Τρίτη, Απριλίου 18, 2006

ΟΙΣΤΡΟΣ

Ο Κουκουζέλης έβαλε προσωρινά λουκέτο. Ευκαιρία…

Μετά από πρόβα στην πειραματική σκηνή της λυρικής, κοντό-ρεκτά σε καφενεδάκι στον Κολωνό, στις παρυφές του Θεάτρου της Άνοιξης. Από πέρσι το είχαμε σταμπάρει με την φίλη μου την Α., αλλά δεν μας έκατσε. Ήταν πάντα γεμάτο με νεαρές παρέες, εμείς κάπως μεσήλικες και σε αταίριαστες ώρες. Μεσημέρι όμως είναι βολικά. Κι έτσι χτες και σήμερα πήραμε την ρεβάνς. Ειδικά σήμερα, από τις τέσσερις μέχρι τις επτά και κάτι, τα τσούζαμε εκεί, συν γυναιξί και ανδράσι. Η Α. είναι εξαίρετη τσιμπαλίστα, λευκορωσσίς. Αμύητη σε πολλά ελληνικά, λάτρις της Ελλάδας, σε τέτοιο βαθμό όπου το μίσος της γι αυτήν, όποτε εκφράζεται, να υπερβαίνει το μέτρο.
Σαν στοίχημα λοιπόν την έστειλα σήμερα, Μ.Τρίτη, στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στην Αιόλου, συστημένη, ν’ ακούσει τον Λυκούργο (Αγγελόπουλο) και τον Γιάννη Αρβανίτη, μετά των χορωδών, να ψάλλουν το τροπάριον της Κασσιανής. Την έστειλα μετά από σχετική κατήχηση μουσική και λογοτεχνική, άμα και θεολογολαογραφική – ξέρετε αυτά τα σχετικά με το «ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» τα κλιπιτικλόπ του αλόγου του Θεοφίλου αναζητούντος την αποτραβηγμένη των εγκοσμίων Εικασία στο μοναστήρι, καθώς και τα διαμειφθέντα παρ’ αυτών: «εκ γυναικός ερρύη τα χείρω», «αλλά και εκ γυναικός τα κρείττω».
Την πήρα στο κινητό κατά τις 10 και 1 λεπτό μ.μ.
-Είσαι απόλυτα κουρντισμένος, μου είπε. Μόλις τελειώσαμε. Ήταν αριστούργημα. Ο Λυκούργος έκανε ένα σόλο εκπληκτικό.
-Πάρε με τηλέφωνο μόλις φτάσεις σπίτι να τα πούμε.

Εν τω μεταξύ, περιμένοντας το τηλέφωνο, γράφω.
Αύριο, θα φύγει για Μιλάνο, ταξίδι αναψυχής. Έχει εισιτήριο για την Σκάλα, ανήμερα Μ. Παρασκευή, θα πάει να δει και το Μυστικό Δείπνο του Ντα Βίντσι.

Σκέφτομαι, ότι θα ήθελα να της πω, πως το σόλο του Λυκούργου, ασφαλώς αυτοσχεδιασμός σε παλαιό μουσικό κείμενο, ίσως του 17ου αιώνα, αιτία δημιουργίας έχει την πίστη αυτήν την ιδιότυπη πίστη του καλλιτέχνη στον εαυτό του. Αυτήν την πίστη που ο δημιουργός συνθέτης πολλές φορές αναγκάζεται να την παρουσιάσει ως θεία, την επικαλείται ως θεία για να ισχυροποιήσει το έργο του, ενώ κατά βάθος ξέρει ότι δημιουργεί για να πληρώσει το κενό που αφήνει μέσα στους δημιουργούς η διάθεση δημιουργίας. Το αποτέλεσμα της δημιουργικής του πράξης εντάσσεται λοιπόν, σε ένα λατρευτικό τυπικό, το οποίο ο συνθέτης υπηρετεί ως συντελεστής, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι οι τελούντες ιερατικώς την λατρευτική πράξη αναγνωρίζουν την αξία της δημιουργίας του, όπως άλλωστε, ούτε και όλοι οι πιστοί καταλαβαίνουν από μουσικές και νη πα βου, ούτε όλοι οι ψαλτάδες από θεολογία. Γι αυτό, συνήθως, οι παπάδες καταριόνται τους ψαλτάδες που χάριν της μουσικής παρατείνουν τις ακολουθίες, όπως άλλωστε και οι ψαλτάδες καταριόνται τους παπάδες που κτήτορες μεγαλόσχημοι της θείας χάριτος ενεργούν ως δήμιοι των μουσικών έργων, πιέζοντάς τους να τα συντέμνουν, εν ώρα εκτελέσεώς των, χάριν ενός αθλίου συνήθως κηρύγματος, ή μιας εγκυκλίου ανακοινώσεως.
Η αξία λοιπόν του τροπαρίου της Κασσιανής, όπως έχει μελοποιηθεί από τον Πέτρο Λαμπαδάριο, καθώς και το σόλο του Λυκούργου – δεν παρευρισκόμουν – πιθανολογώ ότι έγινε στο σημείο «οίστρος ακολασίας», η αξία λοιπόν, αισθητικώς μπορεί να εντοπιστεί και να οριστεί χωρίς εκπτώσεις, μόνο από …… απίστους.

Δευτέρα, Απριλίου 03, 2006

ΟΚΤΑΒΕΣ

Χαίρομαι όταν ο μπόγκερ μου ζητάει πάσγουορντ για να μπω.Αυτό σημαίνει ότι πέρασε ικανός χρόνος από το προηγούμενο γράψιμο.

Σήμερα κατανόησα τον λόγο που οι συνθέτες σε κάποιο σημείο του έργου τους εμφανίζουν ένα θέμα "υπογραμμισμένο" με οκτάβες, κατά προτίμηση μονοφωνικά. Δείτε την ταινία την καινούργια του Γούντυ Άλλεν "Ματς πόιντ" και θα βρήτε τον λόγο στο σημείο εκείνο που διαδραματίζονται οι φόνοι. Αυτοί οι φόνοι είναι μη αναγκαίοι. Θα μπορούσε η όλη "δραματική" σχέση να είχε λυθεί σεναριακώς με μία απλή εγκατάλειψη, οπότε θα μιλούσαμε για μέτριο αμερικάνικο σινεμά. Η οπερετική όμως επιλογή στη διαμόρφωση της δραματικής έντασης ανήκει στην μεγαλοφυία του σκηνοθέτη αυτής της ταινίας, ο οποίος ουδόλως τυχαίως είναι μουσικός.

Παρασκευή, Μαρτίου 17, 2006

ΠΑΛΙ ΜΑΣ ΕΓΡΑΨΑΝ ΟΙ 'ΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

Πόσο νοστάλγησα την εποχή που δεν είχα μπλογκ. Τότε, που και που έστελνα κανα κείμενο στον φίλο μου τον Κουκουζέλη και το «δημοσίευε» στο δικό του. Και μου έψελνε σαν τροπάρι κάθε μέρα απ’ το τηλέφωνο: «Γιατί δεν φτιάχνεις ένα δικό σου μπλογκ;». Δεν προφασιζόμουν, αντιθέτως είχα ειλικρινώς την πεποίθηση ότι το εγχείρημα του ανοίγματος ενός μπλογκ είναι τόσο περίπλοκο τεχνολογικώς, που δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω. Και να σκεφτεί κάποιος, ότι είμαι βουτηγμένος στα διαολομηχανήματα από το ’87, με πρώτο απόκτημα έναν COMMODORE 64. «Είναι πανεύκολο», επέμενε ο Κουκουζέλης. «Σε πέντε λεπτά θα έχεις δικό σου μπλογκ». Και όντως απεδείχθη πανεύκολο. Το όνομα το είχα βρει ήδη, έχοντάς το εμπνευστεί από το όνομα του Κουκουζέλη. Αφού αυτός «Κουκουζέλης» τότε εγώ «Μπερεκέτης». Αμφότερα, ονόματα σπουδαίων μελουργών το πρώτο του 12ου το δέυτερο του 17ου αιώνα. Και το μικρό το όνομα εύκολα το βρήκα. Σχεδόν προαισθητικά ο φίλος μου Κουκουζέλης, παρέκαμψε το Ιωάννης που ήταν το μικρό όνομα του μελουργού και επέλεξε το Αρτέμης για μικρό του όνομα. Αυτό με βοήθησε πολύ στο να επιλέξω για μικρό μου όνομα το Γεράσιμος, παρακάμπτοντας αντιστοίχως το Πέτρος. Γιατί κατά κόσμον με τον Κουκουζέλη έχουμε το ίδιο μικρό όνομα, άρα συνεορτάζουμε. Όπως οι άγιοι Αρτέμιος και Γεράσιμος που συνεορτάζονται στις 20 Οκτωβρίου. Έδεσε η σάλτσα. Αλλά υπάρχει και ολίγον από φαινόμενον «προτυπώσεως» (όπως λέμε «Σταυρόν χαράξας Μωσής») αλλά και «αναλογίας γένους» στην ιστορία αυτή (-όπως λέμε: «Αυγούστου μοναρχήσαντος κλπ, κλπ, Σού δε ενανθρωπήσαντος, κλπ, κλπ). Ήτοι:
Το σχολείο μου το δημοτικό, ένα συνοικιακό ιδιωτικό, ονομαζόταν ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ «Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ». Από τον Οκτώβρη του 1964 και επί έξι συναπτά έτη, στις 20 Οκτωβρίου είχα σχολική αργία, προηγουμένου πάντοτε ενός εκκλησιασμού, όπου ο διευθυντής μας, Αρτέμης ονόματι και ο ίδιος, διάβαζε με βροντερή φωνή το «Πιστεύω» και το «Πατερ ημών». Κατά τις 10 είμαστε στη γειτονιά μας στη Μαυρομιχάλη με τον φίλο μου και συμμαθητή μου τον Αντρέα και παίζαμε πασίτσες και σουτάκια, άχαρο παιχνίδι, της ανάγκης ελλείψει της υπολοίπου μαρίδας, αλλά μέσα μας «σιγόβραζε ένα ρυθμικό κρεσέντο αυτάρεσκης χαράς που θα ξέσπαγε σε ένα εκρηκτικό φορτισίσιμο» (sic), μόλις οι άλλοι φίλοι μας κατά τις μιάμιση θα στρίβαν τη γωνία και θα μας ρωτούσαν χάσκοντες αρχικώς και, πριν τελειώσουν τη φράση τους, ζηλόφθονες:
«Δεν είχατε σήμερα σχολείο;»
Είμασταν, όμως, τόσο ευτυχείς κάθε 20 Οκτωβρίου με τον Αντρίκο, που σχεδόν υπεροπτικά δεν μπαίναμε στον κόπο να εξηγήσουμε στους άλλους φίλους μας το λόγο της ιδιαίτερης αυτής αργίας μας.
Θέλω να πω, δηλαδή, ότι με αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι δημιουργούν ζεύγη, ομάδες, κατηγορίες, αναιτίως κι όμως αιτιατές. Όταν ως μοίρα τους προκύπτει. Δεν κανονίζονται αυτά τα πράγματα.
Σημειωτέον δε ότι τον πρώτο μου κουρέα τον έλεγαν Γεράσιμο.

Αποφευκτέα σχόλια:

Α) Κι εγώ το ’88 είχα έναν AMSTRAD, μήπως έχεις κανένα πρόγραμμα από αυτή την εποχή.
Β) Αρτέμη λέγανε και τον δικό μου δάσκαλο και ήξερα κάποιον Αντρέα που έμενε στη Μαυρομιχάλη στον Πειραιά.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 04, 2006

ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ (ΜΟΥ)

Σχόλιο σε μιαν αφιέρωση
Alberich, με σένα αρχίζω:
Άκουσα την αφιέρωσή σου, άκουσα και τις «οπισθοπεμτουσίες». Αδικείς το εαυτό σου γράφοντας στην πρώτη comment που μου έστειλες «γι αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν έγινα μουσικός». Δηλαδή, τι να υποθέσω ότι είσαι, με βάση αυτά τα δύο κομμάτια σου που άκουσα;
Για την αφιέρωσή σου συμφωνώ μαζί σου, μπορεί να θυμίζει Jannis, αλλά είναι «σωστή μουσική», με χαρακτήρα μάλλον «χειρονομίας», παρά απομίμησης. Για το κομμάτι «οπισθοπεμπτουσίες», έχω κατ’ αρχάς να πω ότι πολλοί συνθέτες του «αβανγκάρντ» θα το υπογράφαμε ευχαρίστως. Ιδιαιτέρως εγώ, που γνωρίζω την προέλευση του τίτλου – σου υπόσχομαι να συνθέσω σύντομα τις «γλουτοβλενώσεις» και να στο αφιερώσω με τη σειρά μου. Θρηνώ ακόμα το ανάτυπον του «ΠΑΛΙ» που προ 25ετίας, μικρός, φρικιό περίπου, και άπειρος, το δάνεισα και δεν το ξανάδα.
Ως μουσική τη βρήκα έχουσα ενότητα ηχοχρωματικών ιδεών και ορθώς οργανωμένη αταξία. Μπράβο. (Και τη Mirandolina ευχαριστώ που διαπίστωσε την εκλεκτική συγγένειά μας).

«Το ρόλο των χορηγών, προστατών, μαικήνων τον συζητάμε συχνά - φαίνεται σε πολλούς καλλιτέχνες να λείπουν, παρά την θεωρητικά μεγαλύτερη ανελευθερία».
(Mirandolina ).



Θα συμφωνήσω ότι αυτό συμβαίνει όντως. Διότι ο καλλιτέχνης, συνήθως όχι πλούσιος (με την έννοια του λεφτά), αναζητά την καταξίωση ως πόρο επιβίωσης, αλλά και την χορηγία ως….δήλωση καταξίωσης, ως μέσον επιβίωσης, ως ευκαιρία πραγματοποίησης του «μεγάλου έργου».
Το μόνο που μπορώ πολύ περιεκτικά να πω για το όλο θέμα είναι να ρωτήσω:
-Είναι αξιολογότερο έργο «τα κατά Ματθαίον Πάθη» από τις δίφωνες Invetions του J.S.Bach. Ανεξαρτήτως απαντήσεως, ο προϋπολογισμός ζωντανής εκτέλεσης του δεύτερου έργου είναι το κόστος μιας εφ’ άπαξ αγοράς ενός πληκτροφόρου. Οι προϋποθέσεις εκτέλεσης, το να παίζεις πιάνο ή να έχεις φίλη ή φίλο πιανίστα. Οι προϋποθέσεις της σύνθεσης και των δύο έργων είναι η ίδια ευφυΐα.
Το μόνο που δεν θα δεχτώ ως συμβολή στον προβληματισμό περί της δημιουργικότητας ως δυνατότητας, είναι η κοινωνική σημασία του ενός ή του άλλου έργου μέσα από την ιστορική τους παρουσία, η κοινωνική τοποθέτηση πάνω σε πρόσωπα και εποχές, όπως και την υπόθεση ότι αν ο Μπαχ δεν ήταν μεγάλος δεν θα γινόταν γνωστός. Διότι όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με την ατομική απόλαυση της δημιουργίας. Θυμίζω ότι το καλλιτέχνημα –και ως εκ της φύσεως τους οι μπλόγκερς θα με καταλάβουν- το καλλιτέχνημα υφίσταται όταν υπάρχουν αυτός που το έφτιαξε και αυτός που το απόλαυσε, δηλαδή δύο. Σε σπάνιες περιπτώσεις αρκεί ένας. Τότε, μπορεί να περιοριστεί στον διαλογισμό. Οι πολλοί, βέβαια, που καταξιώνουν ένα έργο είναι πάντα ευπρόσδεκτοι για έναν καλλιτέχνη. Δεν είναι όμως, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητοι για την ίδια την δημιουργική διαδικασία, άρα ούτε και οι χορηγοί είναι. Bλέπε Βαν Γκόνγκ. Και ας δούμε τον Βαν Γκογκ όχι ως ιστορικό πρόσωπο, αλλά ως καλλιτέχνη εν τη δράσει του και εν τω δράματί του.

Τρίτη, Ιανουαρίου 31, 2006

CONCERTO GROSSO ως άσκηση αυτογνωσίας

Το σημερινό μας κομμάτι είναι ένα κατ’ ευφημισμόν “Concerto Grosso” σε 6 μέρη.
Πρόκειται για μια μουσική καρικατούρα, μια χιουμοριστική ματιά στο μπαρόκ και τα εκφραστικά μέσα του. Η αναφορά στον συνθέτη LOCATELLI, σκόπιμη. Ο Λοκατέλλι, ήταν ένας σπουδαίος Ιταλός βιολιστής της εποχής Μπαρόκ, δάσκαλος επίσης, αλλά όχι τόσο γνωστός συνθέτης, με έργα κυρίως κοντσέρτα για βιολί, αξιόλογα σήμερα ίσως για τον κόσμο των βιολιστών, στη σκιά όμως των έργων δύο κοσμαγάπητων συμπατριωτών του: του Βιβάλντι και του Κορέλλι.
Τα κοντσέρτα του διακρίνονται για την ….. βραχύτητά τους. Μερικά διαρκούν συνολικά 5 λεπτά έχοντας 4 μέρη. Θα μπορούσε, υπ’ αυτήν την έννοια, να ονομασθεί Λάκων. Σοφός, γαρ ο Λοκατέλλι, με αυτοσυνείδηση. Η δεξιοτεχνία μπορεί να επιδειχθεί επιτυχώς μέσα σε λίγα μουσικά μέτρα. Και δεν χρειάζεται να διακινδυνεύσει κάποιος επιμήκεις φόρμες, αν δεν αισθάνεται τη σύνθεση στο αίμα του, διότι μπορεί να εκτεθεί, να φανεί φλύαρος ή ανοικονόμητος. Άλλωστε, το ακροατήριό του τί ζητούσε από αυτόν; Μερικές καλές δοξαριές, αρπεζάκια, σκάλες… Στην εποχή αυτή, ο μουσικός, ήταν ως επί το πλείστον ένα ζωντανό τζουκ-μποξ, και ολίγον τι ζογκλέρ (κάποιοι μάλιστα ως ζογκλέρ ξεκίνησαν την καριέρα τους) . Οι συνθέσεις ενός συνθέτη δεν ήταν τόσο «έργα του», όσο «αποκτήματα» του Δεσπότη του που τον έτρεφε. Ίσως μάλιστα, για τους πιο χοντροκομένους ακροατές, μια σύνθεση δεν διέφερε πολύ από το σημαινόμενον της έκφρασης: «παίξε μας κάτι», και κατά πάσα πιθανότητα η παραγγελία μιας νέας σύνθεσης να σήμαινε για το ευγενές κοινό περίπου ό, τι και το «βράσε μου ένα αυγό, αλλά πρόσεξε να είναι μελάτο».

Γιώργου Χατζημιχελάκη:
CONCERTO GROSSO in ordine Locatelli

Τα μέρη:
Α. Εισαγωγή, Moderato
άκουσον 414 kb

B. Allegro
άκουσον 578 kb

Γ. Grave
άκουσον 783 kb

Δ. Allegro
άκουσον 429 kb

E. Adantino
άκουσον 772 kb

ΣΤ. Allegretto
άκουσον 1092 kb

Παίζουν:
Αγγελίνα Τκάτσεβα Σταθοπούλου: τσίμπελ (ρώσσικο σαντούρι)
Νέλλη Σεμιτέκολο: πιάνο

Η ηχογράφηση είναι από συναυλία που έγινε μια βραδιά του Νοέμβρη 2004 στο «Μουσικό Καφενείο» του Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας.

αφιερωμένο εξαιρετικά στον Alberich

Σάββατο, Ιανουαρίου 28, 2006

ΜΙΚΡΟΝΥΧΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ

ΕΝΑΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΠΟΥ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΩ ΤΟΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΟΙ ΤΥΨΕΙΣ ΩΣ ΑΙΣΘΗΣΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΜΕ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ.

Ο στεγανός κόσμος των ονείρων μάς εξωθεί στο απόλυτο βίωμά του. Οι Ερινύες δεν φτερουγίζουν μέσα στον ονειρικό χωροχρόνο. Αποδημούν από τον χώρο του συλλογικού «πρέπει», όταν αυτός παγώσει και ναρκωθεί, αναζητώντας τα θερμότερα κλίματα, συνήθως την συνείδηση κάποιου, που ευάλωτη ακούει σαν τραγούδι την οχλοβοή. Το απόλυτα συλλογικό βίωμα των ονείρων δημιουργεί ατομικές ευθύνες, το απόλυτο ατομικό βίωμα του «πρέπει» δημιουργεί συλλογικές ευθύνες.

σύνθεση, ηχητικό κολάζ, ηλεκτρονικός προγραμματισμός Γ.Χατζημιχελάκης


άκουσον 717 kb

Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2006

ΜΙΚΡΟΝΥΧΤΟΓΡΑΦΙΑ

Ο ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΑ ΧΕΡΙ ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΡΩΣΣΟΣ ΣΑΝΤΟΥΡΙΕΡΗΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΑΠΟΒΡΑΔΟ ΖΗΤΙΑΝΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ
είναι ο τίτλος του σημερινού μας κομματιού.

Ο φόβος μου ως μουσικού: ν' αναγκαστώ να ζητιανέψω παίζοντας μουσική. Μάταια εξορκίζω αυτόν τον φόβο πετώντας κέρματα στους πλανόδιους ακκορντεονίστες. Κανείς δεν γνωρίζει τη μοίρα του, όσο και αν προσπαθεί να την διασφαλίσει ως "μέλλον". Και η μοίρα δεν είναι κισμέτ. Μοίρα σημαίνει μέρισμα : μοίρα μας είναι ένα μερίδιο κληρονομιάς κάποιας παλιάς περιουσίας, που ίσως άφησε κέρδη, ίσως άφησε ζημία.

(σύνθεση, ηλεκτρονικός προγραμματισμός:Γιώργος Χατζημιχελάκης 2004)


άκουσον

Πέμπτη, Ιανουαρίου 26, 2006

ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΙΣ

Νέα τεχνολογική προσωπική κατάκτηση: η δυνατότητα να σας προσφέρω μουσική. Μάλλον την πάτησα και ίσως αλλάξω στυλ. Θα το διακινδυνεύσω.

Εν είδει τεστ:
ΤΙΤΛΟΣ CD: ΑΠΟΗΧΟΙ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ (καραμανλήδικα τραγούδια από το Τσαρικλή Νίγδης)
περιέχει 17 τραγούδια ανέκδοτα ως τώρα, σε αναστατική εκτέλεση, απο καταγραφές που έκανε ο Θανάσης Παπανικολάου, καππαδόκης τρίτης γενιάς προσφύγων. Οι καταγραφές έγιναν την περίοδο 1980-1985 στον Μαυρόλοφο Βόλου. Το CD συμπεριλαμβάνει και το πρωτότυπο ηχογραφημένο υλικό των καταγραφών: φωνές από γιαγιούλες, πρόσφυγες πρώτης γενιάς, αποδημήσασες πλέον εις Κύριον. Τα τραγούδια είναι τουρκόφωνα. Οι Καππαδόκες της συγκεκριμένης περιοχής, καίτοι ελληνόφωνοι, τραγουδούσαν και στιχουργούσαν στην τουρκική. Μουσικά την αναστατική έκδοση επιμελήθηκε ο Γιώργος Χατζημιχελάκης.
Ακούτε το τραγούδι "ΑΗ ΣΑΒΒΑ", χορό ιεροτελεστικό, χορεύεται ιδιότυπα αργά από γεροδεμένους άντρες που στους ώμους τους στέκουν όρθιοι άλλοι άντρες ισορροπώντας.

παίζουν:
Στρατής Ψαραδέλλης, καππαδόκικη λύρα
Κατερίνα Μητροπούλου, νταούλι

τραγουδά ομάδα φίλων

άκουσον

Σάββατο, Ιανουαρίου 21, 2006

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ

Το μπλογκ μου είναι ένα λογοτεχνικό ασκητήριο, ως εκ τούτου οι χώροι και τα πρόσωπα είναι λογοτεχνικά πρόσωπα. Δεν μιλώ για την επικαιρότητα ακόμα και όταν κάνω αναφορές σε αυτήν. Για παράδειγμα , στην πραγματική λαϊκή που γίνεται στη γειτονιά μου, ο δήμος φέρνει χημικές τουαλέττες και τις αραδιάζει ανά πέντε τετράγωνα δύο.Βρωμάνε και ζέχνουν, αλλά εξυπηρετούν κάποιους , έστω εξυπηρετούν την ιδέα της υγιεινής και του πολιτισμού. Στο προηγούμενο κείμενό μου όμως, επειδή η πόλη που αναφέρομαι είναι ένας λογοτεχνικής κατασκευής χώρος και ως εκ τούτου της απολύτου εξουσίας μου, δεν επιτρέπω να διαθέτει χημικές τουαλέττες στις λαικές αγορές. Επίσης στην ίδια λογοτεχνικής υπάρξεως πόλη, τα περιττώματα στα κάθετα στενά του δρόμου που γίνεται η λαική, διασκορπίζονται το πολύ σε βάθος 50 μέτρων, ενώ στην πραγματική πόλη που ζω σε βάθος 52,7.
Η δε γρίπη των πουλερικών στην λογοτεχνική μου πόλη είναι άκρως επικίνδυνος. Στην πραγματική πόλη που ζω, συναναστρεφόμαστε άφοβα μεταξύ μας, χωρίς κανέναν απολύτως διαχωρισμό είδους. Ως εκ τούτου, τον μεν δήμαρχο της πραγματικής μου πόλης θα τον καταψηφίσω, επειδή οι χημικές τουαλέττες που φέρνει στις λαικές βρωμάνε και ζέχνουν, ενώ τον δήμαρχο της λογοτεχνικής μου πόλης θα τον καταψηφίσω, επειδή δεν φέρνει καθόλου χημικές τουαλέττες.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 20, 2006

Η ΕΠΙΚΥΝΔΥΝΟΣ ΓΡΙΠΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΕΡΙΚΩΝ

Δεδομένου ότι οι σκύλοι, αδέσποτοι και μη, χέζουνε και κατουράνε παντού, παρατηρείται το εξής φαινόμενο: τα κάθετα στενάκια ενός δρόμου στον οποίο γίνεται λαϊκή, να είναι πιο κατουρημένα και πιο χεσμένα από τον μέσο όρο, ιδίως μέχρι πενήντα μέτρα μέσα από το δρόμο της λαϊκής.
Διότι και οι λαϊκατζήδες άνθρωποι είναι. Από τις τρεις αξημέρωτα τραβιόνται: να φορτώσουν, να πάνε να στήσουνε πάγκους, να απλώσουνε τα πράματα. Και δεν ξέρουν τι αντέχεται δυσκολότερα: το κρύο και τ’ αγιάζι χειμώνα ξημερώματα, ή το λιοπύρι το καλοκαιριάτικο ντάλα μεσημέρι. Αλλά δε βαριέσαι. Μαθημένοι είναι έτσι από μικροί. Πολλή δουλειά, λίγος ύπνος, πολλά λεφτά, κι όσο περισσότερα τόσο λιγοστεύει ο ύπνος, γιατί τα λεφτά ζητάνε ξόδεμα και το ξόδεμα ξενύχτι στα μαγαζιά, στα κέντρα, στα στριπτητζάδικα. Υποχρεώσεις είναι αυτές. Το κορμί μαθαίνει στην αϋπνία και το μυαλό περιορίζεται στην απλή προπαίδεια «τρεις εννιά εικοσιεννιά» , άμα είναι να παίρνουμε, και «έξι εννιά σαρανταεννιά» άμα είναι να δίνουμε. Το μόνο που δεν περιορίζεται είναι το κατούρημα και το χέσιμο. Διότι το κορμί μπορεί να καταστεί ναός του πνεύματος, καλλιτέχνημα γλυπτόν, ναός ακολασίας, σαρκίον, παραμένει ωστόσο πάντοτε ένας οργανισμός.
Πρόσφορα αφοδευτήρια στους γύρω κάθετους δρόμους κάθε λαϊκής, κυρίως τα μισογκρεμισμένα και οι οικοδομές, αλλά ελλείψει γιαπιών προσφέρονται μεταξύ τρεις και έξι τα ξημερώματα οι πυλωτές πολυκατοικιών. Το ίδιο βολικά, για να μη το πολυψάχνουμε, έρχεται και πίσω από τους κάδους των σκουπιδιών, πίσω από φορτηγάκια, σε εσοχές σπιτιών και, στις μεγάλες σφίξεις, καταμεσίς του δρόμου- με σχολαστικότητα, όχι του δρόμου που απλώνουνε τους πάγκους τους. Είπαμε: στους κάθετους, μέχρι πενήντα μέτρα μέσα. Πρώτα απ’ όλα η υγεία. Και βρωμάει κατρουλίλα στα πέριξ και να οι κουράδες…. Ο Δήμος, δεν μπορώ να πω, μετά το πέρας της λαϊκής έρχεται με τα μηχανήματα και πλένει. Πλένει το δρόμο που γίνεται η λαϊκή. Όχι τους κάθετους. Αυτούς τους πλένει η βροχή. (Αυτοκάθαρση)
Πάντως αποφεύγω να αγοράζω αυγά τώρα με τη γρίπη των πουλερικών.

Υ.Γ. Εξ όσων γνωρίζω, τα ψαρόνια, κάθε χειμώνα από τέλη Νοέμβρη και μετά, μεταναστεύουν στη χώρα μας κατά σμήνη και με τους αξιοθαύμαστους σχηματισμούς και ελιγμούς, κάθε που σουρουπώνει χαρίζουν αναπάντεχα θεσπέσια θεάματα σ’ εμάς τους στερημένους από φύση κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Μετά την παράσταση, κυρίως κουρνιάζουνε στις λεύκες και πήζουνε στην κουτσουλιά τα από κάτω πεζοδρόμια. Προφανώς, τα ψαρόνια έρχονται σε επαφή και με τα πλήθη των περιστεριών και δεκαοχτούρων που επιμένουν να ζουν στις πόλεις. Τα περιστέρια επισκέπτονται τα μπαλκόνια μας. Λέω τώρα……, δεν είμαι και ειδικός. Πάντως έχει να πουληθεί πολύ… εμβόλιο φέτος αδερφέ μου.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21, 2005

ΠΑΜΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ;;;;;

Συγκινητική συνάντηση. Δέκα μέτρα από την εξώπορτα του πατρικού μου. Εγώ φορτωμένος με κάτι σακούλες και παραμάσχαλα το τσαντάκι με τις πίπες. Αυτός, ένας μεσόκοπος, ψηλός, με ένα συμμετρικών χαρακτηριστικών πρόσωπο, οι ρυτίδες ομοιόμορφα κατανεμημένες, στις παραμονές μιας οριστικής κατίσχυσης, όμως το μαλλί ακόμα κορακίσιο. Ελαφρώς μελαχροινός. Επιδιόρθωνε τους υαλοκαθαριστήρες του αμαξιού του, καθώς με κάρφωσε με το βλέμμα του. Το αποτράβηξε αμέσως. Γιατί σχεδόν ενοχλήθηκα από την ένταση του και το ένιωσε. Όμως δεν έμοιαζε κακόβουλο το βλέμμα, σκέφτηκα, και καθώς ολοκληρωνόταν η διατύπωση αυτής της σκέψης, ένιωσα να απειλούμαι. Το βλέμμα, αυτό το βλέμμα το ινδιάνικο, ξανά με κέντριζε σαν βέλος. Το σώμα μου πήρε στάση αμυντική. Μια στάση που ωστόσο , δεν πήγαζε από μια προσωπική διαχείριση του φόβου μου. Ήταν σαν αυτό το βλέμμα να με διαχειριζόταν…… και μάλιστα με ένα τρόπο που μου ήταν γνωστός στα κατάβαθα των αναμνήσεών μου…. πόσες φορές…..
-Γεράσιμε, με πρόλαβε.
-Γιάννη;;;;;;;;
Ο Γιάννης με την μαγική τη ντρίπλα.
Ποτέ δεν είχα καταφέρει να τον κόψω. Ίσως, άντε, μια ή δυο φορές, μα ξανακέρδιζε τη μπάλλα και εν τέλει με ντριπλάριζε. Όμως, όποιος έκοβε τον Γιάννη, έστω κι αν μετά ξανάχανε τη μπάλλα, όταν το βράδυ θα έκανε απολογισμό της μέρας του, θα ‘χε να πει: έκοψα τον Γιάννη.
Παντρεύτηκε μικρός, έφυγε για την πατρίδα του, τα Κουφονήσια, έκανε τέσσερα παιδιά, χαθήκαμε για σχεδόν 30 χρόνια.
Η φάτσα του, όταν είμαστε μικροί, θυμάμαι μου έφερνε στον Τόντο. Τον καλό Ινδιάνο, τον σύντροφο του Λόου Ρέιντζερ. Κάθε Τρίτη 5.30 στην ΥΕΝΕΔ. Και λέω καλό, διότι τους Ινδιάνους, ως επί το πλείστον, τους εμπεδώναμε μέσω των γουέστερν ως κακούς. Ακόμα και η λέξη «ιθαγενείς» λόγω κινηματογραφικών συμφραζομένων σήμαινε «απολίτιστοι, εξ ορισμού εχθροί εξαφανιστέοι, πανούργοι αλλά με βέλη, ενώ εμείς οι εξελιγμένοι καλοί λευκοί εκ δυτικής Ευρώπης έχουμε σφαίρες». Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει σε μια ταινία ένα πρωτόλειο πολυβόλο που είχε στην κατοχή του το ιππικό και θέρισε «χιλιάδες κομπάρσοι».
Δεν ξέρω πως και γιατί, αλλά σε μία καμπή της προσωπικότητάς μου γύρω στα 13, αγόρασα στρατιωτάκια AIRFIX, ένα πακετάκι ινδιάνους και ένα πακετάκι καουμπόηδες. Στις μάχες που ακολούθησαν οι ινδιάνοι νικούσαν πάντα κατά κράτος.

-Ήμουνα στην προπόνηση, Γεράσιμε. Υπάρχει αισιοδοξία για αύριο.

Ένας ακόμη λόγος που ο Γιάννης μου ήταν αγαπητός: Εθνικάκιας κι αυτός, σαν κι εμένα. Καλά εγώ, όμως αυτός με τέτοια ντρίπλα εδικαιούτο να είναι ένας ματαιόδοξος Ολυμπιακός. Όμως, ως γνήσιο ταλέντο, είχε από μόνος του διαλέξει το κουσούρι του.

Οι ινδιάνοι, στην παρακμή τους, όταν πια οι μεγάλες μάχες χάνονταν η μια μετά την άλλη, κατέφυγαν στην μυθοπλασία. Μετά από κάθε χαμένη μάχη, μαζεύονταν και αφηγούνταν προσωπικές ανδραγαθίες οι οποίες πανηγυρίζονταν ως σημαντικότερα συμβάντα από την …..επουσιώδη τελική έκβαση της μάχης. Η μάχη γι αυτούς είχε κερδιθεί, όχι εκ του τελικού αποτελέσματος, αλλά στο 37’ στο 49’ και στο 56’, εκεί όπου ο Χατζηιωάνογλου ντριπλάρισε τον Γκαϊτατζή και ο Γκαϊτατζής έτρεχε ξοπίσω του και δεν τον προλάβαινε, γιατί ο Χατζηιωάνογλου δικαίως ωνομάσθη Τσαφ και αν δεν έπαιζε στον Εθνικό, αλλά στον Ολυμπιακό θα ήταν μόνιμος παίκτης της Εθνικής Ελλάδος.

Εξ όλων αυτών συνάγεται ότι αύριον-σήμερον Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2005, ο Εθνικός Πειραιώς όπου σημειωτέον νυν αγωνίζεται στην Γ΄ Εθνική, στον αγώνα κυπέλλου με την ΑΕΚ, με τον Α΄ ή Β΄ τρόπο θα επικρατήσει.





Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2005

Αι ωδίνες του χειμώνος άνοιξις

'Εστησεν ο 'Ερωτας χορό
με τον ξανθόν Απρίλη
και τρωγόπιναν οι φίλοι
τσιριτρί τσιριτρό

Διονύσιος Παπαντωνίου (κατά κόσμον Ζαχαρίας Σολωμός)

Καλές γιορτές............

Σάββατο, Δεκεμβρίου 03, 2005

Αραία-αραία

Το 'λεγε συχνά ο παππούς μου. Για περιπτώσεις που πρέπει να φανείς επαρκής, ενώ δεν είσαι:
-Αραία-αραία, να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα.
(Η δωρική διάλεκτος επιβιώνει, διατηρώντας την ηχητική της μέσω αυτών των τάχα ασυναίρετων τύπων).
Μανιάτης ο παππούς μου, το 'χω ξαναγράψει. Έφυγε 13 χρονώ, από τα Παγγιά για να φτιάξει την τύχη του. Έμενε στα μανιάτικα, σε μιά τρώγλη με πάτωμα χώμα. Πήγε στον Προμηθέα να σπουδάσει μηχανικός. Επιβίωνε, φτιάχνοντας μηχανολογικά σχέδια για τους εύρρωστους οικονομικά συμμαθητές του, έναντι μικράς αμοιβής, σε χρήμα ή είδος, δηλαδή τρόφιμα. Έγινε υπομηχανικός, διετέλεσε μόνιμος κελευστής στο Ναυτικό, υπηρέτησε στον Αβέρωφ, μετά εν μέσω κατοχής, πήγε στη ΔΕΗ. Από κει πήρε σύνταξη. Εν τω μεταξύ, είχε προικίσει 4 αδελφές, πράγμα σπάνιο για μανιάτη, γιατί στη Μάνη οι γυναίκες δεν παίρναν προίκα. Παροιμιώδες είναι το εξής σχετικό τηλεγράφημα:
ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ ΠΑΝΟ>ΣΟΥ ΣΤΕΛΝΩ ΠΛΑΚΕΣ ΣΑΠΟΥΝΙ ΔΥΟ> ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΨΕΙΣ ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΗ ΜΑΣ>ΚΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΣΤΕΙΛΕΙΣ ΤΑ ΡΕΣΤΑ>
Ο αποστολέας ήταν ο ξενητεμένος αδερφός. Πιάτα στην Αμερική. Ο άλλος αδερφός, είχε μείνει στη Μάνη. Όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί η αδερφή τους, ο έν Μάνη αδερφός σκεφτηκε πονηρά. Σου λέει, ας γυρέψω βοήθεια από τον αδερφό μου, τάχα για το γάμο και αφού προίκα δεν δίνουμε έτσι κι αλλιώς, ό,τι στείλει το κρατάω και ουδείς παραπονούμενος.
Αλλά το μανιάτικο το αίμα, στην ξενητιά βράζει πιο πολύ απ' ότι στη Μάνη. Ο ξενητεμένος, μπορεί στην Αμερική να πήγε σε γαμήλιες δεξιώσεις, σε μπάρτσελορ, μάρτυρας σε προικοσύμφωνα, σε προγαμιαία συμβόλαια, αλλά.... τα ήθη και τα έθιμα του τόπου του δεν τα ξέχασε, παρ' όλες τις προσδοκίες του αδερφού του.

Ήτανε λοιπόν καμμιά δεκαπενταριά. Έπρεπε να βαδίσουνε μέσα σε περιοχή εχτρών. Ο φόβος τους έκανε να περπατούν ό ένας κοντά στον άλλο. Ο αρχηγός, σοφά, τους πρόσταξε:
"Αραία-αραία, να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα".
Όταν φοβάσαι, η μόνη άμεση άμυνα είναι να προξενήσεις το όποιο δέος μπορείς.

Σήμερα πάνε 99 χρόνια από τη γέννηση του παππού μου. Προτίμησε να φύγει στα 81.

ΥΓ
Στη Μάνη η πατρική περιουσία μεταβιβάζεται από άρρενα σε άρρενα. Αν δεν υπάρχει γυιός, η περιουσία πάει στο γυιό του πλησιέστερου συγγενή. Εξ ού και οι γυναίκες δεν παίρνουν προίκα. Ίσως να πάρουν χρήμα, αν η οικογένεια είναι πολύ εύπορη, αλλά όχι γη. Επίσης μπορεί να πάρουν ως προίκα μέρος της πατρικής ελαιοπαραγωγής επί ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, π.χ. 10 χρόνια. Η μόνη περιουσία των γυναικών, που μεταβιβάζεται από μάνα σε κόρη, είναι οι αλυκές. Για να έχουν το αλάτι τους να μαγειρεύουν.
Παλιά αυτά.....

Σημειώνω ότι όλα τα ανωτέρω προσπαθούν να εξηγήσουν εύσχημα το γιατί γράφω αραιά και που.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 11, 2005

ΤΙΣ ΘΕΟΣ ΜΕΓΑΣ......

Την βλέπω κάθε βράδυ, σχεδόν ανελλιπώς.
-"..και απευθύνομαι σ' όλο το πανελλήνιο",
-"...η διάστασή του είναι 1,35 επί 0,90",
-"...τα πολύ ωραία, πανέμορφα, μαγικά χαλιά μου".

Ζουμπουρλή, φλύαρη, αθώα νάρκισσος, πανέξυπνη έμπορος, καπάτσα-κωλοπετσωμένη, γλυκειά και εύθυμα ερωτική: Η Μιραράκη, η Δέσποινα, με όλη της την γκαλερί. Δεν σε αφήνει καν να την θαυμάσεις. Αυτοθαυμάζεται!!!!! (επίτηδες τα έβαλα τόσα θαυμαστικά).

Τίς Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών; Συ εί ο Θεός ημών ο ποιών θαυμάσια μόνος. (μέγα προκείμενον των Θεοφανείων, ήχος βαρύς εναρμόνιος).

Υπάρχουν κι άλλοι Θεοί, αλλά ο δικός μας είναι ο πιο ισχυρός. Μόνον ο δικός μας Θεός είναι θαυματουργός.

Τα μουσικολογικά άλλη φορά......

Αν δεν δείτε, δεν θα πιστεύσετε........

Παρασκευή, Νοεμβρίου 04, 2005

ΚΑΤΑ ΜΟΝΑΣ ΕΙΜΙ ΕΓΩ.........

Ο Κουκουζέλης, ο φίλος μου, μιλήσαμε σήμερα στο τηλέφωνο και μου παραπονέθηκε:
-Χάθηκες απ' το μπλογκ, από τότε που έφτιαξες το εργαστήρι και αποτραβιέσαι εκεί πρωί βράδυ.
Η αλήθεια είναι ότι είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου, αλλά κυρίως στη γυναίκα μου, ότι εκεί στο εργαστήρι θα πηγαίνω μόνο τα πρωινά. "Τα απογεύματα θα είμαι πάντα σπίτι και θα μελετάω στο πιάνο, θα καθόμαστε παρέα, θα τρώμε νωρίς". Ο εαυτός όμως είναι μια οντότητα αντιδραστική. Ό,τι και να του υποσχεθείς, αυτός με υπόγειο τρόπο θα σε ωθήσει να μην το τηρήσεις. Οι μόνοι που δε φταίνε σε αυτήν την ιδιόμορφη σχέση είναι η γυναίκα μου κι εγώ, αλλά κυρίως ο Κουκουζέλης. Επιμένει να γράφω, λέει στο μπλογκ.
-Έπινες το ουισκάκι σου, αργά το βράδυ, σε συνέπαιρνε και κάτι έγραφες.
-Να το βράσω, το ουισκάκι, που πάντα ήταν από τρία και πάνω και το άλλο πρωί σερνόμουνα ως αντίτιμο του βραδυνού μου οίστρου.
-Ναι, συμφωνώ, όπως νιώθεις καλύτερα.
-Νιώθω πολύ καλύτερα τώρα. Ξυπνάω στις έξι, πουρνό-πουρνό, πάω στο εργαστήρι, φτιάχνω καφέ, φουμαίρνω την πίπα μου και στρώνομαι στη δουλειά με καθαρό κεφάλι. Βλέπω και τον ανηψιό μου που φεύγει κατά τις οκτώ παρά για το σχολείο και μέχρι που να γυρίσει, εκεί γύρω στις τρεις το μεσημέρι, έχω βγάλει του κόσμου τη δουλειά. (Τα ξεθεώνουνε όμως τα παιδάκια, πρώτη δημοτικού στο πόδι από τις εφτά μέχρι τα τρία μεσημέρια).
-Ναι, αλλά μου λείπεις. Γράψε κάτι, βρε αδερφέ, γράψε κάτι για μένα - εγώ θα σε διαβάσω.
Για όλα υπάρχει μια δικαιολογία. Δικαιολογία, όχι πρόφαση. Εγώ, φερειπείν, μόλις γυρίσαμε από τις διακοπές, τέλη Αυγούστου, η γυναίκα μου, εγώ και ο εαυτός μου, βαλθήκαμε να ανακαινίσουμε το σπίτι μας. Προσέτι, είχε προηγηθεί η εκχώρηση, ορθότερον, αόριστος παραχώρησις, ενός ισογείου μικρού διαμερίσματος προς εμέ, από τον αδερφό μου και τον πατέρα μου, ένα ισόγειο αποθήκη στο πατρικό μου . Εκεί, στο ισογειάκι, εναπέθετε η μάνα μου τα ψώνια της λαϊκής, στοίβαζε τις κοκα-κόλες, τις μπύρες, τα κρασιά, μακαρόνια, χαρτιά υγείας, καθαριστικά. Εκεί απεσύροντο τα παλαιά έπιπλα, οι παιδικές βιβλιοθήκες-γραφειάκια, τα παλιά βιβλία, κουρτινόξυλα, καρέκλες, μικροεπιπλάκια που η μόδα τους πέρασε, παιχνίδια που βαρέθηκε ο ανηψιός μου, παιδικά καροτσάκια, κούνιες, ένα ποδήλατο γυμναστικής και ένας 486 με μια οθόνη ασπρόμαυρη.
Είχα υποσχεθεί στην γυναίκα μου αυτή την ανακαίνιση του σπιτιού μας. Τον εαυτό μου τον απασχόλησα με την μεταμόρφωση της αποθήκης του πατρικού μου σε στούντιο. Έτσι, εγώ προσωπικά, βρέθηκα από Σεπτέμβριο μέχρι και τέλη Οχτώβρη (μην επαναστάσεων), βρέθηκα να υπηρετώ τας υποσχέσεις προς την γυναίκα μου και τον εαυτό μου. Και ήταν και η πρώτη φορά που η γυναίκα μου και ο εαυτός μου συνεργάστηκαν τόσο αρμονικά.
Μεταξύ μυρωδιάς νεφτιού, κεφάτων μαστόρων, μπρατσαράδων μεταφορέων που ανέλαβαν την μετακόμιση-επιστροφή στις ρίζες μου, και πολλής προσωπικής εργασίας, (πότε για τον εαυτό μου, πότε για τη γυναίκα μου), ανάμεσα λοιπόν σε αυτόν τον οργασμό έργων, μπορώ να πώ ότι η ιδέα του να γράφω στο μπλογκ ήταν μια όαση, όπως όλες οι ιδέες που δεν μπορούν εξ αντικειμένου να πραγματοποιηθούν, καθότι και τις οάσεις τις απαντούμε σχεδόν πάντα ως αποτελέσματα αντικατοπτρισμού. Έτσι, οι ιδέες για υποψήφια θέματα αφηγημάτων με κατέκλυζαν, γιατί οι ιδέες είναι πρόστυχες. Σε ερεθίζουν, όταν γνωρίζουν πολύ καλά, ότι δεν μπορείς να τις ωφεληθείς. Και οι ιδέες που δεν μπορείς να τις ωφεληθείς είναι και οι πιο ωραίες. Έμαθα, λοιπόν, να γράφω με το μυαλό μου μες στο μυαλό μου. Επί, δύο μήνες δεκάκις το δέκα την ημέρα. Φταίνε και τα νέφτια που όντως σε μαστουρώνουν, γι αυτό και οι μπογιατζήδες άλλοι απ' αυτούς είναι μες στην τρέλλα και το γέλιο κι άλλοι νωθροί μα φιλοσοφημένοι. Έφτιαχνα, μα δεν έγραφα. Και το συνήθισα. Να ωφελούμαι την ιδέα προσωπικά.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 17, 2005

RIO Ή ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΩΝ ΓΑΜΩΝ (1)



Φέτος παντρέψαμε ουκ ολίγους. Από Ιούνιο τα προσκλητήρια αθροίζονταν στο γραμματοκιβώτιο, φύγαμε για Χίο αρχάς Ιουλίου και η μάνα μου -εντεταλμένη να ποτίζει τα λουλούδια μας και ως εκ τούτου να μας ενημερώνει γενικώς περί τα εν οίκω μας, άρα και περί του γραμματοκιβωτίου μας-"έχετε καινούργιο προσκλητήριο", μας έλεγε, κάθε τόσο απ' το τηλέφωνο. Υποχρεώσεις είναι αυτές, αν και εμείς φροντίσαμε να μην δημιουργήσουμε ανάλογες, παντρευτήκαμε, δόξα τω Θεώ-παιδιά δεν κάναμε, αλλά δόξα τω Θεώ οι άλλοι κάνουνε παιδιά, και μεις, όταν ο κύκλος συμπληρώνεται, λαμβάνουμε τα προσκλητήρια.
Παντρέψαμε πρώτους-πρώτους, Ιούλιο αρχές κάποιους χωριανούς. Μετά πάλι κάποιους άλλους τέλη Ιουλίου. Αυγουστο μέχρι δεκαπέντε μας έσωσε η νηστεία-γάμοι δεν γίνονται. Δεκαεννιά Αυγούστου πήγαμε σε ένα θαυμάσιο γάμο, σε περιβόλι, από ψηλά η θάλασσα στο βάθος, ο ήλιος να βασιλεύει απέναντί της, πίσω μας, πίσω απ' τα βουνά, πίσω απ' το πέτρινο σπίτι, όλα χαρούμενα ροζ και γαλάζια γκρι πορτοκαλιά να βυθίζονται στο σκούρο τους κι η νύχτα να μην προλαβαίνει να μιλήσει γιατί το φεγγάρι, ολόγιομο, ίδιος ο λατρεμένος έρωτας, πέτρα στο στερέωμα στρογγύλη λάμπουσα.Καλότυχοι να 'ναι.
Μετά οι μέρες πέρασαν φτερό. Μας περίμενε σαν απειλή ο Σεπτέμβρης της επιστροφής. Αλλά εμείς του τη φέραμε. Είχαμε γάμο, ανήμερα του Αγίου Φανουρίου στην Πάτρα, Αυγούστου είκοσι επτά. Καράβι από Χίο για Πειραιά εικοστέσσερις. Εικοσιέξι Πάτρα. Μείναμε σε ένα θαυμάσιο ξενοδοχείο, είκοσι βήματα η θάλασσα, φάτσα η ορεινή Ναυπακτία, δεξιά μας η γέφυρα Ρίου-Αντιρίου. Το σούρουπο, παραμονή του γάμου, καθισμένος στο μπαλκονάκι του ξενοδοχείου μελαγχόλησα. Κύτταζα την κατάφωτη γέφυρα και θυμήθηκα πριν από έξι χρόνια ένα ταξίδι με πούλμαν για Αγρίνιο. Θα παίζαμε με το συγκρότημα σε μια συναυλία εκεί. Περνώντας από Ρίο Αντίριο, μπηκαν μες στο καραβάκι κάτι παιδάκια, ρόμηδες, κλαρίνο-τουμπελέκι. Σφουγγάρι-ό,τι ψιλά έχεις δίνεις. Άθλια "Ιτιά", τρισάθλια "Παπαλάμπραινα". Κύτταζα τώρα, την κατάφωτη γαλάζια γέφυρα. Κάτι μεταξύ κιτς, υπέροχου, αναγκαίου και αδιάφορα επιθετικού. Και μελαγχόλησα: "τι άραγες να απέγιναν αυτά τα παιδάκια-ζυγιές;. Αυτά τα καραβάκια ήταν η προπαιδεία του δημοτικού τραγουδιού. Αύριο, μεθαύριο, αυτά τα πιτσιρίκια θα γινόντουσαν πανηγυρτζήδες στα χωριά του Βάλτου....". Το πρωί, πίνοντας τον καφέ μου στο μπαλκονάκι του ωραιοτάτου ξενοδοχείου, το οποίο σημειωτέον η μέλλουσα ξαδέρφη μας και νύφη μας είχε κλείσει σε ειδικά συμφέρουσα τιμή, καφές νεσκαφέ χτυπητό με νεράκι απ' το ψυγείο και ένα φακελάκι απ' αυτά που για ασφάλεια κουβαλάει μαζί της η γυναίκα μου, γιατί ομολογουμένως τα βαριέμαι τα ρουμ-σέρβις, κι ας με βαράει στο στομάχι ο κωλοφραπές, όμως εκείνο το πρωί δε με χτύπησε γιατί με χαρά μου διαπίστωσα ότι τα καραβάκια, ακμαία, έκαναν το δρομολόγιο Ρίου-Αντιρίου, Αντιρίου-Ρίου. Οι σχολές μουσικής προπαιδείας των χωριών του Βάλτου θάλλουν. Ζήτω το Υπουργείο Πολιτισμού!

Σάββατο, Οκτωβρίου 08, 2005

Ηλθες, ήλθες, εφάνης.....

Επιστρέφει ο Κουκουζέλης.
Γοργά ο πελαργός τον πελαγώνει.
Κρύωσε κι ο καιρός.
ή
χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά,
ή
ήρθε ο χειμώνας κι ο κοσμάκης τα ' χει χάσει
ή το προσφιλές σου:
"έρχεται βροχή έρχεται μπόρα"
Καλώς ήλθες....

Παρασκευή, Αυγούστου 19, 2005

PLENA LUNA

Τι ωραία τα ιταλικά! Να τ’ ακούς στις ιταλικές νεορεαλιστικές ταινίες και να ευφραίνεσαι. Τα περισσότερα έργα ιταλικού νεορεαλισμού, αλλά και τα μεταγενέστερα, τα έχω δει σε θερινά σινεμά. Σχεδόν ταυτίζω τα ιταλικά με το καλοκαίρι.
Το καλοκαίρι έχει την εξής παράξενη ιδιότητα. Όταν είσαι εκτός μεγαλουπόλεως διαρκεί λίγο. Το πολύ μέχρι τέλος Αυγούστου. Εντός μεγαλουπόλεως βαστάει μέχρι μέσα Οχτώβρη. Και ως κλίμα και ως διάθεση.
Δύο μορφές στα ελληνικά γράμματα-δεν μιλώ για ποίηση, ή πεζογραφία-με έχουν συγκινήσει. Ο Συκουτρής και ο Λεκατσάς. Και οι δυο σε ένα σύγχρονο αναγνώστη υψώνουν ένα μικρό τείχος γλωσσικό. Του Συκουτρή μοιάζει νομιμότερο, απλή επιστημονική της εποχής καθαρεύουσα με ταλέντο, του Λεκατσά έχει κάτι από μαλλιαρή, ή μάλλον αποκαθαρισμένη μαλλιαρή με ολίγον από μαρξιστική λαϊκών ερεισμάτων επιστημονική γλώσσα.
Δύο έργα θεμελιακά, ένα του καθενός: του Συκουτρή η επιμελημένη σχολιαστικά και μεταφραστικά έκδοση του ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ του Πλάτωνα. Του Λεκατσά η περίφημη ανθρωπολογική μελέτη του με τον τίτλο ΕΡΩΣ. Και τα δύο αυτά έργα τα διάβασα στην εξοχή.
Εξοχή εκ του εξέχω.
Και η ανάγνωσή τους ήταν νυμφαίος θάλαμος.
Το ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ του Συκουτρή (διότι έτσι μας το σύστησε ο κύριος μας, ο κύριος Σκουλάτος, μέγας φιλόλογος) το διάβασα στην πέμπτη γυμνασίου στη Μάνη. Πάσχα του ’75.
Το ΕΡΩΣ του Λεκατσά, πέρσι το καλοκαίρι, στη Χίο.
Η Μάνη και η Χίος μοιάζουνε στην αγριάδα του τοπίου όταν τις προσεγγίζεις με το πλοίο από δυτικά.
Τριάντα, ανάμεσά τους, χρόνια. Και ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου η φωνή του Φράγκο (όχι του δικτάκτορος, του άλλου, του Τσίτσο-Φράγκο). Η φωνή του Φράγκο στο έργο ΧΑΟΣ των αδερφών Ταβιάνι:
LA LUNA, LA LUNA.

Πέμπτη, Αυγούστου 18, 2005

ΓΙΑ "ΚΡΑΤΗ ΕΝ ΚΡΑΤΕΙ"..... 5 χρώματα.

Το πρόβλημα του " γιατί στους χάρτες αρκούν το πολύ 4 χρώματα για να παρασταθούν διακριτά τα κράτη", είναι ένα πρόβλημα που απασχόλησε πολλούς μαθηματικούς. Για περισσότερα διαβάστε στο βιβλίο του Marcus du Sautoy "Η μουσική των πρώτων αριθμών", σε μετάφραση Τεύκρου Μιχαηλίδη, εκδόσεις ΤΡΑΥΛΟΣ. Το πρόβλημα το επέλυσαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές μετά από 1200 ώρες εργασίας.


Μιαν οπτική εξήγηση μου προσέφερε σήμερα το πρωί ο καθαρός αέρας της Ιωνίας. Την παραθέτω αφαιρετικά. (Δεν είμαι μαθηματικός, είμαι ένα από τα λεγόμενα "ψώνια", και μάλιστα ακατάρτιστος).


Το τρίγωνο είναι το μικρότερο πολύγωνο, ως σχήμα μπορεί να αποδώσει οικονομικότερα την έννοια της «κατοχής χώρου» και κατ’ επέκτασιν την έννοια του κράτους.

1.Ένας χάρτης μιας ηπείρου στη σφαίρα των «Ιδεών»:














2. Ο χάρτης της ίδιας ηπείρου στη σφαίρα της πραγματικότητας:












Η λύση του προβλήματος πόσα χρώματα το πολύ χρειάζονται για να χρωματιστούν διακριτά Ν κράτη ενός χάρτη, ανάγεται στο εξής σχήμα:

σχήμα 3









έτσι εξηγείται γιατί στους χάρτες αρκούν 4 χρώματα για να παρασταθούν διακριτά τα κράτη. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση όπου το σχήμα 3 περιέχεται εντός ενός άλλου τριγώνου. Τότε έχουμε "κράτη εν κράτει" και χρειαζόμαστε 5 χρώματα.



Το ανωτέρω σχήμα είναι ωραίο και ως σημαία......

Τετάρτη, Αυγούστου 17, 2005

Ο ΚΟΨΟΝΟΥΡΗΣ

Όλη τη χρονιά τη βγάζουνε σπανά. Το καλοκαίρι μπαϊράμι. Απ’ τον Οχτώβρη και μετά τα μαζεύουνε και φεύγουνε σιγά-σιγά κι οι συνταξιούχοι. Ξοπίσω μένουνε οι γάτες του καλοκαιριού. Ραμαζάνι. Να ναι καλά οι ψαράδες, τους πετάνε κανένα ψαράκι και τη βγάζουνε.
-«Ψύχρανε ο καιρός, άντε να πάμε να ξεχειμωνιάσουμε. Του χρόνου το Πάσχα πέφτει νωρίς, αλλά από τέλος Μάη και μετά πάλι εδώ θα ‘μαστε, πρώτα ο Θεός».
«Πρώτα ο Θεός», γιατί ο φόβος φυλάει τα έρημα, έρημοι κι εμείς, (οχτώ Νοέμβρη γράφει-προγράφει ο Ταξιάρχης) γιατί παλιά τα καλοκαίρια μοιάζαν ατελείωτα, παιδιά-διαόλοι, όλο σκανταλιές: ασυμμάζευτοι τα μεσημέρια, το βράδυ κρυφτό, αργότερα οι έρωτες, ο ύπνος εχθρός.
Τα γατιά τα καημένα οσμίζονται την άφιξη «αυτών που έχουν την τροφή». Πριν προλάβεις ν’ ανοίξεις την πόρτα του σπιτιού σου -όλο το χρόνο κλειστό- μα τώρα «καλοκαίριασε και ξανάρθαμε, άντε και του χρόνου πρώτα ο Θεός», αυτά περιμένουν στην αυλή με σηκωμένη την ουρά. Αφού ταϊστούνε, γλείφονται, καθαρίζονται, γυαλίζονται και την αράζουν. Ξάφνου, ξυπνά το ένστικτο. Ένας τζίτζικας βολικός. Μεζές. Το γατί υπολογίζει. Τριγωνομετρία. Μαζεύεται, πετάγεται…. Ο τζίτζικας ημιθανής θα υποστεί την ταπείνωση του Έκτορος. Μετά θα φαγωθεί. Ξανά καθαριότητα. Πρώτα γλείψιμο στα ποδαράκια, μετά στο στήθος, σάλιωμα στα πόδια για να σαλιωθεί το πρόσωπο…., φροντίδα στα γεννητικά όργανα, τελευταία η ουρά, διότι αν δεν υπήρχε η ουρά, θα επρόκειτο για αυτοερωτική πράξη ενός γιόγκι.
Μέσα σ’ όλα αυτά κι ο «Κοψονούρης». Ένα απ’ τα τρία περσινά γατιά, μας τα ‘φερε μικρά-μερών η μάνα τους στον κήπο. Τα άλλα δυο κακάσχημα, με πεταχτά αυτιά, αυτός τρίχρωμος, κανελής, άσπρος και μαύρος. Νωθρός, τελικά διαπίστωσα ότι ήταν θηλυκός. Θηλυκός, τρόπος του λέγειν, διότι ο θηλυκός γάτος, είναι θηλυκιά γάτα, παρ’ όλες τις ονοματοθεσίες. Τα τρίχρωμα γατιά είναι κατά κανόνα θηλυκά, αλλά μου είχε διαφύγει. Ένα βράδυ εμφανίστηκε, μαδημένος, με την ουρά μισή. Τον αποχαιρέτησα πέρσι αρχές Σεπτέμβρη, πιστός ότι σύμφωνα με την δαρβινική θεωρία δεν πρόκειται να τον ξαναδώ.
Πρώτος-πρώτος ήρθε φέτος. Να κοσέρβες, να ψαράκια, να τυριά, γαλατάκι. Μέχρι γιαούρτι τρώει ο αθεόφοβος. Αλλά δεν κυνηγάει. Ολόκληρο Ιούλιο και ο Αύγουστος τελειώνει και κατάφερε να πιάσει μόνο ένα τζίτζικα. Πώς θα τη βγάλει το χειμώνα; Μάλλον όπως και πέρσι.



οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)