Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 25, 2013

Ο άλλος φυστικάς.

Αυτός ήταν από τα νιάτα του σαν τον Ουόλτερ Ματάου. Φαντάζομαι , άι μπηλιήβ που λένε, ότι και ο Ουόλτερ Ματάου στα νιάτα του θα ήταν όπως ήταν στα νιάτα του. Τώρα το γιατί το περιεχόμενο του ρήματος  "φαντάζομαι"  το συγχέω με την πίστη, είναι άλλο καπέλο και δεν το εξηγώ. Ένα άλλο ζήτημα που επίσης με απασχολεί είναι γιατί τα άνω εισαγωγικά τα έχουμε τόσο πολύ λανσάρει εις βάρος των κάτω εισαγωγικών. Αλλά σήμερα είμαι τελείως ντεφορμέ για τέτοιες εκλεπτύνσεις.

Αυτουνού λοιπόν του φυστικά οι δουλειές τού ανοίξανε στα γεράματα. Διότι νέος (όταν κι εγώ ήμουν παιδάκι) σαν τους άλλους φυστικάδες έκανε βόλτα με μια καλαθούνα στο χέρι. Η λέξη καλαθούνα είναι χιακός ιδιωματισμός, τουλάχιστον εγώ εκεί πρωτάκουσα την λέξη. Αλλά μπορεί και να σφάλλω, ως συνήθως. Κατά καιρούς, και ποτέ δεν έμαθα το όνομά του,  είχε μουστακάκι ντούγκλα , όπως ο Douglas Fairbanks. Επίσης, είχε κρεμαστά βαριά τα βλέφαρα μονίμως, σαν μεθυσμένος -κάπως λέγεται αυτή η πάθησις.  

Στα νιάτα του πούλαγε και  μυγδαλάκι χιώτικο, το οποίον και είναι είδος εποχιακόν. Τέλος καλοκαιριού με φθινοπωράκι. Τότε πούλαγε και τα τσίκουδα, αυτά  τα πετρόλ πράσινα μικρά μπιλάκια, μισό πόντο διάμετρο, αρεστά στους γνώστες, Χιώτες επί το πλείστον, τα οποία απολαμβάνονται εις δύο στάδια: πρώτα τρως και γεύεσαι το μαλακό εξωτερικό τους περίβλημα και μετά σπας με τα δόντια το κουκουτσάκι τους και γεύεσαι και το μέσα. Χασομέρι ανώτερον του πασατέμπου.

Τον υπόλοιπον καιρόν,  πούλαγε ό, τι και οι άλλοι . Αλλά κατά παράδοξον τρόπον επεβίωσεν του μιλένιου. Όχι ως άνθρωπος, αλλά ως φυστικάς. Όταν οι άλλοι φυστικάδες ήδη πουλούσανε φυστίκια και μάλιστα «τύπου Αιγίνης» συσκευασμένα σε σελοφάν, αυτός είχε ξεφύγει από την καλαθούνα. Είχε διπλά καλάθια  πάνω σε καροτσάκι. Είχε απαλλαγεί από την ανομολόγητη τενοντίτιδα την οποίαν υπέφερεν το σινάφι του, και ως άρχων φυστικάς, κατά το άρχων Πρωτοψάλτης της μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, εγύριζεν την βόλτα του και μάλιστα αυτός ήτο Πειραϊκής, Ζέας, Πασαλιμανίου και πλατείας Αλεξάνδρας.



Τον πέτυχα υπέργηρον πέρσι ή πρόπερσι. Πουλούσε Γενάρη μήνα, «μυγδαλάκι χιώτικο».

-Πάρε…
-Πόσο το ΄χεις;
-Πέντε ευρώ το σακκουλάκι.
-Ακριβά το ‘χεις.
-Ξέρεις πώς κάνουν στα εφοπλιστικά γραφεία για δαύτο;

Δυο καλάθια της τροχηλάτου ιδιοκατασκευής του γεμάτα φρέσκο μυγδαλάκι εκτός εποχής. Είχε, φαίνεται, μεταξύ εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνος αποκτήσει και ψυγείο. 

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 22, 2013

Ο τρόμος του Έλληνα

Ο Έλληνας ήταν φυστικάς. Έλληνας το βαφτιστικό του. Μικρασιάτης, σύζυγος Υδραίας. Μακρινός ξάδερφος της αδελφής της γιαγιάς μου, της Πιπίνας. Η γιαγιά μου χαϊδευτικά την φώναζε Πιπίνιζα. Κι όταν παραγεράσανε, αν και μικρότερη η ίδια, τήνε συμβούλευε: «Πιπίνιζα, καλό μου κορίτσι, μην πίνεις παπακόλες. Τρυπάνε το στομάχι».

Ο Έλληνας δεν είναι ηθογραφικό μου κομπόδεμα. Η ανάμνησή του, διότι μισώ την λέξη θύμηση, μου φέρνει στο μυαλό, όχι ακριβώς κάποιου είδους διάθεση, αλλά μάλλον τα νωθρά αντανακλαστικά μιας λυπηρής μιμητικής τάσης, ότι τάχα έχουμε και καταγωγή απ’ τους γενικώς απλούς ανθρώπους κατ’ αρχήν, και ίσως κι από έναν τόπο έξω απ’ την πρωτεύουσα, καθώς μάλιστα, του Καζαντζάκη «οι θύμησες» έγιναν μεγάλο σουξέ στα χρόνια όπου όλοι αισθάνονταν υποχρεωτική την κατοχή πολιτιστικής ταυτότητας - τέτοιο σουξέ, που όλοι ένιωθαν και λίγο Κρητικοί, κι εγώ πιο περήφανος γιατί ήμουν.

 Η ανάμνησή του, λοιπόν, μου γεννά, πέρα από θλίψη, την ίδια αμηχανία που ένιωθα σαν άκουγα την Πιπίνιζα με συνωμοτική τη φωνή, όταν τον έβλεπε απ' το παράθυρο με το αργό του κοπιαστικό βήμα να πλησιάζει την εξώπορτα, και πριν χτυπήσει το κουδούνι μας, συμμαζεμένη, σχεδόν πανικόβλητη να μας ψιθυρίζει ενοχικά: «Ου, ήρθε πάλι ο Έλληνας». Σαν να έφταιγε η ίδια για την ανεπιθύμητη αυτήν επίσκεψη, και κατά κάποιον τρόπο έφταιγε, γιατί ο Έλληνας ήταν συγγενής από τον άντρα της, τον συχωρεμένο θείο Βαγγέλη, Υδραίο καπετάνιο, μπεκρή («αυτό τον έφαγε και το τσιγάρο, μια κούτα την ημέρα, το άναβε μ’ αυτό που έσβηνε») -  εγώ δεν τον πρόλαβα, έφυγε δυο χρόνια πριν γεννηθώ.

Ο Έλληνας ερχόταν με την καλαθούνα στο χέρι γεμάτη φυστίκια, αράπικα το πλείστον και στο τρίτον του καλαθιού του, που χωριζόταν από τα υπόλοιπα δύο με ένα χαρτονάκι, είχε, όχι φίσκα, και ολίγα αιγινίτικα - διπλή τιμή. Είχε και σακουλάκια χάρτινα κι ένα κουταλάκι για να τα γεμίζει. Παρότι, από συγγενική μάλλον υποχρέωση, η θεία Πιπίνα ζητούσε να αγοράσει, μετά το πέρας της επισκέψεώς του, δυο σακκουλάκια φυστίκια, τα οποία ωστόσο ο Έλληνας επέμενε να τα προσφέρει και εν τέλει τα πληρωνόταν, οφείλω να πω, αν μπορώ να ισχυριστώ, ότι η παιδική διεισδυτικότητα του βλέμματός μου ήταν τόσο ικανή όσο νομίζω τώρα, ότι ο Έλληνας ερχόταν απλώς για να μας πει μια καλησπέρα. Και μάλιστα, όταν η Πιπίνιζα, αντί ως συνήθως να σπεύσει να κατέβει τα σκαλιά τάχα για να τον προϋπαντήσει, με απώτερο σκοπό να τον κρατήσει με την κουβέντα έξω απ’ την εξώπορτα, σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις όπου του έλεγε να ανέβει και τον έμπαζε στο σπίτι να τον κεράσει, ο Έλληνας εχαίρετο ιδιαιτέρως. Και μετά, έχοντας πιει τη βυσσινάδα του, έφευγε πασιχαρής με το τρεμουλιαστό βήμα του - σύγκορμος έτρεμε (παράσημον απ’ τα βασανιστήρια στα ξερονήσια, διότι αντάρτη Καπετάνιο τον ήθελε μια μεταπολιτευτική αφήγηση) «από παιδάκι το ‘χει το κουσούρι» μας υπενθύμιζε διακριτικά και επιτακτικώς κάθε φορά η Πιπίνιζα.

Έφευγε και πήγαινε για την επιούσια βόλτα του: Πασαλιμάνι, πλατεία Αλεξάνδρας και πάλι πίσω μέχρι Πειραϊκή. Την ίδια βόλτα είχαν όλοι οι φυστικάδες. Όλοι τζογάρανε κιόλας: «Έχω φυστίκι αράπικο, παίζω και μονά-ζυγά». Πάντα θα βρισκόταν ο πιο έξυπνος της παρέας να του πει «σε πάω». Ο φυστικάς άρπαζε μια χούφτα φυστίκια και τα άφηνε στο τραπέζι. Με το κολπάκι να κρύβουνε ένα φυστίκι ανάμεσα στα δάχτυλά τους, οι φυστικάδες πάντα κερδίζανε τους ψιλοπιωμένους που κάνανε τους έξυπνους στις φιλεναδίτσες τους. Αν ο ψευτόμαγκας έλεγε «μονά», και η καταμέτρηση λίγο πριν τελειώσει φαινόταν πως δεν θα έβγαζε ζυγά, τότε ο φυστικάς άφηνε κομψά-κρυφά να κυλήσει από τα δάχτυλά το λαθραίο φυστικάκι. Σε αντίθετη περίπτωση, έκανε την πάπια. Όμως ο Έλληνας δεν ήτο ικανός για να τζογάρει. Δεν του το επέτρεπε τεχνικώς η τρεμούλα του, η επιστημονικώς ονομαζομένη «τρόμος».

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 20, 2013

Η κλώσσα

Η υποκειμενικότητα και η αντικειμενικότητα έχουν ανάγκη τον Χρόνο. Τώρα το γιατί τον Χρόνο μού ‘ρθε και τον άρχισα με κεφαλαίο, ενώ τις άλλες δυό με μικρά, μάλλον αυτό οφείλεται σε ένα είδος αντικειμενικής αντιλήψεως της υποκειμενικότητος. Διότι ο Χρόνος ως έννοια και μάλιστα άξια σεβασμού υπήρξε αρχαιοτέρα των άλλων δύο. Και αναρωτιόμουν πάντα το πώς γίνεται αντικειμενικώς να απευθύνεις τον σεβασμό σε κάτι χωρίς να γνωρίζεις την  αξία τής υποκειμενικότητας. Δηλαδή αυτή, η υποκειμενικότητα,  να είναι μία μεταγενέστερα συνειδητοποιημένη αντίληψη, η οποία αποκτά βαθμιαίως (συν τω χρόνω, χωρίς κεφαλαίο) και μάλιστα αντικειμενικώς, υπερτέραν  αξίαν της ίδιας της συνθήκης  η οποία την εξελίσσει.


Επίσης απορώ για το πώς είναι δυνατόν όλες αυτές τις μπαρούφες να τις βασίζω σε μία αρχική πρόταση που ούτε κι εγώ ξέρω πώς μού ‘ρθε. Τουλάχιστον είχα την πρόνοια να μην γράψω « Ἡ ὑποκειμενικότης καὶ ἡ ἀντικειμενικότης ἒχουσιν ἀνάγκην τὸν Χρόνον».  Διότι αν υπάρχει η μηχανή του τελευταίου και τύχει και βρεθώ μπροστά της και πατήσω κανένα λάθος κουμπί, μπορεί και να βρεθώ στην εποχή του γλωσσικού ζητήματος. Ξανά μαχαίρια. 

Ανδρέας Ρούσσης μουσική
Μιχάλης Γκανάς στίχοι

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)