Παρασκευή, Οκτωβρίου 19, 2012

Αν τύχει ...

... και βρεθείτε στο Μινσκ στις 27 Οκτωβρίου (το ερχόμενο Σάββατο), αυτή η συναυλία ίσως και να σας φανεί ενδιαφέρουσα.....





περισσότερα εδώ....

http://philharmonic.by/en.html?view=details&id=34%3Agko-bushkov


και προσέξτε την ώρα έναρξης: 7.00 το βραδάκι

όχι 8.30 μμ, ή 9.00 μμ ή και 11.00 μμ

έτσι, μένει αρκετός χρόνος μετά για βότκα...

-Νταβάι κιρνγιόμ!!  [άιντε,  ας πιούμε]

-Νασνταρόβια!!! [εις υγείαν]

Είναι βέβαιο ότι με λίγα (πάντα τα απαραίτητα) χρήματα και αυτές τις τρεις (πλάγιες-κόκκινες-παχουλές) πιο πάνω λέξεις, μπορείς να ζήσεις μια πληρέστατη [οινο]πνεύματος ζωή στον ίδιο μεσημβρινό, απλώς λίγο πιο βόρεια απ' την Αθήνα.

Αγγελίνα και Βίκτορ σας ευχαριστώ.....

[σε μιαν επόμενη φορά, θα έχω ξεπεράσει την αεροπλανοφοβία  με αντάλλαγμα να χάσω την δύναμη του να ακούω εξ αποστάσεως νοερά, οπότε θα έρθω...]


Τρίτη, Οκτωβρίου 16, 2012

Λίαν ευγενώς


««Επέπληξα κάποιον άγνωστον  εντός ενός ταβερνείου ο οποίος , προφανώς υπό την επήρειαν οίνου, χάσκων εφώνησεν ψιθυρίζων : «Τινές θεσμικώς εντεταλμένοι δεν πράττουσιν ά οφείλουν, τουλάχιστον επαρκώς».  «Αγαπητέ μου» του απήντησον, «τουναντίον».

Δεν ενθυμούμαι πόσον είχον πιεί, πάντως θα είχον πιεί όσον είναι το πρέπον. Ουδέποτε πίνω πέραν του πρέποντος, και μάλιστα ουχί του πρέποντος κατ’ εμέ, αλλά του πρέποντος γενικώς, διότι το πρέπον είναι κάτι το γενικόν, ως προείρησθαι,  και δεν έχει ειδικάς περιπτώσεις εφαρμογής.»»

Αυτά ανέφερε ο Πέτρος Εσταμπί, ένας όχι και τόσο στα καλά του, κατά γενικήν ομολογίαν πάντα (ομολογίαν την οποίαν δεν ενθυμούμαι τίνι τρόπω  επληροφορήθην), εκπεσών ευγενής -τόσο είχε πέσει χαμηλά, μάλιστα  εις βαθμόν τοιούτον, ό που τα γραφόμενά του αμέσως ο ορθογράφος του Γουόρντ τα κοκκίνιζε, ως διεδίδετο, διαδόσεις άτινας εξ ακροάσεως γνωρίζω και μάλιστα επισφαλούς. 

Δεν τα ανέφερε όλα ταύτα εις εμέ προσωπικώς. Διότι μου ήτο ως πρόσωπον, και παραμένει, άγνωστον. Και αυτό το ίδιο το ονοματεπώνυμόν του μού ήτο παντελώς ανοίκειον. Τα ανέφερε όλα αυτά εις έναν άλλον, μη γνώριμόν  μου, ο οποίος, όπως υποθέτω, διότι και αυτό δεν το λέγω μετά βεβαιότητος, ίσως τα κατέγραψε και τα απέθεσε ενυπόγραφα δια της του εν λόγω ευγενούς υπογραφής, (εάν βεβαίως πρόκειται περί πραγματικώς ευγενούς και περί αληθούς προσώπου, και ουχί περί πλαστογραφημένης υπογραφής και ανυπάρκτου προσώπου, κάτι το οποίον δεν είμαι εις θέσιν να ελέγξω),  εντός ενός ερμαρίου εις χώρον τον οποίον ουδόλως διαχειρίζομαι προσωπικώς, απλώς τυχαίως το ήνοιξα (το εν λόγω ερμάριον) και μάλιστα υπό την επήρειαν ελαχίστης ποσότητος οίνου, πάντοτε της πρεπούσης. Και ιδού και ο λόγος που δεν ενθυμούμαι τον χώρον τον περιλαμβάνοντα το ερμάριον περί ού ο λόγος. Διότι ο οίνος κατά κοινήν ομολογίαν, άλλων πάντα ομολογίαν, και μάλιστα πολλών ίσως, γενικώς βλάπτει. Και εφόσον γενικώς ίσως βλάπτει, βλάπτει και εμέ, έστω και δι΄αυτής της ολίγης πρεπούσης ποσότητος κατά την οποίαν τον καταναλώνω, η οποία, αύτη μικρά ποσότης, εφόσον πράγματι είναι μικρά, ως λέγουν οι ειδικοί μελετηταί της ωφελείας του οίνου,  ωφελεί. Εάν όμως σφάλλουν; 

Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2012

..............


"Μπορείς να κάνεις ένα διδακτορικό μουσικολογίας με αφορμή το συναίσθημα που ένιωσες ακούγοντας  ένα τραγούδι, αλλά ποτέ δεν θα μπορέσεις να ξανανιώσεις αυτό το συναίσθημα διαβάζοντας το διδακτορικό σου."

Η άμεση ερώτηση θα έπρεπε να είναι: γιατί οφείλω να νιώσω συναισθήματα διαβάζοντας ένα διδακτορικό; Ή έστω, γιατί οφείλω να νιώσω ίδιας ποιότητας συναισθήματα διαβάζοντας ένα διδακτορικό με τα συναισθήματα που ένιωσα και στάθηκαν αφορμή για να ξεκινήσω το διδακτορικό. Και κατ’ επέκτασιν με ποια μέθοδο φτιάχνονται οι ρήσεις;

Οι ρήσεις συνήθως είναι λογικές ταχυδακτυλουργίες. Αυτός βέβαια είναι ένας αφορισμός. Και οι αφορισμοί ουσιαστικά είναι ρήσεις. Διότι οι ρήσεις εγκυμονούν μάχες με αφορισμούς και οι αφορισμοί γεννούν μάχες με ρήσεις. 

Το μυστικό της τεχνουργίας,  βρίσκεται στην φράση «με αφορμή το συναίσθημα που ένιωσες». Αυτό αντί να στρέφει τον αναγνώστη της ρήσεως (η ακόμα χειρότερα τον ακροατή της) στο να αντιληφθεί την εξειδίκευση «εσύ ο συγκεκριμένος που το ένιωσες», λειτουργεί ταχυδακτυλουργικά. Επειδή όλοι [ως άνθρωποι] νιώθουμε συναισθήματα, μόλις διαβάσουμε την φράση «το συναίσθημα που ένιωσες» αμέσως ανατρέχουμε στο ενδόμυχο «και εμείς νιώθουμε συναισθήματα», και μάλιστα «ακούγοντας ένα τραγούδι». Το γεγονός ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε και ένα διδακτορικό εξ αφορμής ενός συναισθήματος που νιώσαμε ακούγοντας ένα  τραγούδι, μας κάνει να νιώσουμε αγαλλίαση από την διαβεβαίωση του ρήτορος ότι δεν πρόκειται διαβάζοντας το διδακτορικό που ποτέ δεν γράψαμε, να ξανανιώσουμε το συναίσθημα που θα καθίστατο αφορμή για να ξεκινήσουμε το διδακτορικό.




Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2012

Ζουζού, η δικαία κόλασις


Εάν αναζητούσαμε το ανάλογον οργιάζοντος φυτού της ζούγκλας αρχιτεκτόνημα, αυτό θα ήτο η πυλωτή. Ιδίως μια πυλωτή σαββατιάτικη φθινοπωρινή, πέντε η ώρα, ώρα χώνεψης επιφέρουσας νάρκην προσμενόμενην από Δευτέρας. Πέντε η ώρα λήξεως της κοινής ησυχίας, το λέει ο νόμος. Το ξέρουν και τα παιδάκια και οι γονείς που δίνουν τις άδειες ασυδοσίας. Τα σκασμένα το έχουν συμφωνήσει από τις δύο το μεσημέρι:
-Στις πέντε ακριβώς, κάτω, στην πυλωτή, μπάλα!!

Η Ζουζού ήταν τρίχρωμη: άσπρη το πιο πολύ, με στάμπες κανελιές και μαύρες. Όταν ψόφησε, όλα τα παιδάκια χαρήκαμε. Είχε επέλθει, επιτέλους ως θεία δίκη, η τιμωρία της κυρά-Μηλίτσας. Κάθε μπάλα που έπεφτε στο ημιυπόγειό της ήταν καταδικασμένη. Την έσκιζε και μας την πέταγε στο δρόμο - πλαφ-πλαφ, η καημένη η μπάλα άψυχη ίσα που κατρακυλούσε δυο μέτρα. Άλλοτε πάλι η μπάλα εκρατείτο όμηρος. Αντάλλαγμα διομολογήσεων: «δεν θα παίζουμε τα μεσημέρια» «θα παίζουμε χωρίς να φωνάζουμε», «θα πάμε πιο κάτω να παίξουμε». Με εντυπωσιάζει τώρα που το αναλογίζομαι, ότι ουδέποτε η κυρά-Μηλίτσα έθεσε ζήτημα ηθικότητος – της ήταν αδιάφορο αν οι φωνασκίες μας περιελάμβαναν ύβρεις.  Και παρότι η φάτσα της έφερνε στην κατηχήτριά μας, παγωμένη, ασπριδερή, οστεώδης, ένα μικρό κεφαλάκι με σουβλερή μύτη και σχιστά μάτια, άσπρη μαντήλα,  σχολαστική στα καθαρά σιδερωμένα ρούχα, συνδυασμός άσπρης πουκαμίσας με μακριά καφέ φούστα … αυτό που τις ξεχώριζε ήταν  στα χέρια της κυρα-Μηλίτσας αδιαλείπτως ένα κέντημα, ενώ στα χέρια της κατηχήτριάς μας, που την είχαμε και δασκάλα, ένας χάρακας για να μας τις βρέχει - το χειρότερο ήταν να φας τις χαρακιές, να σε βγάλει και έξω από την αίθουσα. Για λόγους φυσιογνωμιστικούς, ανέβαζα παλμούς εξώσεως από την τάξη, αν η μπάλα κατά την φοράν της πτώσεώς της προς το ημιυπόγειον της κυρα-Μηλίτσας, διέγραφε τον κίνδυνο να αγγίξει το κέντημα της. Αν το άγγιζε…. ούτε κατάρες, ούτε φωνές… Η κυρά-Μηλίτσα τα μάζευε και χωνόταν μέσα στο σπίτι. Όνειδος για τις μανάδες μας:
-Ελάτε αμέσως μέσα. Το παρακάνατε. Τσιμουδιά……

Μετά την πρώτη Ζουζού, ήρθε η άλλη Ζουζού. Το γεγονός ότι ήταν και αυτή άσπρη το πιο πολύ, με στάμπες κανελιές και μαύρες, μας έπεισε ότι η κυρά-Μηλίτσα ήταν μάγισσα. Κακός άνθρωπος. Άνθρωπος που παίρνει μπάλες και τις σκίζει. Πώς άλλωστε βρήκε ίδια ακριβώς γάτα;
Τι κι αν ήμουν παιδάκι παχουλό με χωριστρούλα τα μαλλιά. Όσο και να έπαιρνα το μισοκακόμοιρό μου, το ευγενές ύφος «κυρά-Μηλίτσα, σας παρακαλώ μας δίνετε την μπάλα», η κυρά-Μηλίτσα είχα την εντύπωση, ότι κοιτούσε το μπαλκόνι μας, το συνέκρινε με το ημιυπόγειό της και εκτελούσε  προειλημμένην  απόφαση. Πλαφ-πλαφ η μπάλα σκισμένη στα πόδια μου. «Να, για να μάθετε να μην παίζετε από τα άγρια μεσημέρια».

Απροόπτως, τι χαρά, πάτησε αυτοκίνητο την Ζουζού Β’. Πού στην ευχή βρέθηκε αυτοκίνητο να περάσει τον χωματόδρομο της Μαυρομιχάλη; Πέρσι στρώσανε άσφαλτο την Θεοτόκη και ακούγεται ότι φέτος, το αργότερο του χρόνου θα στρώσουνε άσφαλτο και τους παράδρομους. Θα χάσουμε όμως όλα τα παιχνίδια: να χτίζουμε σπιτάκια, να κάνουμε βουνά, να σκάβουμε λακούβες νύχτα και να τις σκεπάζουμε με κλαριά και χώμα για να πέσουνε μέσα οι γριές που πάνε τα ταψιά στο φούρνο.

Την Ζουζού Β’ διεδέχθη ο Ζωζός: άσπρος το πιο πολύ, με στάμπες κανελιές και μαύρες. Η Μαυρομιχάλη στρώθηκε με άσφαλτο, η οποία άσφαλτος απεδείχθη πολύτιμος κατά τας μιμήσεις μας των Πανευρωπαϊκών αγώνων του 1972. Στην φαντασία μας τρέχαμε πάνω σε αυτή τη νέα λέξη: το ταρτάν.  Αυτή τη φορά, η κυρά-Μηλίτσα πρόλαβε και έφυγε πρώτη. Τον Ζωζό ανέλαβε μια οικογένεια που επί χρόνια ενίσχυε την κυρά-Μηλίτσα αγοράζοντας τα κεντήματά της. Από ένα κοριτσάκι της οικογένειας αυτής,  μάθαμε ότι η κυρά-Μηλίτσα ήταν Λευκορωσίδα. Ίσως μάλιστα, πολύ-πολύ παλιά,  να τα είχε με κάποιον ρώσσο αξιωματικό και να χωρίστηκαν  λίγο μετά τον Πόλεμο. Μπορεί να είχαν κι ένα παιδί που χάθηκε μικρό ... ίσως ....  κι όπως και να 'χει θεωρώ χρέος μου, μετά από 40 χρόνια, στη μνήμη της, να αποδέχομαι αγογγύστως κάθε φασαρία μεσημεριανή προερχόμενη από παιδιά, ως δικαίαν κόλασιν. 

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)