Τα αισθήματα είναι οι άμεσες συλλήψεις των αισθήσεων. Τα συναισθήματα μνημονικές ανακλήσεις των αισθημάτων, συνήθως με απροσδόκητες αφορμές:
Γλυκό βύσσινο σερβιρισμένο με παγάκια στο πιατάκι = είμαι ο βασιλιάς της μάνας μου, ωραίο σήμερα το ηλιόλουστο μαγιάτικο πρωινό, πολύ σε αγαπάω ψυγείο, σήμερα σε αγαπάω πιο πολύ κι απ’ το ραδιόφωνο.
Ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων χρονών, όταν η οικογένειά μου απέκτησε το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο. Μέχρι τότε είχαμε ένα ξύλινο ψυγείο πάγου που καθημερινά ήθελε μισή κολώνα για να κρατήσει την ψύξη. Στη γειτονιά υπήρχαν δύο-τρία παγοπωλεία – ο ορθογράφος του Word μόλις μου δήλωσε ότι αγνοεί την λέξη «παγοπωλείον», υπογραμμίζοντάς την με κόκκινο. Ας δοκιμάσω και την λέξη «παγοπώλης». Την έχει - κάτι είναι κι αυτό.
Περνούσε καθημερινά παγοπώλης από τη γειτονιά. Μια καρότσα φορτωμένη με δυο ντουζίνες κολώνες πάγου, που την έσερνε ένα γηραλέο μουλάρι. Η κολώνα έκανε 2 δραχμές. Η μισή κολώνα 1 δραχμή. «Πάγο…ις, ο πάγος», φώναζε ο παγοπώλης, μαζευόντουσαν οι νοικοκυρές με τα διχτάκια και τις πάνινες τσάντες τους και ο γεροδεμένος βοηθός του, κατέβαινε από την καρότσα, έπιανε με τ’ άγκιστρο μια κολώνα, την έφερνε στο χείλος της καρότσας, και με τον κόφτη, ένα μεγάλο μπαλτά με πριονωτή ακμή, αφού χάραζε μια γραμμή στην μέση της κολώνας, μετά γκαπ-γκαπ-γκαπ, με δυο-τρεις μπαλταδιές την έκοβε, την άρπαζε με το άγκιστρο και όλο αλαφράδα την έριχνε μέσα στο χάσκον διχτάκι της νοικοκυράς. Η τσογλαναρία της γειτονιάς παραφύλαγε· μόλις ο βοηθός του παγοπώλη ανέβαινε στη σέλα της άμαξας και ο παγοπώλης φώναζε στο μουλάρι «ντέιιιι», τρέχανε και βουτούσανε από την καρότσα θραύσματα πάγου. Προτιμούσαν τα μακρουλά, τα κωνικού σχήματος. Τα βουτούσαν και τα κράδαιναν ως τρόπαια, γιουχαΐζοντας προκαταβολικά τον παγοπώλη που θα τους περιλάβαινε στο βρισίδι μόλις τους έπαιρνε πρέφα. Μετά αράζανε σε κάποια γωνιά, τα κρατούσαν παρόλο που το χέρι τους μούδιαζε από το πάγωμα και τα έγλειφαν απολαυστικά. Και χαμπάρι δεν έπαιρναν όταν κάποιος μυαλωμένος κύριος τούς έριχνε μια καρπαζιά νουθετώντας τα με αυστηρότητα: «ρε βλαμμένο, ο πάγος είναι όλος αμμωνία, θα πάθει το στομάχι σου». Ήταν το παγωτό τους, το παγωτό πύραυλος της φτωχοτσογλαναρίας. Κι ήταν πολλές οι φορές που ο παγοπώλης, την είχε κοζάρει τη μαρίδα, έτοιμη, μόλις γυρίσει την πλάτη του, να την πέσουνε βουταρία στα παγοθρύψαλα. Φώναζε τάχα μου αφηρημένος «ντέιι», σήκωνε το καμτσίκι του, κι αντίς να το ρίξει στην πλάτη του μουλαριού, το ‘στελνε πίσω και όποιος ήταν ο τυχερός το ‘τρωγε κατακέφαλα. Δεν το έκανε από σαδισμό. Είχε επαγγελματικό συμφέρον. Τα μεγάλα παγοθρύψαλα τα αγόραζαν μισοτιμής οι φτωχές γριούλες.
Εμείς ψωνίζαμε από τον παγοπώλη μέρα-παραμέρα, γιατί όταν ο παππούς μου γύριζε από νυχτερινή βάρδια, πριν έρθει στο σπίτι για ύπνο, περνούσε από το παγοπωλείο και αγόραζε μισή κολώνα για εννιά δεκάρες. Γλίτωνε μ’ αυτόν τον τρόπο τον οικογενειακό προϋπολογισμό με μια δεκάρα μέρα-παραμέρα, δεκαπέντε δραχμούλες το χρόνο.
-«Πρέπει, Παναγιώτη μου να πάρουμε ένα ηλεκτρικό ψυγείο. Αυτή η παλιατζούρα του πάγου δεν κρατάει τίποτα κι είναι και στενόχωρο. Οχτώ ψυχές είμαστε εδώ μέσα. Δηλαδή λέμε να κάνουμε οικονομίες για να χτίσουμε και πετάμε τα λεφτά μας στους μανάβηδες και τους μπακάληδες. Δυο-δυο τα μήλα και μισό κιλό φέτα, επειδή η παλιατζούρα δε χωράει. Να πάρουμε ηλεκτρικό που είναι μεγάλο και να ψωνίζουμε απ’ τη λαϊκή για όλη τη βδομάδα. Και έχει και κατάψυξη, να μη πηγαινοερχόμαστε στο χασάπη τρεις φορές την εβδομάδα», έλεγε και ξανάλεγε η θειά μου, το Πιπινάκι, η αδερφή της γιαγιάς μου, μία εκ των οκτώ ψυχών του σπιτιού μας, η πλέον ταγματαρχεύουσα.
-«Σκατά. Μια χαρά είναι του πάγου. Έχεις κάνα παράπονο. Δεν πάω και στις δυό λαϊκές; Και στης Πηγάδας πάω και στης Χατζηκυριακού. Και γι αυτά που κρατάνε έξω απ’ το ψυγείο, πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδα πάω στη λαχαναγορά στου Ρέντη για πιο φτηνά. Και πιο καλά τη φέτα και το κρέας λίγα-λίγα. Δηλαδή, άμα πέσουμε σε σκάρτο κομμάτι να το έχουμε αγοράσει δυο κιλά και να το πετάμε. Ξέρεις πόσο κάνει ένα ηλεκτρικό ψυγείο; Μια περιουσία. Να πάρουμε δηλαδή ηλεκτρικό ψυγείο για να λέμε ότι έχουμε ψυγείο ηλεκτρικό;», ο παππούς μου, η κεφαλή των οκτώ ψυχών.
Μπούρου-μπούρου, μπούρου-μπούρου του πέρασε του Πιπινακιού. Άλλωστε το πότε θα πέρναγε το δικό της ήταν αποτέλεσμα της εξής εξισώσεως:
Χρόνος επιτεύξεως του δικού της = [πλήθος εναντιουμένων στην γνώμη της] προς το [πλήθος των δια της σιωπής των υπέρ της γνώμης της] επί Κ ( όπου Κ μία παγκόσμια σταθερά που εκφράζει τον μέσον όρο αντοχής των ανθρώπων στο μπούρου-μπούρου) επί αναλόγως, 5 μήνες για τα μεγάλα, 5 βδομάδες για τα λιγότερο σημαντικά, 5 μέρες για τα μικρά και 5 ώρες ή λεπτά για τα καθημερινά.
Το ηλεκτρικό ψυγείο της πήρε κοντά δυο χρόνια, διάστημα που διαμορφώθηκε δια της βαθμιαίας και μεθοδικής μετακινήσεως προσώπων της οικογενείας μου εκ του αριθμητού της εξισώσεως προς τον παρονομαστή. Ήτο δε ο άθλος της μεγάλος, επειδή είχε να αντιμετωπίσει και τις γνώμες τού πλήθους των συγγενών και των φίλων που λόγω οικονομικής δυσχερείας δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις κοινωνικές επιταγές της εποχής -κάποιοι δεν είχαν ούτε ραδιόφωνο, πού ψυγείο ηλεκτρικό· ως εκ τούτου ήσαν αναφανδόν άπαντες υπέρ της συντήρησης: «μωρέ μια χαρά είναι του πάγου. Άμα κοπεί το ρεύμα θα σαπίσουνε όλα μέσα στο ηλεκτρικό».
-«Παναγιώτη, ή το παίρνουμε, ή εγώ σηκώνομαι και πάω και νοικιάζω ένα σπίτι και φεύγω από δω μέσα».
Σε ένα μήνα από τότε που εκστομίθηκε αυτή η απειλή αποκτήσαμε ψυγείο. Το Πιπινάκι, χήρα υδραίου καπετάνιου, ήτανε με τη συνταξούλα της σημαντικός παράγων της οικιακής μας οικονομίας.
Ένα ωραίο μαγιάτικο πρωινό, το τρίκυκλο του Πασπαλά σταμάτησε έξω από το σπίτι μας. Στην καρότσα πάνω ήταν ο παππούς μου και κράταγε το δεμένο με σκοινιά ψυγείο διασφαλίζοντάς του ισχυρότερη ισορροπία. Στην εξώπορτα οι μέλλοντες να τελέσουν χρέη αχθοφόρων, ο αδελφός της μάνας μου και ένας φίλος του. Το ψυγείο λύθηκε τελετουργικά και εξίσου τελετουργικά φορτώθηκε στα μπράτσα των δύο εικοσάχρονων. «Σιγά και με το μαλακό μην το χτυπήσετε στις σκάλες», φώναζε ο παππούς μου. Οι οδηγίες του απέφεραν το αντίθετο, ο φίλος του θείου μου παραπάτησε και το ψυγείο την έφαγε τη γρατζουνιά του. Μα ήταν τόσο τετραγωνισμένο και τόσο γυαλιστερό αυτό το ηλεκτρικό ψυγείο που «κάποιο μάτι κακό της γειτονιάς το γλωσσόφαγε». Την κατσάδα την έφαγε ο θείος μου, χωρίς να φταίει και τοιουτοτρόπως και το οφειλόμενον βρισίδι επεδόθη και ο ξένος άνθρωπος δεν προσβλήθηκε κατάμουτρα. Εδώ οφείλω να πω ότι κάτι τέτοια περιστατικά οι ανατολίται ταπητουργοί τα προλαμβάνουν με το να προκαλούν μιαν ηθελημένη ασυμμετρία στο σχέδιο του χαλιού τους, γιατί μόνον ο Αλλάχ είναι αλάνθαστος. Ό, τι συνέβη λοιπόν στο ψυγείο, συνέβη όχι λόγω της απροσεξίας του Μιχαλάκη, αλλά λόγω της ύβρεως της κατασκευάστριας ΠΙΤΣΟΣ-ΒΑΓΙΩΝΗΣ.
Ηλιόλουστο ζεστό νοτινό πρωινό του Γενάρη = μαγιάτικο πρωινό, παλιές ερωτικές ανάσες, χαρμολύπη, κάποτε ήμουν βασιλιάς της μάνας μου, τότες που αντί στέψεως μού ‘δωσε ένα πιατάκι βύσσινο σερβιρισμένο με παγάκια απ’ το καινούργιο μας-μόλις που μας το ‘χαν φέρει ηλεκτρικό ψυγείο, ας γράψω κάτι στο λαπ-τοπ, πολύ το αγαπάω το λαπ-τοπάκι μου πιο πολύ κι από……