Έχουν απομείνει ο Διονύσης και ο Νικόλας. Ποιος θα πάρει τα 150.000 €; Ε;ΕΙΣ ΚΟΡΗΝΗ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΘΡΕΦΕΤΟ ΜΕΣΑ ΕΙΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Μοναστηρίσια μου όμορφη, εδώ είμαι και κοιτάω,
Πρόβαλε κει στα κάγκελα να ιδής που τραγουδάω.
Βγαίνει για σε γλυκύτατος απ’ την καρδιά μου ο στίχος,
Ας τον αφήνει να περνά και ας μην ζηλεύει ο τοίχος.
Κάμε να φύγεις αν μπορείς, έλα να σε φιλήσω,
Με το φιλάκι μοναχά τη φλόγα μου θα σβήσω.
Μοναστηρίσια μου όμορφη, εδώ έλα και στοχάσου
Πως δε θα κάμω να χαθή, αθώα μου, η παρθενιά σου.
………………………………………………………Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ
‘Σ μεγάλην εξοριά, σ’ ένα λαγκάδι,
μιαν ταχινήν επήγα στο κουράδι*,
σε δέντρη, σε λιβάδια, σε ποτάμια,
σε δροσερά και τρυφερά καλάμια.
Μέσα στα δέντρη κείνα τ’ ανθισμένα,
Που βόσκαν τα λαφάκια τα καημένα,
Στη γη τη δροσερή, στα χορταράκια,
Που γλυκοκιλαδούσαν τα πουλάκια,
Πανώρια λυγερή, πανώρια κόρη
Ωσάν καλή καρδία κι ωραία στα θώρη,
Έβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση
Κ’ έλαμπε σαν τον ήλιον η ομορφιά τση.
Έπονται άλλα 464 στιχάκια και ο επίλογος του Δρυμητινού:
Κι’ ως εδεπά τελειών’ η βοσκοπούλα,
Ιστόρια τζη, καμόματά της ούλα,
Κι αν ευρεθούν άλλες πολλαίς γραμμέναις
Ας ξεύρει πάσα εις πως ειν’ σφαλμέναις.
Μόνον πως αύτη είναι η καλυοτέρα
Απ’ όσαις κι αν βρεθούν την σήμερον ημέρα,
Ετζ’ από με τον αποκορωνίτη
Νικόλαον δρυμητινόν από την κρήτην.
…….ακολουθούν κι άλλοι στίχοι………(προσέξατε τας απομιμήσεις)
……………………………16ος αιώνας, ίσως του Νικολάου Δρυμητινού.
*κουράδι=κοπάδι (εκ του κουρά, κούρεμα, διότι ως γνωστόν τα πρόβατα τα κουρεύουν)Για να μιλήσουμε ειλικρινά και άνευ φιλολογίας. Το πρώτο του Σολωμού, την σήμερον, δεν πάει ούτε για στιχάκι σε φασόν τραγούδι, έστω και με την πλέον ελπιδοφόρον μεταπολιτευτικήν καλήν κουλτουριάραν πρόθεση. Υπάρχει ωστόσο ως καντσονέττα στην Κεφαλλονιά και στην Ζάκυνθο.
Η Βοσκοπούλα δε, μοιάζει σχεδόν περιττής υπάρξεως, χωρίς το άκουσμα μιας λύρας ζωγραφίζουσας να πείθει.
Μοναστηρίσια μου όμορφη, εδώ είμαι και κοιτάω,
Πρόβαλε κει στα κάγκελα να ιδής που τραγουδάω.
Βγαίνει για σε γλυκύτατος απ’ την καρδιά μου ο στίχος,
Ας τον αφήνει να περνά και ας μην ζηλεύει ο τοίχος.
Κάμε να φύγεις αν μπορείς, έλα να σε φιλήσω,
Με το φιλάκι μοναχά τη φλόγα μου θα σβήσω.
Μοναστηρίσια μου όμορφη, εδώ έλα και στοχάσου
Πως δε θα κάμω να χαθή, αθώα μου, η παρθενιά σου.
………………………………………………………Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ
‘Σ μεγάλην εξοριά, σ’ ένα λαγκάδι,
μιαν ταχινήν επήγα στο κουράδι*,
σε δέντρη, σε λιβάδια, σε ποτάμια,
σε δροσερά και τρυφερά καλάμια.
Μέσα στα δέντρη κείνα τ’ ανθισμένα,
Που βόσκαν τα λαφάκια τα καημένα,
Στη γη τη δροσερή, στα χορταράκια,
Που γλυκοκιλαδούσαν τα πουλάκια,
Πανώρια λυγερή, πανώρια κόρη
Ωσάν καλή καρδία κι ωραία στα θώρη,
Έβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση
Κ’ έλαμπε σαν τον ήλιον η ομορφιά τση.
Έπονται άλλα 464 στιχάκια και ο επίλογος του Δρυμητινού:
Κι’ ως εδεπά τελειών’ η βοσκοπούλα,
Ιστόρια τζη, καμόματά της ούλα,
Κι αν ευρεθούν άλλες πολλαίς γραμμέναις
Ας ξεύρει πάσα εις πως ειν’ σφαλμέναις.
Μόνον πως αύτη είναι η καλυοτέρα
Απ’ όσαις κι αν βρεθούν την σήμερον ημέρα,
Ετζ’ από με τον αποκορωνίτη
Νικόλαον δρυμητινόν από την κρήτην.
…….ακολουθούν κι άλλοι στίχοι………(προσέξατε τας απομιμήσεις)
……………………………16ος αιώνας, ίσως του Νικολάου Δρυμητινού.
*κουράδι=κοπάδι (εκ του κουρά, κούρεμα, διότι ως γνωστόν τα πρόβατα τα κουρεύουν)Για να μιλήσουμε ειλικρινά και άνευ φιλολογίας. Το πρώτο του Σολωμού, την σήμερον, δεν πάει ούτε για στιχάκι σε φασόν τραγούδι, έστω και με την πλέον ελπιδοφόρον μεταπολιτευτικήν καλήν κουλτουριάραν πρόθεση. Υπάρχει ωστόσο ως καντσονέττα στην Κεφαλλονιά και στην Ζάκυνθο.
Η Βοσκοπούλα δε, μοιάζει σχεδόν περιττής υπάρξεως, χωρίς το άκουσμα μιας λύρας ζωγραφίζουσας να πείθει.
Και είναι και τα δύο αριστουργήματα εις την συμπεριφοράν. Διότι:
Και τα δυο μοιάζουν να διαχειρίζονται την ίδιαν γλωσσικήν περιουσίαν , δηλαδή την άγνοια της γλώσσας και παράλληλα την πλήρη επίγνωση της δύναμής της, όταν συνδυάζεται.
Το δεύτερο κυνηγάει την ύπαρξή του μέσα από την υπνωτιστική δύναμη της έκτασής του ως τραγούδι: μια επαναλαμβανόμενη μελωδία που θα ντύνει όλη τη στροφή - όλο το ποίημα αφημένο στο δοξάρι και την βέβαιη φωνή του λυράρη.
Το πρώτο οικονομημένο όλο πάνω στο πειστικό βλέμμα του χορωδού, που με ένα ποτηράκι παραπάνω, θα παιχνιδίσει το ματάκι και θα μας βεβαιώσει ότι ακούμε ένα αριστούργημα ειδικόν για κρασάκι εις μίαν νήσον της Επτανήσου.
Και ποίαι άλλαι να πρέπει να είναι αι φιλοδοξίαι των ποιητών;
-Τρέμει η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
-Δικό σου ήταν αυτό Διονυσάκη; Μπράβο πουλάκι μου! Τζάμπα σου την πήραμε την κιθάρα;
(βλέπε: Γιάννη Χρήστου, Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΗ ΣΤΡΥΧΝΙΝΗ, "Τι ωραία που παίζει ο γιαννάκης μας το διολί!!!".