Παρασκευή, Οκτωβρίου 12, 2007

Σερβιέττες μιας άλλης εποχής

Μικροί, και το μικροί προσδιοριζόμενον μας ανάγει στην δεκαετία του ’70, έβλεπα ανελλιπώς Ταρζάν στην ΥΕΝΕΔ. Μικροί λέω, γιατί μαζί με μένα καθηλωμένος στο γυαλί ήταν κι ο αδερφούλης μου, τριώ χρονών αυτός κι εγώ δέκα.
Το γυαλί ήταν ιδεοδότης. Παίζαμε, βέβαια, στη γειτονιά τα κρυφτά μας, τα κυνηγητά μας, τις αμπάριζες, τα εφτάπετρα και πολύ μπάλλα, παίζαμε και στο σπίτι με τα στρατιωτάκια μας, κυνηγητά στις σκάλες, κρυφτά μέσα στο σπίτι, παίζαμε και την εκκλησία, εγώ παπάς και ο αδερφός μου παπαδάκι, βάζαμε και την αδερφή μας να κάνει το εκκλησίασμα και την κοινωνούσα στο τέλος. Ο άμβωνάς μου ήταν η στριφτή σκάλα της αυλής. Η λειτουργία ξεκινούσε με έπαρση σημαίας, καθότι λάτρευα και την πατρίδα μας και τον Εθνικό Πειραιώς ο οποίος φέρει τα χρώματά της στην στολή του. Μια φορά μάλιστα ξέκλεψα μαυροδάφνη και την ανακάτεψα με ψωμί, και κοινώνησα την αδερφούλα μου- παιδάκι τριώ χρονώ μου μέθυσε. Την παρακοινώνησα, εφτά φορές την κοινώνησα, αλλά ήταν για το καλό της. Ο αδερφός μου κοινώνησε μόνο μία φορά, επειδή όπως μου είπε δεν του άρεσε η κοινωνία, ήθελε γιαρμαδάκια. Του έδωσα γιαρμαδάκια αντίς για αντίδωρο για να κερδίσει η εκκλησία μας άλλον έναν χριστιανό.


Ταρζάν παίζαμε τα μεσημέρια. Καθώς η γειτονιά όλη χουζούριαζε- η μάνα μου ξέκλεβε κι αυτή η καημένη κανέναν υπνάκο- εμείς παίζαμε Ταρζάν. Ο Ταρζάν ήμουν εγώ. Ο αδερφός μου είχε προσδιοριστεί εμού σκηνοθετούντος στον ρόλο του πιθηκακιού.

-Κάμαν, Μάνγκοου, κάμαν, Μάνγκοου.

Με ακολουθούσε πιστά, πάνω κάτω τις σκάλες, στην ταράτσα στην αυλή, μέχρι να επιτελεστεί η αποστολή που αντιγράφαμε από κάθε τηλεοπτικό επεισόδιο.

Έρχεται όμως στη ζωή κάθε ανθρώπου κάποια φορά κάποια στιγμή που αγγίζει το μεγαλείο (sic). Για τον δεκαετή εμένα, η στιγμή αυτή ήταν όταν αντίκρισα απλωμένα στο σχοινί του μπαλκονιού, πίσω από τις φούστες της μάνας μου και τα παντελόνια του πατέρα μου, κάτι μικρά άσπρα, τετράγωνα σχεδόν, πανάκια. Δι’ αυτών επέλυσα ένα σημαντικόν ενδυματολογικόν ζήτημα της όλης υπερπαραγωγής που διηύθυνα. Τα πανάκια αυτά ήταν ιδανικά, αν γυμνός, ωστόσο ζωσμένος ένα λαστιχάκι για σώβρακα που αγοράζεις έναντι πενηνταρακιού το μέτρο από το ψιλικατζίδικο του κυρ -Νίκου, τα κρεμάσεις πιασμένα με μανταλάκια, ένα πανάκι μπρος και ένα πίσω , να κρύβουν αντιστοίχως πουλί και πισινό. Η τέλεια στολή Ταρζάν. Και για το πιθηκάκι χρειαζόσουν ένα μόνο πανάκι να κρύβει το πουλί του. Ο πισινός των ζώων ήταν θέαμα κατάλληλο για ανηλίκους ακόμα και για την λογοκρισία της χούντας.

Ταιριάξαμε τα πανάκια και πανευτυχείς παίζαμε τον Ταρζάν των ονείρων μας. Ο Μάνγκοου ενθουσιασμένος με ακολουθούσε κατά πόδας στις σκάλες-φοινικόδεντρα, στην αυλή-ζούγκλα, στην ταράτσα-λίμνη. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, αλαλιάσαμε, πέρναγε το μεσημέρι κόντευε απογεματάκι.

–Κάμαν, Μάνγκοου, Κάμαν, Μάνγκοου.

Μέχρις που η μάνα μου αγουροξυπνημένη πρόβαλε από την πόρτα της κουζίνας. Χωρίς άλλη κουβέντα ξέβγαλε την παντόφλα της και κραδαίνοντάς την στο δεξί της χέρι, με το άλλο μαζεύοντας τη νυχτικιά, «τέρατα», αναφώνησε και μας κατεδίωξε. Προσπαθήσαμε να καταφύγουμε στη ζούγκλα μας, να γλυτώσουμε πηδώντας ανάμεσα στα φοινικόδεντρα, να γλυτώσουμε πέφτωντας στη λίμνη, αλλά εκείνη στο τέλος τα κατάφερε. Τα μεταμόρφωσε σε σιδερένια στριφτή σκάλα, σε αυλή με γλάστρες, σε ταράτσα βρεμμένη για να δροσίσει. Μας περιέλαβε και μας έδωσε το ξύλο της χρονιάς μας. Και δίκαια. Κάναμε φασαρία.

-Στο είπα ρε Πανούλη, μη γκαρίζεις όταν κάνεις τον Μάνγκοου. Στο είπα. Να κάνεις μόνο «ούγκου-ούγκου». Εσύ γιατί έκανες και «χάι-κου, χάι-κου»;

Μεγαλώνοντας, τελειώνοντας το εξατάξιο γυμνάσιο, η ΕΡΤ2 πια, έβαλε σε επανάληψη την σειρά Ταρζάν. Η μνήμη μου σε συνδυασμό με την ενδιαμέσως κτηθείσαν σεξουαλικήν διαπαιδαγώγησίν μου, μου υπέβαλαν την κατανόησιν των αιτιών του πάλαι ποτέ ταρζανείου ξυλοδαρμού μας. Είχαν ήδη δειλά-δειλά ανέλθει οι πρώτες διαφημίσεις σερβιετών στην τηλεόραση. Συνειδητοποίησα λοιπόν, λελογισμένης και της αποκτηθείσης ενδιαμέσως παιδείας μου εις την γλώσσαν της πιάτσας- καθήκον κάθε αναπτυσσομένου τότε νέου, ότι αυτά τα αθώα τετράγωνα πανάκια της παιδικής μου στολής Ταρζάν, δεν ήσαν άλλα από τα λεγόμενα «μ.....πανα».

1 σχόλιο:

Rodia είπε...

Di-Do-Oo ! Di-Do-Oo !
..αυτή ήταν η δική μας πολεμική κραυγή, με συμπλήρωμα το Α-κουτουκάλι! Α-κουτουκάλι!

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)