Σάββατο, Ιουνίου 02, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (6)


6η συνέχεια εκ των προηγουμένων

Ένα γερό χέρι ξύλο, ιδίως αν ήταν σαββατιάτικο, ακολουθείτο από την εξαγγελία των περιοριστικών όρων για το Σαββατοκύριακο:
«Μη σώσω, μα το Θεό, αν σε δω να βγαίνεις την εξώπορτα μέχρι τη Δευτέρα που θα πας σχολείο».
Πάντα εκτιμούσα την ενστικτώδη εξυπνάδα της μάνας μου. Αυτό το «αν σε δω» άφηνε το περιθώριο και σε μένα να βγω έξω, αλλά και σε εκείνη, την δυνατότητα να επιζήσει παρά τον φρικτό της όρκο, αρκεί να ξεπόρτιζα κρυφά απ’ το βλέμμα της. Ωστόσο, δεν έφτανα ποτέ τα πράγματα στα άκρα. Συνήθως μετά από ένα μπερτάκι αυτοεξοριζόμουν στην ταράτσα. Παιχνίδι στη γούρνα του πλυσταριού με τα στρατιωτάκια. Τη γέμιζα νερό, και χωρίζοντας στα δυο καμιά ντουζίνα μανταλάκια, ξεχαρβαλώνοντας το μεταλλικό έλασμα που συνένωνε τα δύο πανομοιότυπα ξυλάκια, αποκτούσα τον απαραίτητο στόλο για την αναπαράσταση της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως από τους Ρως. Σπίρτα είχα πάντα στην τσέπη μου. Κάτω απ’ τη γούρνα, ανάμεσα στα πράσινα σαπούνια, τα ROL και τά ΟΜΟ υπήρχε και ένα πλαστικό μπουκαλάκι καθαριστικής βενζίνης. Οι δόλιοι Ρως επλησίαζαν με τα μονόξυλά τους τα τείχη της Πόλης. Η σκηνογραφική λεπτομέρεια ότι τα στρατιωτάκια μου, δυό-δυό πάνω στα μονόξυλα, ήταν Ινδιάνοι με ντουφέκια, παρεβλέπετο αφομοιωμένη στο γενικότερο θέαμα– άλλωστε πλέον, πολλές σύγχρονες σκηνοθετικές απόψεις επί κλασσικών έργων του μελοδράματος με έχουν ξεπεράσει σε τολμηρότητα. Το υγρόν πυρ χυνόταν αργά-αργά από το πλαστικό μπουκάλι στα νερά του Βοσπόρου. Έβγαινα έξω απ’ το πλυσταριό, μισόκλεινα την πόρτα και από τη χαραμάδα προσεχτικά πετούσα στη γούρνα ένα αναμμένο σπίρτο. «Αυτή ήτο και είναι η ισχύς και η δόξα του Βυζαντίου», φώναζα δυνατά, αλλά μέσα μου.

Τοιουτοτρόπως, σ' ένα απόγευμα είχα εκδικηθεί, και την αυθάδεια των πέριξ των ενδόξων συνόρων μας μη εισέτι εκχριστιανισθέντων φύλων, και την καθ’ υπερβολήν αυστηρότητος επιβληθείσαν μητρικήν τιμωρίαν. Το επόμενο πρωί της ενδόξως λυθείσης πολιορκίας, καθώς έψελνα το "Τη Υπερμάχω", με ιδιαίτερη ικανοποίηση άκουγα τη μάνα μου να λέει στη θειά μου «Παλιόκαιρος, παλιοϋγρασία. Φρεσκοπλυμένα ρούχα, τα είχα απλωμένα μέσα στο πλυσταριό επειδή έβρεχε και έχουνε πάρει μια παράξενη μυρωδιά…. Και που στην ευχή πάνε τα μανταλάκια; Τόσα μανταλάκια η γη τα καταπίνει; Κάθε βδομάδα παίρνω δυο-δυο τις ντουζίνες».
«.....Ίνα κράζω σοι..... Ο Πάνος και η Νία μαμά τα χαλάνε. Μην αφήνεις τα δίδυμα μόνα τους στην ταράτσα, αν δεν είμαι τουλάχιστον κι εγώ για να τα επιβλέπω. Ξέρεις τι διαολάκια είναι; Χτες πέταξα δεκαεφτά διαλυμμένα μανταλάκια».



συνεχίζεται.............

4 σχόλια:

kukuzelis είπε...

Γεια σου Γεράσιμε συνεορτάζοντα με τα ωραία σου.

Ανώνυμος είπε...

Θα κάνω μου φαίνεται κανέναν μήνα να ξαναπεράσω, να μάθω με μιας το τί έγινε με το κασσεττοφωνάκι που αναφέρθηκε στο α' και ε' επεισόδιο.

"Δε μπορώ να περιμένω,
είμαι βρέφος πεινασμένο."

ολια είπε...

χα! τι ωραιες οι ιστορίες σου...θυμήθηκα κι εγω,οχι κασσετοφωνάκι,αλλα ραδιοφωνάκι που τοβαζα τα βράδια κάτω απ το μαξιλάρι ακουγωντας το θέατρο στο μικρόφωνο....

ολια είπε...

στο post σου'' συγκρίσεις'',ανακάλυψα ενα comment με τ ονομα μου. Η πρόκειται για σατανικη σύμπτωση,η...καταγγέλω πλαστοπροσωπία![μπα,γινονται και τέτοια΄;΄για νάχουμε το νού μας...]εγω πάντως,το πρώτο σχόλιο που εγραψα εδω,ειναι το πιο πάνω....

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)