Παρασκευή, Μαρτίου 23, 2018

Η άλλη Σύρος

Η Σύρος των ονείρων μου είναι ένας τόπος που με υποδέχεται βραχώδης με αραιή βλάστηση βραχονησίδας, ποώδη αλλ’ εξαισίως αρωματική. Προσεγγίζεται με πλοίο το οποίον ωστόσο μετεπιβιβάζει τους επιβάτες σε λάτζα για να βγούνε σε μία ηπίας κλίσεως σειρά βράχων, απ’ όπου αναρριχόμενοι εξαϋλώνονται καθώς φτάνουν στο πλακόστρωτο πλάτωμα που μοιάζει με ένα μεγάλο μπαλκόνι, να βλέπεις όλο το νησί να το θαυμάζεις και να γεμίζεις χαρά. Κι έτσι στο μπαλκόνι αυτό, όποτε επισκέπτομαι τη Σύρο στα όνειρά μου, στο τέλος φτάνω και στέκομαι μόνος να θαυμάζω και να χαίρομαι. Αυτή τη φορά υπήρξε εξαίρεσις.

-Πόσο χαίρομαι που ήρθαμε μαζί, Κουκουζέλη. Μα στ’ αλήθεια είμαστε στη Σύρο; Πώς ήρθαμε;
-Πήραμε το πλοίο και ήρθαμε.
-Δεν θυμάμαι τίποτα. Πολύ χαίρομαι που είμαστε εδώ παρέα. Ήρθαμε στ’ αλήθεια, το βλέπω. Μα δεν θυμάμαι …. πότε πήραμε το πλοίο; Τι ωραία που θα περάσουμε…Πήραμε στ’ αλήθεια το πλοίο;
-Ναι, πήραμε το πλοίο και ήρθαμε.
-Δεν θυμάμαι τίποτα.

Στο ισογειάκι, στο πατρικό μου, στον Άγιο Νείλο, σήμερα μαζευτήκανε πολλά παιδιά. Αγόρια κορίτσια δωδεκάχρονα ως δεκαπεντάχρονα. Πάντα νιώθω αμήχανος όταν έρχονται. Θέλω την ησυχία μου, ενώ αυτά είμαι σίγουρος, κάτι θα απαιτήσουν. Να χαϊδολογήσουν τους ταμπουράδες και τα τουμπελέκια, να πάνε να σκαλίζουνε το κομπιούτερ, να ζητάνε νερό και πού είναι η τουαλέτα, μετά να θέλουν να τους εξηγήσω τι ακριβώς κάνω, "α, ώστε είστε συνθέτης", να σηκώνονται να κάθονται, πέρα-δώθε πέρα-δώθε, ανακατωσούρα σκέτη και φωνές και καλαμπούρια, ζωηράδες, αγαρμποσύνες, παιδιά….. Αλλά αυτή τη φορά ήταν αλλιώτικα. Μπήκανε, καλησπερίσανε, σταθήκανε για λίγο να πάρουν μια ματιά απ’ το χώρο και ευγενικά ετοιμάζονταν να χαιρετίσουν και να φύγουν, οπού να σου ο ανηψιός μου-γερός νάναι-τετάρτη δημοτικού και είναι σαν μπεχλιβανής...

-Γιατί βρε παιδάκι μου δεν φοράς τίποτα κι είσαι μόνο με το παντελόνι και ξυπόλητος;

Αυτός δεν μου απάντησε, μόνο χασκογέλασε και άρχισε να πειράζει τα μεγαλύτερα του παιδιά, μια τα κορίτσια μια τ’ αγόρια, τα έσπρωχνε δοκιμάζοντας τη δύναμή του και αυτά όλο γελούσανε, γελούσε κι αυτός. Ώσπου πρόσεξα, μα πώς δεν το ‘χα προσέξει τόσην ώρα;

-Βρε σύ, τι πήγες κι έκανες. Ολόσωμο τατουάζ στο στήθος και στην πλάτη; Είναι αυτά για παιδιά δημοτικού;

Αυτός δεν χαμπάριασε και συνέχισε να στροβιλίζεται και να παίζει με τα μεγαλύτερά του παιδιά. Κάποια στιγμή κατάφερα να τόνε πιάσω και καθώς τριβόταν για να ξεφύγει ένιωσα ένα μεμβρανώδες υλικό να ξεκολλάει από πάνω του. Ευτυχώς το τατουάζ ήταν αυτοκόλλητο. Ησύχασα. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια είχαν κουμπώσει τα παλτά τους, χαιρέτησαν και έφυγαν. Ο ανηψιός μου ανέβηκε πάνω στης γιαγιάς. Τι ωραία… Ησυχία.

-Τι ωραία…. Ησυχία. Κουκουζέλη θα περάσουμε υπέροχα στη Σύρο. Μα, πώς ήρθαμε. Πες μου στ’ αλήθεια. Πώς ήρθαμε;
-Πήραμε το πλοίο και ήρθαμε.
-Δεν θυμάμαι.

Έβαλα τον καφέ να ζεσταίνεται. Τα μπατζούρια ήταν κλειστά, αλλά όχι τα τζαμιλίκια. Παρόλο που έξω ψιλόβρεχε και είχε το γεναριάτικο κρύο του, μέσα το ισογειάκι ήταν αρκετά ζεστό. Ώσπου να ζεσταθεί ο καφές ανέβηκα να δω τι κάνουν η μάνα μου κι ο πατέρας μου.

-Καλησπέρα.
-Αυτή που πήρε το πρωί τηλέφωνο πρέπει να δούμε αν πράγματι είναι της ασφαλιστικής.
-Ώχου ρε μάνα. Γι αυτό πάλι είσαι συγχυσμένη και με το πιεσόμετρο στο χέρι.
-Να αφήσετε ήσυχη τη μάνα σας και να αναλάβετε τις ευθύνες σας. Αυτή που πήρε τηλέφωνο, ξέρουμε αν είναι από την ασφαλιστική; Δεν βλέπεις τι απάτη κυκλοφοράει.
-Ρε μπαμπά, το είδα το τηλέφωνο στην αναγνώριση. Είναι της ασφαλιστικής. Αμάν. Μανία καταδίωξης…….
-Τις ευθύνες σας να αναλάβετε, έχετε γίνει ολόκληροι άντρες και δεν ενδιαφερόσαστε για τίποτα.
-Σιγά το μεσανατολικό. Πήρε μια ασφαλίστρια από την ασφαλιστική για να μας κλείσει ραντεβού και να μας φουσκώσει τα μυαλά μπας και κάνουμε και καμία ασφάλεια παραπάνω.
-Κι αν είναι απατεώνισσα; Εμείς στην εταιρεία της είχαμε άλλον ασφαλιστή. Τι δουλειά έχει αυτή να παίρνει τηλέφωνο;
-Σου είπα, ρε μάνα, το τηλέφωνο απ’ όπου μας πήρε είναι της ασφαλιστικής εταιρείας. Έφυγε ο παλιός μας ασφαλιστής και τώρα ανέλαβε αυτή.
-Και γιατί ο παλιός μας ασφαλιστής δεν μας πήρε ένα τηλέφωνο να μας ενημερώσει; Και είναι και ξάδερφος. Μωρέ θα πάρω εγώ αύριο τη Μαρία τη μάνα του και θα της τα ψάλλω.
Συγγενής σου λέει…
-Τι λες ρε μάνα; Τι δουλειά έχει η μάνα του; Όλοι με μας νομίζεις ότι ασχολούνται; Δουλειά ήταν, βρήκε καλύτερη και έφυγε ο ξάδερφος. Τρίτος ξάδερφος. Ξέρεις πόσους πελάτες είχε; Έφυγε, τέλειωσε. Σιγά μην τους πάρει έναν-έναν τους παλιούς πελάτες του για ενημέρωση. Αυτή, η πώς τη λένε, η Γεωργούλη, που τον αντικατέστησε, αυτή έχει τώρα την έννοια να μας πάρει για να βγάλει και κανένα μερτικό.
-Εγώ θα πάρω αύριο στην ασφαλιστική να τσεκάρω αν η Γεωργούλη είναι της ασφαλιστικής. Θα πάρω για λογαριασμό της μάνας σας. Εσείς να αναλάβετε τις ευθύνες σας. Κι άμα έρθει αυτή εδώ την ερχόμενη Τετάρτη, που η προφέσορα η αδερφή σου της έκλεισε ραντεβού, εγώ δεν υπογράφω τίποτα.
-Ποιος σου είπε ρε πατέρα να υπογράψεις κάτι. Για ενημέρωση θα έρθει η γυναίκα.
-Εγώ δεν της ανοίγω. Άμα θέλετε ανοίχτε της και καθίστε την ή στο ισόγειο ή πάνω στης αδερφής σου.
-Καλά. Κοιτάχτε να μη συχυζόσαστε με σαχλαμάρες.
-Σαχλαμάρες είναι που ολόκληροι άντρες δεν ενδιαφέρεστε. Και συχύζετε τη μάνα σας.
-Ωχ, πάλι απ’ την αρχή. Μόνοι σας συχυζόσαστε για το τίποτα. Πάω απάνω να παίξω λίγο με το μικρό.
-Ανεύθυνοι.

Κατέβηκα για μια στιγμή κάτω και έκλεισα την καφετιέρα να μην μου τον κάνει καβουρντιστό τον καφέ. Ο ξαναζεσταμένος γαλλικός είναι θεριστικός για το στομάχι, αλλά δεν μου πάει να πετάω από το πρωί στο απόγεμα μισή καφετιέρα καφέ. Την έκλεισα και ανέβηκα πάνω. Δεν άναψα φως στις σκάλες. Μου αρέσει να ανεβαίνω στα τυφλά αυτή την ολοΐσια πάνω σκάλα, τσεκάροντας αν δεν με έχει εγκαταλείψει η τεχνική των εφηβικών μου χρόνων να επιστρέφω μεταμεσονυχτίως αθόρυβα στο κατασκότεινο και να γλιστρώ στο κρεββάτι μου χωρίς να με πάρουν είδηση.

-Διάβασες τα μαθήματά σου, κολλητήρι;
-Όλα, παρακαλώ, Μπαρμπούλιη μου.
-Μπράβο. Τι θα παίξουμε… για δύο λεπτά όμως γιατί έχω δουλειά κάτω.
-Να παίξουμε αθόρυβο καυγά σε αργή κίνηση.
-Έγινε.

Και αρχίσαμε σαν σε ριπλέι τα ντιρέκτ και τα άπερκαπ, αλλά ο μουλωχτός μικρός φτάνοντας τη γροθιά του με αργή κίνηση στο μάγουλό μου, έδινε μια ξαφνική πίεση και μου την έχωνε μαλακά-μαλακά. Περιορίστηκα να του ρίχνω μερικά ελαφρά «εξευτελιστικά», όπως λέμε στην μεταξύ μας ορολογία, χαστουκάκια.

-Άντε γεια. Καλό σχολείο αύριο. Έχεις διαβάσει είπαμε, ε;…
-Ναιαιαι …. καληνύχτα.

Κατέβηκα τη μακρυά ολόισια σκάλα πάλι χωρίς φώτα. Έτσι το έσκαγα μεταμεσονυχτίως ως έφηβος. Έβαλα καφέ και άνοιξα τον υπολογιστή. Άναψα μία πίπα και αράδιασα τις σημειώσεις μου. Άνοιξα το Finale και το κλαβιέ και ξεκίνησα να γράφω. Γράφω μουσική συνήθως απ’ ευθείας στον υπολογιστή, βασιζόμενος σε ελάχιστες σημειώσεις. Η δουλειά απόψε πήγε ρολόι. Με αντάμειψα εκεί κατά τις δέκα και μισή με ένα έξοχο κόκκινο κρασί. Μετόχι Τσάνταλη.

Τώρα έχοντας επιστρέψει σπίτι, και γράφοντας αυτό το ποστ πίνω για συμπλήρωμα ένα ποτήρι … μπά; Δεύτερο είναι; SYRAH. Έξοχο. Ακριβά δώρα των γιορτών. Πάντα ο μεσημεριανός υπνάκος στρώνει ωραία έναν βραδινό. Πάνυ ωφέλιμος.

-Τι καλά που θα περάσουμε στη Σύρο βρε Κουκουζέλη…. Μα στ’ αλήθεια έχουμε έρθει; Πώς ήρθαμε; Δεν θυμάμαι τίποτα.
-Πήραμε το πλοίο και ήρθαμε.

2 σχόλια:

kukuzelis είπε...

Δε λες όμως που φτάνοντας στη Σύρο ανατρίχιασα.

γεράσιμος μπερεκέτης είπε...

Επίτηδες, για να αποσπάσω αυτό το ένα και μοναδικό σχόλιο που με το δικό μου γίνονται δύο.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)