Τρίτη, Απριλίου 19, 2016

Οι πυλώνες της Μουσικής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα

Τα Ωδεία είναι τα παλαιότερα θεσμοθετημένα ιδρύματα μουσικής εκπαίδευσης της Ελλάδας και φέρουν τεράστιο βάρος ιστορικότητας. Πολύ αργότερα ιδρύθηκαν τα μουσικά Σχολεία (Γυμνάσια-Λύκεια) και τα Πανεπιστήμια Μουσικολογίας και Μουσικών Σπουδών. Δεν έχει ακόμα ιδρυθεί Μουσική Ακαδημία – έλλειψη βασικότατη. Διότι σχεδόν παγκοσμίως έχει εμπεδωθεί ότι  αυτοί είναι οι πυλώνες της Μουσικής Εκπαίδευσης προς κατευθύνσεις, άλλοτε συγκλίνουσες και άλλοτε αποκλίνουσες.

Κάθε ένας από αυτούς τους πυλώνες έχει δικό του σύστημα ένταξης σπουδαστών, δικό του πρόγραμμα σπουδών, και δικές του απολυτήριες εξετάσεις, κάτι που συχνά δημιουργεί ερωτήματα ιεράρχησης, που κυρίως τίθενται αν αμφισβητηθεί η αυτονομία του καθενός και θεωρηθεί ότι κάποιος από αυτούς μπορεί να υπαγάγει υπ’ αυτόν τους άλλους.

Ωστόσο, αν το δούμε στην πράξη, κάθε ένα από αυτά τα Μουσικά Εκπαιδευτικά ιδρύματα, απευθύνεται σε διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας ανθρώπους και οι απόφοιτοί τους αποκτούν μεν σε ένα μεγάλο βαθμό αλληλοεπικαλυπτόμενα προσόντα, ωστόσο και σε έναν άλλον βαθμό διαφορετικά.

Στο Ωδείο ο σπουδαστής εντάσσεται είτε με την εγγραφή του στην προκαταρκτική βαθμίδα και ολοκληρώνει κατά τον προβλεπόμενο χρόνο (κατ’ ελάχιστον 8 έως 11 χρόνια αναλόγως την ειδικότητα οργάνου) είτε μέσω κατατακτηρίων εξετάσεων σε αντίστοιχο της κατάρτισής του επίπεδο, όπου στην υψηλότερη δυνατή βαθμίδα κατάταξης (β' ανωτέρας για τα όργανα, β' ειδικό αρμονίας για τα θεωρητικά) τού επιτρέπεται ύστερα από τουλάχιστον 2 χρόνια φοίτησης να αποκτήσει τίτλο (Πτυχίο ή Δίπλωμα). Ωστόσο η ουσία του μεγέθους της ύλης και των απαιτήσεων παραμένει σταθερή, άρα και η κατάταξή του πιστοποιεί ότι όλην την προβλεπόμενη από τον νόμο προηγούμενη του επιπέδου κατάταξης ύλη την έχει διδαχθεί, είτε εντός του Ωδείου σε μακρά περίοδο "υπό κατάταξη" είτε μέσω ιδιαιτέρων μαθημάτων, είτε συνδυάζοντας τα δύο προηγούμενα. Πέρα από το ειδικό ατομικό μάθημα επιλογής του, τα γενικά υποχρεωτικά μαθήματα περιφερειακώς ενισχύουν την τεχνική κατάρτισή του (Θεωρία, Σολφέζ, Χορωδία, Μουσική Δωματίου κλπ) ενώ μαθήματα όπως η Μορφολογία και η Ιστορία της Μουσικής, στοιχεία Λογοτεχνίας, κλπ, διαφοροποιούμενα ανά κλάδο ειδικών αντικειμένων, του παρέχουν μιαν εγκύκλιο Μουσική Παιδεία. Τέλος με το πρακτικό διδασκαλείο, αποκτά εμπειρία διδακτική για να μπορεί εντός των Ωδειακών πλαισίων να διδάξει το αντικείμενο για το οποίο θα αποκτήσει τίτλο. Το ωδειακό Πτυχίο λοιπόν ή το Δίπλωμα πιστοποιούν αφενός την εκτελεστική ικανότητα κάποιου, αφετέρου την διδακτική εντός του ωδειακού συστήματος ικανότητα. Απόφοιτοι Ωδείων στελεχώνουν Ορχήστρες και παλαιότερα μέσω διαγωνισμού, εφόσον διέθεταν και απολυτήριο Λυκείου, κάλυπταν θέσεις καθηγητή Μουσικής σε γενικά σχολεία, (Δημοτικά, Γυμνάσια, Λύκεια), ενώ κάποιοι από αυτούς τους καθηγητές Μουσικής με απόσπαση στελέχωναν θέσεις ειδικότητας σε Μουσικά Σχολεία, πολλοί μάλιστα απόφοιτοι ωδείων εξακολουθούν να είναι ενταγμένοι ως καθηγητές μέσης α’ βάθμιας και β’ βάθμιας εκπαίδευσης. Βαθμιαίως αυτοί οι τελευταίοι αντικαθίστανται από τους αποφοίτους των Μουσικών Πανεπιστημίων.

Στα Μουσικά Σχολεία εντάσσεται κάποιος μαθητής που τελείωσε το Δημοτικό κατόπιν εξετάσεων διακρίβωσης μουσικότητας. Το πρόγραμμα των μουσικών μαθημάτων εξελίσσεται παραλλήλως με το πρόγραμμα των μαθημάτων ενός γενικού σχολείου. Και στα Μουσικά Σχολεία μπορεί κάποιος μαθητής να ενταχθεί αργότερα κατόπιν κατατακτηρίων. Το πρόγραμμα μουσικών μαθημάτων στα Μουσικά Σχολεία είναι εν πολλοίς αντίστοιχο τεχνικώς με αυτό των Ωδείων. Απλώς ο χρόνος φοίτησης στο Μουσικό σχολείο είναι περιορισμένος κατά το μέγιστο στις 2 τριετίες (Γυμνάσιο, Λύκειο), ενώ ο χρόνος φοίτησης στο Ωδείο κατά κανόνα ευρύτερος (ξεκινώντας από την πολύ μικρή ηλικία των 5 ετών) μπορεί να παραταθεί έως και το διπλάσιο του προβλεπομένου ελαχίστου. Αυτό επιτρέπει στους σπουδαστές των Ωδείων να αποκτήσουν το πτυχίο ή το δίπλωμά τους στην ηλικιακή φάση που εκείνοι θα επιλέξουν. Κάτι αντίστοιχο που επιχειρήθηκε και θεσμοθετήθηκε για τους αποφοίτους Μουσικών Λυκείων προς απόκτηση τίτλων ισότιμων των Ωδειακών, θεωρητικών σπουδών, βυζαντινής μουσικής, παραδοσιακών και κλασσικών οργάνων, μετά από ειδικές προκηρυσσόμενες εξετάσεις, στην ουσία του έχει ατονήσει. Άλλωστε, πολλοί απόφοιτοι Μουσικών Σχολείων, όπως και Ωδείων, δεν ακολουθούν τον μουσικό κλάδο. 

Στα Πανεπιστήμια Μουσικολογίας ή Μουσικών Σπουδών, καθώς και στα αντίστοιχα ΤΕΙ, οι σπουδαστές εντάσσονται διερχόμενοι τις πανελλήνιες εξετάσεις, εξεταζόμενοι επιπλέον σε ειδικά μαθήματα: Αρμονία, εξετάσεις ακουστικών ικανοτήτων. Τις ικανότητες για να διέλθουν τις ειδικές εξετάσεις, οι υποψήφιοι μπορούν να τις αποκτήσουν είτε μέσω της Ωδειακής παιδείας, είτε μέσω της αντίστοιχης που εφαρμόζεται στα Μουσικά Σχολεία, είτε ακόμα και με ιδιαίτερα μαθήματα. Δηλαδή δεν αποτελεί τυπικώς απαραίτητη προϋπόθεση για την συμμετοχή σε αυτές η φοίτηση είτε σε Ωδείο, είτε σε Μουσικό Σχολείο, πολύ δε περισσότερο δεν είναι απαραίτητος κάποιος ωδειακός τίτλος σπουδών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και τυπικώς το Μουσικό Πανεπιστήμιο δεν αποτελεί ουσιαστική ιεραρχική συνέχεια του Ωδείου, ενώ του Μουσικού Σχολείου αποτελεί ιεραρχική συνέχεια στον βαθμό που αποτελεί και των Γενικών Σχολείων.

Ο υποψήφιος φοιτητής του Πανεπιστημίου λοιπόν προϋποτίθεται ότι έχει μουσική εκπαίδευση, ωστόσο αυτή είναι αδιάφορο πόθεν προέρχεται ή πόσο ευρεία είναι. Επίσης όταν ένας φοιτητής επιλέξει την ειδικότητα οργάνου ή της σύνθεσης για την απόκτηση και του αντίστοιχου πανεπιστημιακού τίτλου ειδικότητας, είναι βέβαιο ότι δεν ξεκινάει από το μηδέν εντός του Πανεπιστημίου, μάλλον είναι βέβαιο ότι η μέχρι τότε κατάρτισή του οφείλεται σε ωδειακή παιδεία, καθότι ακόμα και από Μουσικό Σχολείο προερχόμενος, είναι γνωστό ότι κατά κανόνα φοιτούσε ή και εξακολουθεί να φοιτά και σε Ωδείο, οπότε η απόκτηση της πανεπιστημιακού επιπέδου ειδικότητος δεν είναι αποκλειστικό αποτέλεσμα της Πανεπιστημιακής του εκπαίδευσης, κάτι που πιστοποιείται από το γεγονός ότι είτε παραλλήλως, είτε κατόπιν, είτε προηγουμένως, ο φοιτητής επιδιώκει και την απόκτηση ωδειακού τίτλου. Υπ΄ αυτήν την έννοια, η Ωδειακή και η Πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν συνδέονται ιεραρχικώς. Ένας πχ διπλωματούχος Ωδείου στο πιάνο, και ένας πτυχιούχος Πανεπιστημίου με την ειδικότητα του πιανίστα, δεν είναι απαραιτήτως ο ένας καλύτερος από τον άλλον ως ερμηνευτές. Απλώς, διαφέρουν κατά την εγκύκλιο παιδεία, και έχουν άλλου τύπου διδακτικό εξοπλισμό, ο μεν ωδειακός μέσα από το πρακτικό διδασκαλείο, ο δε πανεπιστημιακός μέσα από τα παιδαγωγικά μαθήματα.

Το κατά τύπον και ουσία ισχύον, οι καθηγητές των Ωδείων να κατέχουν απαραιτήτως Ωδειακό τίτλο, είναι κάτι που πρέπει να διατηρηθεί, αν θέλουμε να διατηρήσουμε πλήρως αυτό που η Ωδειακή παιδεία προσφέρει. Μένει αυτός ο τίτλος να διαβαθμιστεί όχι ιεραρχούμενος στον ίδιον άξονα με τον Πανεπιστημιακό, αλλά παραλλήλως. Με αυτού του τύπου τον συσχετισμό θα πρέπει να προχωρήσουμε και στην ίδρυση Μουσικής Ακαδημίας. Η εισαγωγή σε αυτήν θα πρέπει να γίνεται με μόνο κριτήριο τις μουσικές ικανότητες. Η Μουσική Ακαδημία (διεθνώς μονοσήμαντη έννοια) θα δίνει τα εφόδια σε ταλαντούχους μουσικούς να ανεβάσουν το ερμηνευτικό επίπεδό τους. Ειρρήσθω εν παρόδω ότι το ισχύον πρόγραμμα Ωδειακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, εφαρμοζόμενο στην ακρίβειά του, καθιστά την απόκτηση διπλώματος το ίδιο ή και περισσότερο δύσκολη από την απόκτηση Bachelor αρκετών ξένων Ακαδημιών – δεν έχει κάποιος παρά να δει το απαιτούμενο πρόγραμμα απολυτηρίων εξετάσεων. Άλλωστε για να ενταχθεί κάποιος σε ένα μουσικό σύνολο, ή ορχήστρα, θα περάσει από ακρόαση - ο τίτλος σπουδών θα του ζητηθεί εκ των υστέρων και μόνον εφόσον αυτό έχει μισθολογικής φύσεως σημασία. Όπως επίσης κάποιος εξελίσσεται ως σολίστ ή ως συνθέτης όχι εκθέτοντας τους τίτλους σπουδών του, αλλά το έργο του. 

Εν κατακλείδι, μόνον, η αυτονομία των πυλώνων Ωδείο - Ακαδημία, Μουσικό Σχολείο -  Πανεπιστήμιο, μπορούν να διασφαλίσουν την παραγωγή ερμηνευτών, συνθετών, δασκάλων καθηγητών, μουσικολόγων, μεταπτυχιακών, διδακτόρων κλπ. Αν οι πυλώνες αυτοί συγχωνευτούν θα αποκλείσουν διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες να βρουν τον δρόμο που ταιριάζει στην κάθε μια.

Γιώργος Χατζημιχελάκης 
Η φωτογραφία καθ' υπόδειξιν του φίλου
κοντραμπασσίστα Βασίλη Παπαβασιλείου

Κυριακή, Απριλίου 17, 2016

Με αφορμή μεταγραφές έργων του Μπάχ (από βιολί, βιόλα, τσέλο) για κιθάρα

Εδώ και αρκετό καιρό με προβληματίζει το θέμα αυτό.

Στις περισσότερες περιπτώσεις των μεταγραφών έργων του Μπαχ από έργα για βιολί, βιόλα ή τσέλο έχουμε αλλαγή τονικότητας για προσαρμογή τους στην κιθάρα.
Μου γεννήθηκε η εξής σκέψη, αντί για την συνήθη πρακτική που ακολουθείται κατά τις μεταγραφές:  Ένα ειδικό κούρδισμα της κιθάρας που θα επιτρέπει την εκτέλεση αυτών των έργων στην πρωτότυπη γραφή τους. Το κούρδισμα από ψηλά προς χαμηλά να είναι κατ' ουσίαν μια μεταφορά, ή καλύτερα μια αντανάκλαση του κουρδίσματος των οργάνων προέλευσης πάνω στην κιθάρα:

Δεδομένου ότι το βιολί κουρδίζεται Μι-Λα-Ρε-Σολ και η βιόλα και το τσέλλο (με μιαν οκτάβα μεταξύ τους διαφορά) Λα-Ρε-Σολ-Ντο, να κουρδιστεί αντίστοιχα η κιθάρα Μι-Λα-Σολ-Ρε-Σολ-Ντο.

Με το κούρδισμα αυτό για την κιθάρα που προτείνω,  πλεονασματική αναδεικνύεται η 3η χορδή, ωστόσο μπορεί να υποβοηθήσει σε κάποιες δακτυλοθεσίες, ενώ ίσως και το κατέβασμά της σε Φα# να είναι ακόμα πιο χρηστικό και να συντελεί σε πλουσιότερο ήχο. Στην περίπτωση όμως όπως της Σουίτας αρ. 5 για τσέλο σε Ντο ελάσσονα, BWV 1011, όπου η πρώτη χορδή του τσέλου κουρδίζεται σολ, εξυπηρετεί η 3η χορδή της κιθάρας να παραμείνει στο σολ. 

Οι υπόλοιπες χορδές είναι ουσιαστικά οι ανοικτές χορδές των οργάνων προέλευσης. Αυτό μπορεί να δώσει σημαντικά πλεονεκτήματα: Απευθείας εκτέλεση από την πρωτότυπη παρτιτούρα με διατήρηση της τονικότητας γραφής του έργου, αξιοποίηση της γενικότερης ηχητικής σκέψης του Μπαχ που συμπεριλαμβάνει τις ανοικτές χορδές,  και εν τέλει μιαν προϋπόθεση συνολικής αυθεντικής ερμηνείας.

Σε ό, τι αφορά πιθανούς ενδοιασμούς για την ηχητική αλλοίωση της κιθάρας λόγω της χαλάρωσης των χορδών, θα είχα να πω δύο πράγματα: 
α) το χαμήλωμα της τάσης θα κάνει λίγο πιο σκούρο τον ήχο, αλλά αυτό μάλλον ταιριάζει στην εποχή.
β) η περίπτωση κάποιες κιθάρες, για λόγους κατασκευαστικούς, να αντιδράσουν απρόσμενα και να τρίζουν σε κάποια τάστα, λόγω της χαλάρωσης της γενικότερης τάσης, αλλά και εξ αυτού του λόγου τής αύξησης του πλάτους ταλάντωσης των χορδών, μπορεί να αντιμετωπιστεί με ειδικές χορδές που θα ανταποκρίνονται στο ζητούμενο χόρδισμα (λίγο παχύτερες).  

Μένει η δοκιμή στην πράξη .... διότι δεν είμαι κιθαριστής. 

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)