Η διαπραγμάτευση αυτού του θέματος μου φέρνει κατ’ αρχάς στο μυαλό ότι «στου κρεμασμένου το σπίτι δεν μιλάμε για σκοινί». Οι περισσότεροι που διατηρούν μπλογκ έχουν ψευδώνυμο και συνεπώς ιδίαν πείραν των αιτίων αυτής της επιλογής.
Κομίζων γλαύκα εις Αθήνας, θα πω ότι το ψευδώνυμο είναι ένα ένδυμα που χαρίζει αμέσως σ’ όποιον το ενδυθεί την αίσθηση ότι……. «υποδύεται».
Και γιατί να επιλέξει κάποιος να εμφανίζεται με ψευδώνυμο; Ας πιάσει πάλι δουλειά ο Τέλης. Ψευδωνύμου μετέρχεται:
1. Αυτός που δεν του αρέσει το όνομά του και το επώνυμό του. Είναι ή του φαίνονται κακόηχα, μισεί τον πατέρα του, την οικογένειά του, το νονό του, ή νομίζει ότι το ονοματεπώνυμό του είναι αιτία οι άλλοι να τον περιγελούν ή είναι δυσπρόφερτο. Τέλος πάντων το άκουσμα του ονόματός του σε προσφωνήσεις, αλλά και όταν υποχρεούται να το πει, του προξενεί κράμπες στο στομάχι.
2. Ο καλλιτέχνης, που επιλέγοντας κάποιο ψευδώνυμο, είναι βέβαιος πως, είτε αποφεύγει την άμεση σύνδεσή της βδελυρής επιλογής του με το οικογενειακό του όνομα (οπότε ουδείς θα τον κατηγορήσει ότι το λέρωσε), είτε απλά συμμορφώνει την επωνυμία του με την προσδοκώμενη καλλιτεχνική του εικόνα και πορεία, διότι ένα ωραίο όνομα πάντα στέκει πιο καλά, άμα πρόκειται για καριέρα. Σε ειδικότερες περιπτώσεις, κάποιος καλλιτέχνης, είναι ή αισθάνεται καταξιωμένος στον χώρο του και θέλοντας να δοκιμάσει να εκφραστεί σε άλλο χώρο επιλέγει ένα ψευδώνυμο, ώστε να νιώθει ασφαλής και ευδιάκριτος.
3. Το λαμόγιο και ο (μεγαλο- ή μικρο-)-απατεώνας. Θολώνει τα νερά στην πιάτσα, χάνεται ευκολότερα, εξαπατά.
4. Ο συνωμότης, ο αντάρτης, ο τρομοκράτης, ο λαθρομετανάστης και γενικά ο υπό τον φόβο της διώξεως παράνομος.
5. Αυτός που ενώ του αρέσει το όνομά του και το επώνυμό του, είναι εύηχα, αγαπάει τον πατέρα του, την οικογένειά του, το νονό του, νομίζει ότι το ονοματεπώνυμό του προξενεί σεβασμό, αλλά θέλει να αστειευτεί με τον εαυτό του και διαλέγει ένα ψευδώνυμο ιλαρό.
Όπως και να ‘χει, αυτός που φέρει ψευδώνυμο, όπως είπαμε υποδύεται. Ποιον; Αυτόν τον άλλο, τον ευεργέτη το μεγάλο. Με αυτόν τον άλλο η ύπαρξή του τον απατά και μάλιστα εν γνώσει του. Και δεν της κρατά καμία κακία, αντιθέτως της το επιβάλλει. Πρόκειται, δηλαδή, περί ενός ιδιόμορφου αυτοερωτικού τριγώνου.
Κομίζων γλαύκα εις Αθήνας, θα πω ότι το ψευδώνυμο είναι ένα ένδυμα που χαρίζει αμέσως σ’ όποιον το ενδυθεί την αίσθηση ότι……. «υποδύεται».
Και γιατί να επιλέξει κάποιος να εμφανίζεται με ψευδώνυμο; Ας πιάσει πάλι δουλειά ο Τέλης. Ψευδωνύμου μετέρχεται:
1. Αυτός που δεν του αρέσει το όνομά του και το επώνυμό του. Είναι ή του φαίνονται κακόηχα, μισεί τον πατέρα του, την οικογένειά του, το νονό του, ή νομίζει ότι το ονοματεπώνυμό του είναι αιτία οι άλλοι να τον περιγελούν ή είναι δυσπρόφερτο. Τέλος πάντων το άκουσμα του ονόματός του σε προσφωνήσεις, αλλά και όταν υποχρεούται να το πει, του προξενεί κράμπες στο στομάχι.
2. Ο καλλιτέχνης, που επιλέγοντας κάποιο ψευδώνυμο, είναι βέβαιος πως, είτε αποφεύγει την άμεση σύνδεσή της βδελυρής επιλογής του με το οικογενειακό του όνομα (οπότε ουδείς θα τον κατηγορήσει ότι το λέρωσε), είτε απλά συμμορφώνει την επωνυμία του με την προσδοκώμενη καλλιτεχνική του εικόνα και πορεία, διότι ένα ωραίο όνομα πάντα στέκει πιο καλά, άμα πρόκειται για καριέρα. Σε ειδικότερες περιπτώσεις, κάποιος καλλιτέχνης, είναι ή αισθάνεται καταξιωμένος στον χώρο του και θέλοντας να δοκιμάσει να εκφραστεί σε άλλο χώρο επιλέγει ένα ψευδώνυμο, ώστε να νιώθει ασφαλής και ευδιάκριτος.
3. Το λαμόγιο και ο (μεγαλο- ή μικρο-)-απατεώνας. Θολώνει τα νερά στην πιάτσα, χάνεται ευκολότερα, εξαπατά.
4. Ο συνωμότης, ο αντάρτης, ο τρομοκράτης, ο λαθρομετανάστης και γενικά ο υπό τον φόβο της διώξεως παράνομος.
5. Αυτός που ενώ του αρέσει το όνομά του και το επώνυμό του, είναι εύηχα, αγαπάει τον πατέρα του, την οικογένειά του, το νονό του, νομίζει ότι το ονοματεπώνυμό του προξενεί σεβασμό, αλλά θέλει να αστειευτεί με τον εαυτό του και διαλέγει ένα ψευδώνυμο ιλαρό.
Όπως και να ‘χει, αυτός που φέρει ψευδώνυμο, όπως είπαμε υποδύεται. Ποιον; Αυτόν τον άλλο, τον ευεργέτη το μεγάλο. Με αυτόν τον άλλο η ύπαρξή του τον απατά και μάλιστα εν γνώσει του. Και δεν της κρατά καμία κακία, αντιθέτως της το επιβάλλει. Πρόκειται, δηλαδή, περί ενός ιδιόμορφου αυτοερωτικού τριγώνου.