Σάββατο, Σεπτεμβρίου 09, 2006

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΛΑΜΠΥΡΙΖΕΙ

Τη λέξη «λαμπυρίζει» δεν την ήξερα όταν την αισθάνθηκα. Όμως αυτή η λέξη έβγαινε μέσα από τις αστραποβολές τις θάλασσας, όπως την αντίκριζα μικρούλης. Αυτό για κάποιους γλωσσολόγους είναι αδύνατον να συμβεί. Διότι, «τα όρια της σκέψης μου είναι τα όρια της γλώσσας μου». Συμφωνώ απολύτως, από μιαν διάθεση καθαρώς προσωπική, κατά την οποίαν το δίκιο το έχει αυτός που το διατυπώνει πειστικά, ιδία δε από θέσεως. Και αντιτάσσομαι στον εαυτό μου, ο οποίος μετά από 42 χρόνια πίστεψε προς στιγμήν, ότι, αυτό που αντιλήφθηκε κάποτε, είχε εν στιγμή τη λέξη του.
Η μάνα μου, ανήμερα του Αγίου Πνεύματος με πήγαινε για το πρώτο μπάνιο. Διότι μπάνιο δεν επιτρεπόταν να κάνεις μέχρι την Πεντηκοστή. Και τα μπάνια σταματάνε απαραιτήτως του Σταυρού, κατά τη μάνα μου. Πηγαίναμε με το λεωφορείο μέχρι το ρολόι στο Πασαλιμάνι και από κει συνεχίζαμε με το τρόλεϋ για Καστέλλα. Τελικός προορισμός ο «Παρασκευάς», μια παραλία που έκοβες το εισιτηριάκι σου δυό δραχμές και έμπαινες. Απέναντι από το νησάκι του Κουμουνδούρου. Παραδίπλα υπήρχε και άλλη παραλία, αλλά έπρεπε να σκοτωθείς για να κατέβεις και ο Παρασκευάς είχε και καμπίνες να ξεντυθείς. Μόλις κατέβαινα από το τρόλεϋ, άκουγα τα ουρλιαχτά χαράς των παιδιών που ήδη κολυμπούσαν. Και με αγωνία περίμενα να φτάσουμε στο χείλος του γκρεμού πριν από την ξύλινη σκάλα του Παρασκευά για να το δω με τα μάτια μου ότι εξακολουθεί η θάλασσα να στέλνει αυτά τα φωτάκια. Να λαμπυρίζει, (τι ωραία λέξη, κρίμα που τότε μόνο την αισθανόμουν, αλλά δεν την ήξερα). Πίστευα ότι η θάλασσα βγάζει από μόνη της αυτά τα φωτάκια για να μας καλωσορίσει εμάς τους κολυμπητές και να μας πει: «πέρασε η Πεντηκοστή, ελάτε να κολυμπήσετε». Και ήμουν επίσης βέβαιος, ότι μετά από τις 14 Σεπτεμβρίου, η θάλασσα σταμάταγε να βγάζει αυτά τα φωτάκια – απλώς δεν ήμουν εκεί για να το επιβεβαιώσω.

Πολύ αργότερα, έμαθα ότι το φως εκπηγάζει από τον ήλιο, ανακλάται, διαθλάται και ο ίσκιος μας δεν είναι δικός μας. Δεν τον βγάζουμε εμείς σαν γκριζόμαυρη φιγούρα που φιλοδοξεί να μας μοιάσει πάνω στο χώμα.

Και οι φωτογραφίες….. Τι είναι οι φωτογραφίες;
Οι φωτογραφίες, είναι άμα ο πατέρας σου είναι ναυτικός, να σε βγάλουνε φωτογραφία και να του τη στείλουνε να δει το παιδί του.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ: η εν τη φωτογραφία παραλία είναι κάτω από του Καλαμπάκα την Ταβέρνα, στο πλάι του βραχίονα της Σχολής Δοκίμων στην Πειραϊκή (αρχή της παραλίας, μπρος στη σημερινή ταβέρνα ΝΗΣΙ). Την λέγαμε την παραλία Βοτσαλάκια, γιατί όλη η υπόλοιπη Πειραϊκή ήταν βράχια, με εξαίρεση την μικρούλα αμμουδιά στου Σκαφάκη.
Προσέχτε στην φωτογραφία την κυρία που κολυμπάει φορώντας μαντήλα άσπρη. Δεν είχε μαγιό. Είχε πέσει στην θάλασσα με το μεσοφόρι, πράγμα συνηθισμένο για τις ηλικιωμένες γυναίκες της εποχής αυτής. Ήταν η θεία μου η Κούλα, αδερφή του παππού μου. 1965. Ζει ακόμα, είναι του 1912. Τότε ήταν 53 ετών. Ακριβώς 6 χρόνια μεγαλύτερη από μένα σήμερα. Σχεδόν γριά για μένα τότε.

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο HOTEL MEMORY, εκεί θα βρήτε και άλλα κείμενα άλλων μπλόκερς πάνω στο ίδιο θέμα.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)