(μια σχεδόν χριστουγεννιάτικη ιστορία)
Μέρος πρώτον
Καλοκαίρι 1970, απόφοιτος έκτης δημοτικού. Η Πεύκη Αμαρουσίου ήταν ακόμη θέρετρο. Μετά από οικογενειακό συμβούλιο, ενοικιάστηκε για δύο μήνες ένα σπιτάκι στην Πεύκη, πάνω στο δρομάκι που κατέβαινε από το άλσος και που ενδιαμέσως παρεμβαλλόταν η κεντρική λεωφόρος. Εκεί η οικογένεια θα παραθέριζε, προς μεγάλη μου λύπη, γιατί εγώ προτιμούσα να μείνω στη γειτονιά μας στον Πειραιά, να πηγαίνω για μπάνιο το πρωί στην Πειραϊκή με το τσούρμο, να αλωνίζω τα γνωστά μου μέρη, να παίζω μπάλα στις αλάνες και να πηγαίνω κάθε βράδυ να βλέπω Καραγκιόζη στην πλατεία Πηγάδας. Είχα ξανά παραθερίσει στην Πεύκη, πιο παλιά, τριώ χρονώ για τρεις ημέρες, τότε που ο συχωρεμένος ο θείος μου ο Σπύρος, αδελφός της μάνας μου, διάβαζε για να δώσει στην Φυσικομαθηματική. Του είχανε νοικιάσει ένα σπιτάκι εκεί, για να έχει λέει την ησυχία του να διαβάζει, αλλά συχνά τον επισκεπτόταν όλο το σόι τάχα για να τον ανεφοδιάσει, στην ουσία όμως για να μυρίσει το μαρουσιώτικο αεράκι. Εν είδει παρελκομένου κι εγώ, το μωρό. Μιαν εξ αυτών των ημερών με είχε τσιμπήσει, μάλιστα, μία σφήκα ακριβώς πίσω απ’ το γόνατο, στην κλείδωση και ούρλιαζα θυμάμαι, μέχρι που μια γειτόνισσα έφερε και μου έβαλαν αμμωνία. Μούδιασα. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως η λέξη αμμωνία παράγεται εκ του Άμμωνος. Πάντως, εξ αυτού του συμβάντος κατέστην επιφυλακτικός τόσο για την Πεύκη, ειδικώς, όσο και για τον θεσμό των διακοπών γενικότερα. Ωστόσο, τα χρόνια περνούν και πέρασαν και όπως προείπα βρέθηκα ξανά να παραθερίζω στην Πεύκη, αν και η καρδιά μου ήταν στην θάλασσα της Πειραϊκής, στα μπάνια.
«Χρειάζεσαι τον αέρα του πεύκου».
«Γιατί ρε μαμά να μην κάτσουμε όπως κάθε καλοκαίρι στον Πειραιά και να με πηγαίνεις για μπάνιο στην Πειραϊκή;»
«Είσαι στην ανάπτυξή σου, χρειάζεσαι τον αέρα της εξοχής».
Σαχλαμάρες, το ήξερα. Ναι μεν έπρεπε να πάω έξοχή, επειδή το να πηγαίνουν όσοι μπορούσαν εξοχή είχε αρχίσει τότε να γίνεται της μόδας, όμως όχι και να τρώω την κοροϊδία. Τάχα μου το Μαρουσάκι εξοχή. Εξοχή είναι να πηγαίνεις σε νησί ή να πηγαίνεις στο χωριό σου. Απλώς βόλευε το Μαρούσι. Ένα βήμα από τον Πειραιά, κοντά στο σπίτι της αδερφής της γιαγιάς μου, να πηγαινοέρχονται τα σόγια, και ένα βήμα από τον Άγιο Παντελεήμονα που το είχανε τάμα οικογενειακώς να πηγαίνουνε και να ανάβουνε κεριά.
Όμως εγώ χωριό δεν είχα, το ήξερα. Γέννημα θρέμμα πειραιώτης. Μόνο κάτι θολές αναφορές καταγωγής από την Κρήτη και τη Μάνη. Και καλά να τα πάθω που, επειδή εν τω μεταξύ ο παππούς μου με κάτι λεφτουδάκια είχε αγοράσει ένα οικοπεδάκι στην Πεύκη, θεωρούσα ότι μπορώ, εφόσον θα υπηρετούσα το θέμα, να γράφω στις εκθέσεις μου, «πατρίδα μου είναι το Μαρούσι». Πάνω σε αυτό πάτησε η μάνα μου και με έφερε εδώ στην εξορία για διακοπές και άφησα και το καημένο το Ξενοφάκι, τον φίλο μου, να παίζει για δυό μήνες καλοκαιριάτικα μόνο του στη γειτονιά μας.
Ήμουν, όμως τουλάχιστον, μέλλων γυμνασιόπαις. Αυτές οι εκφράσεις, «γυμνασιόπαις», «ακαδημαϊκός πολίτης» «και καλός πολίτης», «σιδεροκέφαλος», «και καλούς απογόνους» σταδιακώς θεώρησα ότι μπορούν να συνοψιστούν εν μέτρω σε μία και μόνη: «καλή ανάρρωση».
Μέλλων γυμνασιόπαις, όμως, και επειδή τότε στο γυμνάσιο μπαίναμε κατόπιν εξετάσεων, τις οποίες είχον ήδη διεξέλθει επιτυχώς, επόμενο ήτο να φέρνω βόλτα στον ουρανίσκο του εγώ μου μιαν, έστω ελαφρώς σωταρισμένη, έπαρση. Η οποία βαθμιαίως, σε συνδυασμό με την εκ του πευκοδάσους υπεροξυγόνωση, μου ενστάλαξαν την προοπτική μιας προσωπικής αθανασίας. Πρακτικώς αυτό σήμαινε ότι δεν πολυάκουγα την μάνα μου, ψιλοέδερνα τα αδερφάκια μου, διάβαζα ευθαρσώς τα απαγορευμένα από τον πατέρα μου Μικυ-Μάους, Σεραφίνο και Μπλεκ, φροντίζοντας ωστόσο να τα καταχωνιάζω κάτω από το στρώμα μου για τις δύο μέρες της εβδομάδας που μας επισκεφτόταν, όταν το καράβι που δούλευε έπιανε Πειραιά, γενικώς να πούμε έρεπα στην αταξία . Προσέτι δε, η ανάγνωση ενός παιδικού βιβλίου, επάθλου για την επιτυχία μου, με τον τίτλο «Στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα» σε συνδυασμό με επανειλημμένες αναγνώσεις του «Ιλιάδα για Παιδιά», μου ενστάλαξαν την διαυγέστατη εικόνα ότι μπορώ να κατεβαίνω με το ποδηλατάκι μου με φόρα την κατηφόρα από το άλσος προς τη λεωφόρο χωρίς να χρειάζεται να ελέγξω το δρόμο, διότι αθάνατος ίσον και άτρωτος. Έκλεινα τα μάτια μου, λοιπόν, και αναβοώντας με οίστρο «Αχιλλεύς» περνούσα καρσί τη λεωφόρο μες στη ζούρλα και έπειτα πατώντας φρένο, παρκάριζα με κώλο το ποδηλατάκι, έτσι που η μπροστινή του ρόδα να αγγίζει ελαφρά τον κορμό ενός γέρικου πεύκου, που έθαλλε μπροστά απ’ την εξώπορτα της καλοκαιρινής προσωρινής μας διαμονής. Μέχρι που κάποια μέρα, μόλις που είχα παρκάρει το ποδηλατάκι και είχα ανοίξει τα μάτια μου, δυό φαντάροι Εσατζήδες με πλάκωναν στις σφαλιάρες. Με έδερναν αλύπητα, αλλά εγώ τους έβλεπα που ήταν χεσμένοι πάνω τους, τις έτρωγα και από μέσα μου γέλαγα. «Ρε, κωλόπαιδο θα σε κάναμε λιώμα με το τζιπ. Θα μας είχες στείλει φυλακή, ρε» και δώσ’ του σφαλιάρες. «Γιατί ρε δεν κοιτάς πριν περάσεις τη λεωφόρο και τρέχεις σαν τρελός, να μας κάψεις; Σε δυο μήνες απολυόμαστε». Τι να τους έλεγα και τι να απαντούσα; Να τους έλεγα ότι ο νικητής στον Μαραθώνιο στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες ήτανε ο κατά κάποιο τρόπο συμπατριώτης μου Μαρουσιώτης Σπύρος Λούης; Να τους έλεγα ότι από εκεί που κάνω μπάνιο στην Πειραϊκή, όταν δεν παραθερίζω με το ζόρι στην Πεύκη, βλέπω την ιστορική Σαλαμίνα. Ή, να τους έλεγα ότι ο Αχιλλεύς πεθαίνει μόνο αν τον πετύχεις με βέλος στην φτέρνα.
Συνεχίζεται………..
Μέρος πρώτον
Καλοκαίρι 1970, απόφοιτος έκτης δημοτικού. Η Πεύκη Αμαρουσίου ήταν ακόμη θέρετρο. Μετά από οικογενειακό συμβούλιο, ενοικιάστηκε για δύο μήνες ένα σπιτάκι στην Πεύκη, πάνω στο δρομάκι που κατέβαινε από το άλσος και που ενδιαμέσως παρεμβαλλόταν η κεντρική λεωφόρος. Εκεί η οικογένεια θα παραθέριζε, προς μεγάλη μου λύπη, γιατί εγώ προτιμούσα να μείνω στη γειτονιά μας στον Πειραιά, να πηγαίνω για μπάνιο το πρωί στην Πειραϊκή με το τσούρμο, να αλωνίζω τα γνωστά μου μέρη, να παίζω μπάλα στις αλάνες και να πηγαίνω κάθε βράδυ να βλέπω Καραγκιόζη στην πλατεία Πηγάδας. Είχα ξανά παραθερίσει στην Πεύκη, πιο παλιά, τριώ χρονώ για τρεις ημέρες, τότε που ο συχωρεμένος ο θείος μου ο Σπύρος, αδελφός της μάνας μου, διάβαζε για να δώσει στην Φυσικομαθηματική. Του είχανε νοικιάσει ένα σπιτάκι εκεί, για να έχει λέει την ησυχία του να διαβάζει, αλλά συχνά τον επισκεπτόταν όλο το σόι τάχα για να τον ανεφοδιάσει, στην ουσία όμως για να μυρίσει το μαρουσιώτικο αεράκι. Εν είδει παρελκομένου κι εγώ, το μωρό. Μιαν εξ αυτών των ημερών με είχε τσιμπήσει, μάλιστα, μία σφήκα ακριβώς πίσω απ’ το γόνατο, στην κλείδωση και ούρλιαζα θυμάμαι, μέχρι που μια γειτόνισσα έφερε και μου έβαλαν αμμωνία. Μούδιασα. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως η λέξη αμμωνία παράγεται εκ του Άμμωνος. Πάντως, εξ αυτού του συμβάντος κατέστην επιφυλακτικός τόσο για την Πεύκη, ειδικώς, όσο και για τον θεσμό των διακοπών γενικότερα. Ωστόσο, τα χρόνια περνούν και πέρασαν και όπως προείπα βρέθηκα ξανά να παραθερίζω στην Πεύκη, αν και η καρδιά μου ήταν στην θάλασσα της Πειραϊκής, στα μπάνια.
«Χρειάζεσαι τον αέρα του πεύκου».
«Γιατί ρε μαμά να μην κάτσουμε όπως κάθε καλοκαίρι στον Πειραιά και να με πηγαίνεις για μπάνιο στην Πειραϊκή;»
«Είσαι στην ανάπτυξή σου, χρειάζεσαι τον αέρα της εξοχής».
Σαχλαμάρες, το ήξερα. Ναι μεν έπρεπε να πάω έξοχή, επειδή το να πηγαίνουν όσοι μπορούσαν εξοχή είχε αρχίσει τότε να γίνεται της μόδας, όμως όχι και να τρώω την κοροϊδία. Τάχα μου το Μαρουσάκι εξοχή. Εξοχή είναι να πηγαίνεις σε νησί ή να πηγαίνεις στο χωριό σου. Απλώς βόλευε το Μαρούσι. Ένα βήμα από τον Πειραιά, κοντά στο σπίτι της αδερφής της γιαγιάς μου, να πηγαινοέρχονται τα σόγια, και ένα βήμα από τον Άγιο Παντελεήμονα που το είχανε τάμα οικογενειακώς να πηγαίνουνε και να ανάβουνε κεριά.
Όμως εγώ χωριό δεν είχα, το ήξερα. Γέννημα θρέμμα πειραιώτης. Μόνο κάτι θολές αναφορές καταγωγής από την Κρήτη και τη Μάνη. Και καλά να τα πάθω που, επειδή εν τω μεταξύ ο παππούς μου με κάτι λεφτουδάκια είχε αγοράσει ένα οικοπεδάκι στην Πεύκη, θεωρούσα ότι μπορώ, εφόσον θα υπηρετούσα το θέμα, να γράφω στις εκθέσεις μου, «πατρίδα μου είναι το Μαρούσι». Πάνω σε αυτό πάτησε η μάνα μου και με έφερε εδώ στην εξορία για διακοπές και άφησα και το καημένο το Ξενοφάκι, τον φίλο μου, να παίζει για δυό μήνες καλοκαιριάτικα μόνο του στη γειτονιά μας.
Ήμουν, όμως τουλάχιστον, μέλλων γυμνασιόπαις. Αυτές οι εκφράσεις, «γυμνασιόπαις», «ακαδημαϊκός πολίτης» «και καλός πολίτης», «σιδεροκέφαλος», «και καλούς απογόνους» σταδιακώς θεώρησα ότι μπορούν να συνοψιστούν εν μέτρω σε μία και μόνη: «καλή ανάρρωση».
Μέλλων γυμνασιόπαις, όμως, και επειδή τότε στο γυμνάσιο μπαίναμε κατόπιν εξετάσεων, τις οποίες είχον ήδη διεξέλθει επιτυχώς, επόμενο ήτο να φέρνω βόλτα στον ουρανίσκο του εγώ μου μιαν, έστω ελαφρώς σωταρισμένη, έπαρση. Η οποία βαθμιαίως, σε συνδυασμό με την εκ του πευκοδάσους υπεροξυγόνωση, μου ενστάλαξαν την προοπτική μιας προσωπικής αθανασίας. Πρακτικώς αυτό σήμαινε ότι δεν πολυάκουγα την μάνα μου, ψιλοέδερνα τα αδερφάκια μου, διάβαζα ευθαρσώς τα απαγορευμένα από τον πατέρα μου Μικυ-Μάους, Σεραφίνο και Μπλεκ, φροντίζοντας ωστόσο να τα καταχωνιάζω κάτω από το στρώμα μου για τις δύο μέρες της εβδομάδας που μας επισκεφτόταν, όταν το καράβι που δούλευε έπιανε Πειραιά, γενικώς να πούμε έρεπα στην αταξία . Προσέτι δε, η ανάγνωση ενός παιδικού βιβλίου, επάθλου για την επιτυχία μου, με τον τίτλο «Στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα» σε συνδυασμό με επανειλημμένες αναγνώσεις του «Ιλιάδα για Παιδιά», μου ενστάλαξαν την διαυγέστατη εικόνα ότι μπορώ να κατεβαίνω με το ποδηλατάκι μου με φόρα την κατηφόρα από το άλσος προς τη λεωφόρο χωρίς να χρειάζεται να ελέγξω το δρόμο, διότι αθάνατος ίσον και άτρωτος. Έκλεινα τα μάτια μου, λοιπόν, και αναβοώντας με οίστρο «Αχιλλεύς» περνούσα καρσί τη λεωφόρο μες στη ζούρλα και έπειτα πατώντας φρένο, παρκάριζα με κώλο το ποδηλατάκι, έτσι που η μπροστινή του ρόδα να αγγίζει ελαφρά τον κορμό ενός γέρικου πεύκου, που έθαλλε μπροστά απ’ την εξώπορτα της καλοκαιρινής προσωρινής μας διαμονής. Μέχρι που κάποια μέρα, μόλις που είχα παρκάρει το ποδηλατάκι και είχα ανοίξει τα μάτια μου, δυό φαντάροι Εσατζήδες με πλάκωναν στις σφαλιάρες. Με έδερναν αλύπητα, αλλά εγώ τους έβλεπα που ήταν χεσμένοι πάνω τους, τις έτρωγα και από μέσα μου γέλαγα. «Ρε, κωλόπαιδο θα σε κάναμε λιώμα με το τζιπ. Θα μας είχες στείλει φυλακή, ρε» και δώσ’ του σφαλιάρες. «Γιατί ρε δεν κοιτάς πριν περάσεις τη λεωφόρο και τρέχεις σαν τρελός, να μας κάψεις; Σε δυο μήνες απολυόμαστε». Τι να τους έλεγα και τι να απαντούσα; Να τους έλεγα ότι ο νικητής στον Μαραθώνιο στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες ήτανε ο κατά κάποιο τρόπο συμπατριώτης μου Μαρουσιώτης Σπύρος Λούης; Να τους έλεγα ότι από εκεί που κάνω μπάνιο στην Πειραϊκή, όταν δεν παραθερίζω με το ζόρι στην Πεύκη, βλέπω την ιστορική Σαλαμίνα. Ή, να τους έλεγα ότι ο Αχιλλεύς πεθαίνει μόνο αν τον πετύχεις με βέλος στην φτέρνα.
Συνεχίζεται………..