Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2007

μηρυκασμοί

έχοντας απωλέσει το τετραδιάκη του προηγουμένου ποστ και με την μνήμη δυναμένη να παράγει μόνον νοσταλγία, αναπαράγοντας το κλίμα, συνθέτω ανάλογα στιχουργήματα εικοσαετής (1979). Ιδού, από μνήμης :


Η ΚΑΣΤΡΟΤΑΦΗ ΤΩΝ ΡΑΨΨΩΝ

Ενενήντα και πλέον αρκούδες
Μες στην Πόλη εκάνανε σούζες
Με λαμπρά μουσταρδί μηχανάκια
Και κορόιδευαν τ' άσπρα σκυλιά,
Που γυρνούσανε μες στα σοκάκια
Και πουλούσαν κιλίμια-χαλιά.


ΠΡΟΣΚΥΝΙΟΝ

Η κότα η ξετσίπωτη η Μπορντώ
Εφόρεσ' ένα φόρεμα κοντό
Και έπηξε στην κουτσουλιά
Την εκκλησία τ' Άη Λιά.


ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ

Σαρανταπέντε κάστορες κι εξήντα παπαγάλοι
Ολημερίς πηδιόντουσαν, το βράδυ παίζαν τάβλι.



ενδιαμέσως ενθυμούμαι άλλο ένα από το τετραδιάκη:


ΒΕΝΘΟΣ

Μπες στο εμπριμέ τσαρδί
Κι αν δεις κανέναν κλέφτη,
Βοήθεια τρέχα γύρευε
Απ' τον λαδί καθρέφτη.


προσθέτω μερικά του αδερφού μου Νούλη, δεκαετούς το '76:

Η ΜΠΟΤΑ

Η μπότα η βρεττανική
Δεν είνα σαν τις άλλες,
Είναι περήφανη λαμπρή
Κι ας είναι απ' τις άλλες.


Ο ΣΟΥΓΙΑΣ

Ο σουγιάς δεν είναι ' κείνος
Που του λείπουν τα μαχαίρια
Τα ψαλίδια, τα νυστέρια
Και του μπογιατζή ο κόπανος.


Επιστεγάζω δε, με πρόσφατον εμπείρου μεσοκόπου παρήχημα, χάριν του οκταετούς ανεψιού του :


ΕΙΣ ΕΑΥΤΌΝ ΣΩΤΗΡΊΑ ΠΊΣΤΙΣ

Αν σου επιτεθεί ληστής,
Κύττα μην απελπιστής.
Μη φωνάξεις "Ωπ ληστής"
Μόνον τρέξε να οπλιστείς:

-Πίσω ληστή άπλυστε,
Τράβα πλύσου, άπλητε.


μπόνους, ένα του κουμπάρου μου, συμμαθητού μου πάλαι επίσης, θρυλικόν εν παρέαις:

ΘΥΡΙΩΝ

Είμαι δομάζος με ψυχή,
Με μάτι κορακάτο
Δουλεύω νύχτα, βράδυ, ή πρωί
Και βγάζω μεροκάματο.





Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007

αντίδωρον για τον dsyk


......ευχαριστώ για το post

Τετάρτη, Οκτωβρίου 31, 2007

Εις ασθενούντα εως άρτι μπλόγκερ, νυν ανανίψαντα.



Εγώ κάθομαι και βήχω.
Και μες στην κίτρινη σπηλιά,
Kοιμούνται δυόμιση σκυλιά,
Kάνοντας ποδήλατο στο τοίχο.

Στιχούργημα συνεργασίας με τον διπλανό μου Ν.Τ. στην Α΄ Γυμνασίου, εν ώρα μαθήματος. Είχαμε ένα ολόκληρο τετραδιάκι* γεμάτο, το οποίο είχε κρατήσει εκείνος. Δεν έχω επαφή......


*προτιμώ την γραφήν "τετραδιάκη", απηχεί τι το θήλυ εν τη ουδετερότητί της, ομοιάζουσα τοις αγγέλοις εν ζωγραφίαις.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007

Μια πρόταση ΕΥΓΟΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Φτώχειας, (16 Οκτώβρη), θα προσπαθήσω να προσδιορίσω κάποιες ειδικές παραμέτρους που καθορίζουν το αν ένας νέος, ο Τάκης συγκεκριμένα, θα ανήκει στη μεσαία τάξη.

Βασική παράμετρος για να ανήκει ένας νέος στην μεσαία τάξη είναι ο υψηλός δείκτης μακροβιότητας που καθορίζεται από το DNA των οικογενειακών δέντρων και των δύο γονέων του.
Επίσης, σημαντικός παράγων είναι ο χαμηλός δείκτης γονιμότητας των συγγενών πρώτου και δευτέρου βαθμού της αμέσως προηγούμενης από αυτόν γενιάς, σε συνδυασμό με τον υψηλό δείκτη γονιμότητας της προπροηγούμενης γενιάς (αυτής των παπούδων του).

Με βάση τα ανωτέρω ο αμφιθαλλής αυτός νέος θα είναι μοναχοπαίδι, θα έχει και τους δύο γονείς του, καθώς και δύο παππούδες και δύο γιαγιάδες. Επιπλέον θα περιστοιχίζεται από άτεκνους θείους και θείες. Ως εκ τούτου θα μπορεί να έχει μηνιαίο εισόδημα 1500€ με μία σειρά απλών προφορικών καθημερινών μεν, όμως καθόλου γραφειοκρατικών αιτήσεων:

-Ρε πατέρα, πέσε 10€
-Μαμά, ρίξε εικοσάρικο.
-Παππούλη Α, τι κάνουμε σήμερα, θα πιω καφεδάκι; (5€).
-Παππούλη Β, τι κάνουμε σήμερα, θα πιω καφεδάκι; (5€).
- Γιαγιά Α, τι κάνουμε σήμερα, θα πιω καφεδάκι; (5€).
-Γιαγιά Β, τι κάνουμε σήμερα, θα πιω καφεδάκι; (5€).
-Γεια σου ρε μεγάλε μπάρμπα Α, γόη …..(5 € - 20€, μόνο και μόνο για το χαμόγελο και τη φιλοφρόνηση).
-Γεια σου θείτσα Α αειθαλλής ……(5 € - 20€, μόνο και μόνο για το χαμόγελο και τη φιλοφρόνηση ).
-Θείε Β, έχω κάτι δυσκολίες και δεν θέλω να πάρω απ’ τη μάνα μου, μπορείς να μου εξασφαλίσεις γι αυτή τη βδομάδα ‘κανα δυακοσαρικάκι, (ο μπάρμπας υποθέτει ότι τα φράγκα θα πάνε για δημόσια θεάματα με ευτυχή κατάληξη, «χαλάλι στο παιδί, νέο παιδί είναι…..»).
-Θεία Β ξέμεινα και δεν έχω να πάρω δώρο για τα γενέθλια της Λίτσας, (η θεία, γεροντοκόρη, χαίρεται που ανεψιός φροντίζει να είναι υπογραμμός με το κορίτσι του. Έτσι πρέπει να είναι οι άντρες).

Γιατί, λοιπόν, ο Τάκης να πάει να πιάσει δουλειά στο MULTIRAMA για 600€ το μήνα; Αυτές οι δουλειές είναι για προλετάριους.
Εάν λοιπόν μια υγιής πολιτεία θέλει να εξαλείψει το πρόβλημα της φτώχειας ειδικά στους νέους, καθώς και το προλεταριάτο γενικώς (δύο κακά μαζί), δεν έχει παρά να εφαρμόσει γενικευμένα αυτό το πρόγραμμα ευγονικής οικονομίας.


ΥΓ. παράδειγμα με Λίτσα, ας φτιάξει άλλος, διότι δεν προβλέπεται από τη σύμβασή μου δύο παραδείγματα ανά ποστ.

Rembetico & Μπλουζ 3, (οι ρίζες)

Θεωρώντας ότι το θέμα κλείνει, θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες πρόσθετες σκέψεις. Μοιραία τεχνικές, ειδικές, οι πρώτες τουλάχιστον από αυτές.

Εάν κάποιος παρακολουθούσε την ιστορία της δυτικής ευρωπαϊκής μουσικής, σε ό, τι αφορά τις βάσεις της, μέχρι και την εποχή τουλάχιστον της πρώτης πολυφωνίας θα διαπίστωνε την καταγωγή οργάνωσης της ύλης της στην αρχαιοελληνική, ακόμα και αν αυτές οι βάσεις έμμεσα τίθενται από αραβοανδαλουσιάνικες επιδράσεις. Το ίδιο παραδέχονται και οι Τούρκοι σε ό, τι σχετικό αφορά στην δική τους μουσική κληρονομιά (ο εξαίρετος τούρκος θεωρητικός Hakki Ozkan, αφιερώνει τα πρώτα κεφάλαια του θεωρητικού του έργου για τα μακάμια “TURK MUSIKISI ve USULERI” σε αυτό το θέμα). Μάλιστα, η μουσική παράδοση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η επίσημη, η λόγια αν το θέλετε, ονομαζόμενη ‘’αραβοπερσική’’, φτιαγμένη σε μία οικουμενικών στόχων μουσική γλώσσα, όπως και η προκάτοχός της εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική, τις θεωρητικές τους βάσεις στην αρχαιοελληνική μουσική έχουν.

Τους ενδιαφερομένους για την Ανατολή, παραπέμπω στο σύγγραμμα ‘’ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ’’ του απελθόνος φίλου μου Μάριου Μαυροειδή (εκδόσεις FAGOTTO), και σε ό, τι αφορά τη Δύση με επιβεβαιώνουν πάμπολλες μελέτες ειδικές, παραπέμπω λοιπόν για συνοπτικές διαδικασίες στο πασίγνωστο δίτομο έργο “ΑΤΛΑΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ” (Michels Ulrich, μετάφραση ΙΕΜΑ).
Ένα από τα θηρία που θέλω να φονεύσω είναι η τερατώδης ιδεολογία που πολλούς από μας δυνάστεψε και άλλους ακόμα δυναστεύει και που συνοψίζεται στην έκφραση: «όλα από μας τα πήρανε». Αυτή η έκφραση είναι η dark side της κρυπτοδουλοπρεπούς «ο Χ-όπουλος είναι ο έλλην Χ-stein».

Οι δομές που ορίζει η θεωρία της αρχαίας ελληνικής μουσικής αναγνωρίζονται στις σονάτες του Μπετόβεν κι ας απέχει τόσους αιώνες από τους πρώτους πολυφωνιστές. Όμως πλάι σε αυτές τις μουσικές δομές υπάρχουν και δομές που δεν ορίστηκαν από τους αρχαίους προγόνους μας και που λειτουργούν πολύ περισσότερο οριστικά στα έργα του. Η μουσική ανάπτυξη στον Μπετόβεν δεν βασίζεται στη λογική μιας αφαιρετικά προδιαγεγραμμένης διαδρομής πάνω σε μία κλίμακα, αλλά στην δυναμική που γεννά μια σειρά συγχορδιών.

Στην Ανατολική παράδοση πάλι αντιμετωπίζουμε ένα άλλο πρόβλημα. Η μουσική της όντως βασίζεται σε αφαιρετικά προδιαγεγραμμένες διαδρομές πάνω σε μία κλίμακα. Αυτή η τεχνοτροπία, εξαπλωμένη γεωγραφικά και χρονικά γεννά ένα ερώτημα. Πόθεν οι απαρχές της; Ποία συνεισφορά στην διαμόρφωσή της έχουν πολιτισμοί παλαιότεροι του ελληνικού. Και επειδή αυτή η τεχνοτροπία, η λεγόμενη τροπικότητα, παρατηρείται και στους Ινδούς, αλλά και στους Ινδιάνους, αλλά κυρίως στους αρχαιότερους γείτονές μας Αιγυπτίους και Πέρσες, δεν μπορούμε να μη διαρωτηθούμε για το μήπως η καταγωγή της είναι αρχετυπική. Και επιστρέφοντας στη Δύση, ρωτάμε πάλι, μήπως το έδαφος στο οποίο καλλιεργήθηκε μέσω αρχαιοελληνικών θεωρητικών επιρροών η πρώιμη δυτική μουσική, ήταν ένα έδαφος που είχε δεκτικότητα-γονιμότητα αρχετυπικής καταγωγής; Και θέλω να θέσω το εξής ερώτημα, βέβαιος ότι απαντάται θετικά:
Μήπως οι αρχαίοι πρόγονοί μας είναι οι διατυπώσαντες θεωρητικά μιαν αρχετυπική πρακτική. Και εφόσον έτσι είναι, για να κάνω έναν διασκελισμό, ποιες ευθύνες μπορεί να έχουν ο Φρόυντ και ο Γιουνγκ, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για τα όνειρα του κάθε ανθρώπου;

Ξαναγυρίζω στο παιδάκι το γαλουχημένο με την ιδέα του απογόνου των κατασκευαστών της Ακροπόλεως ,το φοβισμένο από την επίγνωση ότι το μόνο που του επιτρέπεται να μπορεί είναι να παρασκευάζει τζατζίκι και να χορεύει συρτάκι. Αυτό το παιδάκι, όταν έφηβος αποτινάξει τους φαντασιωτικούς του τυράννους, την ξενόφερτη από τη Δύση ροκ και ποπ μουσική («έξω από το ΝΑΤΟ»), την επηρεασμένη από τη Δύση ελαφρά και εμπορική μουσική («κάτω οι λακέδες του ιμπεριαλισμού»), όταν βαρεθεί την μουσική που γεννήθηκε μέσα από την πολιτική αγωνία και έγινε πολιτικολογία («ή Καραμανλής ή τανκς»), όταν και την ευαισθησία νιώσει να τον καταπιέζει, γιατί εκεί που ξεκίνησε να τον μορφώνει, τώρα αφουγκράζεται ότι στο βάθος τον σνομπάρει («Τρίτο Πρόγραμμα»), όταν θ’ ακούσει Μπιρ-Αλλάχ βαθειά σα σουρουπώνει, αν θέλει κάποτε να μάθει και να γαληνέψει την ψυχή του, από ένα πράγμα πρέπει να προφυλαχτεί:

Να μην κάνει τον μπαγλαμά του γιαταγάνι.



ΥΓ
η οδύνη που γεννά η σύγκρουση με κάθε τι REAL εξακολουθεί να είναι μια πραγματικότητα (sic, στεναχωρήθηκα και δεν είμαι γαύρος).

Τρίτη, Οκτωβρίου 23, 2007

Rembetico & Μπλουζ, 2 (η παθογένεια των αντιστοιχιών)

Ο Μήτσος είναι ο έλλην Ντέμης.
Θα ξεκινήσω με ένα μικρό ανθολόγιο αποφθεγμάτων απαραιτήτων για να πορευθεί κανείς στις δεκαετίες του ’70 και του ‘80:
· Ο Σαββόπουλος είναι ο έλληνας Ντύλαν (φτιάχνουν και οι δύο μπαλάντες και διαμαρτύρονται).
· Ο Τσιτσάνης είναι ο έλληνας Μότσαρτ (πολυγραφότατοι).
· Αν ο Τσιτσάνης είναι ο έλληνας Μότσαρτ, τότε ο Μάρκος είναι ο έλληνας Μπαχ (λογικό ο Μάρκος είναι αρχαιότερος και έθεσε τις βάσεις και όπως είδαμε και στο προηγούμενο ποστ ήταν επίσης και ο Ρόμπερτ Τζόνσον της Ελλάδος).
· Το ρεμπέτικο είναι το μπλουζ της Ελλάδος.
· Ο Δεληκάρης είναι ο Τζωρτζ Μπεστ της Ελλάδος (κολπατζήδες και οι δύο και ατίθασα παιδιά).
Με αυτά ως πρότυπο μπορούσε ο καθένας μας να φτιάξει τα δικά του, καθώς και να εξειδικεύσει:
Ο Ιωάννης Κουκουζέλης ήταν ο έλλην Παλεστρίνα (τους χώριζαν τρεις σχεδόν αιώνες, αλλά το ζεύγος Κουκουζέλης-Παλεστρίνα ήτο απαραίτητο συμπλήρωμα των ζευγών Πέτρος Μπερεκέτης – Μπαχ, Πέτρος Λαμπαδάριος –Μότσαρτ και Θεόδωρος Φωκαεύς – Μπετόβεν).
Έχουμε, λοιπόν κι εμείς τους δικούς μας, μπορεί να μην έχουν κάνει διεθνή καριέρα, αλλά…….

Ο λυτρωμός ήρθε Ιούνιο του 1987 από τον Γκάλη. Διότι πώς θα μπορούσες πια να πεις «ο Γκάλης είναι ο έλλην Γκάλης». Είναι σχεδόν το ίδιο σαν να λες «ο Περικλής είναι ο έλλην Περικλής» ή «ο Μεγαλέξανδρος είναι ο έλλην Μεγαλέξανδρος». Πάω λίγο πίσω πάλι. Αν από μικρό παιδί γαλουχηθείς στο ότι οι τουρίστες έρχονται στην πατρίδα σου για να θαυμάσουν το αρχαίο παρελθόν της και ότι εσύ το πολύ-πολύ μπορείς να τους προσφέρεις έναν «μουζάκα» και μία «κοριατική», ένα σου έχει μείνει μόνο για να απορείς. Πώς, αλήθεια πώς και γιατί ενώ η εθνική μας τουριστική ατραξιόν είναι το συρτάκι, αυτός ο καημένος ο Θεοδωράκης, ο εφευρέτης του συρτακίου, να είναι στην εξορία, κι όταν παιδάκι αγοράζεις το Ζορμπά του Καζαντζάκη το όνομά σου να έχει φτάσει στην ασφάλεια; Και πώς εισπράττεις συμβολικά τον αποχωρισμό του Βόγλη από την Άνναμπελ, ένα πρωινό….
Νιώθεις ότι σε έχει απορρίψει η ίδια σου η ιστορία, αλλά και η γεωγραφία. Είσαι στιγματισμένος από την ανθρωπολογική επιστήμη. Αισθάνεσαι ότι θα πρέπει με τον φτωχό σου μουζάκα να αντιπαρατεθείς με την Ακρόπολη. Επιστρέφοντας λοιπόν έφηβος στην μεταπολίτευση, θα πρέπει να στυλώσεις την περηφάνια σου, έχοντας εν τω μεταξύ εμπεδώσει δια του κυπριακού ότι οι όλοι ξένοι σε επιβουλεύονται, ίσως όχι οι Γάλλοι.

Ελύτης, Σεφέρης, Ρίτσος, Αναγνωστάκης, Γκάτσος όλοι τραγουδισμένοι - κι αν ο Σεφέρης πήρε Νόμπελ, ο Ρίτσος πήρε βραβείο Λένιν, (πήρε μετά και ο Ελύτης Νόμπελ). Και μαθαίνεις λίγο-λίγο και τις παρέες. Χατζιδάκις, Κουν, Τσαρούχης, Γκάτσος, Ελύτης. Αρχίζεις να λατρεύεις όλο και πιο πολλούς σαν κι αυτούς. Γι αυτούς δεν αισθάνεσαι ότι χρειάζεται να εφαρμόσεις την αναλογία «είναι ο έλλην…..», άλλωστε αυτή την ανάγκη δεν την έχεις νιώσει ακόμα. Πολύ μακριά θα πάει…. Πρέπει να το κονταίνω.
Λοιπόν, γρήγορα και σβέλτα.
Το ροκ και κάθε τι ξένο που έχει αγαπηθεί φέρει μεταπολιτευτικά κάτι από τη ρετσινιά της ξένης απειλής. Το ίδιο και η κλασική μουσική που επιπλέον φέρει τη ρετσινιά της ταξικής της προέλευσης (sic, πού τη βρήκαν είναι άλλο καπέλο, απορεί δε κάποιος πώς ολόκληρη γενιά αριστερών πλην ελαχίστων δεν γνώρισε ποτέ τον Σοστακόβιτς και τον Προκόφιεφ που κάθε σοβιετικός εργάτης γνώριζε). Ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις και οι άλλοι όλοι, καλοί βρε παιδί μου, δε λέω, αλλά το βαραίνουν το πράγμα, σε λίγο έρχεται το ’81, σε λίγο θ’ ακουστεί «ο λαός τραγούδι θέλει τέρματα προβλήματα, χόρεψε το τσιφτετέλι κι όλα πια βλαστήμα τα». Η ζεμπεκιά είναι καθιερωμένη υποχρέωση κάθε πολιτικού, όπως πάλαι ποτέ ο τσάμικος κάθε συνταγματάρχου. Το ίδιο και το να δηλώνει τι ομάδα (όχι αίματος) είναι, ως βασικό στοιχείο της ανθρωπιάς του. Η ρεμπετολαγνεία που μας έδενε με την αγιοποιημένη εικόνα του λούμπεν υποσκελίζεται από την ποδολαγνεία προς τις τραγουδίστριες του λαϊκού ρεπερτορίου (αντίθετο αυτού το έντεχνο). Κι όλα αυτά, διότι ουδέποτε μπήκαμε στον κόπο να εμβαθύνουμε στο τι είναι και τι σημαίνουν όλα αυτά τα παράγωγα της λέξης λαός. Γι αυτό απ’ όλη αυτήν τη σκηνή (sic) εξακολουθούν και μένουν απέξω ο Νίκος Σκαλκώτας (ο έλλην Μπεργκ), ο Δημήτρης Μητρόπουλος (ο έλλην Κάραγιαν που κι αυτός ήτο έλλην), ο Γιάννης Χρήστου (που αν δεν έφευγε πρόωρα θα ήτο ο έλλην Λιγκέτι) και ο Ιάννης Ξενάκης (που είτε από λεπτό χιούμορ, είτε για να μας πικάρει, άλλοτε δήλωνε Ρουμάνος και άλλοτε Γάλλος).

«Ασκ ολσούν τσιβιρινέκ», που λέει κι ο ξεπεσμένος δερβίσης του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (δηλαδή, του έλληνος Λέοντος Τολστόι).

Κυριακή, Οκτωβρίου 21, 2007

Rembetico & Μπλουζ

μέρος πρώτον, εισαγωγή.




Παίρνω αμπάριζα από μια πρόσφατη καταχώρηση του Πετεφρή (Όταν συμμαζεύεις χαρτιά…, 20-10-2007) για να διεισδύσω σε ένα θέμα παρωχημένο. Την περίφημη ομοιότητα του ρεμπέτικου και των νέγρικων μπλουζ. Η ομοιότητα αυτή είχε εφευρεθεί από αυτοκλήτους κοινωνιολόγους-μουσικολόγους για να καλύψει ιδεολογικά την μετάλλαξη ροκάδων που σνομπάριζαν τα λαϊκά τραγούδια σε φανατικούς απολογητές του Μάρκου Βαμβακάρη.
Η συνταύτιση μπλουζ και ρεμπέτικου έχει τας αφορμάς της. Εκδηλώνεται σε μία εποχή (’70-’80) όπου η ροκ σκηνή μεταλλάσσεται από εκρηκτική σε εμπορική. Η ροκ μουσική έχει ενηλικιωθεί, οι πρώτοι λάτρεις της ψηφίζουν ή είναι και υποψήφιοι, κάποιοι είναι τακτοποιημένοι οικογενειάρχες. Η σκληρή ηχητική της ροκ , καθώς και η δυναμική ρυθμικότητά της είναι αναγνωρίσιμα πλέον ως ξεχωριστό μουσικό είδος ακόμα και από τη γιαγιά του σπιτιού που μέχρι πρότινος αυτά τα βασικά γνωριστικά στοιχεία τα θεωρούσε ως φασαρία που κάνουν οι μαλλιάδες. Να πάμε λίγο πίσω και να πούμε ότι οι μαλλιάδες, οι εξτρεμιστές της αντίδρασης μια νεολαίας που αφήνει την δεκαετία του ’50 με τα κουστουμάκια της, συνακολουθούνται από τους πιο δειλούς που οσμίζονται αέρα ελευθερίας, ελευθερίας κυρίως ερωτικής, και που στον ήχο των Λεντ Ζέπελιν πχ αναγνωρίζουν ένα σύνθημα που λέει «εμείς οι νέοι έχουμε τον δικό μας κόσμο, με τα ήθη και έθιμά του, κάτω η Καραγκούνα». Και η Καραγκούνα είναι τόσο μισητή, όσο και η φωνή του Παπαδόπουλου, γιατί το ραδιόφωνο και η τηλεόραση της επταετίας μας είχαν φλομώσει με τον Καμπαφλή (εξαίρετο κατά τα άλλα αοιδό του δημώδους άσματος) και με την Ιτιά (εξαίρετο κατά τα άλλα δημώδες άσμα). Τα δημοτικά τραγούδια εναλλασσόμενα με εμβατήρια μας ενημέρωναν για το πότε τα τανκς κατέβαιναν στο δρόμο. Ενώ σε στιγμές μικροαστικής ευμάρειας το ελαφρολαϊκό «Δελφίνι-δελφινάκι» και το «Κυρα-Γιώργαινα ο Γιώργος σου που πάει;» μας θύμιζαν ότι είμαστε η τουριστική χώρα της διπλοπενιάς (όχι της γενικής πενίας). Παραλλήλως, το μεταξικής αισθητικής ετήσιο υπερθέαμα του Παναθηναϊκού Σταδίου «Η Πολεμική Αρετή των Ελλήνων» σε αγαστή συνεργασία με το ελληνικό κινηματογραφικό μιούζικαλ κατεδείκνυαν την συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού: σανδάλι-τσαγγίον-τσαρούχι-σκαρπίνι. Όλα αυτά τα επιφανειακά στοιχεία-στοιχειά που όριζαν την ελληνικότητα προσπαθώντας παράλληλα να καθορίσουν το υποσυνείδητο των νέων και να ελέγξουν τα όνειρά τους, συνάντησαν την αντίδραση σε ένα μανιφέστο όχι λέξεων αλλά συμπεριφορών: «Εγώ, ο Μήτσος, θα λέγομαι από τούδε και στο εξής Ντέμης και δεν θα πάρω γυναίκα με προξενιό, αλλά θα γνωρίσω στα πάρτυ καμιά πενηνταριά και μετά άμα μεγαλώσω βλέπουμε. Κάτω η Καραγκούνα. Σατισφάξιον, και ας μην καλοκαταλαβαίνω τα εγγλέζικα». «Εγώ, η Ιουλία, θα λέγομαι από τούδε και στο εξής Τζούλια και δεν θα πάρω άντρα με προξενιό, θα δω πρώτα τι σημαίνει χαρά στα σκέλια μου και μετά βλέπουμε. Θα πάω απόψε στο πάρτυ με τον Ντέμη ο κόσμος να χαλάσει, κάτω η Καραγκούνα. Σατισφάξιον, και ας μην καλοκαταλαβαίνω τα εγγλέζικα». Οι πιο θαρρετοί εποικούσαν τα Μάταλα παρέα με τους χίππηδες. Οι άνω τάξεως με κάμπριο ήταν καθημερινοί θαμώνες των κλαμπ με συγκροτήματα ρέπλικες των Μπήτλις. Οι μέσοι αρκούνταν στα 45αρια δισκάκια και στα πρώτα λονγκ-πλέυ, στο ερασιτεχνικό ημίφως του σαλονιού κάποιου σπιτιού, στις παραλίες γύρω από μια φωτιά και τον Μήτσο-Ντέμη να γρατζουνάει μια κιθάρα που το καπάκι της είχε ξασπρίσει απ’ τις αλλεπάλληλες εκθέσεις στον ήλιο και στην ασκοθάλασσα. Οι μέσοι και κάτω, ξέφευγαν που και που για να επιστρέψουν στο τζουκ-μποξ του σουβλατζίδικου και να πιούνε τα κουρτάκια τους ακούγοντας «Το μερτικό μου απ’ τη χαρά». Οι άλλοι παρέμεναν εκεί, στο καφενείο τους, στη συνοικία τους, στο χωριό τους. Οι πολιτικοποιημένοι, άκουγαν μπομπίνες με Θεοδωράκη εν είδει κρυφού σχολειού, εκκλησιάζονταν στις μπουάτ ιερατούντων του Μαρκόπουλου, του Σαββόπουλου, του Λεοντή, του Λοΐζου, του Γλέζου, της Κωχ και δεν είναι διόλου τυχαίο, για να κάνουμε και μία στροφή γιατί δεν με βλέπω να τελειώνω αυτό το κείμενο, δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν, ότι κάτι η φωνή του Ξυλούρη, κάτι η φωνή της Σαμίου, του Γαργανουράκη, του Χαλκιά, κάτι το σαντούρι του Μόσχου, ο ήχος του Μαρκόπουλου κυρίως, έρρυσαν εξ αιμάτων την δημοτική μουσική και μας την επέστρεψαν εξαγνισμένη, με ανακαινισμένο το παλαιόν της ένδυμα, να μη θυμίζει συνταγματάρχη μεθυσμένο σε πασχαλινό γλέντι.
Την εποχή εκείνη, μέσα προς τέλη ’70, μεταπολίτευση, παραλλήλως εμφανίζονται δυναμικά οι συλλέκτες ρεμπέτικων δίσκων γραμμοφώνου, ο Χατζηδουλής, ο Παπαϊωάνου, ο Κουνάδης οι οποίοι προβάλλουν το ρεμπέτικο σε εκπομπές και συνάμα πείθουν τις δισκογραφικές εταιρίες να κάνουν εκδόσεις παλιών ηχογραφήσεων. Η αναζήτηση ριζών και εθνικής ταυτότητας, έννοιες που δεν θα αναλύσω γιατί θα λαλήσω, είχαν δημιουργήσει ανάγκες, ώστε το κάθε τι που θα μπορούσε να συνεισφέρει στην διαλεύκανση της μουσικής καταγωγής μας ήταν εκδόσιμο. Ο Χατζιδάκις σε ανύποπτο χρόνο ήδη από το ’60 είχε μιλήσει για το ρεμπέτικο - στην ρεμπετολαγνεία που επηκολούθησε έστρεψε τα νώτα. Ο Τσιτσάνης του ’70 στο Χάραμα και του ’80 στο Χρυσό Βαρέλι, ακούγοντας τις παλιές του ηχογραφήσεις ίσως να ετύπτετο για τον ήχο που παρήγαγε στα γεράματα, σε σχέση με τη χρυσή εποχή του ’50. Το σκρατς των δίσκων γραμμοφώνου, έγινε σύμβολο αυθεντικότητας. Η επιτυχία των παλιών ρεμπέτικων σε επανέκδοση, γεννά και τις πρώτες ρεμπετικές κομπανίες, περιοχή Ιπποκράτους, ερασιτέχνες οργανοπαίκτες φοιτητές, θαμώνες φοιτητόκοσμος.
Ο κιθαρίστας Μήτσος-Ντέμης έχει προδωθεί. Οι ρίζες που την ηχητική τους μίσησε έχουν επανέλθει στο προσκήνιο κι αυτός πρέπει να διαλέξει «περιθωριοποιημένος ή προσκυνημένος». Και έρχεται ως μάνα εξ ουρανού η Κοινωνιολογία. Ο Ντέμης, «Μήτσος, το Ντέμης κομμένο», αγοράζει μπαγλαμά, κρατάει το αμπέχωνο, αφήνει μουστάκι και λίγο-λίγο φέρνει το μαλλί στο κοντό, το κάνει και χωριστρούλα. «Ξέρεις φίλε μου τι είναι Κοινωνιολογία; Άμα δεν ξέρεις δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Είναι τυχαίο, δηλαδή (ς), που κάτω απ’ τις ίδιες συνθήκες, αναπτύσσεται στην Αμερική το μπλουζ και στην Ελλάδα το Ρεμπέτικο; Το λούμπεν στοιχείο τα δημιούργησε και τα δύο. Είναι τραγούδια διαμαρτυρίας. Δες ρε μαλάκα καμιά φωτογραφία του Μάρκου δες και τον Ρόμπερτ Τζόνσον και θα καταλάβεις».
Τον συμπαθώ τον Ντέμη – Μήτσο. Ήμουν σκληρός όταν σχολιάζοντας την καταχώρηση του Πετεφρή, απεκάλεσα τον Ντέμη-Μήτσο πλατωναριστοφανικόν ερμαφρόδιτον. Και για να αποδείξω την συμπάθειά μου διάλεξα την πλέον σκουρόχρωμη φωτογραφία του Μάρκου για να την βάλω πλάι στον Τζόνσον.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2007

Τρίτωσε..... (ωραία ιδέα, αυτό να πούμε στον Κυριάκο)




Η αίσθηση της απώλειας πρέπει να αντιμετωπίζεται με ευθυμία. Αυτό σας συμβουλεύω. Κέρδος θα το' χετε.

Χθες, προχθές, εφήυρα την απώλεια του πορτοφολιού μου. Σήμερα με κέρδος προσέφερα δωρεάν το έργον μου, χάριν προσωπικής απολαύσεως, και εξηγώ: πολύ το 'φχαριστήθηκα (όλια κι όλα). Μέχρι που η πραγματικότης, η αίσθησίς της, ήρθε να μου προσφέρει μιαν διασάφηση της εννοίας "απώλεια". Ξέχασα το τσαντάκι με τις πίπες μου στο ράδιο ταξί. Το βρήκε ο ταξιτζής και μου το έφερε (τον ταλλάρωσα-κοσάρικο, γιατί 5 πίπες κάνουν ως και 400€). Τρίτωσε........

Ο Κυριάκος είναι μεταφυσικόν ορθοτομημένον και άκρως ενθυμητέον ως είδος εξαιρούμενον.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2007

Έχασα το πορτοφόλι μου.....

Χτες κατηφορίζοντας την Αλεξάνδρας, με έντονο βηματισμό, ομολογώ, παρά την σχετικήν ηλικίαν μου και την αγυμνασίαν μου, κέρδισα την εμπιστοσύνη προς τις σωματικές μου δυνάμεις, αλλά κάτι επειδή νεάνισα, κάτι επειδή σφύριζα, μου 'πεσε το πορτοφόλι μου και δεν το πήρα είδηση. Δεν είχα μέσα και τίποτα το αξιότιμο. 25 € και την πολιτιστική μου ταυτότητα. Παρακαλώ όποιον το βρει να μου επιστρέψει τα 25€ και ας κρατήσει την εν λόγω ταυτότητα και το πορτοφόλι.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 12, 2007

Σερβιέττες μιας άλλης εποχής

Μικροί, και το μικροί προσδιοριζόμενον μας ανάγει στην δεκαετία του ’70, έβλεπα ανελλιπώς Ταρζάν στην ΥΕΝΕΔ. Μικροί λέω, γιατί μαζί με μένα καθηλωμένος στο γυαλί ήταν κι ο αδερφούλης μου, τριώ χρονών αυτός κι εγώ δέκα.
Το γυαλί ήταν ιδεοδότης. Παίζαμε, βέβαια, στη γειτονιά τα κρυφτά μας, τα κυνηγητά μας, τις αμπάριζες, τα εφτάπετρα και πολύ μπάλλα, παίζαμε και στο σπίτι με τα στρατιωτάκια μας, κυνηγητά στις σκάλες, κρυφτά μέσα στο σπίτι, παίζαμε και την εκκλησία, εγώ παπάς και ο αδερφός μου παπαδάκι, βάζαμε και την αδερφή μας να κάνει το εκκλησίασμα και την κοινωνούσα στο τέλος. Ο άμβωνάς μου ήταν η στριφτή σκάλα της αυλής. Η λειτουργία ξεκινούσε με έπαρση σημαίας, καθότι λάτρευα και την πατρίδα μας και τον Εθνικό Πειραιώς ο οποίος φέρει τα χρώματά της στην στολή του. Μια φορά μάλιστα ξέκλεψα μαυροδάφνη και την ανακάτεψα με ψωμί, και κοινώνησα την αδερφούλα μου- παιδάκι τριώ χρονώ μου μέθυσε. Την παρακοινώνησα, εφτά φορές την κοινώνησα, αλλά ήταν για το καλό της. Ο αδερφός μου κοινώνησε μόνο μία φορά, επειδή όπως μου είπε δεν του άρεσε η κοινωνία, ήθελε γιαρμαδάκια. Του έδωσα γιαρμαδάκια αντίς για αντίδωρο για να κερδίσει η εκκλησία μας άλλον έναν χριστιανό.


Ταρζάν παίζαμε τα μεσημέρια. Καθώς η γειτονιά όλη χουζούριαζε- η μάνα μου ξέκλεβε κι αυτή η καημένη κανέναν υπνάκο- εμείς παίζαμε Ταρζάν. Ο Ταρζάν ήμουν εγώ. Ο αδερφός μου είχε προσδιοριστεί εμού σκηνοθετούντος στον ρόλο του πιθηκακιού.

-Κάμαν, Μάνγκοου, κάμαν, Μάνγκοου.

Με ακολουθούσε πιστά, πάνω κάτω τις σκάλες, στην ταράτσα στην αυλή, μέχρι να επιτελεστεί η αποστολή που αντιγράφαμε από κάθε τηλεοπτικό επεισόδιο.

Έρχεται όμως στη ζωή κάθε ανθρώπου κάποια φορά κάποια στιγμή που αγγίζει το μεγαλείο (sic). Για τον δεκαετή εμένα, η στιγμή αυτή ήταν όταν αντίκρισα απλωμένα στο σχοινί του μπαλκονιού, πίσω από τις φούστες της μάνας μου και τα παντελόνια του πατέρα μου, κάτι μικρά άσπρα, τετράγωνα σχεδόν, πανάκια. Δι’ αυτών επέλυσα ένα σημαντικόν ενδυματολογικόν ζήτημα της όλης υπερπαραγωγής που διηύθυνα. Τα πανάκια αυτά ήταν ιδανικά, αν γυμνός, ωστόσο ζωσμένος ένα λαστιχάκι για σώβρακα που αγοράζεις έναντι πενηνταρακιού το μέτρο από το ψιλικατζίδικο του κυρ -Νίκου, τα κρεμάσεις πιασμένα με μανταλάκια, ένα πανάκι μπρος και ένα πίσω , να κρύβουν αντιστοίχως πουλί και πισινό. Η τέλεια στολή Ταρζάν. Και για το πιθηκάκι χρειαζόσουν ένα μόνο πανάκι να κρύβει το πουλί του. Ο πισινός των ζώων ήταν θέαμα κατάλληλο για ανηλίκους ακόμα και για την λογοκρισία της χούντας.

Ταιριάξαμε τα πανάκια και πανευτυχείς παίζαμε τον Ταρζάν των ονείρων μας. Ο Μάνγκοου ενθουσιασμένος με ακολουθούσε κατά πόδας στις σκάλες-φοινικόδεντρα, στην αυλή-ζούγκλα, στην ταράτσα-λίμνη. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, αλαλιάσαμε, πέρναγε το μεσημέρι κόντευε απογεματάκι.

–Κάμαν, Μάνγκοου, Κάμαν, Μάνγκοου.

Μέχρις που η μάνα μου αγουροξυπνημένη πρόβαλε από την πόρτα της κουζίνας. Χωρίς άλλη κουβέντα ξέβγαλε την παντόφλα της και κραδαίνοντάς την στο δεξί της χέρι, με το άλλο μαζεύοντας τη νυχτικιά, «τέρατα», αναφώνησε και μας κατεδίωξε. Προσπαθήσαμε να καταφύγουμε στη ζούγκλα μας, να γλυτώσουμε πηδώντας ανάμεσα στα φοινικόδεντρα, να γλυτώσουμε πέφτωντας στη λίμνη, αλλά εκείνη στο τέλος τα κατάφερε. Τα μεταμόρφωσε σε σιδερένια στριφτή σκάλα, σε αυλή με γλάστρες, σε ταράτσα βρεμμένη για να δροσίσει. Μας περιέλαβε και μας έδωσε το ξύλο της χρονιάς μας. Και δίκαια. Κάναμε φασαρία.

-Στο είπα ρε Πανούλη, μη γκαρίζεις όταν κάνεις τον Μάνγκοου. Στο είπα. Να κάνεις μόνο «ούγκου-ούγκου». Εσύ γιατί έκανες και «χάι-κου, χάι-κου»;

Μεγαλώνοντας, τελειώνοντας το εξατάξιο γυμνάσιο, η ΕΡΤ2 πια, έβαλε σε επανάληψη την σειρά Ταρζάν. Η μνήμη μου σε συνδυασμό με την ενδιαμέσως κτηθείσαν σεξουαλικήν διαπαιδαγώγησίν μου, μου υπέβαλαν την κατανόησιν των αιτιών του πάλαι ποτέ ταρζανείου ξυλοδαρμού μας. Είχαν ήδη δειλά-δειλά ανέλθει οι πρώτες διαφημίσεις σερβιετών στην τηλεόραση. Συνειδητοποίησα λοιπόν, λελογισμένης και της αποκτηθείσης ενδιαμέσως παιδείας μου εις την γλώσσαν της πιάτσας- καθήκον κάθε αναπτυσσομένου τότε νέου, ότι αυτά τα αθώα τετράγωνα πανάκια της παιδικής μου στολής Ταρζάν, δεν ήσαν άλλα από τα λεγόμενα «μ.....πανα».

Πέμπτη, Οκτωβρίου 11, 2007

Γκουρμέδες...

"Όταν μπαίνεις ("πίνεις" είναι το σωστό) στην ταβέρνα κάθεσαι και δε μιλάς
κάπου-κάπου αναστενάζεις απ' τα φύλλα της καρδιάς". Β. Τσιτσάνης

Οι γκουρμέδες είναι ένα είδος χουρμάδων με κάπως τραχύτερη προφορά, ίσως πιο αλανιάρικη. Ορισμένα είδη προγόνων μας αρέσκονται στους γκουρμέδες. Τους βρίσκουν δε νοστιμότατους.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 10, 2007

για μουσικούς και μουσικόφιλους......

.......μια νέα καταχώρηση στο ΑΚΟΥΣΟΝ ΑΚΟΥΣΟΝ

Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2007

Αντί πινακίου φακής

Ο Κίου Φακ Ις, φύλαρχος φυλών της συνοριακής γραμμής μεταξύ Κίνας και Μογγολίας, ρέπων εις τον σεξουαλικόν σαδισμόν, απωλέσας αδίκως υπό του αυταδέλφου του την εξουσίαν αντί πινακίου φακής, είχεν ωστόσο προλάβει να αφήσει το ίχνος του εις την ιστορίαν του τόπου του, ιστορίαν και εις ημάς γνωστήν, ένεκεν του ότι κατά την άσκησιν της εξουσίας του, παροιμιώδη έμειναν τα αντίποινά εις τα οποία υπέβαλε τους εχθρούς του, γνωστά και ως ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ ΚίΟΥ ΦΑΚ ΙΣ. Επρόκειτο για αντίποινα με βάση τo γαμηστερό φιλί (FUCK KISS), ασφαλώς. Το Κίου είναι ανετυμολόγητον, παρετυμολογείται δε από το ΤΣΙΟΥ (σαφής ηχητική αναφορά εις πτηνά), διότι ο Κίου Φακ Ις είχε μύτην αιχμηρότατην και ραμφώδη, η οποία καθιστούσε κάθε φίλημά του μαρτύριον για τον φιλούμενον ή την φιλουμένην, (εκ του "ασπάζομαι", <"ας πας ζωμέ", ήτοι "χαλάλι σου με ξεζούμισες").

Υ.Γ. ευχαριστήρια στον Μηνά Α. για την ετυμολογική αναφορά FUCK KISS

Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2007

ΚΑΘΙΔΡΩΣ

...κάθιδρως...

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 29, 2007

ΑΝΗΣΥΧΙΑΙ

Πήγα στην πλατεία Κοραή σήμερα για ένα έως πέντε τσίπουρα. Τους είδα μαζεμένους εκεί τους πολιτικούς άνδρας του Πειραιώς.

-Λα, λα, Λόλα, ο καημένος ο Γιωργάκης.
-Άννα, να ένα μήλο, ο Βενιζέλος.
-Μίμη, φάε ένα μήλο, ο Σκανδαλίδης.

Γνωρίζετε πότε γράφτηκε "Το μυρολόγι της φώκιας" από τον Παπαδιαμάντη;
Πολύ περισσότερον, ενθυμήστε ποιος ήτο πρωθυπουργός της Ελλάδος τότε;
..........................
Μην ανησυχήτε λοιπόν.

(Και μην λοιδορήτε τα αποσιωπητικά. Ο Παπαδιαμάντης, ως επαγγελματίας συγγραφεύς εφημερίδων που πληρωνόταν με τον στίχον, πολλές φορές τα λογάριασε ως επιπλέον δεκαρούλες).

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 28, 2007

Εκδοχές.............













Οι καπνιστές πεθαίνουν πρόωρα.
Οι τηγανιτές είναι νοστιμότατες.
Οι μαγειρευτές διατηρούνται περισσότερο.
Οι μισοψημένες κρατούν το αιματάκι τους.
Οι ψητές το θέλουν το λεμονάκι.
Οι παραψημένες μοιάζουν με σόλες.
Οι ωμές δεν τρώγονται (από όλους..;).




Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2007


....επειδή μάλλον θα κάνω αρκετό καιρό να ξαναγράψω, γράφω αυτό, ώστε το προηγούμενό μου ποστ να μην είναι το πιο πρόσφατο......


Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2007

Σσσσσσς, λίγο ησυχία παρακαλώ............Κοιμάμαι.

Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2007

Παρένθεμα

Ο ΚΕΦΑΛΟΣ (Έτερος αποχαιρετιστήριος ύμνος στον Μπολιβάρ).Το κείμενο δημοσιεύεται και στο HOTEL MEMORY μαζί με κείμενα άλλων μπλόγκερς στην ίδια θεματική ενότητα.
(αυτή τη φορά γράψαμε όλοι εξ αφορμής ενός ποιήματος του Εγγονόπουλου).


Παραμονή που θα ΄ρχοντουσαν οι μαστόροι να πιάσουν να γκρεμίσουν τα πίσω δωμάτια του πατρικού μου, για να ρίξουμε μετά θεμέλια να ανεβάσουμε έναν όροφο, δικαιωματικά παρέβην το άβατον: το δωμάτιο της θείας Πιπίνας. Η θεία Πιπίνα, Δέσποινα το βαφτιστικό της, χήρα Υδραίου Καπετάνιου, είχε μανία και οχυρό την νοικοκυροσύνη. Όλη μέρα, κάθε μέρα το συγύριζε, αέρισμα, ξεσκόνισμα, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, γυάλισμα και παρόλο που ήταν περήφανη στ’ αυτιά, ακόμα και με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα που πρόβαλα το κεφάλι μου στην προσπάθειά μου να αθροίσω μιαν ακόμα αποσπασματική εικόνα της κάμαράς της……: «Όξω. Όξω. Ελένη έλα μάζεψε τον μικρό».

Το Πιπινάκι στην αυλή πακετάριζε τα έπιπλά της κι εγώ πέρασα ανενόχλητος την πόρτα του δωματίου της. Απογοήτευση. Ήταν άδειο. Η εικόνα των ημερών της δόξας του θα παραμείνει για μένα εσαεί ασχημάτιστη. Ανταμοιβή μου η ανοιχτή καταπαχτή. Μέσα εκεί χωμένος ο πατέρας μου, καπετάνιος κι αυτός, ξεδιάλεγε, ανάμεσα στους σωρούς από κουτιά, πράγματα που ίσως θα κρατούσαμε. Τα υπόλοιπα, κυρίως ρούχα, θα τα δίναμε στην φιλόπτωχο.
«Τι τα ψάχνεις και τα ξεδιαλέγεις, παλιατζουρίες του συχωρεμένου είναι. Ό, τι αηδία έφερνε απ’ τα ταξίδια εκεί μέσα είναι. Πρόκοψε. Πέντε πακέτα σέρτικα τη μέρα, μπέκρα απ΄το πρωί ως το βράδυ, εγώ τα τράβηξα όλα που τον είχα τρεις μήνες στον Άγιο Σάββα». Η τελευταία φράση ήταν ένα είδος εφυμνίου για το Πιπινάκι. Στάλαγμα της περί τάξεως κοσμοθεωρίας της, εντός της οποίας η ασθένεια ήτο και αυτή ένα είδος ασυγχώρητης αταξίας.
Χώθηκα κι εγώ μέσα στην καταπαχτή και πήρα κρυφά ένα κοτσωμένο τετραδιάκι πριν προλάβει να μου φωνάξει ο πατέρας μου: «Φύγε από δω μέσα και είναι γεμάτο σκόνη και μικρόβια».
Βγήκα έξω τρέχοντας να προλάβω να μην ακούσει η μάνα μου τον πατέρα μου και με βάλει να πλυθώ που είχα σκονιστεί. Ανέβηκα με το απόκτημά μου στο ταρατσάκι και κάθισα να διαβάσω. Στην ετικέτα έγραφε με καλλιγραφημένα γράμματα:

«Ευάγγελου Καραγεωργόπουλου γραπτά κατόπιν οινοποσίας εις εκδρομάς».

Μέσα, στην πρώτη σελίδα:
«Αν δεν είχα βγει στις θάλασσες να γίνω καπετάνιος
θα είχα γίνει μάλλον στρατηγός παλιορουφιάνος».

Πιο κάτω:
«Ο ΚΕΦΑΛΟΣ.
Ο κέφαλος είναι είδος ιχθύος μικρού, διαβιόν εις νερά ρηχά, στάσιμα και θερμά, κυρίως εις τον βούρκον των λιμανιών. Αλιεύεται αυστηρώς υπό συνταξιούχων ερασιτεχνών αλιέων, οίτινες σκοτώνουν καθημερνώς την ώρα των από νωρίς τ΄ απόγεμα μέχρι να σουρουπώσει, καθήμενοι εις τους προβλήτες των λιμανιών, εις απόστασιν ανάμεσά των ικανή να διαφυλάξει μέχρι τα βαθειά γεράματά των την μεταξύ αυτών ακοινωνησίαν. Όταν κάποιος εξ αυτών γεράσει πολύ -γιατί δεν γερνούν όλοι μαζί- τότε, καταλείπει τα ψαρικά του σύνεργα εις την αποθηκούλαν του σπιτιού του και αρκείται εις νεόν μεν, προδιαγεγραμμένον δε είδος καθημερινογενούς μικροηδονής όταν, εντειχισμένος εις το ακαταλόγιστον του προχωρημένου γήρατος, πλησιάζει συστηματικώς εκάστην εσπέραν έναν μέχρι τα χθες ομόλογόν του, πολλάς φοράς μάλιστα έναν και μόνον έναν, συγκεκριμένον, και εξοφλεί το χρέος συναναστροφής το οποίον έχει δημιουργήσει μετά από τόσους χρόνους μονήρους ψαρέματος: «Τσιμπάει τίποτις, πατριώτη;».

Τα είδη του κεφάλου είναι ποικίλα. Γνωστότερα δε τα εξής, και εκ του ονόματος αντιλαμβάνεται καθείς τας ιδιότητας ή την μορφήν εκάστου:
στενοκέφαλος, χοντροκέφαλος, μικροκέφαλος, μακρυκέφαλος, πλατυκέφαλος, ξεροκέφαλος, δολιχοκέφαλος, δικέφαλος, ακέφαλος. Των δύο τελευταίων ειδών αιτιάζεται η τερατομορφία εις καρκινογενέσεις.

Εν Λαρίσση, 27 Απριλίου 1939»

Δεν πρόλαβα να διαβάσω άλλη ιστορία. Ο πατέρας μου με έπιασε στα πράσα, μου πήρε το τετραδιάκι, το οποίο το εξέτασε συνοπτικώς και το πέταξε στον σκουπιδοτενεκέ, με παρέδωσε στη μάνα μου που με ξέντυσε και με έχωσε στη σκάφη να με πλύνει. Την ώρα που με έλουζε, επέστρεψε τροπαιούχος ο πατέρας μου και ανοίγοντας ένα ξύλινο βαλιτσάκι είπε με κομπασμό: «Κοίτα τι θα πετάγατε με τη βιασύνη σας. Ξέρεις Ελένη τι είν’ αυτό; Ναυτικός εξάντας του 1870».
Ο εξάντας αυτός, αφού συντρόφευσε και του πατέρα μου τα ταξίδια, κοσμεί πλέον το γραφείο μου. Το κείμενο του συχωρεμένου θείου Βάγγελου, τον οποίον ειρήσθω εν παρόδω δεν εγνώρισα καθότι η γέννησίς μου ακολούθησε τον θάνατό του μετά διετίαν, το κείμενον περί Κεφάλου, λοιπόν, το οφείλετε στην φωτογραφική μου μνήμη.

Πέμπτη, Ιουνίου 14, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η μουσική των νερών (8)

8η συνέχεια εκ των προηγουμένων

»


Και κλείσανε απότομα τα εισαγωγικά γιατί ο γέρος αυτός διηγιόταν το παραμύθι μέσα στ’ όνειρό μου, αλλά η Νία η αδερφή μου μού γαργάλησε το πόδι και ξύπνησα. Το αριστερό μου πόδι. Το δεξί ήταν μέσα στο γύψο. Και ο γύψος μου έδινε μια …. φαγούρα…., μα μία φαγούρα. Δεν ξέρω αν έχετε σπάσει πόδι ποτέ. Τις τρεις πρώτες μέρες, ανάλογα με το σπάσιμο βέβαια, τις τρεις πρώτες μέρες έχεις τον πόνο όπως και να ‘σαι, ξαπλωτός, καθιστός, όταν σηκώνεσαι. Μετά έχεις τον πόνο, μόνο όταν σηκώνεσαι. Στις πέντε μέρες αρχίζει η φαγούρα.
-Δε θ΄ ανοίξουν τα σχολεία σκατούλι. Πρωί –πρωί θα σε βλέπω να ξερνάς το γάλα και να πηγαίνεις. Εγώ, να ΄ναι καλά το πόδι μου που το ΄σπασα. Ξέρεις τι μου είπε ο γιατρός; Μετά τις 10 Οκτωβρίου θα πάω σχολείο, και αν……..

Τώρα βέβαια θα μου αναρωτηθείτε γιατί εμφανίζω τ΄ αδερφάκια μου τα δίδυμα σιωπούντα, μέχρι τώρα. Να σας πω την αλήθεια, ήδη, τα έχω καταδικάσει σε απόλυτη σιωπή μέχρι του τέλους αυτής της συγγραφής. Απλώς τώρα σας το ανακοινώνω. Και θα είναι ασυνεπές από μέρους μου, αν παραβαίνοντας τον σχεδιασμό αυτού του ραψωδικού συμπιλήματος, εμφανίσω αίφνης τα δίδυμα ομιλούντα.

ΤΕΛΟΣ

ΥΓ. Για να αιτιολογήσω τον τίτλο: Το πόδι μου το έσπασα 20 Σεπτεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Ευσταθίου. Κατά την ανάρρωση-χασομέρι μες στο σπίτι πέτυχα και έγραψα στο κασσεττοφωνάκι μας, μια εκπομπή με μαγνητοσκοπημένη την συναυλία της Βασιλικής Ορχήστρας της Μ. Βρεττανίας να παίζει, επί σχεδίας αργοπλέουσας τον Τάμεσι, την "Μουσική των Νερών" του Χαίντελ, όπου αίφνης από νταής - γιατί το πόδι μου το έσπασα καβγαδίζοντας με ένα άγνωστο παιδί που πήγε να ανακατευτεί στην παρέα μας - από νταής λοιπόν μεταλλάχτηκα σε κάποιον, που ακούγοντας και ξανακούγοντας αυτή την κασσεττούλα κάθε φορά ορκιζόταν, κάποτε να μπορεί να καταλάβει γιατί αυτό που άκουσε από την τηλεόραση και το αποθησαύρισε, ήταν τόσο παράξενο και τόσο ωραίο.

Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η μουσική των νερών (7)

(7η συνέχεια εκ των προηγουμένων)

Αυτό το παραμύθι το διηγιόταν ένας γέρος:
«Ήταν ένα παλάτι, όχι σπουδαίο παλάτι, να φανταστείτε μάλλον ένα παλάτι προς το κακομοίρικο παλάτι. Τέτοιο παλάτι. Πάντως αυτό το παλάτι, σαν παλάτι που ήτανε, είχε ένα βασιλιά. Κι ο βασιλιάς είχε έναν αρχιμάγερα, όπως κάθε βασιλιάς – τίποτα το ασυνήθιστο. Να σας πω μόνο ότι μιλάμε για μια παλιά εποχή, τόσο παλιά που ο αρχιμάγερας παλατιού ήταν μεγάλη θέση, όπως ας πούμε στην εποχή μας να είσαι διευθυντής στη Βασιλική Όπερα. Ήτανε θέση με αξία στην κοινωνία. Αρχιμάγερας του παλατιού. Μπορεί ποτέ κανένας από το πόπολο να μη γευόταν κάποια από τις μαγειρικές του. Όμως το όνομά του, του αρχιμάγερα, ήταν σε όλους γνωστό. Και σ’ αυτούς που γεύονταν τις μαγειρικές του και σ’ αυτούς που τρώγανε το πολύ-πολύ μπακαλιάρο σκορδαλιά. Μεταξύ μας να σας πω, και του βασιλιά του άρεσε ο μπακαλιάρος σκορδαλιά, αλλά σα βασιλιάς που ήτανε έπρεπε να καμώνεται ότι ξέρει και από μεγάλες μαγειρικές.
Τέλος πάντων. Ο βασιλιάς σα βασιλιάς που ήτανε, όπως όλοι οι βασιλιάδες του καιρού του, είχε και συμβουλάτορες. Κάτι σαν τους σημερινούς υπουργούς. Είχε κι έναν συμβουλάτορα για να νοιάζεται λέει την ομορφιά του παλατιού - μια ηλικία ήντουσαν οι δυό τους, βασιλιάς και συμβουλάτορας. Στην αρχή, μόλις πρωτοθρονιάστηκε, είχε αναλάβει ο βασιλιάς ο ίδιος μοναχός του, ανάμεσα στα πολλά που έκανε ή δεν έκανε, να φροντίζει και για την ομορφιά του παλατιού, αλλά μετά βαρέθηκε, δεν προλάβαινε κιόλας. Κι έτσι πήρε αυτόν τον συνομήλικό του, που ως τότε ήτανε φρούραρχος και τον έκανε συμβουλάτορα ομορφιάς του παλατιού. Βαρέως το έφερε βέβαια ο παλιός φρούραρχος που κατήντησε από φρούραρχος συμβουλάτορας της ομορφιάς του παλατιού, όμως κι αυτός όσο ήταν φρούραρχος δεν πρόσεχε. Κοιμήσης ήτανε. Κάτω απ’ τη μύτη του κρυφακούγανε σπιούνοι την ίδια την κρεββατοκάμαρα του βασιλιά, κι αυτός χαμπάρι. Γι αυτό κι ο βασιλιάς του την είχε φυλαμένη. Άλλη όμως ιστορία αυτή…. Τέλος πάντων. Πάντως μέσα στις δουλειές του παλιού φρούραρχου που τώρα ήτανε συμβουλάτορας ομορφιάς του παλατιού, μέσα λοιπόν στις δουλειές του ήτανε και το να προσέχει το μαγεριό. Για να προσέχει το μαγειριό ο συμβουλάτορας, επειδή ο ίδιος είχε κι άλλες δουλειές, διόρισε με τη σειρά του ένα συμβούλιο μαγεριού, όπως ήταν συνήθιο την εποχή εκείνη, να έχουν δηλαδή τα μαγεριά εκτός από αρχιμάγερα και συμβούλιο μαγεριού..... Το συμβούλιο του μαγειριού ήταν για να προσέχει αν κάνει καλά τη δουλειά του ο αρχιμάγερας και αν δεν την κάνει καλά να το καρφώνει στον συμβουλάτορα ομορφιάς του παλατιού. Γιατί, το ξέρετε δα, πόσοι και πόσοι αρχιμάγεροι έχουν δηλητηριάσει βασιλιάδες και βασιλιάδες. Όμως αυτό που δεν ξέρετε, γιατί ακόμα δε σας το ΄πα, αυτό λοιπόν που δεν ξέρετε είναι ότι τον αρχιμάγερα τον είχε διαλέξει ο ίδιος ο βασιλιάς. Τον είχε φέρει από τα ξένα. Ο αρχιμάγερας, Λάζαρο το λέγανε, δεν ήταν βέβαια μάγερας στα ξένα. Στα ξένα ήταν ένας φημισμένος αρχισερβιτόρος, έτσι τουλάχιστον είπανε όταν τον φέρανε στο παλάτι. Από αυτούς που ξέρουνε να στρώνουνε ωραία τα τραπέζια και να τα στολίζουν. Ιδέα δεν είχε από μαγειρική. Αλλά ο βασιλιάς, όταν έφυγε ο παλιός του αρχιμάγερας, επειδή έσκασε ο άνθρωπος με τη μιζέρια αυτού του κακομοίρικου παλατιού, γιατί αυτός ο παλιός αρχιμάγερας ήτανε κανονικός μάγερας και δεν μπορούσε να δουλεύει άλλο σε ένα μαγεριό ενός κακομοίρικου παλατιού, ο βασιλιάς λοιπόν στη θέση αυτού του παλιού αρχιμάγερα που ήτανε κανονικός μάγερας, παράγγειλε και έφερε απ’ τα ξένα αυτόν τον αρχισερβιτόρο τον Λάζαρο, που ήξερε λέει να στρώνει ωραία τα τραπέζια. Γιατί στην εποχή του βασιλιά αυτού εδώ που λέμε, πιο πολύ αξία είχε το να είναι ωραία στρωμένο το τραπέζι παρά να γίνονται όπως πρέπει, δηλαδής με όλα τους τα υλικά και τη μαεστρία οι μαγειρικές - από αυτή τη λέξη, τη μαεστρία, βγαίνει και η λέξη μάγερας, μαγεριό, μαγειρική και τα λοιπά και τα λοιπά……..


συνεχίζεται..........

Σάββατο, Ιουνίου 02, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (6)


6η συνέχεια εκ των προηγουμένων

Ένα γερό χέρι ξύλο, ιδίως αν ήταν σαββατιάτικο, ακολουθείτο από την εξαγγελία των περιοριστικών όρων για το Σαββατοκύριακο:
«Μη σώσω, μα το Θεό, αν σε δω να βγαίνεις την εξώπορτα μέχρι τη Δευτέρα που θα πας σχολείο».
Πάντα εκτιμούσα την ενστικτώδη εξυπνάδα της μάνας μου. Αυτό το «αν σε δω» άφηνε το περιθώριο και σε μένα να βγω έξω, αλλά και σε εκείνη, την δυνατότητα να επιζήσει παρά τον φρικτό της όρκο, αρκεί να ξεπόρτιζα κρυφά απ’ το βλέμμα της. Ωστόσο, δεν έφτανα ποτέ τα πράγματα στα άκρα. Συνήθως μετά από ένα μπερτάκι αυτοεξοριζόμουν στην ταράτσα. Παιχνίδι στη γούρνα του πλυσταριού με τα στρατιωτάκια. Τη γέμιζα νερό, και χωρίζοντας στα δυο καμιά ντουζίνα μανταλάκια, ξεχαρβαλώνοντας το μεταλλικό έλασμα που συνένωνε τα δύο πανομοιότυπα ξυλάκια, αποκτούσα τον απαραίτητο στόλο για την αναπαράσταση της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως από τους Ρως. Σπίρτα είχα πάντα στην τσέπη μου. Κάτω απ’ τη γούρνα, ανάμεσα στα πράσινα σαπούνια, τα ROL και τά ΟΜΟ υπήρχε και ένα πλαστικό μπουκαλάκι καθαριστικής βενζίνης. Οι δόλιοι Ρως επλησίαζαν με τα μονόξυλά τους τα τείχη της Πόλης. Η σκηνογραφική λεπτομέρεια ότι τα στρατιωτάκια μου, δυό-δυό πάνω στα μονόξυλα, ήταν Ινδιάνοι με ντουφέκια, παρεβλέπετο αφομοιωμένη στο γενικότερο θέαμα– άλλωστε πλέον, πολλές σύγχρονες σκηνοθετικές απόψεις επί κλασσικών έργων του μελοδράματος με έχουν ξεπεράσει σε τολμηρότητα. Το υγρόν πυρ χυνόταν αργά-αργά από το πλαστικό μπουκάλι στα νερά του Βοσπόρου. Έβγαινα έξω απ’ το πλυσταριό, μισόκλεινα την πόρτα και από τη χαραμάδα προσεχτικά πετούσα στη γούρνα ένα αναμμένο σπίρτο. «Αυτή ήτο και είναι η ισχύς και η δόξα του Βυζαντίου», φώναζα δυνατά, αλλά μέσα μου.

Τοιουτοτρόπως, σ' ένα απόγευμα είχα εκδικηθεί, και την αυθάδεια των πέριξ των ενδόξων συνόρων μας μη εισέτι εκχριστιανισθέντων φύλων, και την καθ’ υπερβολήν αυστηρότητος επιβληθείσαν μητρικήν τιμωρίαν. Το επόμενο πρωί της ενδόξως λυθείσης πολιορκίας, καθώς έψελνα το "Τη Υπερμάχω", με ιδιαίτερη ικανοποίηση άκουγα τη μάνα μου να λέει στη θειά μου «Παλιόκαιρος, παλιοϋγρασία. Φρεσκοπλυμένα ρούχα, τα είχα απλωμένα μέσα στο πλυσταριό επειδή έβρεχε και έχουνε πάρει μια παράξενη μυρωδιά…. Και που στην ευχή πάνε τα μανταλάκια; Τόσα μανταλάκια η γη τα καταπίνει; Κάθε βδομάδα παίρνω δυο-δυο τις ντουζίνες».
«.....Ίνα κράζω σοι..... Ο Πάνος και η Νία μαμά τα χαλάνε. Μην αφήνεις τα δίδυμα μόνα τους στην ταράτσα, αν δεν είμαι τουλάχιστον κι εγώ για να τα επιβλέπω. Ξέρεις τι διαολάκια είναι; Χτες πέταξα δεκαεφτά διαλυμμένα μανταλάκια».



συνεχίζεται.............

Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (5)

5η συνέχεια εκ των προηγουμένων


Ωραιότατον αυτό κολπάκι υστάτης αμύνης. Αποτελεσματικότατον: «Βοήθεια γειτόνοι».
Ο άνθρωπος σε κάθε πράξη του έχει κάνει λογιστικό προγραμματισμό, αναλόγως, βεβαίως, της λογιστικής ικανότητός του. Και η μάνα άνθρωπος είναι. Σου λέει λοιπόν: «Θα δείρω το παιδί και θα φοβηθεί - δεν θα το ξανακάνει». Απλουστάτη αντίληψις. Εδράζεται αδρανώς εις τον λεγόμενον "παρατεταμένον σύνδρομον λεχώνας". Η λεχώνα, ως γνωστόν, ακούει κλάμα, ταΐζει παιδί. Ταΐζει παιδί, δεν ακούει κλάμα. Συμπεραίνει ως εκ τούτου, ότι δι’ απλών χειρισμών φέρει επιθυμητά αποτελέσματα. Ξεχνά όμως ότι κατ’ ουσίαν συναλλάσσεται με τας διαθέσεις ενός βρέφους αγλώσσου. Μωρέ! Μεγάλη επιτυχία, δηλαδή, το να ταΐσεις ένα μωρό για να μη σε ζαλίζει με κλάματα…!
Περιγράφω μαθηματικώς:
Α +Β=Γ, όπερ Γ=Α+Β, όπου Α= νηστικόν μωρόν κλαίον ζαλίζει μαμά, Β=μαμά ταΐζει παιδί και Γ=μωρόν χορτάτο δεν κλαίει και μαμά ησυχάζει.

Τα παιδιά, όμως δεν είναι βρέφη. Είναι ωριμάζοντες άνθρωποι. Και φρέσκα στην κοινωνία έχουν στενότερη επαφή με το θέατρο απ’ ότι οι μεγάλοι, διότι βρίσκονται πιο κοντά στην εποχή που αγωνιωδώς προσπαθούσαν να κατακτήσουν την ομιλία. Γι αυτό κι έχουν καλύτερη αντίληψη του τι αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει μια πράξη. Έχουν, δηλαδή, καλύτερη φυσική κατάσταση από τους μεγάλους, ώστε να αντέξουν τα αποκυήματα των πράξεων τους, συμπεριλαμβανομένου του Λόγου, διότι ως γνωστόν ο Λόγος είναι Πράξη. Και έχουν ακόμα τα παιδιά, ένα εξωτερικό μάτι, όπως οι χορευτές, που παρακολουθεί και αξιολογεί την κίνησή τους. «Βαράς εσύ; Θα σε κάνω εγώ ρεζίλι στη γειτονιά, γιατί κανείς δεν ξέρει γιατί με βαράς, με τι με βαράς και πόσο με βαράς».
Μαθηματικώς: (Α + Β) : (Γ + Δ) επί Κ = Ε, όπου Α= μαμά με παρατεταμένον σύνδρομον λεχώνας, Β=άτακτον παιδί, Γ= βαράει η μαμά, Δ= σκούζει το παιδί και Κ= Π.Σ.Κ.Κ.Κ.Α. (Παγκοσμία Σταθερά Κουτσομπολίστικης Κοινωνικής Αντιλήψεως). Το δε Ε ισούται με τον παιδικόν θρίαμβον.

Τώρα θα σας πω εν συντομία την ιστορία του κασετοφωνακιού SONY. Το αγοράσαμε, όπως σας είπα, Φλεβάρη του ’73. Μετά τα εγκαίνιά του έμεινε εν υπνώσει στην οροφή της ντουλάπας της κρεββατοκάμαρας των γονιών μου για τέσσερεις περίπου μήνες. Κατόπιν, αξιοποιήθηκε επί πενταετίαν και παρεχωρήθει στους προεφήβους διδύμους αδελφούς μου (αγόρι, κορίτσι) που με επιπολαίους χειρισμούς ξεδόντιασαν ένα-ένα τα λευκά του πλήκτρα. Αλλά υπάρχουν και μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες του βίου του, που άλλες σκοπεύω να αφηγηθώ και άλλες ίσως όχι.


συνεχίζεται.............

Τετάρτη, Μαΐου 30, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (4)


4η συνέχεια εκ των προηγουμένων.........



«Τι ώρα είναι αυτή που γυρίζεις; Πού ήσουνε; Θέλεις να μας σκάσεις; Από τις δύο που σχόλασες έφτασες να μαζεύεσαι πέντε παρά. Αναισθησία. Τέτοιος γάιδαρος είσαι; Γιατί δε μιλάς; Μη μου γυρίζεις από κει το κεφάλι εμένανε. Μόλις έφυγε ταξίδι ο πατέρας σου άρχισες πάλι. Να μου πηγαίνει εμένανε η ψυχή μου στην Κούλουρη κι εσύ να γυρνοβολάς. Γαϊδούρι. Αυτό το παράδειγμα δίνεις στ’ αδέρφια σου;».
«Αυτά είναι μικρά και δεν καταλαβαίνουνε».
«Από ετοιμολογία είσαι ο καλύτερος. Έχεις φάει τίποτα; Νηστικός από το πρωί…».
«Δεν θα πεθάνω. Ο άνθρωπος αντέχει στην πείνα τριάντα μέρες».
«Γάιδαρε. Άμα σου γυρίσω καμία ανάποδη θα δεις».
«Έφαγα τοστ».
«Τοστ και ποστ και κομπόστ. Σκατολοΐδια. Μ’ αυτά δεν τρέφεται ο άνθρωπος. Θα στο κόψω το χαρτζιλίκι. Είσαι στην ανάπτυξή σου και θέλεις φαΐ κανονικό. Να σου βάλω να φας;».
«Άμα θέλεις να φάω, ξανατρώω».
«Κοίτα κατάσταση. Το παλτό σου μούσκεμα. Τα πουκάμισα έξω. Η φανέλα σου λούτσα. Άμα κρυώσεις και πας στο Σανατόριο, θα σου πω εγώ. Αλλά θα με χτικιάσεις εμένανε πρώτα. Ξέχασες που μικρός πέρασες πνευμονία; Χτες τα έπλυνα και τα σιδέρωσα και τα έκανες σαν τα μούτρα σου. Με ποιους γυρνοβόλαγες;».
«Πήγαμε μετά το σχόλασμα στη ΧΑΝ και επειδή έπιασε βροχή καθίσαμε και περιμέναμε να περάσει».
«Και στη ΧΑΝ έσκισες το γόνατο του παντελονιού σου;».
«Γλίστρησα στο δρόμο που ερχόμουνα».
«Εμένανε πας να κοροϊδέψεις; Γι αυτό είσαι από πάνω ως κάτω μες τις λάσπες; Πήγατε μετά και παίξατε μπάλλα. Δεν σου έχω πει να μην πηγαίνεις για μπάλλα μετά το σχολείο; Άμα στα δώσω τη Δευτέρα να τα φορέσεις σκισμένα και λασπωμένα, τι θα μου πεις; Δηλαδή, επειδή δεν θέλω να γίνω ρεζίλι εγώ, και σε στέλνω στο σχολείο στην τρίχα, εσύ θα με καβαλήσεις; Επειδή ο πατέρας σου λείπει νομίζεις ότι θα με καβαλήσεις και θα κάνεις ότι σου καπνίζει; Δεν θα γυρίσει με το καλό ο πατέρας σου; Θα σε πάρει και θα σε σηκώσει….. Την Τρίτη που θα γυρίσει από την "άγονο" θα σε πάρει και θα σε σηκώσει………».
«Ήμουνα τερματοφύλακας».
«Θα σε πάρει ο διάολος…..».
«Όχι, ρε μαμά, με τη λουρίδα…. Μη βαράς με τη λουρίδα. Σου ‘χω πει, μη με βαράς με τη λουρίδα».
«Όχι λουρίδα. Όχι κρεμάστρα. Όχι παντούφλα. Καμτσίκι θέλεις εσύ γάιδαρε ξεσαμάρωτε. Γαϊδούρι κυπραίϊκο…………».
«Σου είπα, που να πάρει η ευχή, ήμουνα τερματοφύλακας……………. Α, α, α,… γειτόνοι βοήθειααα………».
«Σκάσε. Σκάσε……, που θα γίνουμε ρεζίλι στη γειτονιά...».
«Βοήθεια, λέω........».
«Σκάσε, αφιλότιμε».
«Βο....».
«Σκάσε».
«……………μ».



συνεχίζεται........

Δευτέρα, Μαΐου 28, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (3)

3η συνέχεια εκ των προηγουμένων
Το κουδούνι ντριντρίνισε το πολυπόθητον σαββατιάτικο σχόλασμα. Την επόμενη εβδομάδα θα είμαστε απογεματινοί, οπότε αυτή η Κυριακή απλώνεται φαρδιά κοιλάδα ανάμεσα σε ένα ξένοιαστο κατηφορικό απόγευμα Σαββάτου και ένα ήπια ανηφορικό δευτεριάτικο πρωινό, πρόσφορο για να ένα διάβασμα πασαλειμματάκι οχτώ με δέκα και μετά μπάλλα ως την ώρα του φαγητού, καθώς το οφειλόμενο άγχος για την αδιαβασιά υπό την σκιά του κακοτράχαλου όγκου της εβδομάδας που υψωνόταν απειλητική όσο πλησίαζε η ώρα 2 το μεσημέρι, θα εξοφλείτο με στομαχικό σπασμό στο άκουσμα του σαδιστικού μακρόσυρτου ντριιιιιιιιιιιν που σήμαινε την προσευχή. Ο κυρ-Στέλιος ο επιστάτης με το ημίλεπτον αυτό κουδούνισμα εκτόνωνε την δική του τσαγκαροδευτεριάτικη βαρεμάρα. Με το σαρδόνιο υπομειδίαμά του τον βλέπαμε να χλευάζει μουδιασμένες τις κινήσεις μας, καθώς μπαίναμε στις γραμμές ανά τμήμα υπό τα στρατιωτικής εκφοράς παραγγέλματα του γυμναστή και ενώ η Βλοσυρά Τριάς, Γυμνασιάρχης, Διευθυντής και Υποδιευθυντής, μας ατένιζαν άκαμπτοι από τον εξώστη του α’ ορόφου. Θα εκαλείτο ένας μαθητής για την προσευχή, η χορωδία θα τραγουδούσε το «Συ που κόσμους κυβερνάς» και μετά θα ακολουθούσαν οι αυστηρές νουθεσίες περί σχολικής πειθαρχίας και οι ανακοινώσεις αποβολής τών εις πταίσματα πεσόντων. «Χατζής, Σεφεριάδης, τριήμερος αποβολή διότι έσπασαν αναιτίως τας κρεμάστρας του γυμναστηρίου. Ανδρεάκος διήμερος αποβολή διότι αυθαδίασε προς την κυρία Νιαρχάκου, ήτις τον συνέλαβε εις τα αποχωρητήρια καπνίζοντα. Κοσμίδης, μονοήμερος αποβολή διότι ανέγνω εντός της τάξεως πολιτικήν εφημερίδα. Εις τας τάξεις σας». Ιωνίδειος Πρότυπος Σχολή.
Αλλά τώρα είναι σχόλασμα Σαββάτου. Με γρήγορο περπάτημα και γέλια κατεβαίνουμε τις γλιστερές σκάλες. Είχε βρέξει στο τελευταίο διάλειμμα και οι σόλες των εκατοντάδων παπουτσιών είχαν ανακατέψει τα υγρά αποτυπώματά τους με υπολείμματα τυρόπιττας και με βούτυρο από μισοφαγωμένα τσαλαπατημένα σάντουιτς. Ο καιρός μουντός, ετοιμάζει πάλι βροχή. Μπουμπουνίζει. Μας το χάλασε το ντέρμπι με το Α2 στην πλατεία Τερψιθέας. Πάμε στη ΧΑΝ για πιγκ-πογκ. Προηγείται στάση στο Κορφού, το τοστάδικο της πλατείας Κοραή. Κατάθεσις των οικονομιών της εβδομάδος. «Ένα με διπλό τυρί, ντομάτα, αυγό, ζαμπόν, συκωτάκια, ρώσσικη και μουστάρδα. Εσύ, ρε, τι παράγγειλες για το δικό σου; Α, και μια κονσερβίτσα χυμό ροδάκινο».


συνεχίζεται.........

Κυριακή, Μαΐου 27, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (2)

2η συνέχεια εκ του προηγουμένου............


Η τεχνική της γραφής σε τρίτο πρόσωπο, λένε ότι σηματοδοτεί την ωριμότητα του συγγραφέα. Εμένα μου φέρνει πολλές δυσκολίες. Με παιδεύει. Προτιμώ το πρώτο πρόσωπο όσο κι αν δεν γράφω απολύτως προσωπικά. Όταν, δηλαδή, θυμάμαι τάχα, στην ουσία διαπλάθω συμφυρμούς με βάση ετερόκλητες αναμνήσεις. Αλλά και το ανάποδο κάνω. Μίαν ανάμνηση την διασπώ σε πολλαπλές δυνάμει υπαρκτές εικόνες που απαιτούν να τους συμπεριφερθώ σα να υπήρξαν και να τις θυμάμαι.
Ο μπαμπάς, λοιπόν, της εν λόγω οικογενειακής καταστάσεως, είναι ο μπαμπάς μου – άρα προφανώς αναφέρομαι στην οικογένειά μου. Τω όντι είμαι κατά επτά χρόνια μεγαλύτερος από τα δίδυμα αδερφάκια μου (αγόρι-κορίτσι), αλλά ο μπαμπάς μου δεν μου έριξε χαστούκι προς παραδειγματισμόν, όταν οι δείκτες έξι παιδικών χεριών διεκδίκησαν το πάτημα του κουμπιού PLAY. Διότι ούτε αυτό συνέβη. Ουδείς δείκτης παιδικός της οικογενείας μας θα μπορούσε παρόντος του πατρός μας να συμπεριφερθεί ανώριμα. Ίσα-ίσα που με τάξη κατόπιν εντολής του μπαμπά, κατά ηλικίαν δοκιμάσαμε την αποτελεσματικότητά μας στο να θέσουμε σε λειτουργία το κασετοφωνάκι. Πρώτα ο μεγάλος, δηλαδή εγώ. Θα σας κουράσω λίγο τώρα για να σας αναπτύξω την μεταξύ των διδύμων αδερφών μου ιεραρχίαν εν συναρτήσει με τα παιχνίδια της τύχης και με ολίγα στοιχεία φυσιολογίας τοκετού διδύμων. Κανονικά ο αδερφός μου κατήρχετο πρώτος και θα επρόβαλε το κεφαλάκι του προς τον κόσμο προηγούμενος της αδερφής μου. Όμως, μπλέχτηκε στον λώρο. Ευτυχώς, η σύγχρονος του 1966 ιατρική επενέβη και με καισαρικήν τομήν έβγαλε ο μαιευτήρας από την κοιλιά της μάνας μου πρώτα την αδερφή μου και μετά τον αδερφό μου. Δεν τα είχαμε βαφτίσει ακόμα τότε και γι αυτό δεν σας λέω τα ονόματά τους. Έτσι, παρόλο που ο αδερφός μου θα ήταν ο πρώτος, αν ο τοκετός ήτο φυσιολογικός, πρώτη θεωρήθηκε η αδερφή μου. Και αυτή πάτησε μετά από μένα το PLAY του κασετοφωνακιού μας. Ο μικρός το πάτησε τελευταίος.


συνεχίζεται....

Σάββατο, Μαΐου 26, 2007

Ο μικρός νταής, ο άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών.



Το κασετοφωνάκι Sony αν και εβολιδοσκοπείτο ως Χριστουγεννιάτικο δώρο για το σπίτι, μετά από αλλεπάλληλες οικογενειακές συσκέψεις, αφού πρυτάνευσε η συνετή οικονομική άποψη της κεφαλής του σπιτιού, και αφού κατόπιν συμφωνίας τα τρία παιδάκια της οικογένειας περιορίστηκαν σε τρεις σακουλίτσες μπαλόνια για δώρο Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, αγοράστηκε τελικώς κατά τις εκπτώσεις του Φεβρουαρίου του 1973, κατά τριάντα δραχμές φθηνότερα.
Η πρώτη μέρα της απόκτησής του ήταν πανηγυρική, παρόλο που ήταν Πέμπτη, μεσοβδόμαδα. Μια κασετούλα-demo έπαιξε και ξανάπαιξε ένα ολόκληρο απόγευμα τα τέσσερα ποπ γιαπωνέζικα τραγουδάκια της, αυστηρά με χειρισμό του αγγλομαθούς μπαμπά, που είχε μελετήσει προηγουμένως τις οδηγίες σχολαστικά. Κατά τις 6.00 που άρχισε να σουρουπώνει, ο μπαμπάς παραχώρησε το δικαίωμα χρήσης στα υπ’ αυτόν μέλη της οικογένειας. Το πάτημα του κουμπιού "PLAY" διεκδικήθηκε με σφοδρότητα από τους δείκτες έξι παιδικών χεριών – προηγουμένως η μαμά τιμητικώς δοκίμασε μια φορά να το πατήσει και δεν τα κατάφερε, οπότε αποσύρθηκε στην κουζίνα να φτιάξει τυροπιτάκια για τον εορτασμό αποκτήσεως. Η κατάληξη της διαμάχης ήταν αναμενόμενη. Μια άγρια φωνή του μπαμπά, ένα χαστούκι στον μεγάλο γιο, τα κατά επτά χρόνια μικρότερα δίδυμα (αγόρι και κορίτσι) λουφάξανε, και ο μπαμπάς αρπάζοντας με προστατευτικότητα τη συσκευή, «Δεν είσαστε για τίποτα, θα της βγάλετε τα μάτια σε μια μέρα», είπε, τράβηξε το καλώδιο από την πρίζα τακτοποίησε το κασετοφωνάκι στο κουτί συσκευασίας του και το απέσυρε στο άβατον: στην σκεπή της ντουλάπας της κρεββατοκάμαρας. «Θα το ξαναδείτε το Σάββατο, μετά το σχολείο, και αν».
......... συνεχίζεται.

Δευτέρα, Μαΐου 21, 2007

Κωνσταντίνου και Ελένης. Γιορτάζουν οι γονείς μου.(Ως ανταπόδοσις).

















Το απόσπασμα κριτικής που διαβάσατε είναι του Πέτρου Βλαστού, στο μελέτημα του "Ο Καβάφης ο στωικός", (Ιδέα 1, 1933), σκαναρισμένη από το βιβλίο "Η ΔΕΚΑΤΗ ΜΟΥΣΑ, Μελέτες για την κριτική" του Παναγιώτη Μουλά.
Ο καλλιτέχνης και ο κριτικός, πιστεύω, ότι συμπορεύονται. Όμως, επίσης για μένα αποτελεί δόγμα το ότι, αν και βαδίζουν στον ίδιο δρόμο, μονοπάτι, λεωφόρο (ό, τι προτιμάτε), οφείλουν, έστω και αν γνωρίζονται, να μη συνομιλούν …. περί του παπλώματος. Ο καθένας με την τέχνη του οφείλει να απευθύνεται σε όλους τους άλλους εκτός από τους αμέσως εμπλεκομένους. Ούτε ο κριτικός στον καλλιτέχνη, ούτε ο καλλιτέχνης στον κριτικό. Γιατί αν αρχίσουν να συνομιλούν οι εμπλεκόμενοι, θα εμπλακούν. Ο καθένας έχει το ρόλο του. Και αν το επιθυμούν μπορούν να πιουν τα ουζάκια τους. Όχι, όμως (κατά τα πιστεύω μου) να συνομιλήσουν δημοσίως.
Επίσης, πιστεύω, ότι όποιον δρόμο και αν ακολουθήσει ένας θιασώτης της τέχνης, καλλιτέχνης, ή κριτικός, ή εραστής, το πράττει ως άσκηση ανιδιοτέλειας και αυτογνωσίας.
Το απόσπασμα της κριτικής του Πέτρου Βλαστού δεν το παρέθεσα για να αναδείξω το προφανές. Τάχα, δηλαδή, ότι ο Καβάφης –χρόνια του πολλά, Κώστας κι αυτός- τάχα, δηλαδή, επαναλαμβάνω, δικαιώθηκε εκ του αποτελέσματος, ενώ ο Βλαστός απαξιώθηκε εκ του αποτελέσματος. Διότι:

«Άσκ ολσούν τσιβιρινέκ.΄…… Ύστερον, έγινεν άφαντος και δεν τον είδε πλέον ουδείς. Κανείς δεν ηξεύρει. Ίσως την ώραν ταύτην να ανέκτησε την εύνοιαν του ισχυρού Παδισάχ, ίσως να είναι μέγας και πολύς μεταξύ των ουλεμάδων της Σταμπούλ, ίσως να διαπρέπει ως ιμάμης εις κανέν εξακουστόν τζαμίον. Ίσως να είναι ευνοούμενος του Χαλίφη, αρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης.»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, "Ο ξεπεσμένος Δερβίσης".


Ας παίξουμε ένα παιχνίδι. Φανταστείτε ότι σας αποκρύπτω – δεν θα προτιμήσω την λέξη "στόχος" - φανταστείτε ότι σας αποκρύπτω το αντικείμενο της κριτικής του Βλαστού. Σας δίνω ως μοναδικό στοιχείο το χρονολογικό πλαίσιο και σας αφήνω. Πού θα πιστεύατε ότι απευθύνεται; Θα είχε έστω και ένα έρεισμα ύπαρξης; Και επεκτείνω το «πείραμα»: αν ο ίδιος ο Βλαστός είχε γράψει αυτό το κείμενο χωρίς να το προσανατολίζει επωνύμως, πώς θα σας φαινόταν;

Μην σας κουράζω άλλο, διότι προ μηνών διάβασα στο RAM ότι τα μπλογκ με μακροσκελή κείμενα διαπράττουν τακτικόν λάθος (πολύ τα ανακατεύουμε τα πράγματα….). Θα σας πω ευθέως, ότι προσφάτως ανέγνωσα σε στήλη μουσικοκριτικού, κείμενο που αναφερόταν σε συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής με έργα ελλήνων συνθετών χωρίς να παραθέτει ούτε τίτλους των έργων, ούτε τα ονόματα των διαπραξάντων το έγκλημα συνθετών, μεταξύ αυτών κι εγώ. Απεστρέφετο δε στο τέλος την εσωστρέφεια της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.
Είναι δε, η δεύτερη φορά που στην ίδια εφημερίδα αναφέρονται στο έργο μου χωρίς να αναφέρονται στο όνομά μου. (Εδώ θα ήθελα να προσθέσω ότι αφ’ ότου οι μέτοικοι απέκτησαν το δικαίωμα να υπογράφουν τις ζωγραφιές τους στους αμφορείς, η κριτική απέκτησε κι εκείνη υπογραφή. Αν η κριτική δεν αναφέρεται επωνύμως, μοιραία θα ενδυθεί κι αυτή την ομίχλη της ανωνυμίας, ή και της ανυπαρξίας).

Τι με πείραξε; Θα σας πω: Όταν τεχνικώς οφείλουν να αναφέρουν το όνομά σου και δεν το κάνουν, προσβάλλουν τους γονείς σου. Το παραβλέπω και ως οφείλω θα αναφερθώ τιμητικά εκτός από τους ισαποστόλους και στον Άγιο Νικόλαο, που τόσα χρόνια προστάτεψε τον πατέρα μου, καπετάνιο, από τα κύμματα και τις τρικυμίες και τον έχω και τον χαίρομαι. Πέρασα πολλές αγωνίες μικρός, αλλά από τότε που βγήκε στη σύνταξη, όταν λυσσομανάει ο νοτιάς και βραδιάζει, τουλάχιστον δεν ανησυχώ για εκείνον.

Τι τα θέλετε; Βρέθηκα εν τέλει να επισπεύδω κι εγώ την διαδικασία εξαπλώσεως της ομίχλης, αποκρύπτοντας τον κριτικόν και την εφημερίδα. Και να λοιπόν που ανακατευτήκαμε, αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει;

Σάββατο, Μαΐου 19, 2007

ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟ, ή περί νοητού χρυσού και αποδράσεως από την απόκτησίν του.

Ραδιόφωνο, τίτλοι ειδήσεων των 00.00, πάμε για τα ξημερώματα Σαββάτου 19 Μάη 2007:
«500 χρυσά νομίσματα εντοπίστηκαν σε ναυάγιο του Ατλαντικού από ερευνητική ομάδα».

Οι ειδήσεις εν είδει τίτλου έχουν πολλά χαρίσματα. Κατά πρώτον και κύριον και τελευταίον σε απαλλάσσουν από το να φας στη μάπα και την αναλυτική τους παρουσίαση. Η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να είναι ως εξής:
« Η επιστημονική ομάδα του ΛΙΛΙ (όπου "ΛΙΛΙ" ισούται με ίδρυμα ερευνητικόν, πανεπιστήμιο, κυβερνητική ή μη κυβερνητική οργάνωση) ανακάλυψε ("ανεκάλυψε", αν ο διευθυντής ειδήσεων πάσχει από γλωσσική κρίση, "βρήκε" αν έχει πτωχό λεξιλόγιο, "βρέθηκε μπροστά σε" αν έχει πτωχό λεξιλόγιο αλλά επιμένει στην ζωντάνια) ένα ναυάγιο, πιθανώς…μπλα-μπλά, στο οποίο ανιχνεύτηκαν, με υπερσύγχρονα μέσα, 500 χρυσά νομίσματα, πιθανότατα της περιόδου… μπλα-μπλα. Στο ναυάγιο σπεύδουν αρχαιολόγοι και ομάδες δυτών».
Αυτό που είναι ενδιαφέρον δεν είναι το εύρημα, ούτε η είδηση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ουδέποτε θα πληροφορηθούμε τα αποτελέσματα της ερεύνης, διότι «της επιστήμης παρεμβαλομένης η είδησις αφυδατούται».

Το ερώτημά μου είναι «ποία η αξία του χρυσού;». Γενικώς. Και ενθυμούμαι πόσες και πόσες ταινίες του Χόλυγουντ (αυτής της μητροπόλεως των χρυσοθηρών της τέχνης) όπου ναυαγοί –άπληστοι κατά το σενάριον- πεθαίνουν περιστοιχιζόμενοι από σωρούς χρυσών νομισμάτων και άλλων χρυσοποίκιλτων αντικειμένων. Εν αντιθέσει δε αυτών, ο αποδιδράσκων κόμης Μοντεχρήστος.


-Άμα θέλεις να χτυπήσουμε εμείς την καμπάνα, να έρθεις από τις εντεκάμιση. Γιατί έρχονται και άλλα παιδιά και ο κυρ-Μήτσος ο νεωκόρος αφήνει να την χτυπήσουνε όποιοι έρθουνε πρώτοι. Πρέπει να πάμε πρώτοι-πρώτοι.

Στα πέναλτι – στα "μπενάλτια" – εβίωνα όλην την καρτερικότητα των θυσιασμένων ηρωικών μορφών της ιστορίας μας. Λεωνίδας, Διάκος, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Τσατούχας (ο τελευταίος – ο Τσατούχας, δηλαδή- ήταν τερματοφύλακας του Εθνικού Πειραιώς και έπιανε μπενάλτια). Από όλες τις θέσεις η θέση του τερματοφύλακα κλίνει προς την αγνοτέραν μορφήν ήρωος, την "όλοι σας και μόνος μου". Και το πέναλτι θα πρέπει να είσαι πολύ φανατισμένος φίλαθλος για να θέλεις να μπει.

Κάθε Κυριακή στις δέκα είχαμε αγώνα Μαυρομιχάλη-Ζαΐμη, στην γούβα της Θεοτόκη, μπροστά στου Κόσκου την Ταβέρνα. Και σήμερα δεν μου φτάνουνε τα ξεροσφύρια που έχουνε μαζευτεί από νωρίς κυριακάτικα και με κοκκινισμένες μύτες φωνάζουνε γαλαρία «πάσα ρε», «πίσω ρε», «δεξιά ρε», έχω και την έννοια να πάω από τις εντεκάμιση στο Άγιο -Νείλο για να πιάσουμε πρωτιά να μας αφήσει ο κυρ-Μήτσος να χτυπήσουμε την καμπάνα του κατηχητικού. «Α, ρε Αλιφραγκή, να σε βράσω με τις καμπάνες». Σουτ – γκολ. Το ‘φαγα.
«Παιδιά εγώ φεύγω».
«Πού πας ρε….;»

«Νταν-νταν-νταν-νταν-νταν. Πέντε νταν τρεις φορές. Νταν-νταν-νταν-νταν νταν. Κα-τη-χη-τι-κό. Πέντε νταν. Θα μετράτε: κα-τη-χη-τι-κό. Πέντε. Και θα το χτυπήσετε τρεις φορές: κα-τη-χη-τι-κό, κα-τη-χη-τι-κό, κα-τη-χη-τι-κό. Άμα το χτυπήσετε λάθος δεν θα σας αφήσω να το ξαναχτυπήσετε. Από δω θα πάτε. Από αυτές τις σκάλες που πάνε στον γυναικωνίτη. Και μετά έχει μια στενή σκαλίτσα για τις καμπάνες. Θα χτυπήσετε τη μεγάλη καμπάνα με το πιο χοντρό σχοινί. Ουαί και αλλοίμονό σας. Άμα με κάψετε θα σας κάψω. Το χοντρό σκοινί. Να έρθω απάνω να σας δείξω;»
«Όχι κυρ- Μήτσο, εντάξει».

Τρεις φορές από πέντε φορές. Στις δώδεκα η ώρα μαζεύτηκαν όλα τα παιδάκια. Το πετύχαμε.
Καθόμασταν στις καρέκλες τις εκκλησίας στα πίσω-πίσω, πλάι-πλάι με τον Αλιφραγκή, και περιμέναμε τον κατηχητή. Τον κύριο Πετράκη. Ο κυρ-Μήτσος πέρασε, έσβησε κάτι κεριά που έκαιγαν ακόμα και κουνώντας το κεφάλι του έγνεψε στον Αλιφραγκή και σε μένα «εντάξει». Το «κύριος Πετράκης» δεν ήταν όνομα. Ήταν επώνυμο. Ο κύριος Πετράκης, ο κατηχητής μας, ήταν φοιτητής. Κάθε Κυριακή κουβάλαγε ένα μαυροπίνακα από το γραφείο των κληρικών και τον έστηνε μπροστά από το Ιερό. Μας έκανε την κατήχηση και στο τέλος μας έγραφε στον πίνακα το «δίδαγμα» και το «ρητόν» που το γράφαμε στα τετραδιάκια μας. Αυτή ήταν η δουλειά του πίνακα. Δίδαγμα και ρητόν. Όμως σήμερα ο Λαμπαούνας είχε έρθει από νωρίς. «Τι δουλειά έχει αυτός ο μύξης από τόσο νωρίς ρε Αλιφραγκή; Λες να ήρθε για να χτυπήσει τις καμπάνες;». «Μπα, ρε συ. Για να χτυπήσεις τις καμπάνες πρέπει να είναι δύο. Αυτός είναι μόνος του. Και δεν ξέρει και να μετράει. Εμάς θα βάλει ο Κυρ-Μήτσος».

Καθόμασταν στις καρέκλες και περιμέναμε τον Πετράκη. Τον κύριο-Πετράκη. Τρίβαμε τα χέρια μας στα παντελόνια μας γιατί έκανε κρύο μες στην εκκλησία. Αλλά είναι ωραίο το κατηχητικό. Γιατί κάθεσαι στις καρέκλες. Ενώ την ώρα της λειτουργίας κανένα παιδί δεν επιτρέπεται να κάθεται στις καρέκλες. Στις καρέκλες κάθονται οι γέροι. Πρέπει να γίνεις πατέρας για να κάτσεις σε καρέκλα. Και πάλι δύσκολο. Παππούς κάθεσαι σίγουρα.

Και ήρθε ο κύριος Πετράκης με το στρίποδο και τον πίνακα. Άνοιξε το στρίποδο και έβαλε πάνω προσεχτικά τον πίνακα. Μετά έβγαλε από την τσέπη του δύο κιμωλίες και πήρε με το δεξί του χέρι το σφουγγαράκι που κρατούσε δαγκωμένο στο στόμα του και το απίθωσε πάνω στο αναλόγιο του πίνακα. Όλα τα παιδιά, άλλα γελούσαν πολύ, άλλα έπνιγαν το γέλιο. Ο κύριος Πετράκης μας κύτταξε με μάσκα χριστιανικής αγάπης που σταδιακά εκκολαπτούσε ….. κάτι. Εννόησε από τα βλέμματά μας την πηγή της ευθυμίας. Γύρισε και αντίκρυσε τα γραμμένα στον πίνακα:
«Πετράκι μουνή γάμα καμιά χριστιανί».
Η οργή έσπασε το αυγό. Αλλόφρων πήρε το σφουγγάρι και έσβηνε τον πίνακα, ανακρίνοντας με το μάτι του τα βλέμματά μας.
«Λαμπαούνα, παλιόπαιδο, παλιόπαιδο, παλιόπαιδο. Απόβρασμα.....».
Ο Λαμπαούνας σηκώθηκε και έτρεξε ως αρχαίος έλλην να κρυφτεί μέσα στο … Ιερό. Ξοπίσω του ο Πετράκης. Ο κύριος Πετράκης. Κυνηγούσε τον Λαμπαούνα γύρω-γύρω από την Αγία Τράπεζα. Κάποια στιγμή του έφραξε το δρόμο.
«Από πού θα πας Λαμπαούνα; Από την Ωραία Πύλη θα βγεις; Το ξέρεις ότι από την Ωραία πύλη βγαίνουν μόνον οι Ιερείς; Θα σε κάψει ο Θεός άμα βγεις από την ωραία Πύλη».
Ο Λαμπαούνας, πασαλειμμένος με τα σάλια της αγωνίας του, έριξε ένα πήδο και το έσκασε από την Ωραία Πύλη.

Τετάρτη, Μαΐου 09, 2007

Αγγέλα

Έχετε οσφρανθεί την θεσπέσια σκατίλα της Ψυττάλειας. Είναι η ωραιότερη σκατίλα που μπορεί να βρει κάποιος να απολαύσει ρεμβάζοντας στο μπαλκόνι του αν έχει την τύχη να μένει στον Πειραιά και να τον πιάνει λίγο το νοτιαδάκι. "Μειοψηφίες" θα μου πείτε. Συμφωνώ. Εδώ ολόκληρη σφαγή των Αρμενίων, των Εβραίων, των Ποντίων, των Χιροσιμέζων, των Ναγκασακιανών, των Ινδιάνων, των Παντουκείων, των Ολοφρονέζων, των Πεντακισχυσίων, των Μπούρδα-Μπούρδα, των Γαλλικομάνων (οι πέντε τελευταίοι είναι φανταστικοί, αλλά πιθανοί), ανεχτήκαμε. Η σκατίλα αυτή δεν μου είναι ξένη. Μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια.....
Μου θυμίζει την κυρ-Αγγέλα. Την κυρ-Αγγέλα, που έμενε στη γωνία της Μαυρομιχάλη, την κυρ-Αγγέλα με τα τεράστια βυζιά, το νυχτικό και τις παντούφλες, να βγάζει το κεφάλι της από την πόρτα - ποιά πόρτα; (μια κουρελού είχε για εξώπορτα) - έξω το κεφάλι και γρήγορες ματιές αριστερά-δεξιά - μία η ώρα τη νύχτα ποιος να τη δει;. Εγώ έκανα το τσιγαράκι μου, το δεύτερο ή το τρίτο-ένα κάθε καλοκαίρι, αρχόμενος από πρώτης γυμνασίου.
-Ρουφιάνες, να σας καεί το σπίτι.
Δεν το φώναζε. Το έπνιγε στην ορμή με την οποία άδειαζε το γκιο-γκιο με τα κάτουρα και τα σκατά στο δρόμο. Κι ύστερα πάλι γρήγορα-γρήγορα το κεφάλι αριστερά-δεξιά. Και τσουπ μέσα στο σπίτι. Την άλλη μέρα έβγαινε και σκούπιζε το πεζούλι της. Μόλις πέρναγε καμμιά πρωινή γειτόνισσα πηγαίνοντας για τον φούρνο, η Αγγέλα ανασκούμπωνε τα βυζιά και λαχανιασμένη τάχατες - αγαναχτισμένη - δεν την καλημέριζε, αλλά έλεγε:
-Τις ρουφιάνες, τις πρόστυχες, τις βρώμες. Πάλι σκατά μου πετάξανε έξω απ' το σπίτι μου.

Η κυρ-Αγγέλα δεν είχε τουαλέτα, (καμπινέ τον λέγαμε τότε). Όλη η γειτονιά το ήξερε. Ήξερε ποιος πέταγε τα σκατά στο δρόμο. Αλλά δεν μίλαγε κανείς. Σχεδόν όλοι ένιωθαν ένοχοι, επειδή αυτοί είχαν αποχέτευση, ενώ το σπιτάκι της Αγγέλας δεν είχε. Η Αγγέλα ήταν το "πίσω του κόσμου" από το οποίο προήρχοντο. Επί πλέον η Αγγέλα άμα άνοιγε το στόμα της μπορεί να έβγαζε στη φόρα από κέρατα πραγματικά μέχρι κέρατα φανταστικά. Μη σε πιάσει το στόμα της ήταν: "Παλιοπουτάνα, που θα μου πεις εμένα. Τράβα μωρή να πλύνεις το στόμα σου από τις βρωμιές σου τις χτεσινές, παλιοτσούλα".

Μια μέρα όμως, μάλλον μια νύχτα, μέσα σ' όλη τη χρονιά, η Αγγέλα ήταν βασίλισσα. Ανήμερα τ' Άη-Γιάννη, 24 Ιουνίου, που ανοίγανε τον κλύδωνα.
"Την Αγγέλα να φωνάξουμε, την Αγγέλα. Αυτή τα λέει με γούστο. Τα λέει η ρουφιάνα με έναν τρόπο..."

Δεν πιστεύω να θέλετε και ηθικόν δίδαγμα......

Σάββατο, Μαΐου 05, 2007

Η αυτοβιογραφία ενός μουσικού (για τον οίστρο) μέρος Α' : το βρέφος

«Θρ, βπφφφ, τνθζζζζ, ακά, λλλλλλμ, ό, νννκα, σσσςςς».
Θυμάμαι να τιτιβίζω και τη θείτσα Λένη που ήρθε, λέει, να με δει - έξι μηνώ; ενός χρονού; κάπου εκεί το πιστοποιεί η μάνα μου - μαζί με τον Μάκη, ένα παιδάκι δυο χρόνια μεγαλύτερό μου. Τους θυμάμαι σαν πάχνες γαλακτερές να σκύβουν πάνω απ’ την κούνια μου να με κοιτάνε, αυτοκράτορα, μέσα στην θαλπωρή των ούρων μου.
–Κατουρήθηκε το παιδί, έλα, Ελένη, να τ’ αλλάξεις.
(Έχω ακόμα αναμνήσεις από την χρυσή εποχή - να νιώθω πως κατανοώ τη γλώσσα παρότι δεν μπορώ να τη μιλήσω και το χρυσάφι να κατασταλάζει στις πάνες μου).

Απ’ τη Φαβιέρου πίσω ακούω τα μαντολίνα και το ακκορντεόν. Πρίμο-σεκόντο «Άνω κάτω χτες τα καναμέ».
–Έχουνε μαζευτεί πάλι στου τυφλού και παίζουνε. Τι γλυκά που παίζουνε!
Ο μπαρμπα-Τάσος, ο τυφλός, ο δάσκαλος της μουσικής με την παρέα του, δροσιά μες στην μαγιάτικη δροσιά. Ο Νικολάκης ο κουτσός με το ακκορντεόν και την κελαριστή φωνή, ο σιδεράς ο Μάκης πρώτο μαντολίνο κι ο ξάδερφός του ο Βαγγέλης ή Λινάτσας δεύτερο. Ο μπαρμπα-Τάσος κιθάρα, ν’ ανεβοκατεβάζει τα μπάσα και να τους δένει όλους. Τραγούδια, τραγούδια, τραγούδια όλη νύχτα. Τι γλυκός ο ύπνος που θέλεις ν’ αρνηθείς και σε νικάει.
συνεχίζεται.... (εκ του CINE-HISTE, πιθανώς γνωστού θερινού κινηματογράφου, που κατέληξε τσοντάδικο και μετά έκλεισε).

Πέμπτη, Μαΐου 03, 2007

Συγκρίσεις

Όταν ήμουνα μικρός ήθελα να μεγαλώσω. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό οφειλόταν στον ενστερνισμό της επιθυμίας του περιβάλλοντός μου. Διότι, πριν καν έλθουμε σε επαφή με την προπαιδεία της θρησκείας μας, τα θρησκευτικά, έχουμε ήδη, κατά κάποιον τρόπον, άμεση αντιληψη του τι σημαίνει και τι απαιτεί το "καθ' ομοίωσιν". Να μοιάσουμε στους μεγάλους. Πετυχημένο το βρίσκω το "καθ' ομοίωσιν". Σωστό. Πιάνει όλες τις ηλικίες. Μοιραίες εμφανίζονται, συμπληρωματικές τής "καθ' ομοίωσιν" εμπεδωμένης τάσης, οι διαθέσεις σύγκρισης. Τι να σου κάνει ένα παιδάκι; Από πού να πιαστεί. Από τα άμεσα. Η μαμά ένα και πενήντα τέσσερα. Ο μπαμπάς ένα και εξήντα δύο. Ο θείος ο Σπύρος ένα εβδομήντα δύο, ο νοννός ένα εβδομήντα. Η γιαγιάδες ένα πενήντα δύο. Ο παππούς ένα εβδομήντα. Ο άλλος ο παππούς είχε αυτοκτονήσει. Οι νεκροί δεν έχουν ύψος. Υπάρχουν, όμως, πολλοί ψηλοί συγγενείς και κάποιοι άλλοι άνθρωποι πολύ ψηλοί μένουν στη γειτονιά - ιδίως αυτός ο Θεόφιλος είναι πανύψηλος. Και ο Αγγελετάκης ο φούρναρης. Ψηλός- πολύ ψηλός. Περπατάει και καθώς περπατάει κάνει τα βήματά του ανοιχτά, σαν οι μύτες των παπουτσιών του να είναι μάτια που το ένα πρέπει να βλέπει όλο αριστερά και το άλλο όλο δεξιά. Άμα περπατάς συνέχεια έτσι γίνεσαι πολύ ψηλός. Αλλά είναι κουραστικό.
Το παιδί πρέπει από νωρίς να έχει στόχους. Αλλά πρέπει να έχει και τόξο και βέλη. Εύκολα πράματα. Παίρνεις μια κρεμάτρα ξύλινη, της βγάζεις το στρογγυλό ξυλαράκι που πάνω του περνάνε τα παντελόνια και το φυλάς στην άκρη. Παίρνεις ένα λάστιχο από αυτά που πουλάει ο κυρ-Νίκος ο ψιλικατζής με το μέτρο, αυτά που τα περνάνε στις κυλότες για να σφίγγουν, παίρνεις λοιπόν ένα πενηνταράκι το μέτρο το λαστιχάκι και το δένεις τεντωτά-τεντωτά στις άκρες της κρεμάστρας. Το στρογγυλό ξυλαράκι που έχεις φυλάξει στην άκρη, το ξύνεις στην άκρη την μπροστινή με ένα μαχαίρι και το κάνεις μυτερό. Για την πίσω άκρη έχεις μαζέψει φτερά από τις κότες της κυρα-Βαγγελίας, που όλο τσακώνονται και ξεπουπουλιάζονται, και βάζεις τα φτερά στην πίσω άκρη και έτσι φτιάχνεις το βέλος. Το κακό είναι ότι ενώ χρειάζεσαι ένα μόνο τόξο, χρειάζεσαι πολλά βέλη. Οπότε είσαι αναγκασμένος να χαλάσεις πέντ-έξι κρεμάστρες ξύλινες για να φτιάξεις πολλά βέλη. Αυτό σημαίνει θα φας ξύλο από τη μάνα σου. Αλλά δε σε νοιάζει, διότι σε ενδιαφέρει ο στόχος.
Τώρα που έχεις τόξο η επιλογή στόχου είναι ένα παιχνίδι που διακανονίζεται από το πεπρωμένο το οποίον παίρνει μορφήν ενστίκτου.Θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Στόχοι πιθανοί είναι όλοι. Μια γλάστρα. Ο φεγγίτης. Το παραθυράκι του καμπινέ. Όμως αυτοί οι στόχοι είναι για εξάσκηση. Ο πραγματικός στόχος πρέπει να πετάει ή τουλάχιστον να περπατάει.Τα πουλιά τα άτιμα δεν στέκουνε λεπτό. Η καρπαθιώτισσα με το ταψί ζυγισμένο πάνω στο κεφάλι της που πάει στο φούρνο; Πολύ ξύλο, πάρα πολύ ξύλο. Η ζαβή η Ελένη που περπατάει σαν το κάβουρα; Μπα, αμαρτία. Ο αδερφός του Μαρακιού, που τον φωνάζουμε "χοντρέλα-βαρέλα"; Η μάνα μου μού 'χει πει να μην τον κοροϊδεύω - άμα τον βαρέσω και με το τόξο, θα φάω τουλάχιστον ένα χαστούκι.
Και τότε...! Στρίβει τη γωνία ο μικρός Ξενοφάκης. Οδηγημένος από ένστικτο. Το ένστικτο του τέλειου στόχου. Είναι πολύ παχουλός. Τσαφ μια, και τον πετυχαίνεις στο μπούτι ψηλά.

Τη μάνα μου την έφτασα στο ύψος λίγο πριν τελειώσω την τρίτη γυμνασίου. Από τις τωρινές αφηγήσεις της μαθαίνω ότι το είχε καημό: "το καημένο το αγοράκι μου θα μείνει πολύ κοντό". Τετάρτη γυμνασίου γράφτηκα στον Πορφύρα, στο μπάσκετ. "Το μπάσκετ ψηλώνει", έλεγαν όλοι οι συγγενείς. Και συμπλήρωναν. "Δεν βλέπεις τι ντερέκια παίζουνε στο μπάσκετ". Σχεδόν το είχα πιστέψει. Δεν μου φαινόταν απίθανο να ισχύει. Εφόσον σχεδόν είχα αποδεχτεί από πολύ μικρή ηλικία ότι οι παπάδες είναι άγιοι άνθρωποι, ή εν πάσει περιπτώσει πιο άγιοι από τους μη παπάδες, γιατί να μην έχουν όσοι ασχολούνται με το μπάσκετ αυξημένες πιθανότητες να ψηλώσουν πολύ; Και δώσ' του επιτόπια άλματα, δώσ' του ασκήσεις με βαράκια στα πόδια. Έφτιαξα καλό άλμα. Σε τρεις μήνες έφτανα το διχτάκι, σε πέντε έφτανα το ταμπλό. Καλή επίδοση για παιδί ένα και εξήντα. Δύο πόντους και τον πέρασα τον πατέρα μου. Τον οποίο τον πέρασα εν τέλει και έφτασα και το νοννό μου. Τον θείο μου τον Σπύρο δεν τον έφτασα.
Εν τω μεταξύ, όλα αυτά τα χρόνια είχανε μπει στη μέση και οι βαθμοί. "Με τι το πήρε ο Τάκης σας;". "Με εννιά". "Α, μπράβο, μπράβο. Ο Γιωργάκης μας το πήρε με δέκα". Αυτό το δέκα είχε γίνει το μισητόν καύχημά μου. Σχεδόν ντρεπόμουν που το έπαιρνα. Τόσο που στο Γυμνάσιο φρόντισα να κινηθώ στο μέσον. Δεκαπέντε με δεκάξι. Θέλησα να εμπεδώσω την μετριότητα. Μα συνάμα κατάλαβα γιατί το θέλησα αυτό. Δεν με ενδιέφερε το σχολείο. Τα μαθήματά του. Με ενδιέφεραν τα βιβλία μου και η εσωτερική μου ζωή. Να χάσκω. Κατάλαβα ότι εκεί μέσα, στο χώρο που χάσκω, βαθμολογώ εγώ.
Μετά ήρθε η μουσική. Εκεί πήγα να ξανανιώσω ότι συγκρίνομαι με ογκόλιθους. Αλλά δεν με συνέθλιψε η σύγκριση γιατί την αποκήρυξα. Με τη μουσική άρχισα να καταλαβαίνω ότι είμαι άνθρωπος, (κατά βάθος, γιατί η τρικυμία στην ψυχή είναι το επάγγελμά μου, όμως στο τέλος πάντα λέω: "αγαπάω τη μουσική").

Υπάρχουν βέβαια και οι αναμνησεις από τη σκοτεινή αποθηκούλα στο ακατοίκητο γωνιακό υπογειάκι. Εκεί που μικρά τεσσάρων-πέντε χρονών πηγαίναμε παιδάκια οι φίλοι και μετράγαμε τα πουλάκια μας. Μας πιάσανε μια φορά οι μανάδες μας και φάγαμε της χρονιάς μας.

Παρασκευή, Απριλίου 27, 2007

3 μαθήματα, από ένα διάλογο μέσω comments

Παραθέτω το κείμενο των 3 comments στο ΄κείμενό μου "Αποσιωπημένοι". Είναι με τον προσωπικό τρόπο του καθενός, "από καρδιάς" και διαφωτίζουν πολλές πτυχές του θέματος.

1. από dsyk

"Δίκαια" ο Μπαχ δεν αναγνωρίστηκε στην εποχή του. Δεν αναγνωρίστηκε βέβαια από το ευρύ κοινό (με ότι σημαίνει αυτό για το 18ο αι.). Ένας στενός κύκλος επαϊόντων, συγχρόνων (Kirnberger π.χ) αλλά και μεταγενέστερων (βλ. Beethoven, Mozart κ.α) γνώριζε πολύ καλά και εκτιμούσε βαθύτατα το έργο του. Τα "48" κυκλοφορούσαν κατά την περίοδο του κλασικισμού και για να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα, ο Beethoven τα είχε μελετήσει εμβριθώς (ακούστε το εισαγωγικό μέρος της μεγάλης φούγκας της Hammerklavier, op.106). Για να εξηγήσω το "δίκαια" θα παραθέσω ένα πολυχρησιμοποιημένο παράδειγμα: Φανταστείτε τη μουσική σαν παγόβουνο: το 25% έξω από το νερό, το 75% μέσα στο νερό. Στην πρώτη ακρόαση ενός έργου, αλλά και σε πολλαπλές ακροάσεις για τον μη επαίοντα ακροατή, στέκεται κανείς στο εύκολα και άμεσα ακροάσιμο 25%. Το υπόλοιπο 75% αναμένει τον φιλόπονο και γιατί όχι ταλαντούχο αναλυτή για να το ανακαλύψει και να αποκαλύψει την κρυφή ομορφιά του (εδώ θυμηθείτε το σχετικό απόσπασμα του Ηράκλειτου). Αλλά και πάλι αυτό το 75%, σε ένα έργο πολυδιάστατο, βαθύτατο, πολυσήμαντο, σε ένα έργο σταθμό στην πολιτιστική και εν γένει πνευματική ιστορία της Ευρώπης και όχι μόνο (πόσο θα ήθελα να γράψω της διαγαλαξιακής χωρίς να μειδιάσετε), σαν το έργο του Μπαχ για το οποίο συζητάμε, δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μια γενιά, ούτε σε δύο, ούτε 250 χρόνια μετά. Σε πολλά έργα του Μπαχ τώρα, όπως για παράδειγμα στις περισπούδαστες φούγκες του, ακόμη και κι αυτό το 25% "επιφανείας" λείπει. Πώς να εκτιμήσει ο ανυποψίαστος ακροατής ένα stretto σε αναστροφή και μεγέθυνση; Δεν θα το εκτιμήσει και θα στραφεί στον Teleman ή στον D. Scarlatti (ο τελευταίος μεγάλος τεχνήτης του 25% στις 500 και πλέον σονάτες του).
Ένας δεύτερος λόγος της "αποσιώπησης" της μουσικής του Μπαχ είναι ότι το μουσικό ύφος ακόμη κι ενόσω ζούσε είχε αλλάξει. Ο Schoenberg στην αυστηρή του περίοδο απαγόρευε τη συνήχηση της 8βας για να αποφύγει κάθε αναφορά στην τονικότητα. Όταν αναζητάς το ριζικά καινούριο (βλ. Ξενάκης) ρίχνεις κάθε γέφυρα που σε συνδέει με το παρελθόν. Ο Καρλ είναι σπουδαιότατος για πολλούς λόγους αλλά και για τούτον: ενώ θα μπορούσε να είχε συνθλιβεί από το βάρος της πατρικής κληρονομιάς (ο Καρλ ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν ο πατέρας του), όχι μόνο στέκεται στα πόδια του, αλλά γράφει και μια εξαιρετικά προτότυπη μουσική, δεν θα ήταν υπερβολή να του αποδώσουμε τον τίτλο του πρώτου μεγάλου καλσικού και στα δικά μου αυτιά, η μουσική του ηχεί πολύ κοντά στο σημερινό μεταμοντέρνο. Ίσως αυτό να δίχνει και πόσο σπουδαίος δάσκαλος ήταν ο πατέρας του.
Μην ξεχνάμε επίσης ότι η πρακτική του να παίζουμε παλιά μουσική είναι σχετικά πρόσφατη. Ο Brahms έχασε τη θέση του ως μαέστρος χορωδίας στη Βιέννη επειδή είχε την "αλλόκοτη" συνήθεια να παίζει κάποιον ονόματι Palestrina.
Τελειώνοντας θα ήθελα να αποφύγω μια παρεξήγηση. Μίλησα για επαΐοντες και απλούς ακροατές. Δεν υπάρχει τίποτε το "διανοητικά" ρατσιστικό σε αυτό. Είναι ένα ανοικτό θέμα το αν μπορεί ο μη εκπαιδευμένος μουσικά ακροατής να διεισδύσει στο 75% του παγόβουνου. Είναι ένα μεγάλο θέμα άξιο συζήτησης, αλλά ξένο προς τους "αποσιωπημένους".
Soli Deo Gratias, όπως θα τελείωνε και ο Διδάσκαλος.
2. νικος σ.
Σπουδαία αυτά για τον Βάχ υποθέτω δηλαδής και μουσικός δεν είμαι. Αλλά πολύ βαρετός. Γεννήθηκα σε ένα νησί του Αιγαίου, άνυδρο, να μας βαράει ο ήλιος κατακούτελα, πήγα δημοτικό, γυμνάσιο, ερωτεύθηκα και ξερωτεύθηκα, έφυγα, γύρισα, άναψα κεριά, έθαψα συγγενείς και ποτέ δεν βρήκα κάτι στο νησί μου και στο νησί μέσα μου ν΄ αναλογεί με Βαχ, Βυθούλκα και Μοτσάρδο, ούτε φωνή ούτε κίνηση ούτε αίσθημα ούτε κύμα ούτε φως ούτε τζιτζίκι. Τους θαυμάζω εξ αποστάσεως για την οργάνωσή τους και τίποτα άλλο. Δεν μου μιλάνε, δεν μας μιλάνε.Τυχαίο δεν είναι που τους βάζουμε στο κρατικό πένθος μονάχα.

3. ανώνυμος
Νίκο Σ., ποιους θαυμάζεις εξ αποστάσεως για την οργάνωσή τους, τους συνθέτες, ή τις φωνές, τις κινήσεις, τα αισθήματα, τα κύματα, το φως, τα τζιτζίκια;Ξέρεις βέβαια πως το σχόλιό σου δεν είναι ασαφές, όπως το ξέρω κι εγώ.Έκανα την παραπάνω ερώτηση απλά για να δημιουργήσω την εντύπωση που συνδέει τα μεν με τα δε.Ποιοι τους βάζουμε μονάχα στο κρατικό πένθος, επίτηδες;Να μου επιτρέψεις να σου επισημάνω το ότι καθείς (ευτυχώς για όλους και καθέναν μας) βρίσκει διαφορετικά πράγματα στο νησί, στο νησί μέσα του, καθώς και στη μουσική του καθενός."Το μέτρο των πάντων είναι ο άνθρωπος", λένε στο νησί μου.Και "τόσες αλήθειες υπάρχουν, όσοι και άνθρωποι".Άλλοτε και για άλλους σπουδαία, άλλοτε και για άλλους βαρετά τα πράγματα, τίποτα άλλο από μη εποικοδομητική κριτική έχουμε να κάνουμε;Γράψε μας για το νησί σου και για το νησί μέσα σου.Γράψε μας για τον ήλιο που βαράει κατακούτελα, για το σχολείο σου, για τον έρωτά σου, για το χαμό του. Για το φευγιό και το γυρισμό. Για το θάνατο και τον αποχαιρετισμό. Το κύμα, το τζιτζίκι, τη φωνή, την κίνηση, το φως.Γράψε για το τι σου ή σας/μας μιλάει.Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι ενδιαφέροντα.Το παράκανα στο βήμα που μου έδωσε άλλος.Αν επιθυμεί αυτός ο άλλος, ο Γεράσιμος, μπορεί να διαγράψει το σχόλιο. Εγώ δε θα μπορώ από τη στιγμή που θα το κάνω.

ΑΥΓΑ......ΜΕΛΑΤΑ

Κάποιοι που ήθελαν να τύχουν μεριδίου της αίγλης του Πλάτωνα, του Θουκυδίδη, των συγγραφέων εν γένει, γράφανε τα σχολιάκια τους στις ώες (στα περιθώρια των χειρογράφων). Δεν ξέρετε τι κουφάλες είναι.
Να μην σέβεστε το περιθώριο. Να μην αγαπάτε το περιθώριο. Τουλάχιστον να μην το σέβεστε και να μην το αγαπάτε περισσότερο από το κυρίως κείμενο της σελίδας. Σας διαβεβαιώ δεν έχει περισσότερα ηθικά προσόντα. Ούτε περισσότερα να πει (γνωστικώς και αισθητικώς).
Οι λάτρεις του περιθωρίου, όπως άλλωστε και οι λάτρεις των κυρίως κειμένων των σελίδων, είναι δύο ειδών. Δυνάμει. Αναγνώσται και συγγραφείς. Ας αναλογιστούμε όμως – για να μην τρώμε την ώρα μας - ότι αυτοί που κατέθεταν τα γραμματάκια τους στις ώες των σελίδων, όταν αυτά ήταν ακόμα χειρόγραφα, ήταν απλώς γραφείς. Και απλώς η τυπογραφία ευνόησε κάποιους από αυτούς τους γραφείς να εκδίδονται παριστάνοντας τους συγγραφείς. Ανώνυμοι. Τάχα μου ταπεινοί. («για να προσφέρουμε στην κατανόηση του νοήματος το γράφουμε αυτό που γράφουμε»). Πρώτα, έλκουν τον οίκτο σας και κατόπιν… τον θαυμασμό σας. Οι άνθρωποι αγαπούν τους μετριόφρονες. Διότι οι μετριόφρονες στην αρχή προσποιούνται τους εραστές της ανωνυμίας. Κατόπιν τους κάπως επωνύμους του περιθωρίου. Κατόπιν τους αδίκως περιθωριοποιημένους. Ύστερα τους διασήμως γνωστούς περιθωριακούς, ωστόσο εντίμως ακαταξίωτους. Επόμενο βήμα είναι το να γίνουν καταξιωμένοι έντιμοι περιθωριακοί. Και εδώ παρουσιάζεται η δυνατότης του μεγάλου άλματος. Να εκλάμψει το σχόλιον. Και να περιθωριοποιηθεί το κυρίως κείμενο. Αν δεν τα καταφέρουν θα πάρουν τον δρόμο της επιστροφής. Τον δρόμο που οδηγεί στην ανωνυμία. Θα γίνουν ξανά όπως όλοι οι άλλοι. Ανωνυμία ίσον –περίπου- ανυπαρξία. Αλλά αυτό το «περίπου» μας έχει φάει. Διότι αν το «περίπου» ήταν «εντελώς» θα υπήρχε ένα κίνητρο για ρίσκο. Για το «όλα για όλα». Όλοι αυτοί οι μετριόφρονες δεν είναι μόνοι τους. Είναι παρέα μεγάλη. Μετριόφρονες – μέτριοι- αλληλοϋποστηριζόμενοι. Πολύ κοντά στο «όλοι». Πολύ κοντά στο εμπεδωμένο «βάστα με να σε βαστώ». Ασεβείς. Δεν σέβονται την μέθοδο. Σέβονται μόνο την μέθοδό τους. Και όλοι μαζί φτάνουν σε αυτό που αποκαλούν και προτιμούν να λέν αποκαλείται «προσκήνιο», για να μην ακουστεί ως «προσκύνημα». Αποκαλείται άλλωστε. Δεν είναι αυτοί οι μόνοι που έτσι το αποκαλούν. Δεν φταίνε. Αποκαλείται.
Μην το πολυλογούμε.
Έτοιμοι είναι όλοι και ήδη προσκυνημένοι. Τάξε και θα δεις. Ξέρεις τι κουφάλες είμαστε;


Υ.Γ. Επειδή, εύκολα γίνονται περεξηγήσεις: Δεν αναφέρομαι στα σχόλια και τους σχολιαστές των μπλόγκς μας. Αναφέρομαι στα σχόλια που υποδύονται τις αυτοτελείς δημιουργίες.
Και συμπληρώνω εκ των υστέρων και αφού ήδη έχουν γραφτεί 6 comments. Το κείμενο θα γίνει πιο διαφωτιστικό, αν ξεπερνώντας την αναφορά στους συγγραφείς και τους σχολιαστές, επικεντρωθούμε σε αυτό που αυτοονομάζεται περιθώριο και .... καμαρώνει.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)