Τρίτη, Ιανουαρίου 30, 2007

TU VICAS DOMINE....



ΗΕΜΜΟΥΣΟΣΤΟΥΠΕΤΕΦΡΗΣΤΕΨΙΣ
υπ' εμού του ταπεινού Γερασίμου του Μπερεκέτου τάχα και μελωδού






και Πάνου Θεοδωρίδη: Ο ΕΡΑΣΤΗΣ
διαβάζει ο Κουκουζέλης
υποκρούει ο Μπερεκέτης

Σάββατο, Ιανουαρίου 27, 2007

Τί Γενάρης; Μάης είναι......


Τα αισθήματα είναι οι άμεσες συλλήψεις των αισθήσεων. Τα συναισθήματα μνημονικές ανακλήσεις των αισθημάτων, συνήθως με απροσδόκητες αφορμές:

Γλυκό βύσσινο σερβιρισμένο με παγάκια στο πιατάκι = είμαι ο βασιλιάς της μάνας μου, ωραίο σήμερα το ηλιόλουστο μαγιάτικο πρωινό, πολύ σε αγαπάω ψυγείο, σήμερα σε αγαπάω πιο πολύ κι απ’ το ραδιόφωνο.
Ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων χρονών, όταν η οικογένειά μου απέκτησε το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο. Μέχρι τότε είχαμε ένα ξύλινο ψυγείο πάγου που καθημερινά ήθελε μισή κολώνα για να κρατήσει την ψύξη. Στη γειτονιά υπήρχαν δύο-τρία παγοπωλεία – ο ορθογράφος του Word μόλις μου δήλωσε ότι αγνοεί την λέξη «παγοπωλείον», υπογραμμίζοντάς την με κόκκινο. Ας δοκιμάσω και την λέξη «παγοπώλης». Την έχει - κάτι είναι κι αυτό.
Περνούσε καθημερινά παγοπώλης από τη γειτονιά. Μια καρότσα φορτωμένη με δυο ντουζίνες κολώνες πάγου, που την έσερνε ένα γηραλέο μουλάρι. Η κολώνα έκανε 2 δραχμές. Η μισή κολώνα 1 δραχμή. «Πάγο…ις, ο πάγος», φώναζε ο παγοπώλης, μαζευόντουσαν οι νοικοκυρές με τα διχτάκια και τις πάνινες τσάντες τους και ο γεροδεμένος βοηθός του, κατέβαινε από την καρότσα, έπιανε με τ’ άγκιστρο μια κολώνα, την έφερνε στο χείλος της καρότσας, και με τον κόφτη, ένα μεγάλο μπαλτά με πριονωτή ακμή, αφού χάραζε μια γραμμή στην μέση της κολώνας, μετά γκαπ-γκαπ-γκαπ, με δυο-τρεις μπαλταδιές την έκοβε, την άρπαζε με το άγκιστρο και όλο αλαφράδα την έριχνε μέσα στο χάσκον διχτάκι της νοικοκυράς. Η τσογλαναρία της γειτονιάς παραφύλαγε· μόλις ο βοηθός του παγοπώλη ανέβαινε στη σέλα της άμαξας και ο παγοπώλης φώναζε στο μουλάρι «ντέιιιι», τρέχανε και βουτούσανε από την καρότσα θραύσματα πάγου. Προτιμούσαν τα μακρουλά, τα κωνικού σχήματος. Τα βουτούσαν και τα κράδαιναν ως τρόπαια, γιουχαΐζοντας προκαταβολικά τον παγοπώλη που θα τους περιλάβαινε στο βρισίδι μόλις τους έπαιρνε πρέφα. Μετά αράζανε σε κάποια γωνιά, τα κρατούσαν παρόλο που το χέρι τους μούδιαζε από το πάγωμα και τα έγλειφαν απολαυστικά. Και χαμπάρι δεν έπαιρναν όταν κάποιος μυαλωμένος κύριος τούς έριχνε μια καρπαζιά νουθετώντας τα με αυστηρότητα: «ρε βλαμμένο, ο πάγος είναι όλος αμμωνία, θα πάθει το στομάχι σου». Ήταν το παγωτό τους, το παγωτό πύραυλος της φτωχοτσογλαναρίας. Κι ήταν πολλές οι φορές που ο παγοπώλης, την είχε κοζάρει τη μαρίδα, έτοιμη, μόλις γυρίσει την πλάτη του, να την πέσουνε βουταρία στα παγοθρύψαλα. Φώναζε τάχα μου αφηρημένος «ντέιι», σήκωνε το καμτσίκι του, κι αντίς να το ρίξει στην πλάτη του μουλαριού, το ‘στελνε πίσω και όποιος ήταν ο τυχερός το ‘τρωγε κατακέφαλα. Δεν το έκανε από σαδισμό. Είχε επαγγελματικό συμφέρον. Τα μεγάλα παγοθρύψαλα τα αγόραζαν μισοτιμής οι φτωχές γριούλες.
Εμείς ψωνίζαμε από τον παγοπώλη μέρα-παραμέρα, γιατί όταν ο παππούς μου γύριζε από νυχτερινή βάρδια, πριν έρθει στο σπίτι για ύπνο, περνούσε από το παγοπωλείο και αγόραζε μισή κολώνα για εννιά δεκάρες. Γλίτωνε μ’ αυτόν τον τρόπο τον οικογενειακό προϋπολογισμό με μια δεκάρα μέρα-παραμέρα, δεκαπέντε δραχμούλες το χρόνο.
-«Πρέπει, Παναγιώτη μου να πάρουμε ένα ηλεκτρικό ψυγείο. Αυτή η παλιατζούρα του πάγου δεν κρατάει τίποτα κι είναι και στενόχωρο. Οχτώ ψυχές είμαστε εδώ μέσα. Δηλαδή λέμε να κάνουμε οικονομίες για να χτίσουμε και πετάμε τα λεφτά μας στους μανάβηδες και τους μπακάληδες. Δυο-δυο τα μήλα και μισό κιλό φέτα, επειδή η παλιατζούρα δε χωράει. Να πάρουμε ηλεκτρικό που είναι μεγάλο και να ψωνίζουμε απ’ τη λαϊκή για όλη τη βδομάδα. Και έχει και κατάψυξη, να μη πηγαινοερχόμαστε στο χασάπη τρεις φορές την εβδομάδα», έλεγε και ξανάλεγε η θειά μου, το Πιπινάκι, η αδερφή της γιαγιάς μου, μία εκ των οκτώ ψυχών του σπιτιού μας, η πλέον ταγματαρχεύουσα.
-«Σκατά. Μια χαρά είναι του πάγου. Έχεις κάνα παράπονο. Δεν πάω και στις δυό λαϊκές; Και στης Πηγάδας πάω και στης Χατζηκυριακού. Και γι αυτά που κρατάνε έξω απ’ το ψυγείο, πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδα πάω στη λαχαναγορά στου Ρέντη για πιο φτηνά. Και πιο καλά τη φέτα και το κρέας λίγα-λίγα. Δηλαδή, άμα πέσουμε σε σκάρτο κομμάτι να το έχουμε αγοράσει δυο κιλά και να το πετάμε. Ξέρεις πόσο κάνει ένα ηλεκτρικό ψυγείο; Μια περιουσία. Να πάρουμε δηλαδή ηλεκτρικό ψυγείο για να λέμε ότι έχουμε ψυγείο ηλεκτρικό;», ο παππούς μου, η κεφαλή των οκτώ ψυχών.
Μπούρου-μπούρου, μπούρου-μπούρου του πέρασε του Πιπινακιού. Άλλωστε το πότε θα πέρναγε το δικό της ήταν αποτέλεσμα της εξής εξισώσεως:

Χρόνος επιτεύξεως του δικού της = [πλήθος εναντιουμένων στην γνώμη της] προς το [πλήθος των δια της σιωπής των υπέρ της γνώμης της] επί Κ ( όπου Κ μία παγκόσμια σταθερά που εκφράζει τον μέσον όρο αντοχής των ανθρώπων στο μπούρου-μπούρου) επί αναλόγως, 5 μήνες για τα μεγάλα, 5 βδομάδες για τα λιγότερο σημαντικά, 5 μέρες για τα μικρά και 5 ώρες ή λεπτά για τα καθημερινά.

Το ηλεκτρικό ψυγείο της πήρε κοντά δυο χρόνια, διάστημα που διαμορφώθηκε δια της βαθμιαίας και μεθοδικής μετακινήσεως προσώπων της οικογενείας μου εκ του αριθμητού της εξισώσεως προς τον παρονομαστή. Ήτο δε ο άθλος της μεγάλος, επειδή είχε να αντιμετωπίσει και τις γνώμες τού πλήθους των συγγενών και των φίλων που λόγω οικονομικής δυσχερείας δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις κοινωνικές επιταγές της εποχής -κάποιοι δεν είχαν ούτε ραδιόφωνο, πού ψυγείο ηλεκτρικό· ως εκ τούτου ήσαν αναφανδόν άπαντες υπέρ της συντήρησης: «μωρέ μια χαρά είναι του πάγου. Άμα κοπεί το ρεύμα θα σαπίσουνε όλα μέσα στο ηλεκτρικό».
-«Παναγιώτη, ή το παίρνουμε, ή εγώ σηκώνομαι και πάω και νοικιάζω ένα σπίτι και φεύγω από δω μέσα».
Σε ένα μήνα από τότε που εκστομίθηκε αυτή η απειλή αποκτήσαμε ψυγείο. Το Πιπινάκι, χήρα υδραίου καπετάνιου, ήτανε με τη συνταξούλα της σημαντικός παράγων της οικιακής μας οικονομίας.

Ένα ωραίο μαγιάτικο πρωινό, το τρίκυκλο του Πασπαλά σταμάτησε έξω από το σπίτι μας. Στην καρότσα πάνω ήταν ο παππούς μου και κράταγε το δεμένο με σκοινιά ψυγείο διασφαλίζοντάς του ισχυρότερη ισορροπία. Στην εξώπορτα οι μέλλοντες να τελέσουν χρέη αχθοφόρων, ο αδελφός της μάνας μου και ένας φίλος του. Το ψυγείο λύθηκε τελετουργικά και εξίσου τελετουργικά φορτώθηκε στα μπράτσα των δύο εικοσάχρονων. «Σιγά και με το μαλακό μην το χτυπήσετε στις σκάλες», φώναζε ο παππούς μου. Οι οδηγίες του απέφεραν το αντίθετο, ο φίλος του θείου μου παραπάτησε και το ψυγείο την έφαγε τη γρατζουνιά του. Μα ήταν τόσο τετραγωνισμένο και τόσο γυαλιστερό αυτό το ηλεκτρικό ψυγείο που «κάποιο μάτι κακό της γειτονιάς το γλωσσόφαγε». Την κατσάδα την έφαγε ο θείος μου, χωρίς να φταίει και τοιουτοτρόπως και το οφειλόμενον βρισίδι επεδόθη και ο ξένος άνθρωπος δεν προσβλήθηκε κατάμουτρα. Εδώ οφείλω να πω ότι κάτι τέτοια περιστατικά οι ανατολίται ταπητουργοί τα προλαμβάνουν με το να προκαλούν μιαν ηθελημένη ασυμμετρία στο σχέδιο του χαλιού τους, γιατί μόνον ο Αλλάχ είναι αλάνθαστος. Ό, τι συνέβη λοιπόν στο ψυγείο, συνέβη όχι λόγω της απροσεξίας του Μιχαλάκη, αλλά λόγω της ύβρεως της κατασκευάστριας ΠΙΤΣΟΣ-ΒΑΓΙΩΝΗΣ.

Ηλιόλουστο ζεστό νοτινό πρωινό του Γενάρη = μαγιάτικο πρωινό, παλιές ερωτικές ανάσες, χαρμολύπη, κάποτε ήμουν βασιλιάς της μάνας μου, τότες που αντί στέψεως μού ‘δωσε ένα πιατάκι βύσσινο σερβιρισμένο με παγάκια απ’ το καινούργιο μας-μόλις που μας το ‘χαν φέρει ηλεκτρικό ψυγείο, ας γράψω κάτι στο λαπ-τοπ, πολύ το αγαπάω το λαπ-τοπάκι μου πιο πολύ κι από……

Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2007

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ξεκίνησα με αυτό εδώ, χωρίς περαιτέρω προθέσεις. Πρόκειται για ένα (υστερο-) υπερλεξιστικό ποιηματάκι, των φοιτητικών μου χρόνων, μάλλον του ΄78 με εμφανείς αναφορές στο πασίγνωστον «ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ» του Κ.Π.Καβάφη.



Μετά θεώρησα δίκαιο να αναφερθώ στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888-1944), τον οποίον οι μελετητές κατατάσσουν στους Νεορομαντικούς. Θέλησα λοιπόν ν' αναφερθώ σ' αυτόν, γιατί ο Λαπαθιώτης, σ’ ένα ποιητικό παιχνίδι του, το 1938, έγραψε το "ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ" ένα ποίημα απρόσμενο για την εποχή του, αλλά και το προσωπικό ποιητικό του ύφος (όχι ίσως για την προσωπικότητά του απρόσμενο). Προλαβαίνει έτσι, ο Λαπαθιώτης, τους ISIDORE ISOU και MAURICE LEMAITRE, τους κύριους εκπροσώπους του Λεττρισμού (Lettrisme), το οποίο ως κίνημα εμφανίζεται γύρω στο 1945. Το κίνημα του Λεττρισμού είναι ένα "αντιλεξικό" κίνημα, πρεσβεύει μια ποίηση που θα βασίζεται στη δύναμη του φθόγγου – στη δύναμη της ήχησης, κι όχι στο νόημα των λέξεων. Ο ποιητής φτιάχνει δικές του λέξεις, καινοφανείς, με αυθαίρετους (;) φθογγικούς συνδυασμούς, φαινομενικά «άσημες», που ανοίγουν, ωστόσο, το πεδίο στον αναγνώστη, να τις φορτίσει με νόημα, κάτι που και ο ίδιος ο υπερλεξιστής ποιητής ίσως έχει ήδη κάνει, υπομειδιώντας. Πέρα από τις παράπλευρες επιδιώξεις (καινοφανή λεκτικά μορφώματα, κωμικές ετυμολογικές αναφορές, επί μέρους παρηχήσεις κλπ), κύρια επιδίωξη είναι η δημιουργία συνολικά ενός κλίματος ηχητικού, το οποίο μάλιστα με την απαγγελία εντείνεται ακόμα περισσότερο. Αυτό το ηχητικό κλίμα κυοφορεί το νόημα. Ιδού το ποίημα:


Το ποίημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα «Θεσσαλικά Γράμματα» (1938), κατόπιν στο περιοδικό «Εκλογή» τεύχος 73, το 1951.
Να σας διευκρινίσω γιατί προτίμησα να βάλω απεικονισμένα τα ποιήματα και δεν τα δαχτυλογράφησα. Μόλις ξεκίνησα να τα δαχτυλογραφώ στο μονοτονικό, αντιλήφθηκα ότι .... ο υπερλεξισμός έχει ανάγκη το πολυτονικό, ούτως ώστε τα μόνα που μένουν υπερλεξιστικώς ανέπαφα , δηλαδή τα άρθρα (και κάποιες λίγες προθέσεις και σύνδεσμοι, καθώς και αντωνυμίες) μέσω του πολυτονισμού να διασαφηνίζεται το ότι πρόκειται όντως για άρθρα και όχι για κτητικές αντωνυμίες. Επίσης, ιδιαίτερα σημαντικό αυτό, μέσω του πολυτονισμού διαφαίνεται επιτυχέστερα η επιθυμητή από τον ποιητή παρετυμολογία κάποιων "λέξεων". Προσωπική μου ανάγκη, ίσως.
Κλείνω με ένα σκίτσο από το χέρι του Λαπαθιώτη:

Παρατήρηση: Το ελληνικό κείμενο στο σκίτσο του Λαπαθιώτη είναι σε "ατονικό".
Το σκίτσο και η προσωπογραφία του Λαπαθιώτη είναι από την 5τομη ανθολογία της Νεοελληνικής Ποίησης του Α.Αργυρίου, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗΣ. Τα περί υπερλεξισμού, ως έναυσμα, από την ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ του Γ.Μπαμπινιώτη.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2007

Ποιον αγαπάς πιο πολύ, ω παιδάκι του ‘60;


-Ποιον αγαπάς πιο πολύ; Τη μαμά σου ή τον μπαμπά σου;
-Τον καναπέ.
-Αχ, τι έξυπνο παιδάκι. Είδες πως το ‘φερε. Πανέξυπνο. Έλα ‘δω να σε τσιμπήσω πουλάκι μου. Φτου-φτου-φτου.

Και τώρα πρέπει το παιδάκι να κάνει και τις υπόλοιπες αηδίες: να πει τα ονόματα των δώδεκα θεών του Ολύμπου, να κάνει δύσκολες προσθέσεις, να φέρει τους ελέγχους του, καθώς και να απαντήσει σε απρόοπτες ερωτήσεις για φαινομενικά έξυπνα μικρά παιδιά, όπως, λόγου χάρη, «η τίγρις είναι αρσενικιά ή θηλυκιά;». Καθόλου δεν παρεξηγώ τους καλλιτέχνες των κέντρων διασκεδάσεως που παίρνουν κόκα για να τη βγάλουν. Εδώ μικρά παιδιά αναγκαζόμενα να επιδείξουν την εξυπνάδα τους, πηγαινοέρχονται πέρα-δώθε, απαντούν ετοιμόλογα σε κάθε είδους ερώτηση και εν τω μεταξύ αυτού του πέρα-δώθε βρίσκουν το μαγικό εκείνο χρονικό κενό που επιτρέπει μέσα του να βολευτεί μια επιδρομή στο ψυγείο για σοκολατάκια, παστάκια, μπακλαβαδάκια, πάστες ολόκληρες, εργολάβους, γιο-γιο. Τα φρουί-γλασέ και τα φρουί-ζελέ δεν μπαίνουν ψυγείο. Κανονικά, δεν μπαίνουν ούτε τα μπακλαβαδάκια. Διότι ως γνωστόν τα κρουστοειδή κρατάνε εκτός ψυγείου. Αλλά, άμα είναι γιορτή και έχουνε έρθει είκοσι επισκέψεις, θείοι, φίλοι, ξαδέρφια, νονοί, θειάδες, γιαγιάδες, τι να πρωτοπρολάβει η καημένη η μάνα;. Τα μπερδεύει και βάζει τα φρουί-ζελέ στο ψυγείο, αφήνει τα κουτιά τις πάστες έξω, τα ταψιά οι μπακλαβάδες στην οροφή του ψυγείου να μη μπορεί ένα παιδί να τους φτάσει, τα σοκολατάκια χύμα μέσα στην φοντανιέρα, να παίρνει όποιος θέλει όσα θέλει, και η καημένη η μάνα, που κάτι τέτοιες μέρες γίνεται οικοδέσποινα, να τρέχει πέρα δώθε πάνω στα τακούνια της και να ρωτάει: «Θέλετε να σας φέρω νεράκι;»

-Ποιον αγαπάς πιο πολύ πουλάκι μου;
Η κυρία που το ρώτησε αυτό, μόλις είχε πιει το τρίτο λικεράκι της. Θεώρησε δε, αυτονόητο ότι όταν ρωτάει «ποιον αγαπάς πιο πολύ;» εξυπακούεται «τον μπαμπά σου ή τη μαμά σου;». Τι να κάνει ένα παιδί σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Χάνει τον σεβασμό του, απλώς, για την κυρία που μετά το τρίτο λικεράκι, λέει μισά τα ολόκληρα. Αυτήν την μόλις πριν επιβλητική κυρία, που χαλάρωσε και δεν μπορεί να κρατήσει τα μπούτια της ενωμένα, και φαίνεται λίγο το βρακί της στο βάθος της φούστας της, άμα είσαι κοντό παιδάκι.

Η κυρία παίρνει είδηση το κοντό παιδάκι που κοιτάει ανάμεσα στα χαλαρωμένα μπούτια της, αλλά δεν δίνει σημασία να συμμαζευτεί. «Παιδάκι είναι, μικρό αγοράκι», σκέφτεται. Τόσο το καλύτερο για το αγοράκι.

Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2007

PERI (SYGXRONOU) POIHTIKHS

Ο θείος μου ο Παύλος ήταν δασύτριχος. Από μικρό παιδί ένιωθα ότι τα όντως όντα έπρεπε να κατηγοριοποιούνται. Οφείλουν, δηλαδή. Μετά άρχισε ένα άλλο μπέρδεμα. Η "οφειλή" και η "ωφέλεια". Έμαθα να ορθογραφώ αυτές τις λέξεις. Επανέρχομαι επαναλαμβάνοντας ότι ο θείος μου ο Παύλος ήταν δασύτριχος. Δεν είναι πλέον. Πέθανε πριν από εφτά χρόνια. Είναι δασύτριχος ως ανάμνηση, όχι ως όντως όν. Αλλά, και τι είναι η ανάμνηση; Από μικρό παιδί ένιωθα ότι άμα δεν ξέρεις κάτι και δεν βρίσκεις λέξεις για να δείξεις ότι το ξέρεις, πρέπει μεν να συνεχίσεις να μιλάς γι’ αυτό, αλλά πρέπει και να φυλάς τα νώτα σου. Κινδυνεύεις από τον ίδιο σου τον εαυτό που θα σε θέσει εν αμφιβολία, προσέτι δε, και κυρίως, κινδυνεύεις από κάποιον με καλυτέραν από σε εμφάνιση λογικής οργανώσεως, όστις θέτων σοι ερωτήματα θα σε κατατροπώσει και μάλιστα ενώπιον κοινού που είναι και το χειρότερο. Διότι ο βίος είναι πάλη. Εξ ου και βιοπάλη. Ο θείος μου ο Παύλος ήταν βιοπαλαιστής, αλλά ήταν και μποξέρ στην κατηγορία πετεινού, όπως έχω ξαναπεί. Κατά κάποιον τρόπο ήταν δηλαδή και σκέτο «παλαιστής». Βιοπαλαιστής πάντως ήταν από τα έντεκά του. Ξεκίνησε από μούτσος και έφτασε λοστρόμος στα πενήντα. Σχεδόν καμία πρόοδος. Ως μποξέρ, που δεν είναι ακριβώς παλαιστής, δεν διέπρεψε, πλην εκείνης της φοράς που ήδη σας έχω διηγηθεί, τότες δηλαδή που πλάκωσε στις μπουνιές κάτι μαχαιροβγάλτες στη γέφυρα του Σαν Φραντζίσκο. Και ερωτώ: δύνασαι αντιγράφοντας τον εαυτό σου να προοδεύσεις;
Δύνασαι. Αν και πολλοί θα σας πουν ότι η τέχνη προχωρά με την εξήγηση. Τι είναι εξήγηση; Θα σας πω. Είναι να παίρνεις π.χ. ένα μέλος παλαιόν του Πέτρου Μπερεκέτου και να το επεκτείνεις ενδοσκοπικά, δηλαδή, διατηρώντας τον σκελετό των φράσεών του, να δημιουργείς ή καλύτερα να φτιάχνεις φράσεις εκ των επί μέρους φράσεων.
Άλλο παράδειγμα:


Σολωμού:


«Έστησε ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη».
Εξήγησις:

Ήτανε βράδυ,
Ένα από τ’ αναπάντεχα τα βράδια του Απρίλη.
Δεν ήταν το στεφάνι που φορούσες στα μαλλιά σου,
Ούτε το ανέκφραστο φιλί,
Που είδα
Να ζωγραφίζεται στα χείλη σου.
Είδα σου λέω, αν το πιστεύεις,
Ξανθά μαλλιά να σέρνουν τον χορό
Και να ανταποκρίνεσαι.

Αυτά, αν και προτιμώ άλλες εκδοχές, πιο γόνιμες (οι γόνιμες εκδοχές αποτελούν ιδίαν κατηγορίαν).

Σκεφτείτε την περίπτωση ακεραίων συνενώσεων:

«Έστησε ο Έρωτας χορό
με τον ξανθόν Απρίλη
και τρωγόπιναν οι φίλοι,
τσιριτρί τσιριτρό».


Σε αυτό το ποίημα συναντώνται τρεις, ουχί δύο, ποιητές. Ο Διονύσιος Σολωμός με τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, ως προς τους στίχους και συντρέχει ο Ιωάννης Πολέμης ως προς την στιχοπλοκίαν, ως προς την μετρικήν αν προτιμάτε. Διότι η ομοιοκαταληξία έχει επιτευχθεί να είναι σταυρωτή, ιδιαιτέρως αρεστή στον Πολέμη.

Θα κλείσω με μίαν προσωπική κατάθεση, πιστή αντιγραφή του ποιητικού μου έργου, η οποία ωστόσο είναι σε σταυρωτή ομοιοκαταληξία, την οποίαν θεωρώ προσωπικώς αναστατικήν προοπτικήν της στιχοπλοκίας:

«Όταν μπορούσα,
ήμουν τσοπάνης στο βουνό.
Και τώρα έχω έναν καημό:
Που δεν γαμούσα.»

Η ωφέλεια αυτής της πρακτικής, οφείλω να συμπεράνω, είναι μεγάλη.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2007

Η ΛΥΣΗ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ

Η λύση ακολούθησε εξ ουρανού.

Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΡΜΟΤΑΣ Νο 3

Πάλι χωρίς ADSL.......
Ξεματιάστε με σας παρακαλώ.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)