μέρος πρώτον, εισαγωγή.



Παίρνω αμπάριζα από μια πρόσφατη καταχώρηση του Πετεφρή (Όταν συμμαζεύεις χαρτιά…, 20-10-2007) για να διεισδύσω σε ένα θέμα παρωχημένο. Την περίφημη ομοιότητα του ρεμπέτικου και των νέγρικων μπλουζ. Η ομοιότητα αυτή είχε εφευρεθεί από αυτοκλήτους κοινωνιολόγους-μουσικολόγους για να καλύψει ιδεολογικά την μετάλλαξη ροκάδων που σνομπάριζαν τα λαϊκά τραγούδια σε φανατικούς απολογητές του Μάρκου Βαμβακάρη.
Η συνταύτιση μπλουζ και ρεμπέτικου έχει τας αφορμάς της. Εκδηλώνεται σε μία εποχή (’70-’80) όπου η ροκ σκηνή μεταλλάσσεται από εκρηκτική σε εμπορική. Η ροκ μουσική έχει ενηλικιωθεί, οι πρώτοι λάτρεις της ψηφίζουν ή είναι και υποψήφιοι, κάποιοι είναι τακτοποιημένοι οικογενειάρχες. Η σκληρή ηχητική της ροκ , καθώς και η δυναμική ρυθμικότητά της είναι αναγνωρίσιμα πλέον ως ξεχωριστό μουσικό είδος ακόμα και από τη γιαγιά του σπιτιού που μέχρι πρότινος αυτά τα βασικά γνωριστικά στοιχεία τα θεωρούσε ως φασαρία που κάνουν οι μαλλιάδες. Να πάμε λίγο πίσω και να πούμε ότι οι μαλλιάδες, οι εξτρεμιστές της αντίδρασης μια νεολαίας που αφήνει την δεκαετία του ’50 με τα κουστουμάκια της, συνακολουθούνται από τους πιο δειλούς που οσμίζονται αέρα ελευθερίας, ελευθερίας κυρίως ερωτικής, και που στον ήχο των Λεντ Ζέπελιν πχ αναγνωρίζουν ένα σύνθημα που λέει «εμείς οι νέοι έχουμε τον δικό μας κόσμο, με τα ήθη και έθιμά του, κάτω η Καραγκούνα». Και η Καραγκούνα είναι τόσο μισητή, όσο και η φωνή του Παπαδόπουλου, γιατί το ραδιόφωνο και η τηλεόραση της επταετίας μας είχαν φλομώσει με τον Καμπαφλή (εξαίρετο κατά τα άλλα αοιδό του δημώδους άσματος) και με την Ιτιά (εξαίρετο κατά τα άλλα δημώδες άσμα). Τα δημοτικά τραγούδια εναλλασσόμενα με εμβατήρια μας ενημέρωναν για το πότε τα τανκς κατέβαιναν στο δρόμο. Ενώ σε στιγμές μικροαστικής ευμάρειας το ελαφρολαϊκό «Δελφίνι-δελφινάκι» και το «Κυρα-Γιώργαινα ο Γιώργος σου που πάει;» μας θύμιζαν ότι είμαστε η τουριστική χώρα της διπλοπενιάς (όχι της γενικής πενίας). Παραλλήλως, το μεταξικής αισθητικής ετήσιο υπερθέαμα του Παναθηναϊκού Σταδίου «Η Πολεμική Αρετή των Ελλήνων» σε αγαστή συνεργασία με το ελληνικό κινηματογραφικό μιούζικαλ κατεδείκνυαν την συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού: σανδάλι-τσαγγίον-τσαρούχι-σκαρπίνι. Όλα αυτά τα επιφανειακά στοιχεία-στοιχειά που όριζαν την ελληνικότητα προσπαθώντας παράλληλα να καθορίσουν το υποσυνείδητο των νέων και να ελέγξουν τα όνειρά τους, συνάντησαν την αντίδραση σε ένα μανιφέστο όχι λέξεων αλλά συμπεριφορών: «Εγώ, ο Μήτσος, θα λέγομαι από τούδε και στο εξής Ντέμης και δεν θα πάρω γυναίκα με προξενιό, αλλά θα γνωρίσω στα πάρτυ καμιά πενηνταριά και μετά άμα μεγαλώσω βλέπουμε. Κάτω η Καραγκούνα. Σατισφάξιον, και ας μην καλοκαταλαβαίνω τα εγγλέζικα». «Εγώ, η Ιουλία, θα λέγομαι από τούδε και στο εξής Τζούλια και δεν θα πάρω άντρα με προξενιό, θα δω πρώτα τι σημαίνει χαρά στα σκέλια μου και μετά βλέπουμε. Θα πάω απόψε στο πάρτυ με τον Ντέμη ο κόσμος να χαλάσει, κάτω η Καραγκούνα. Σατισφάξιον, και ας μην καλοκαταλαβαίνω τα εγγλέζικα». Οι πιο θαρρετοί εποικούσαν τα Μάταλα παρέα με τους χίππηδες. Οι άνω τάξεως με κάμπριο ήταν καθημερινοί θαμώνες των κλαμπ με συγκροτήματα ρέπλικες των Μπήτλις. Οι μέσοι αρκούνταν στα 45αρια δισκάκια και στα πρώτα λονγκ-πλέυ, στο ερασιτεχνικό ημίφως του σαλονιού κάποιου σπιτιού, στις παραλίες γύρω από μια φωτιά και τον Μήτσο-Ντέμη να γρατζουνάει μια κιθάρα που το καπάκι της είχε ξασπρίσει απ’ τις αλλεπάλληλες εκθέσεις στον ήλιο και στην ασκοθάλασσα. Οι μέσοι και κάτω, ξέφευγαν που και που για να επιστρέψουν στο τζουκ-μποξ του σουβλατζίδικου και να πιούνε τα κουρτάκια τους ακούγοντας «Το μερτικό μου απ’ τη χαρά». Οι άλλοι παρέμεναν εκεί, στο καφενείο τους, στη συνοικία τους, στο χωριό τους. Οι πολιτικοποιημένοι, άκουγαν μπομπίνες με Θεοδωράκη εν είδει κρυφού σχολειού, εκκλησιάζονταν στις μπουάτ ιερατούντων του Μαρκόπουλου, του Σαββόπουλου, του Λεοντή, του Λοΐζου, του Γλέζου, της Κωχ και δεν είναι διόλου τυχαίο, για να κάνουμε και μία στροφή γιατί δεν με βλέπω να τελειώνω αυτό το κείμενο, δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν, ότι κάτι η φωνή του Ξυλούρη, κάτι η φωνή της Σαμίου, του Γαργανουράκη, του Χαλκιά, κάτι το σαντούρι του Μόσχου, ο ήχος του Μαρκόπουλου κυρίως, έρρυσαν εξ αιμάτων την δημοτική μουσική και μας την επέστρεψαν εξαγνισμένη, με ανακαινισμένο το παλαιόν της ένδυμα, να μη θυμίζει συνταγματάρχη μεθυσμένο σε πασχαλινό γλέντι.
Την εποχή εκείνη, μέσα προς τέλη ’70, μεταπολίτευση, παραλλήλως εμφανίζονται δυναμικά οι συλλέκτες ρεμπέτικων δίσκων γραμμοφώνου, ο Χατζηδουλής, ο Παπαϊωάνου, ο Κουνάδης οι οποίοι προβάλλουν το ρεμπέτικο σε εκπομπές και συνάμα πείθουν τις δισκογραφικές εταιρίες να κάνουν εκδόσεις παλιών ηχογραφήσεων. Η αναζήτηση ριζών και εθνικής ταυτότητας, έννοιες που δεν θα αναλύσω γιατί θα λαλήσω, είχαν δημιουργήσει ανάγκες, ώστε το κάθε τι που θα μπορούσε να συνεισφέρει στην διαλεύκανση της μουσικής καταγωγής μας ήταν εκδόσιμο. Ο Χατζιδάκις σε ανύποπτο χρόνο ήδη από το ’60 είχε μιλήσει για το ρεμπέτικο - στην ρεμπετολαγνεία που επηκολούθησε έστρεψε τα νώτα. Ο Τσιτσάνης του ’70 στο Χάραμα και του ’80 στο Χρυσό Βαρέλι, ακούγοντας τις παλιές του ηχογραφήσεις ίσως να ετύπτετο για τον ήχο που παρήγαγε στα γεράματα, σε σχέση με τη χρυσή εποχή του ’50. Το σκρατς των δίσκων γραμμοφώνου, έγινε σύμβολο αυθεντικότητας. Η επιτυχία των παλιών ρεμπέτικων σε επανέκδοση, γεννά και τις πρώτες ρεμπετικές κομπανίες, περιοχή Ιπποκράτους, ερασιτέχνες οργανοπαίκτες φοιτητές, θαμώνες φοιτητόκοσμος.
Ο κιθαρίστας Μήτσος-Ντέμης έχει προδωθεί. Οι ρίζες που την ηχητική τους μίσησε έχουν επανέλθει στο προσκήνιο κι αυτός πρέπει να διαλέξει «περιθωριοποιημένος ή προσκυνημένος». Και έρχεται ως μάνα εξ ουρανού η Κοινωνιολογία. Ο Ντέμης, «Μήτσος, το Ντέμης κομμένο», αγοράζει μπαγλαμά, κρατάει το αμπέχωνο, αφήνει μουστάκι και λίγο-λίγο φέρνει το μαλλί στο κοντό, το κάνει και χωριστρούλα. «Ξέρεις φίλε μου τι είναι Κοινωνιολογία; Άμα δεν ξέρεις δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Είναι τυχαίο, δηλαδή (ς), που κάτω απ’ τις ίδιες συνθήκες, αναπτύσσεται στην Αμερική το μπλουζ και στην Ελλάδα το Ρεμπέτικο; Το λούμπεν στοιχείο τα δημιούργησε και τα δύο. Είναι τραγούδια διαμαρτυρίας. Δες ρε μαλάκα καμιά φωτογραφία του Μάρκου δες και τον Ρόμπερτ Τζόνσον και θα καταλάβεις».
Τον συμπαθώ τον Ντέμη – Μήτσο. Ήμουν σκληρός όταν σχολιάζοντας την καταχώρηση του Πετεφρή, απεκάλεσα τον Ντέμη-Μήτσο πλατωναριστοφανικόν ερμαφρόδιτον. Και για να αποδείξω την συμπάθειά μου διάλεξα την πλέον σκουρόχρωμη φωτογραφία του Μάρκου για να την βάλω πλάι στον Τζόνσον.
Η συνταύτιση μπλουζ και ρεμπέτικου έχει τας αφορμάς της. Εκδηλώνεται σε μία εποχή (’70-’80) όπου η ροκ σκηνή μεταλλάσσεται από εκρηκτική σε εμπορική. Η ροκ μουσική έχει ενηλικιωθεί, οι πρώτοι λάτρεις της ψηφίζουν ή είναι και υποψήφιοι, κάποιοι είναι τακτοποιημένοι οικογενειάρχες. Η σκληρή ηχητική της ροκ , καθώς και η δυναμική ρυθμικότητά της είναι αναγνωρίσιμα πλέον ως ξεχωριστό μουσικό είδος ακόμα και από τη γιαγιά του σπιτιού που μέχρι πρότινος αυτά τα βασικά γνωριστικά στοιχεία τα θεωρούσε ως φασαρία που κάνουν οι μαλλιάδες. Να πάμε λίγο πίσω και να πούμε ότι οι μαλλιάδες, οι εξτρεμιστές της αντίδρασης μια νεολαίας που αφήνει την δεκαετία του ’50 με τα κουστουμάκια της, συνακολουθούνται από τους πιο δειλούς που οσμίζονται αέρα ελευθερίας, ελευθερίας κυρίως ερωτικής, και που στον ήχο των Λεντ Ζέπελιν πχ αναγνωρίζουν ένα σύνθημα που λέει «εμείς οι νέοι έχουμε τον δικό μας κόσμο, με τα ήθη και έθιμά του, κάτω η Καραγκούνα». Και η Καραγκούνα είναι τόσο μισητή, όσο και η φωνή του Παπαδόπουλου, γιατί το ραδιόφωνο και η τηλεόραση της επταετίας μας είχαν φλομώσει με τον Καμπαφλή (εξαίρετο κατά τα άλλα αοιδό του δημώδους άσματος) και με την Ιτιά (εξαίρετο κατά τα άλλα δημώδες άσμα). Τα δημοτικά τραγούδια εναλλασσόμενα με εμβατήρια μας ενημέρωναν για το πότε τα τανκς κατέβαιναν στο δρόμο. Ενώ σε στιγμές μικροαστικής ευμάρειας το ελαφρολαϊκό «Δελφίνι-δελφινάκι» και το «Κυρα-Γιώργαινα ο Γιώργος σου που πάει;» μας θύμιζαν ότι είμαστε η τουριστική χώρα της διπλοπενιάς (όχι της γενικής πενίας). Παραλλήλως, το μεταξικής αισθητικής ετήσιο υπερθέαμα του Παναθηναϊκού Σταδίου «Η Πολεμική Αρετή των Ελλήνων» σε αγαστή συνεργασία με το ελληνικό κινηματογραφικό μιούζικαλ κατεδείκνυαν την συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού: σανδάλι-τσαγγίον-τσαρούχι-σκαρπίνι. Όλα αυτά τα επιφανειακά στοιχεία-στοιχειά που όριζαν την ελληνικότητα προσπαθώντας παράλληλα να καθορίσουν το υποσυνείδητο των νέων και να ελέγξουν τα όνειρά τους, συνάντησαν την αντίδραση σε ένα μανιφέστο όχι λέξεων αλλά συμπεριφορών: «Εγώ, ο Μήτσος, θα λέγομαι από τούδε και στο εξής Ντέμης και δεν θα πάρω γυναίκα με προξενιό, αλλά θα γνωρίσω στα πάρτυ καμιά πενηνταριά και μετά άμα μεγαλώσω βλέπουμε. Κάτω η Καραγκούνα. Σατισφάξιον, και ας μην καλοκαταλαβαίνω τα εγγλέζικα». «Εγώ, η Ιουλία, θα λέγομαι από τούδε και στο εξής Τζούλια και δεν θα πάρω άντρα με προξενιό, θα δω πρώτα τι σημαίνει χαρά στα σκέλια μου και μετά βλέπουμε. Θα πάω απόψε στο πάρτυ με τον Ντέμη ο κόσμος να χαλάσει, κάτω η Καραγκούνα. Σατισφάξιον, και ας μην καλοκαταλαβαίνω τα εγγλέζικα». Οι πιο θαρρετοί εποικούσαν τα Μάταλα παρέα με τους χίππηδες. Οι άνω τάξεως με κάμπριο ήταν καθημερινοί θαμώνες των κλαμπ με συγκροτήματα ρέπλικες των Μπήτλις. Οι μέσοι αρκούνταν στα 45αρια δισκάκια και στα πρώτα λονγκ-πλέυ, στο ερασιτεχνικό ημίφως του σαλονιού κάποιου σπιτιού, στις παραλίες γύρω από μια φωτιά και τον Μήτσο-Ντέμη να γρατζουνάει μια κιθάρα που το καπάκι της είχε ξασπρίσει απ’ τις αλλεπάλληλες εκθέσεις στον ήλιο και στην ασκοθάλασσα. Οι μέσοι και κάτω, ξέφευγαν που και που για να επιστρέψουν στο τζουκ-μποξ του σουβλατζίδικου και να πιούνε τα κουρτάκια τους ακούγοντας «Το μερτικό μου απ’ τη χαρά». Οι άλλοι παρέμεναν εκεί, στο καφενείο τους, στη συνοικία τους, στο χωριό τους. Οι πολιτικοποιημένοι, άκουγαν μπομπίνες με Θεοδωράκη εν είδει κρυφού σχολειού, εκκλησιάζονταν στις μπουάτ ιερατούντων του Μαρκόπουλου, του Σαββόπουλου, του Λεοντή, του Λοΐζου, του Γλέζου, της Κωχ και δεν είναι διόλου τυχαίο, για να κάνουμε και μία στροφή γιατί δεν με βλέπω να τελειώνω αυτό το κείμενο, δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν, ότι κάτι η φωνή του Ξυλούρη, κάτι η φωνή της Σαμίου, του Γαργανουράκη, του Χαλκιά, κάτι το σαντούρι του Μόσχου, ο ήχος του Μαρκόπουλου κυρίως, έρρυσαν εξ αιμάτων την δημοτική μουσική και μας την επέστρεψαν εξαγνισμένη, με ανακαινισμένο το παλαιόν της ένδυμα, να μη θυμίζει συνταγματάρχη μεθυσμένο σε πασχαλινό γλέντι.
Την εποχή εκείνη, μέσα προς τέλη ’70, μεταπολίτευση, παραλλήλως εμφανίζονται δυναμικά οι συλλέκτες ρεμπέτικων δίσκων γραμμοφώνου, ο Χατζηδουλής, ο Παπαϊωάνου, ο Κουνάδης οι οποίοι προβάλλουν το ρεμπέτικο σε εκπομπές και συνάμα πείθουν τις δισκογραφικές εταιρίες να κάνουν εκδόσεις παλιών ηχογραφήσεων. Η αναζήτηση ριζών και εθνικής ταυτότητας, έννοιες που δεν θα αναλύσω γιατί θα λαλήσω, είχαν δημιουργήσει ανάγκες, ώστε το κάθε τι που θα μπορούσε να συνεισφέρει στην διαλεύκανση της μουσικής καταγωγής μας ήταν εκδόσιμο. Ο Χατζιδάκις σε ανύποπτο χρόνο ήδη από το ’60 είχε μιλήσει για το ρεμπέτικο - στην ρεμπετολαγνεία που επηκολούθησε έστρεψε τα νώτα. Ο Τσιτσάνης του ’70 στο Χάραμα και του ’80 στο Χρυσό Βαρέλι, ακούγοντας τις παλιές του ηχογραφήσεις ίσως να ετύπτετο για τον ήχο που παρήγαγε στα γεράματα, σε σχέση με τη χρυσή εποχή του ’50. Το σκρατς των δίσκων γραμμοφώνου, έγινε σύμβολο αυθεντικότητας. Η επιτυχία των παλιών ρεμπέτικων σε επανέκδοση, γεννά και τις πρώτες ρεμπετικές κομπανίες, περιοχή Ιπποκράτους, ερασιτέχνες οργανοπαίκτες φοιτητές, θαμώνες φοιτητόκοσμος.
Ο κιθαρίστας Μήτσος-Ντέμης έχει προδωθεί. Οι ρίζες που την ηχητική τους μίσησε έχουν επανέλθει στο προσκήνιο κι αυτός πρέπει να διαλέξει «περιθωριοποιημένος ή προσκυνημένος». Και έρχεται ως μάνα εξ ουρανού η Κοινωνιολογία. Ο Ντέμης, «Μήτσος, το Ντέμης κομμένο», αγοράζει μπαγλαμά, κρατάει το αμπέχωνο, αφήνει μουστάκι και λίγο-λίγο φέρνει το μαλλί στο κοντό, το κάνει και χωριστρούλα. «Ξέρεις φίλε μου τι είναι Κοινωνιολογία; Άμα δεν ξέρεις δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Είναι τυχαίο, δηλαδή (ς), που κάτω απ’ τις ίδιες συνθήκες, αναπτύσσεται στην Αμερική το μπλουζ και στην Ελλάδα το Ρεμπέτικο; Το λούμπεν στοιχείο τα δημιούργησε και τα δύο. Είναι τραγούδια διαμαρτυρίας. Δες ρε μαλάκα καμιά φωτογραφία του Μάρκου δες και τον Ρόμπερτ Τζόνσον και θα καταλάβεις».
Τον συμπαθώ τον Ντέμη – Μήτσο. Ήμουν σκληρός όταν σχολιάζοντας την καταχώρηση του Πετεφρή, απεκάλεσα τον Ντέμη-Μήτσο πλατωναριστοφανικόν ερμαφρόδιτον. Και για να αποδείξω την συμπάθειά μου διάλεξα την πλέον σκουρόχρωμη φωτογραφία του Μάρκου για να την βάλω πλάι στον Τζόνσον.