ότι αν αθλούμαι, αν κάνω όλες τις ασκήσεις, αν δεν χάνω προπόνηση, θα γίνω σαν τον Μιχάλη τον Βρανό πού ήταν αλητόφατσα, αλλά είχε ντρίπλα και καλή πάσα. Μετά, για κακή μου τύχη ήρθαν και τα κορίτσια. Τα είχα ξεχάσει με την ανάρρωση και την προπόνηση. Λόγω έλλειψης συναίσθησης, ή μάλλον λόγω κεκτημένης ταχύτητας επί το θετικόν, είχα τεραστίαν επιτυχίαν στα κορίτσια. Διότι, εν τω μεταξύ είχα βρει ότι σημασία έχει η ευλυγισία, όχι η ντρίπλα. Πήρα μπουζουκάκι και τραγούδαγα.
Τα ενδιάμεσα, τα μέχρι σήμερα τα παραλείπω. Σημειώνω, απλώς ότι μέχρι τα δεκαεννιά πήρα και δύο πόντους και είμαι ένα εβδομήντα. Όσο και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Άλλα, τώρα, είμαι ογδόντα δύο κιλά. Πρέπει να κάνω δίαιτα. Και δίαιτα είναι να μην τρως τίποτα. Αυστηρά.

Πίνετε ελεύθερα……

Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006

Μουσική Προσφορά

Ας πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο δίνω συνέχεια στο προηγούμενο άρθρο. Ας πούμε και ότι εγκαινιάζω την ADSL εποχή μου. Ας πούμε ότι έμμεσα απαντώ και στον φίλο που πρότεινε να μετατρέψω την παρτιτούρα του "Πέτρου" για την "αλλαγή της εποχής" σε MIDI FILE για να είναι πρόσφορη να ακουστεί.


Γιώργος Χατζημιχελάκης
1ο κουαρτέττο εγχόρδων (1995)
Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο
(Γιώργος Δεμερτζής βιολί Ι, Δημήτρης Χανδράκης βιολί ΙΙ, Πάρης Αναστασιάδης βιόλα, Απόστολος Χανδράκης τσέλο)

η συλλογή GREEK STRINGS QUARTETS, κυκλοφορεί από την AGORA

Ηχογράφηση της τελικής πρόβας

άκουσον 32,3Mb

Κυριακή, Οκτωβρίου 15, 2006

ο Πέτρος αλλάζει την εποχή

Βρίσκομαι σε μέρος που δεν διαθέτω τα τεχνολογικά μέσα για να έγραφα αυτή τη μουσική φράση σε παρασημαντική για λόγους οπτικοαισθητικούς,(θα την έγραφα χειρόγραφο και κατόπιν θα το σκανάριζα, αλλά δεν έχω μαζί μου σκάνερ). Γράφω λοιπόν στο πεντάγραμμο και κατ' εμέ η ουσία η μουσική δεν χάνεται. Κατά το ύφος του Πέτρου Μπερεκέτη. Η ρυθμική αγωγή είναι "τέταρτο στο 60". Δεν πρόκειται για πλήρες μουσικό κομμάτι, απλώς για μία εναρκτήρια φράση. Θα μπορούσε από αυτήν να φτιαχτεί μια φόρμα διάρκειας 20 λεπτών. Ας πούμε ότι επιφυλάσσομαι, αλλά και ποίο το νόημα. Δεν ασχολούμαι με μουσικό μοντελισμό.
Σε ήχο βαρύ, εναρμονίου γένους, εκ του Γα(=ντο, όπως και ο Χρύσανθος ορίζει στο Μέγα Θεωρητικόν του).





Τρίτη, Οκτωβρίου 10, 2006

ΒΡΕΧΕΙ..........

Βρέχει,
πόσο μ΄ αρέσει όταν βρέχει
και τι μελαγχολία που έχει
σαν βρέχει….

Στίχοι από τραγουδάκι ελαφρόν της δεκαετίας του ’60. Μου το τραγούδαγε η μαμά μου στα πρώτα φθινοπωρινά ψιλόβροχα. Και επλημμύριζαν τ΄ αυτιά μου από την υγρασία της φωνής της - τώρα που το σκέφτομαι η μαμά μου ήτανε τότε εικοσπέντε χρονών και ο πατέρας μου ναυτικός. Είχα την αποκλειστικότητά της.
Και πώς να περιγράψεις αυτό το τραγουδάκι; Τη μελωδία του εννοώ, διότι το ηχόχρωμα του μέσα από τη φωνή της μαμάς μου έχει αποκλειστικά αυτοβιογραφικής αξίας αισθητικά στοιχεία.

Παμ παμ
Παραπαπάραμ πάραμ τάραμ
Παραπαπάραμ τάρα πάραμ
Παμ πάραμ.

Όταν σχεδόν στα δεκαεφτά παραθέριζα στον οικογενειακό πύργο μας στη Μάνη είχα πάρει μαζί μου και το ακκορντεόν. Και για να μην γεννηθεί φθόνος εκ της εφηβικής τύχης μου προς την τωρινή μου υπόσταση, αναφέρω ότι ο πύργος αυτός είναι από εικοσαετίας ερείπιο και ούτως ή άλλως δεν αποτελεί περιουσιακόν μου στοιχείο.Το δε ακκορντεόν το αντάλλαξα μετά δύο χρόνια του παραθερισμού στον οποίον αναφέρομαι, στου Ζοζέφ Τερζιβασιάν το μαγαζί, αντί ενός σαζιού, του οποίου η αξία ήταν-δεν ήταν το ένα δέκατο της αξίας του ακκορντεόν, δηλαδή πιάστηκα κορόιδο του ενθουσιασμού μου, και το οποίον σάζι, όμως, απετέλεσε την βάση μιας μετεφηβικής ματαιοδόξου μουσικής καριέρας.
Ένα κοριτσάκι, λοιπόν τότε στη Μάνη, η Βούλα, από τα Αυγουλιάνικα του Τροχάλακα, ένα απόγευμα εκεί που έπαιζα μου ζήτησε να παίξω ένα τραγούδι. «Σε παρακαλώ» και «σε παρακαλώ»….
-Μα, δεν το ξέρω! Άμα, όμως, το δω γραμμένο μπορώ να το παίξω.(Εννοούσα γραμμένο σε νότες). Την άλλη μέρα το Βουλί, μου ξεδίπλωσε με χαμόγελο ένα χαρτάκι, που με τα τακτικά κοριτσίστικα γραμματάκια της είχε γράψει:

«Μαρία με τα κίτρινα,
ποιόν αγαπάς καλύτερα,
ποιόν αγαπάς καλύτερα,
τον άντρα σου ή τον γείτονα….»

Τότε συνειδητοποίησα τον κίνδυνο που μπορεί να δημιουργήσουν οι παρανοήσεις των βάσεων ενός κλειστού συστήματος. Και ντράπηκα μέσα μου δυό φορές. Πρώτον γιατί το «Μαρία με τα κίτρινα» το ήξερα, αλλά απέφευγα να το παίξω γιατί το θεωρούσα μπας-κλας μπροστά στο «Ένα το χελιδόνι» και δεύτερον διότι εγώ απ' τον Πειραιά ήξερα μουσική, ενώ το Βουλάκι απ' τον Τροχάλακα όχι.
Μετά από δυό χρόνια για λογαριασμό των εκδόσεων Χατζηνικολή κατέγραψα σε παρτιτούρα την αρχή, τις πρώτες νότες της μελωδίας ενός ελαφρού τραγουδιού («Για την Αθήνα μας, την πιο όμορφη πόλη του κόσμου»), καθ' υπαγόρευσιν του σφυρίγματος ενός νεοέλληνός συγγραφέως υπό έκδοσιν των συγκεκριμμένων εκδόσεων. Ο συγγραφεύς του υπό έκδοσιν βιβλίου, για να ζωντανέψει ίσως την περιγραφή του, ήθελε σώνει και καλά να περιληφθεί η παρτιτούρα του τραγουδιού, το οποίο κάποιος ήρωας του βιβλίου του σφύριζε σε κάποια σελίδα. Ήμουν τόσο αυθάδης τότε, που όχι μόνον ζήτησα και πήρα ένα καλό ποσό για την εκδούλευση αυτή, αλλά επιπλέον θεώρησα ότι ο συγγραφέας αυτός την ιδέα του να υπάρχει παρτιτούρα ενός τραγουδιού στο βιβλίο του, την ξεσήκωσε από κάποιο ξένο βιβλίο, μάλλον αμερικάνικο.
Σήμερα τα πράγματα είναι απλούστερα. Με μία ADSL ρίχνεις το κειμενάκι των στίχων, βαράς και προς νταουνλόαντ το τραγουδάκι και είσαι μέσα στην εποχή σου. Αν είναι πρωτοβρόχια η εποχή ονομάζεται φθινόπωρο.

Σάββατο, Οκτωβρίου 07, 2006

Ο ΦΟΝΙΑΣ

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο HOTEL MEMORY, εκεί θα βρήτε και άλλα κείμενα άλλων μπλόκερς πάνω στο ίδιο θέμα.

«Πεινούσαμε στης γης την πλάτη….»

Αποφασίζω να μαγειρέψω με ερωτική πάντα διάθεση. Μάλλον με έχει σταμπάρει η πρώτη ανάγνωση του βιβλίου του Φρόυντ «ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΗΓΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑΣ». Δεκαπεντούτης, αντικρίζοντας το βιβλίο να κρέμεται σε περίπτερο του σταθμού Ομονοίας τον εξέλαβον ως αξίωμα τον τίτλο του βιβλίου αυτού, σε βαθμό μάλιστα τέτοιον ώστε να θεωρήσω απολύτως περιττήν την ανάγνωσή του.

Μεσημέρι. Δυο κούπες ρύζι. Στο μικρό καζάνι λάδι να τσιρίζει. Ψιλοκόβουμε κρεμμύδι και το ρίχνουμε στο καζανάκι να τσιγαριστεί. Μόλις ροδίσει πρέπει να ρίξουμε το ρύζι. Ξέρουμε τι να κάνουμε από δω και πέρα, γιατί τη συνταγή την είδαμε στην τηλεόραση, αλλά ο δαίμων του σεφ που μας διακατέχει με αγωνία με σπρώχνει στο ψυγείο. Ρόκα. Μαδάω τα καλά κλωνάρια, ψιλοκόβω τα υπολείμματα. Ευτυχώς δεν έριξα ακόμα το ρύζι στο τσουκάλι. Τα υπολείμματα, λοιπόν, της ρόκας στο τσουκαλάκι, μαζί με το κρεμμύδι, λίγο λαδάκι, διότι κακώς τα είχαμε υπολογίσει στην αρχή και …. όλα τσιρίζουν και μυρίζουν. Μετά από πέντε λεπτά ρίχνω και το ρύζι (ρίζο-γκάλο). Τα φύλλα τα μαδημένα της ρόκας, τα καλά φύλλα, τα έχω να περιμένουνε σε ένα πιάτο πλάι-πλάι. Τα υλικά στο τσουκάλι το ήπιανε το λάδι. Ροδίσανε. Ρίχνω κρασί. Πίνουνε και το κρασί. Ρίχνω νερό, λίγο. Πίνουν το νερό. Ξαναρίχνω. Το ξαναπίνουν. Εν τω μεταξύ να σας πω ότι από την αρχή της διαδικασίας δεν έχω σταματήσει να ανακατεύω για να μην κολλήσουν τα υλικά στο τσουκάλι. Ξαναρίχνω νερό – έχει περάσει κοντά ένα εικοσάλεπτο – πριν το πιει το τσουκάλι το νερό, ρίχνω παρμεζάνα τριμμένη και μυρωδικά, βασιλικό, λίγο πιπερόριζα, πιπέρια και αλάτι, διότι το ρύζι θέλει αλάτι. Κύβο κνορ αν δεν σας είπα ότι έριξα, έριξα στην αρχή, στο πρώτο νερό. Κατεβάζω και τα αφήνω να δέσουν. Σερβίρω και ρίχνω από πάνω τα μαδημένα γερά φύλλα ρόκας. Κι από πάνω λίγο λάδι παρθένο και λίγο ξύδι μπαλσάμικο. Έτοιμος να φάω.
Και επειδή ο άγιος Αυγουστίνος κατέκρινε εαυτόν για την εκ τροφής απόλαυσιν, χάριν τουλάχιστον μιας εντίμου ισοπαλίας εμού με τον Αυγουστίνο, αλλά και για να υπηρετήσω το θέμα μας, θα αναφέρω ότι διάχυτες ήταν οι εξής σκέψεις μου υπό μορφήν ερωτημάτων αυτομάτως απαντουμένων, κατά την παρασκευήν του γεύματός μου:
-«Τι σχέση έχω εγώ με μένα χθες, προχθές, πέρσι και πρόπερσι; Τότε που σκέφτηκα να βάλω και ρόκα στο φαΐ, τι σχέση είχα με αυτόν που απλώς αντέγραφε μια συνταγή; Και ακόμα χειρότερα, τι σχέση έχω με αυτόν που συνέχεια απαρνιέμαι και ευχαρίστως τον σκοτώνω κάθε προηγούμενη στιγμή, εκλαμβάνοντας μάλιστα τον φόνο του ως βελτίωσή μου; Ζω διαρκώς παρέα με έναν θυσιαζόμενο χάριν του «μετά». Και ενώ αυτός είναι παρελθόν, έχω την αίσθηση ότι σχεδόν ζούμε μαζί, όπως καταχρηστικά δεχόμαστε ότι οι ακτίνες του ήλιου είναι παράλληλες. Και…. εν τέλει συνειδητοποιώ ότι, όταν τρώω, στην ουσία συντρώγω με ένα νεκρό»

Λέω και το φλυτζάνι άμα λάχει. Ο Φονιάς……..

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)