Δευτέρα, Μαΐου 21, 2007

Κωνσταντίνου και Ελένης. Γιορτάζουν οι γονείς μου.(Ως ανταπόδοσις).

















Το απόσπασμα κριτικής που διαβάσατε είναι του Πέτρου Βλαστού, στο μελέτημα του "Ο Καβάφης ο στωικός", (Ιδέα 1, 1933), σκαναρισμένη από το βιβλίο "Η ΔΕΚΑΤΗ ΜΟΥΣΑ, Μελέτες για την κριτική" του Παναγιώτη Μουλά.
Ο καλλιτέχνης και ο κριτικός, πιστεύω, ότι συμπορεύονται. Όμως, επίσης για μένα αποτελεί δόγμα το ότι, αν και βαδίζουν στον ίδιο δρόμο, μονοπάτι, λεωφόρο (ό, τι προτιμάτε), οφείλουν, έστω και αν γνωρίζονται, να μη συνομιλούν …. περί του παπλώματος. Ο καθένας με την τέχνη του οφείλει να απευθύνεται σε όλους τους άλλους εκτός από τους αμέσως εμπλεκομένους. Ούτε ο κριτικός στον καλλιτέχνη, ούτε ο καλλιτέχνης στον κριτικό. Γιατί αν αρχίσουν να συνομιλούν οι εμπλεκόμενοι, θα εμπλακούν. Ο καθένας έχει το ρόλο του. Και αν το επιθυμούν μπορούν να πιουν τα ουζάκια τους. Όχι, όμως (κατά τα πιστεύω μου) να συνομιλήσουν δημοσίως.
Επίσης, πιστεύω, ότι όποιον δρόμο και αν ακολουθήσει ένας θιασώτης της τέχνης, καλλιτέχνης, ή κριτικός, ή εραστής, το πράττει ως άσκηση ανιδιοτέλειας και αυτογνωσίας.
Το απόσπασμα της κριτικής του Πέτρου Βλαστού δεν το παρέθεσα για να αναδείξω το προφανές. Τάχα, δηλαδή, ότι ο Καβάφης –χρόνια του πολλά, Κώστας κι αυτός- τάχα, δηλαδή, επαναλαμβάνω, δικαιώθηκε εκ του αποτελέσματος, ενώ ο Βλαστός απαξιώθηκε εκ του αποτελέσματος. Διότι:

«Άσκ ολσούν τσιβιρινέκ.΄…… Ύστερον, έγινεν άφαντος και δεν τον είδε πλέον ουδείς. Κανείς δεν ηξεύρει. Ίσως την ώραν ταύτην να ανέκτησε την εύνοιαν του ισχυρού Παδισάχ, ίσως να είναι μέγας και πολύς μεταξύ των ουλεμάδων της Σταμπούλ, ίσως να διαπρέπει ως ιμάμης εις κανέν εξακουστόν τζαμίον. Ίσως να είναι ευνοούμενος του Χαλίφη, αρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης.»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, "Ο ξεπεσμένος Δερβίσης".


Ας παίξουμε ένα παιχνίδι. Φανταστείτε ότι σας αποκρύπτω – δεν θα προτιμήσω την λέξη "στόχος" - φανταστείτε ότι σας αποκρύπτω το αντικείμενο της κριτικής του Βλαστού. Σας δίνω ως μοναδικό στοιχείο το χρονολογικό πλαίσιο και σας αφήνω. Πού θα πιστεύατε ότι απευθύνεται; Θα είχε έστω και ένα έρεισμα ύπαρξης; Και επεκτείνω το «πείραμα»: αν ο ίδιος ο Βλαστός είχε γράψει αυτό το κείμενο χωρίς να το προσανατολίζει επωνύμως, πώς θα σας φαινόταν;

Μην σας κουράζω άλλο, διότι προ μηνών διάβασα στο RAM ότι τα μπλογκ με μακροσκελή κείμενα διαπράττουν τακτικόν λάθος (πολύ τα ανακατεύουμε τα πράγματα….). Θα σας πω ευθέως, ότι προσφάτως ανέγνωσα σε στήλη μουσικοκριτικού, κείμενο που αναφερόταν σε συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής με έργα ελλήνων συνθετών χωρίς να παραθέτει ούτε τίτλους των έργων, ούτε τα ονόματα των διαπραξάντων το έγκλημα συνθετών, μεταξύ αυτών κι εγώ. Απεστρέφετο δε στο τέλος την εσωστρέφεια της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.
Είναι δε, η δεύτερη φορά που στην ίδια εφημερίδα αναφέρονται στο έργο μου χωρίς να αναφέρονται στο όνομά μου. (Εδώ θα ήθελα να προσθέσω ότι αφ’ ότου οι μέτοικοι απέκτησαν το δικαίωμα να υπογράφουν τις ζωγραφιές τους στους αμφορείς, η κριτική απέκτησε κι εκείνη υπογραφή. Αν η κριτική δεν αναφέρεται επωνύμως, μοιραία θα ενδυθεί κι αυτή την ομίχλη της ανωνυμίας, ή και της ανυπαρξίας).

Τι με πείραξε; Θα σας πω: Όταν τεχνικώς οφείλουν να αναφέρουν το όνομά σου και δεν το κάνουν, προσβάλλουν τους γονείς σου. Το παραβλέπω και ως οφείλω θα αναφερθώ τιμητικά εκτός από τους ισαποστόλους και στον Άγιο Νικόλαο, που τόσα χρόνια προστάτεψε τον πατέρα μου, καπετάνιο, από τα κύμματα και τις τρικυμίες και τον έχω και τον χαίρομαι. Πέρασα πολλές αγωνίες μικρός, αλλά από τότε που βγήκε στη σύνταξη, όταν λυσσομανάει ο νοτιάς και βραδιάζει, τουλάχιστον δεν ανησυχώ για εκείνον.

Τι τα θέλετε; Βρέθηκα εν τέλει να επισπεύδω κι εγώ την διαδικασία εξαπλώσεως της ομίχλης, αποκρύπτοντας τον κριτικόν και την εφημερίδα. Και να λοιπόν που ανακατευτήκαμε, αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει;

4 σχόλια:

Αντώνιος είπε...

ανάξιος λόγου που λέμε...

Μαργαρίτα Συγγενιώτου είπε...

Σωστά τα λες, γιατρέ μου. Οι κριτικοί οφείλουν και αυτοί να κρίνονται, τουλάχιστον από την ιστορία. Ανάξιος λόγου, όπως λέει ο ανώνυμος, αλλά με λόγο και βήμα. Τα αφεντικά τους γιατί δεν τους συγκρατούν; Αν μη τι άλλο για το ανήθικο του πράγματος, μιά και όλοι αυτοί είναι έμμισθοι υπάλληλοι αυτών που καλούνται να κρίνουν; Μαύρο, ρε!

Ανώνυμος είπε...

Νομίζω ότι είναι λάθος να αποτιμήσουμε τη κριτική του Βλαστού και κάθε παρελθούσα κριτική έργου επαναστατικού στην εποχή του, χωρίς να λάβουμε υπόψη μας το διανοητικό, πολιτιστικό και αισθητικό πλαίσιο στο οποίο εγράφη (η κριτική). Σήμερα, εκ του ασφαλούς, κατατάσσουμε στους ύψιστους των ποιητών τον Καβάφη και χαρακτηρίζουμε τον Βλαστό ως ανάξιο λόγου… Ανάλογες περιπτώσεις υπάρχουν πολλές και αφορούν και στον επιστημονικό και στον καλλιτεχνικό τομέα (Einstein, Schoenberg, Varèse, Ξενάκης κλπ). Πρόχειρα θα χώριζα τους κριτικούς σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτούς που διαβλέπουν την επαναστατικότητα ενός έργου και την υπερασπίζουν με θρησκευτική πίστη και σ’ αυτούς που προσπαθούν να κατατάξουν ένα έργο μέσα στην εποχή του κι αν δεν βρουν μια κάποια θέση γι’ αυτό το απορρίπτουν. Για μένα κι οι δύο κατηγορίες είναι χρήσιμες, φωτίζουν τρόπον τινά το καινούριο έργο από δυο διαφορετικές πλευρές.
Έρχομαι τώρα στην τελευταία ερώτηση με την οποία κλίνει την καταχώρησή του ο Μπερεκέτης, «Και να λοιπόν που ανακατευτήκαμε, αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει;» Η απάντηση είναι απλή: Δεν έπρεπε να ανακατευτούμε! Η κριτική των κριτικών θα οδηγήσει σε μια ατέρμονη ανατροφοδοτούμενη αλυσίδα κριτικών επί των κριτικών. Αυτό το παιγνίδι δεν μπορεί να ενδιαφέρει το δημιουργό. Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις το θέμα μπορεί να θιγεί, η δημοσίευση του όμως με βρίσκει αντίθετο. Αν οι κριτικές μπορούν να μας βοηθήσουν να γίνουμε καλλίτεροι έχει καλώς, αν όχι, ας τις προσπεράσουμε κι ας ξύσουμε το μολύβι μας για το επόμενο έργο μας…

γεράσιμος μπερεκέτης είπε...

Δεν υποτιμώ καθόλου την κριτική του Βλαστού, ούτε κλείνω το μάτι στην ιστορική δικαίωση του Καβάφη. Νομίζω ότι το καθιστώ σαφές. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η κριτική του Βλαστού δεν επέδρασε στο έργο του Καβάφη, αλλά στους αναγνώστες του και περισσότερο στους φιλολογικούς και ποιητικούς κύκλους μιας συγκεκριμένης κατεύθυνσης. Ωστόσο και με αυτόν τον τρόπο κάτι οικοδόμησε. Στήριξε θεωρητικά, ας πούμε, το Βαρναλικό ρεύμα, το οποίο έδωσε και αυτό Ποίηση. Διάλογος είναι αυτός - συμφωνούμε.

Προσπαθώ να επισημάνω την αναγκαιότητα η κριτική να γίνεται με σαφείς αναφορές και αναλυτικές προσεγγίσεις. Δεν φοβούμαι την απόρριψη - πιστέυω ότι είναι εποικοδομητική. Αλλά να απευθύνεται προσωπικά. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο αναγνώστης της κριτικής δεν μπορούσε να ξέρει τα έργα και τους συνθέτες που εισπράττουν την απόρριψη, εκτός και αν ήταν στην αίθουσα ή εκτός και αν ανέτρεχε εκ των υστέρων στο πρόγραμμα της συναυλίας. Ο κριτικός μάς είπε εν πολλοίς ότι άκουσε έργα απρόσωπα. Ποίων και ποιά; Αν δεν τους κατονομάσει τότε, οι κατά τα άλλα ενδιαφέρουσες βολές του, ενεργούν όπως οι έξυπνες βόμβες. Χτυπούν αιτίους και αναιτίους.
Εν κατακλείδι, δεν θα αντιδρούσα ποτέ σε μία προσωποποιημένη κριτική, όποιο και αν ήταν το περιεχόμενό της. Αυτήν την κριτική προσπαθώ να προκαλέσω. Δεν βράζει όλη η γενιά μας στο ίδιο καζάνι. Και δεν μπορεί με απρόσωπης κατεύθυνσης κριτικές να αφορίζεται.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)