Παρασκευή, Μαρτίου 18, 2005

Περάσματα

Μια ώρα πριν,
ίσως μισή,
προτού η άνοιξη να ‘ρθεί,
περνούν απ’ το στενό μου
ζυγιά – ζυγιά
κιθάρα με ακκορνεόν,
αμάξι με σαμπγούφερ,
αυτοί οι άθλιοι κανταδόροι:
Οι αδίκως ατυχήσαντες
και οι αδίκως ευτυχήσαντες.

Εν τέλει,
πάντοτε και στην ώρα του
έρχεται
το άνθος,
με τον καημό στο χέρι.

Δευτέρα, Μαρτίου 14, 2005

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΣΚΕΤΗ ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ

ΥΛΙΚΑ
Γλώσσα δημώζουσα και παρηχούσα
μέτρον δεκαπεντασύλλαβον ιαμβικόν


ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Άμεση.

ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ
Σε βαθύ μπλογκ


Τα πιάστρα τ' αλυχτόδετα με τους μακρυούς φορτάδες
ολονυχτίς τα γιορτινά σολεύγανε τα ρίκια,
τα ρίκια πού 'χαν δυο σβουρνιές σε κάθε μοσχοκάλι
και στα ζερβά μια σούργενα, βαρειά σα καμπαβέλλα.
-Ωρ' τί θωρρείς τη σούργενα, βαρειά σα καμπαβέλλα.
-Θωρρού τηνε που ναι βαρειά, και πραίνω της τ΄ αλέφι.
Του λόγου δεν απόσουσε, του λόγου δεν απόπε,
τρεις μπροστονοί του ρίχτηκαν κι οι τρεις ξεμπροστιασμένοι,
κι απ την πολλή τη μπροστισιά, σχόλασ' ο Νικολάκης.

.............κλπ

Το ανάλογο, πλην πρωτότυπο στην σύλληψη, έχει δημοσιευτεί σε ανάλεκτα του περιοδικού ΠΑΛΙ το 1976;. Αν θυμάμαι του ΑΜΠΑΤΖΗ-λάθος, του ΣΧΙΝΑ, με τίτλο Ο ΓΑΒΟΥΝΕΣ Ο ΜΑΜΟΥΝΕΣ ΚΙ Ο ΠΑΣΤΡΟΚΩΛΑΡΑΚΗΣ, αλλά μάθετε κάτι, οι νέοι αναγνώστες:
Ως νέοι, μη δανείζετε βιβλία σε άλλους νέους, γιατί ως γέροι δεν πρόκειται να τα έχετε και να, όπως εγώ σήμερα θα τα αναζητάτε........

Τώρα πια θυμάμαι τους δύο μόνο πρώτους στίχους:

Ο Γαβουνές, ο Μαμουνές κι ο Παστροκωλαράκις,
μες στο βουρκί του Μπιθουλιάν ολημερίς χλιχλίβαν..........

Σάββατο, Μαρτίου 12, 2005

Μαρτίου 12, του οσίου υμών πατρός Θεοφάνους του Ομολογητού του Γραπτού

Ο Θεοφάνης υπήρξε ομολογητής, εικονολάτρης. Τον ταλαιπώρησε ο Θεόφιλος ο αυτοκράτορας. Πέραν των διώξεων και της εξορίας, του χάραξαν στο μέτωπο με εγκαυστική το σημάδι του σταυρού, σημάδι ότι είναι εικονολάτρης και γι αυτό ονομάστηκε και γραπτός, δηλαδή ζωγραφισμένος, ειρωνικά αφού του ήρεσαν και αι εικόνες.
Αυτά θυμάμαι και δεν θυμάμαι πια αν είναι ακριβή, αλλά θυμάμαι να τα θυμάμαι κάθε Μαρτίου 12.
Πώς τα θυμάμαι:

Ο "Θεοφάνης ο Γραπτός",΄υπήρξε αντικείμενο πανεπιστημιακής εργασίας μου στο Β΄ έτος της Φιλοσοφικής, στο μάθημα της Βυζαντινής Φιλολογίας, ότε τα ζώα φωνήν είχον, το 1978. Για να μην παραβώ το νόμο περί προσωπικών δεδομένων δεν σας αποκαλύπτω τον καθηγητή της έδρας, άλλωστε εγώ είχα να κάνω με τον ωραιοπαθή βοηθό του, του οποίου το όνομα μού ήταν άγνωστο και τότε-μάλλον δεν μου φαινόταν χρήσιμο να το συγκρατώ. Η εργασία μου απερρίφθη, ως μη επιστημονική και μεταξύ μας χέστηκα. Το μόνο που θα κέρδιζα ήταν μέσω αυτής της εργασίας να μου επιτρεπόταν να συμμετάσχω στη εξεταστική του Ιουνίου. Το έδωσα το μάθημα στην εξεταστική του Σεπτεμβρίου και το πέρασα.

Αντιθέτως συγκρατώ ακόμα το όνομα μιας "θεωρητικοτάτης" συμφοιτητρίας μου, της Ε. Αυτή με συνάντησε τυχαία μετά από χρόνια.
-Τι κάνεις, που βρίσκεσαι κλπ.
-Τι κάνεις, που βρίσκεσαι κλπ.

Τελείωνε τη σχολή και ήδη είχε προετοιμάσει τις άκρες για διδακτορικό στη Γαλλία. Της έλειπε μόνο μια διπλωματική εργασία στην Βυζαντινή φιλολογία, για να πάρει το πτυχίο της.
-Και τί θέμα έχεις βρε Ε.;
-Για τον Θεοφάνη τον Γραπτό.
-Α, κι εγώ το είχα αυτό το θέμα στο Β΄ έτος, εργασία προκριματική, αλλά ατύχησα.
-Μπορείς να μου το δώσεις, θα με βοηθήσει γιατί πνίγομαι ξέρεις, ετοιμάζομαι και για το εξωτερικό.

Αποβλέπων σε δευτέρα συνάντηση, άνευ όμως άλλης προσδοκίας, της παρέδωσα το πρωτότυπο χειρόγραφό μου (sic), γιατί ούτε για φωτοτυπίες δεν ήθελα να ξοδέψω. Τριάντα σελίδες εργασία γραμμένες με τα χεράκια μου με πέννα, σε τεράστιες κόλλες κομμένες από ένα μεγάλων διαστάσεων βιβλιόδετο τετράδιο (πάλι sic), απ' αυτά που χρησιμοποιούσε ο πατέρας μου για να κρατάει το ημερολόγιο καταστρώματος, όταν ήταν καπετάνιος.

Πήρε την εργασία, με την υπόσχεσή ότι θα μου την επιστρέψει και βεβαίως εγώ ήξερα ότι δεν επρόκειτο να ξαναδώ ούτε την Ε., ούτε την εργασία μου.

Κατέθεσε, όπως πληροφορήθηκα από κουτσομπόλα παλιά συμφοιτήτρια και τότε εκκολαπτομένη βοηθό, κατέθεσε, λοιπόν την εργασία αυτούσια, το χειρόγραφό μου το ίδιο. Και φυσικά έγινε αποδεκτή από τον ωραιοπαθή λέκτορα πλέον, και πήγε στη Γαλλία, και διδακτορικό πήρε, και την ξανασυνάντησα μετά από χρόνια πάλι τυχαία. Κι όποτε τυχαία συναντιόμαστε, εδώ το 'χω αλλά δεν της το λέω.
Γιατί αν της το πω, αυτό που θέλω να της πω, να "της την πω" καλύτερα, τί θα έχω να θυμάμαι όταν έρχεται η Μαρτίου 12;


GEORGIOS XOIROVOSKOS by Bereketis Posted by Hello

Προς Αγαπητόν Γεώργιον Χοιροβοσκόν

Γράφω στο δικό μου μπλόγκ, γιατί είναι αδύνατον να σου γράψω comment στο δικό σου. Επίσης δεν μπορώ να δώ κανένα άλλο comment. Δες αν φταίει κάτι στις ρυθμίσεις.

Ο Αρτέμης Κουκουζέλης, μου επέστησε την προσοχή, ότι η απάντησή μου στην ερώτησή σου περί του ρητού του Χρυσοστόμου, ήταν κοφτή και ίσως επιθετική. Όχι όμως. Αυτό είναι το κακό, η το καλό με τα μπλόγκς. Ξέρεις έχω σχηματίσει την εικόνα της φυσιογνωμίας σου, όπως και των άλλων μπλόγκερ και σχολιαστών, και όταν σε διαβάζω ή σου γράφω το κάνω εν είδη διαλόγου άμεσου. Λοιπόν όταν σου απαντούσα είχαμε μια πάρα πολύ γλυκιά κουβέντα και απάντησα με υπομειδίαμα και μετά έβαλες τα γέλια.
Αλλά ο Κουκουζέλης που είναι εικονομάχος με υποχρεώνει να διευκρινίσω.
Λοιπόν το κάνω:
Κυριολεκτούσα. Τις ρήσεις αυτές, όπως του Χρυσοστόμου, έχω την εντύπωση ότι οι διάφοροι σοφοί παρότι τις διατυπώνουν σε πληθυντικό, ουσιαστικά τις απευθύνουν ατομικά. Και δεν μπορεί κάποιος από μας να αναλάβει να απαντήσει εκ μέρους όλων, δηλαδή στο γενικό "εγώ πιστεύω, ότι μπλα μπλα, εμείς όλοι μπλα μπλα, έτσι θα έπρεπε μπλα μπλα, και αυτό εννοούσε μπλα μπλα, άρα και εγώ όπως όλοι, και μάλλον βρίσκομαι καλύτερα από πολλούς άλλους που βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση μπλα μπλα, λυπήσου με Θεούλη μου που είμαι τι καλό παιδί".

Σημειωτέον δε, επειδή μας διαβάζουν κι άλλοι: Μάλλον νιώθω αγνωστικιστής και μάλλον αισθητικώς με ενδιαφέρουν τα σχετικά και τα παρεμφερή αυτών ζητήματα.

προς επιτιτλισμόν

Το άωλον ερατίζω
και περινίβεται η βίνη μου
στο φάλος των ημενών.

Ο ορινίζων στεύει
απο τους ολοφρυγμούς:
"Οι Βάρδαλοι, οι Βάρδαλοι....".

(Μόνον σας παρακαλώ, μην το ονομάσετε "ΒΑΟ, ΓΑΟ, ΔΑΟ", διότι τον τίτλον αυτόν τον έχει κατοχυρώσει ο Λαπαθιώτης, όπως άλλωστε και το στυλ, αλλά δεν με πειράζει να αντιγράφω άμα δεν πουλάω και άμα είναι για να γελάω. Εγώ το είχα ονομάσει: ΚΑΣΤΡΟΤΑΦΗ).

Πέμπτη, Μαρτίου 10, 2005

ΜΙΑ ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ ΣΚΕΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

ΥΛΙΚΑ για ένα πακέτο

1 πακέτο μακαρόνια τα πιο ψιλά, να προσομοιάζουν τα κινέζικα νουγκλς (Νο 1 στα Μπαρίλα, 12 στα Μίσκο, ή αντιστρόφως - δε θυμάμαι).
1 κολοκύθι.
4 πιπεριές κέρατα διαφέρουσες ως προς το χρώμα (κόκκινη, πράσινη, κίτρινη, πορτοκαλιά).
2 καρότα.
2 μάτσα ρόκα
Παρμεζάνα τριμμένη και παρμεζάνα άτριφτη.

ΕΚΤΕΛΕΣΗ (δημοσία)

Βράζουμε τα μακαρόνια, ως κατωτέρω αναφέρομαι σε σχετική καταχώρηση. Πριν τα κατεβάσουμε κρατάμε ένα ποτήρι από το νερό τους.
Ψιλοκόβουμε τα κηπευτικά μας (όχι βέβαια τη ρόκα) σαν μπατονέτες, κατα μήκος, έτσι που να μοιάζουν κι αυτά με μακαρόνια.
Τα ρίχνουμε σε ανίλαδο τηγάνι και προσθέτουμε το νερό των μακαρονιών. Τα αφήνουμε να βράσουν και να πιούν το νεράκι και εν τω μεταξύ:
Μαδάμε το ένα μάτσο ρόκα και το κρατάμε στην άκρη. Τα κοτσάνια που περίσσεψαν και όλο το άλλο μάτσο ρόκα τα ψιλοκόβουμε.
Τα κηπευτικά μας έχουν πιη το νεράκι τους και τότε ρίχουμε λάδι να τηγανιστούν. Μόλις αρπάξουν ρίχνουμε την ψιλοκομμένη ρόκα και μαζί, λίγο κάρυ, τρία πιπέρια και μπούκοβο, βασιλικό και ρίγανη. Σβύνουμε με κρασί, άσπρο αρωματικό π.χ. Λήμνος να ναι και φθηνό.
Μετά ρίχνουμε μπόλικη σάλτσα σόγιας και σας υπενθυμίζω μη διανοηθείτε να προσθέσετε αλάτι, η σάλτσα σόγιας είναι ήδη πολύ αλμυρή. Κατεβάζουμε.
Τα μακαρόνια μας έχουν ψιλοκρυώσει. Ρίχνουμε λάδι από πάνω τους και τα ανακατεύουμε με το χέρι μας να πάει το λάδι παντού. Σε ένα τσουκάλι (προφανώς στο ίδιο που χρησιμοποιήσαμε) ρίχνουμε τα μακαρόνια και το παρασκεύασμα μας και ανακατεύουμε. Αν τα μακαρόνια δεν πάρουν όλα αυτό το υποκαφετί χρώμα της σάλτσας σόγιας, προσθέτουμε λίγο ακόμα.

ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ

Σε βαθύ μπωλ σαλάτας. Μία στρώση μακαρόνια, πασπάλισμα με τριμένη παρμεζάνα, κι από πάνω ρόκα μαδημένη. Δεύτερη στρώση μακαρόνια και το αυτό. Τρίτη στρώση και τελευταία μακαρόνια, από πάνω ρόκα μαδημένη έτσι που να τα καλύψει και από πάνω παρμεζάνα κομμένη φλούδες (με τον ειδικό φλουδοκόφτη). Αφήνουμε το πιάτο να κρυώσει για μισή με μία ώρα, διότι ξέχασα να σας πω, ότι πρόκειται περί σαλάτας μάλλον παρά περί μακαρονάδας.
Μόλις κρυώσει (σε φυσικό περιβάλλον, όχι κομπίνες με ψυγείο, θα βουτυρωθεί το λάδι), ρίχνουμε παρθένο λάδι ή καλύτερα αγουρέλαιο από πάνω. Θα δώσει μυρωδιά. Ραντίζουμε με μπαλσάμικο και ............. με Σαμιώτικο γλυκό κρασί.

Φροντίζουμε να έχουμε παγώσει ένα Σαμιώτικο κρασί και πριν φάμε πίνουμε ένα σφηνάκι.
Η μακαρονάδα_σκέτο_ποίημα τρώγεται και μόνη της και ως συνοδευτικό. Μόνη της θέλει το κρασί με το οποίο σβύσαμε, ή και ροζέ αγορείτικο.

Σε επόμενη καταχώρηση επιφυλάσσομαι για ένα ποίημα σκέτη μακαρονάδα........

Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2005

ΜΙΚΡΟΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΙΣΟΤΗΤΟΣ

Κατ' αρχάς καλωσορίζω τον ευγενικό Γεώργιο Χοιροβοσκό.

Η ισότης, (των δύο φύλων, περί της οποίας ωμίλησες), είναι μάλλον θέμα θεολογικής γεωμετρίας:
Ο Θεός είναι πανταχού παρών. Άρα, απέχοντας μηδενικήν απόστασιν εξ όλων των όντων, απέχει εξ ίσου όλων των όντων. Ως εκ τούτου, όλα τα όντα, άρα και οι άνδρες και αι γυναίκες, ως απέχοντα εξ ίσου από τον Θεόν, μετέχουν της εννοίας της ισότητος δια της αποστάσεώς των από τον Θεόν.

Με αυτά και μ' αυτά μπορούσαν να περάσουν την ώρα τους μεσαιωνικοί θεολογίζοντες μαθηματικοί, ή μαθηματικίζοντες θεολόγοι.

Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο ότι οι λογικές αυτές ακολουθίες στερούνται...λογικής. Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι είναι λογοτεχνικά στεγνές. Ενδιαφέρουσες, γίνονται μόνον ως κοσμολογικές θεωρίες, εκπεφρασμένες με κομψό μαθηματικό τρόπο, του οποίου τον απόηχο παπαγαλίζουμε λέγοντας: Έψιλον ίσον εμ επί σε τετράγωνο.
Πιστεύω, ότι η ισότης, μόνον ως μαθηματική έννοια είναι καλαίσθητη. Και λέω "πιστεύω", επειδή δεν γνωρίζω μαθηματικά. Το έχω ακούσει όμως να το λένε...........

Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2005

ΠΩΣ ΦΤΙΑΧΝΟΥΜΕ ΤΑ ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ

Από πού φαίνεται ο σεφ; Από το πώς φτιάχνει τα μακαρόνια.
Ένα σύνηθες πρόβλημα με τις μακαρονάδες είναι ότι όλοι δίνουν συνταγή για σάλτσες και κανείς για το πώς να μαγειρέψεις τα ίδια τα μακαρόνια.
Υπερόπτες σεφ.

Τα μακαρόνια είναι τίμια. Κυριολεκτικά. Κάποιοι τα ετυμολογούν από την λέξη μάκαρ. Και αιτιολογούν την ετυμολογία από το γεγονός ότι στην Magna Grecia τα μακαρόνια υπήρξαν, λέει, επιμνημόσυνος τροφή. Κόλλυβα.

Λοιπόν, τα μακαρόνια θέλουν όσο – ακριβώς – βράσιμο προβλέπει η παρασκευάστρια εταιρία. Μην ξεχάσετε πριν τον βρασμό να ρίξετε μια κουταλιά της σούπας αλάτι, αν και αυτό το θεωρώ ταμπού, είτε ρίξετε, είτε όχι, ουδεμία σημασία έχει. Σημασία έχει ο λιπασμός. Όχι βούτυρα, φυτίνες, κρέμες και ασυδοσίες. Λαδάκι. Αλλά πότε;
Όταν βράσουν, μισοστραγγίζουμε και αφήνουμε λίγο νεράκι μες στο τσουκάλι με τα μακαρόνια και ρίχνουμε το λάδι, με το μάτι, αλλά όχι πάνω από πέντε κουταλιές. Ανακατέβουμε, με την ξύλινη πηρούνα και στραγγίζουμε τελικά.
Από ‘ δω και πέρα εξαρτάται από τη σάλτσα, το πώς θα συμπεριφερθούμε.
Αν η σάλτσα έχει λιπαρά καθόμαστε φρόνιμα. Αν πάλι η σάλτσα έχει λίγα, έως καθόλου λιπαρά (σε επόμενο μάθημα θα σας μιλήσω περί αυτών), τότε ρίχνουμε λίγο λαδάκι ωμό από πάνω.
Έτσι φτιάχνονται τα ωραία μακαρόνια, όπως αυτό το ποίημα:


ΑΓΑΘΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ

Τα βλέφαρα
εθήλαζαν το φως
και οι σκιές
ανέπτυσαν
το λάγνο άρωμά τους,
έθαλλαν και ελίσσονταν τα πόδια
αποκαλύπτοντας καλλίγραμμες
θεσπέσιες υποσχέσεις….

Κάποιες στιγμές
η οχλαγωγία
ορμούσε πεινασμένη,
γιατί πανάρχαια λεία της
είναι η ένταση,
την ώρα
που αμέριμνη πίνει νερό
από τα διψασμένα βλέμματα.

Τότε κι ο χρόνος
αποδρά μέσα απ’ τους τοίχους,
εντείνοντας τη δύναμη
της προσμονής.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)