Κυριακή, Δεκεμβρίου 29, 2013

Μακαρόνια με σάλτσα τόνου

για τον dsyk

ΥΛΙΚΑ
Μια κονσέρβα τόνου σε άλμη, καρότο, ντομάτα, κρεμμύδι (βλέπε πιο κάτω), αλάτι, πιπέρι ... και τα λοιπά εν συνεχεία. 

ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Καθαρίζεις και κόβεις σε ροδέλες πάχους τριών χιλιοστών ένα μεγάλο καρότο. Τρίβεις μια μεγάλη ντομάτα στον τρίφτη. Ψιλοκόβεις σε κυβάκια ακμής τριών έως τεσσάρων χιλιοστών ένα μικρό κρεμμύδι. Οι ακριβείς διαστάσεις των οπωροκηπευτικών επίτηδες δεν δίδονται, ώστε κάθε φορά η σάλτσα να είναι κάπως διαφορετική.

Βράζεις τα μακαρόνια σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστού που αναγράφονται στη συσκευασία – λέει η παράδοση ότι πρέπει να ρίξεις και μια κουταλιά αλάτι στο τσουκάλι που βράζουν. Όταν τα κατεβάσεις, δεν τα σουρώνεις. Πρώτα κρατάς μια μεγάλη κούπα νερό από αυτό στο οποίο έβρασαν. Μετά χύνεις το μεγαλύτερο μέρος του νερού και αφήνεις μέσα στο τσουκάλι τόσο νερό όσο τα βρασμένα μακαρόνια να είναι σκεπασμένα από αυτό. Εκεί μέσα στο τσουκάλι ρίχνεις πέντε κουταλιές λάδι (ελαιόλαδο που λένε και οι σεφ, μην και τυχόν ακούγοντας «λάδι» δεν καταλάβει κάποιος και χρησιμοποιήσει σπορέλαιο ή ακόμα χειρότερα πετρέλαιο). Μόλις ρίξεις το λάδι ανακατεύεις και μετά σουρώνεις τα μακαρόνια.

Πάμε πίσω στη σάλτσα. Σ’ ένα ρηχό τσουκάλι ρίχνεις λίγο λάδι και τσιγαρίζεις το ψιλοκομμένο κρεμμύδι - απόφυγε το τηγάνι γιατί θα τα κάνεις λίμπα καθώς θα πεταχτούν οι σάλτσες δεξιά-αριστερά στην κουζίνα. Μόλις ροδίσουν τα μικροτεμάχια του κρεμμυδιού, ρίχνεις την τριμμένη ντομάτα και τις ροδέλες το καρότο. Ανακατεύεις. Ρίχνεις πιπέρι και αλάτι. Ρίχνεις μια κονσέρβα τόνο, αφού τον στραγγίσεις, αποφεύγοντας να ρίξεις μέσα και την μεταλλική συσκευασία. Με την κουτάλα σου ανακατεύεις και παράλληλα ο τόνος θρυμματίζεται. Μετά από λίγο, πριν στεγνώσει το μίγμα ρίχνεις το νερό που κράτησες από τα βρασμένα μακαρόνια (το άμυλο που έχει συγκρατηθεί μέσα του θα βοηθήσει τη σάλτσα να δέσει).  Ρίχνεις ένα φύλλο δάφνης, ένα κλαδάκι τσάι του βουνού (παίρνει την ψαρίλα),  και περιμένεις να δέσει το μίγμα. Όταν δέσει ρίχνεις λίγο ούζο και μία κουταλιά ζάχαρη. Μετά από ένα-δύο λεπτά  σβήνεις το μάτι της κουζίνας, ανακατεύεις και περιμένεις μέχρι να σταματήσει ο βρασμός. Έτοιμη και η σάλτσα - θα σου πάρει περίπου ένα τέταρτο της ώρας για να την φτιάξεις.


Σερβίρεις – δεν χρειάζεται τριμμένο τυρί, αλλά ρίξε λίγο φρεσκοτριμμένο πιπέρι από πάνω (φρόντισε να πέσει ωραία και τριγύρω στο χείλος του πιάτου - έτσι κάνουν οι σεφ), κι αν είσαι τολμηρός μια κουταλιά βούτυρο Κερκύρας στο κέντρο να αργολιώσει από τον αχνό, και πασπάλισε με μια ψιλοκομμένη (ωμή) σκελίδα σκόρδο. Αν έχεις την πολυτέλεια διακοσμείς με φρέσκο ψιλοκομμένο μαϊντανό, ή ρόκα ή βασιλικό - το καθένα τους (όχι όλα μαζί - προς Θεού) δίνει το κατιτίς του. Τρώγοντας πιες και λίγο ούζο.

 (Η πίεση, παρόλο το αλάτι,  θα ρυθμιστεί στο 11 με 7 και οι σφυγμοί στους 76). 




Σάββατο, Δεκεμβρίου 21, 2013

Η καρμπονάρα του τεμπέλη

για ανάγνωσμα προτιμήστε "Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη"

Για να είμαι ακριβής, όχι του ανίατου τεμπέλη, διότι για την περίπτωσή του θα έπρεπε να παραθέσω έναν κατάλογο με τηλέφωνα ντιλίβερι.

Αυτός στον οποίον απευθύνεται η παρούσα συνταγή, διαθέτει κάποια ίχνη δημιουργικής διαθέσεως, ή έστω κάνει την ανάγκη φιλότιμο για να γλιτώσει τα 15 - 20 €, διότι οπωσδήποτε  μαζί με την καρμπονάρα θα παράγγελνε και μία μικρή πίτσα "για αύριο", την οποία θα έτρωγε "σήμερα" και αφού έπιανε και μια πηρουνιά καρμπονάρα, θα ξανατάπωνε το αλουμινοχαρτένιο κεσεδάκι και θα το έχωνε στο ψυγείο. Παρεμπιπτόντως, οι "μεσαίες" πίτσες με το λίφτινγκ, δεν δείχνουν απλώς, έχουν γίνει "μικρές". Επιτυχία της σύγχρονης πλαστικής χειρουργικής.

Πρώτη προϋπόθεση: στο ψυγείο υπάρχουν μακαρόνια από κάποια προηγούμενη μέρα (τα μυρίζουμε καλού-κακού, γιατί μπορεί και να έχουν ξινίσει).

Τα υγιή μακαρόνια τα βάζουμε στον φούρνο μικροκυμάτων, διότι αν περιμέναμε να τα ζεστάνουμε στο τηγάνι, θα είχαμε ήδη παραγγείλει αυτό το πεϊνιρλί που λέγαμε προηγουμένως και έτσι θα είχαμε κάτι και για μεθαύριο, μιας και αύριο θα τρώγαμε την νεαρά, λάθος, τη μικρή πίτσα και θα μας έμενε η καρμπονάρα.


ΕΚΤΕΛΕΣΗ (διάρκεια 3 λεπτά - το να προσδιορίζεται η διάρκεια ενός έργου, ιδίως μουσικού, είναι απαραίτητο,  το ενδύει με μίαν αχλή χρηστικότητας).

Παίρνουμε το φορητό τηλέφωνο στην κουζίνα. Βάζουμε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Βγάζουμε από το ψυγείο τα μακαρόνια και τα βάζουμε σε ένα βαθύ πιάτο. Μετά: Δυόμισι λεπτά στο φούρνο μικροκυμάτων, για να γίνουν καυτά, αλλά προσοχή, αν και τυχόν έχουμε λίγο μπέηκον ή ζαμπόν, το ψιλοκόβουμε και πασπαλίζουμε τα μακαρόνια πριν τα βάλουμε στο φούρνο. Όταν "βγουν" τα μακαρόνια, τα πασπαλίζουμε με τυράκι τριμμένο και από πάνω μια γενναία κουταλιά  μαγιονέζα. Αν είμαστε και μάγκες κι έχουμε και κρέμα γάλακτος στο ψυγείο, ρίχνουμε  μια-δυο κουταλιές κι από δαύτη στο πιάτο. Τα ανακατεύουμε όλα  και πασπαλίζουμε με μπόλικο μαύρο πιπέρι (οι επί τρεις συναπτές φορές χρήση του ρήματος "πασπαλίζω" και μάλιστα στον αυτόν αριθμό και το ίδιο πρόσωπο, επιβεβαιώνει ότι το παρόν κείμενον είναι συνταγή και όχι λογοτέχνημα). Δοκιμάζουμε μια πηρουνιά, πριν βάλουμε το πιάτο στον δίσκο για να πάμε στον καναπέ απέναντι από την τηλεόραση. Αν δεν μας αρέσει, πριν καν βγούμε από την κουζίνα, πιάνουμε το φορητό και παίρνουμε τηλέφωνο την πιτσαρία, και πίνοντας μια γουλιά κρασί, δίνουμε την παραγγελία με τα σκορδόψωμα που λέγαμε, το πεϊνιρλί, την πίτσα γίγας και τις δύο καρμπονάρες, παίρνουμε και το μπουκάλι μαζί και πάμε στον καναπέ μας περιμένοντας ν' ακούσουμε το μηχανάκι να έρχεται από μακριά γκαζωμένο, και μετά να χτυπάει το κουδούνι... Όχι τσιγκουνιές στο πουρμπουάρ (θα πεις "πόσο πουρμπουάρ να δώσω για μια καρμπονάρα;"). Η κρίση, κρίση, αλλά το παιδί, που συνήθως είναι μεσήλικας, το τρώει το κρύο. Κι όμως χαμογελάει παραδίδοντας την παραγγελία. Αυτό το χαμόγελο είναι που δεν αντέχω, που με γεμίζει τύψεις ("κρίση ιστορικής συνειδήσεως" που έλεγε και ο φιλόλογός μου) γι' αυτό κι αποφεύγω να παραγγέλνω - δεν μου περισσεύουν πια κιόλας - κι έτσι βρήκα αυτήν τη συνταγή....

ΥΓ Για όσους κάνουν δίαιτα ή πρέπει να προσέχουν, συνιστώ να μην βάλουν μέσα μπέηκον, ούτε κρέμα γάλακτος, και καλύτερα να αποφύγουν την μαγιονέζα και ει δυνατόν και το τριμμένο τυρί.Έχει μάλιστα αποδειχθεί, ότι όταν τρως κρύο το φαγητό - στην προκείμενη περίπτωση τα μακαρόνια όπως τα βγάλεις απ' το ψυγείο - τότε ο οργανισμός προσπαθώντας να ισορροπήσει την θερμοκρασία του σώματος (αλήθεια σώμα και οργανισμός το ίδιο δεν είναι;) καίει θερμίδες, άρα και παχαίνει λιγότερο. 


Κυριακή, Δεκεμβρίου 15, 2013

"Εσπερινόν / Ανατολικόν" στην Αμβέρσα





Γνωριστήκαμε με τον Γιάννη Παπαδόπουλο μέσω του ίντερνετ. Η γνωριμία μας σύντομα έφτασε στο να μου προτείνει (ή μάλλον να προτείνουμε ο ένας στον άλλο) να γράψω ένα κομμάτι με θέμα το Κύριε Ελέησον για ένα Happening, στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αμβέρσας.

Κύριε Ελέησον Ανατολικόν, διότι θα παιχτεί διαδοχικά με το Εσπερινόν  που συνέθεσε ο Peter Verdonck, βασισμένο στο Kyrie eleison από την Missa Pappae Marcelli  του Παλεστρίνα. Το δικό μου βασίζεται στο παραδοσιακό γνωστό τοις πάσι, που ακούγεται στις εκκλησιές μας - πιστεύω ότι κάτι θα θυμίσει σε όσους Έλληνες της Αμβέρσας βρεθούν στην εκδήλωση.

Η ιδέα του Γιάννη Παπαδόπουλου:
Μια γραμμή στο πάτωμα της αίθουσας θα συμβολίζει το όριο Ανατολής-Δύσης. Πάνω στην γραμμή θα κάθονται οι  μουσικοί: βαρύτονο σαξόφωνο, τσέλο, κοντραμπάσο. Οι μουσικοί κοιτώντας προς Δυσμάς, όθεν το κοινό -απέναντί τους - προς Ανατολάς, θα ερμηνεύσουν το Ανατολικόν Κύριε Ελέησον. Κατόπιν το κοινό θα περάσει την γραμμή-όριο, οι μουσικοί θα κάνουν μεταβολή, και κοιτώντας προς Ανατολάς, θα ερμηνεύσουν το Esperinon Kyrie Eleison, του Peter Verdonck.

Ο Πέτερ, με την διπλή ιδιότητα του ερμηνευτή και του συνθέτη, εποπτεύει τις μουσικές πρόβες - εγώ όπως πάντα στο Λεκανοπέδιο, μιμούμενος τον [σοφό] Σωκράτη.

Με επαγγελματισμό και προπάντων με ευαισθησία, ο Πέτερ (τον οποίο δεν γνωρίζω [ακόμα] προσωπικά) ηχογράφησε σε μία πρόβα το κομμάτι μου, και μάλιστα σε δύο εκδοχές, μίαν στο τέμπο που ορίζω στην παρτιτούρα, και μία πιο αργή, διότι έτσι του φάνηκε καλύτερο. Και μου τις έστειλε να ακούσω ποια προτιμώ. Οι ερμηνευτές, πάντα το λέω, τις περισσότερες, αν όχι όλες τις φορές, έχοντας ακονισμένο από την πράξη το αισθητήριό τους, όταν είναι καλοπροαίρετοι κάνουν τις πιο εποικοδομητικές ερμηνευτικές προτάσεις, αναδεικνύοντας το έργο. Φυσικά και προτίμησα την εκδοχή του Πέτερ ...

Από την πρόβα 14-Δεκεμβρίου 2013
Κύριε Ελέησον Ανατολικόν:

στο τέμπο της παρτιτούρας:


στο τέμπο που ένιωσαν ωραιότερα οι μουσικοί:



Το πρόβλημα με τους players διορθώθηκε. Παίζουν κανονικά.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 08, 2013

Κλαρινέτο και πιάνο στην Ελληνοαμερικανική Ένωση


Η συναυλία αποτελεί μία μουσική διαδρομή σε κάποια χαρακτηριστικά συνθετικά ιδιώματα του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα, μέσα από έργα για κλαρινέτο: Δωδεκαφθογγισμός, τροπικότητα, μινιμαλισμός, ηλεκτρονική μουσική, καθώς και πειραματική συνομιλία της σύγχρονης με την παραδοσιακή μουσική. Το κλαρινέτο, είτε μόνο του, είτε σε συνδυασμό με πιάνο ή ηλεκτρονικά μέσα, αποδίδει έργα ξένων και συγχρόνων Ελλήνων συνθετών, αναδεικνύοντας τις πλούσιες εκφραστικές του δυνατότητες.



Σιβηρία - Νόριλσκ


































Τρίτη, Νοεμβρίου 26, 2013

Τρεις Χειμωνιάτικες Εικόνες

για να παρακολουθήσετε την παρτιτούρα επιλέξτε από τον player του YouTube "FULL SCREEN" και "HD"


ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΙΙΙ
για 4 φλάουτα



ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΙΙ
για κλαρινέτο και πιάνο





ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ Ι
για φαγκότο και πιάνο

Κυριακή, Νοεμβρίου 24, 2013

Η ματαιότης του Ctrl+S

Η αίσθηση ασφαλείας που νιώθουμε, ότι η μελλοντική μνημοσύνη θα βασιστεί στην αντοχή των υλικών και στον βαθμό εξέλιξης του τρόπου καταγραφής, είναι άραγε ορθή;


Φαντάζομαι ότι καθώς κάποιος σουμέριος αξιωματούχος επιθεωρούσε το ψήσιμο των πήλινων πινακίδων στις οποίες με σφηνοειδή γραφή κατεγράφοντο διάφορες συναλλαγές – ό, τι το σημαντικότερο για την εποχή εκείνη – αισθανόταν συμμέτοχος ενός τεχνολογικού θριάμβου. Και δεν μπορούσε να προεικάσει ότι όσα θα ακολουθήσουν, αναγκαίως θα μεταθέσουν  το κέντρο της ανθρώπινης συνείδησης σε ένα σημείο πέρα από την αντοχή του υλικού όπου εν συνδυασμώ με την ρέουσα τυχαιότητα από τους ακκισμούς του πλανήτη (σεισμοί, κλίμα) θα καταστήσει απαιτητούς τους ειδικούς επιστήμονες που μετά από αιώνες θα διαβάσουν με αγώνα τα όσα ψήθηκαν στο καμίνι – τον πόλο έλξης του θριαμβευτικού βλέμματός του (ή μήπως άραγε βιαζόταν να τελειώνει, ώστε να πάει για καμιά ρακή με την παλιοπαρέα, ή να φυτέψει καμιά σειρά αγκινάρες στο χωραφάκι του;).


Δεν είναι η αντοχή των υλικών που ηττάται από τον Χρόνο. Η ανθρώπινη συνείδηση αλλάζει σχεδόν με περιφρόνηση για το παρελθόν το κέντρο συναρμολόγησης του Κόσμου έτσι ώστε να ηττάται η Μνημοσύνη. Μέχρι να έρθει η γενιά που θα γεννήσει τον επιστήμονα μελετητή των πινακίδων σφηνοειδούς γραφής, έχουν μεσολαβήσει σαράντα γενιές που έχουν ήδη γράψει σε πάπυρο, κατόπιν έχουν εφεύρει το χαρτί και την τυπογραφία και σχεδόν είναι έτοιμες να εποικήσουν την Σελήνη.



Συνεπώς, Ctrl+S τακτικά, αλλά και με συναίσθηση ματαιοπονίας.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 14, 2013

το Πανηγύρι τ' Άγιου Νείλου

Οδός Γεωργίου Θεοτόκη, Πειραιάς, Άγιος Νείλος, 12 Νοεμβρίου 2013

Σάββατο, Νοεμβρίου 09, 2013

Τέσσερα σκετσάκια με αφορμή το Τεστ Ρόρσαχ

ΓΙΑΤΡΟΣ: Εδώ τι βλέπετε;
ΑΣΘΕΝΗΣ: Μια πεταλούδα. 
Γ. - Εδώ τι βλέπετε;
Α. -Μια χοντρή πεταλούδα.
Γ. -Εδώ τι βλέπετε;
Α. -Μια καμένη πεταλούδα.
Γ. -Εδώ τι βλέπετε;
Α. -Μια λιωμένη πεταλούδα.
Γ. --------- " --------
Α. --------- " --------

2
Γ. -Εδώ τι βλέπετε;
Α. - Ένα συμμετρικόν ως προς άξονα σχήμα.
Γ. -Εδώ τι βλέπετε;
Α. - Ένα συμμετρικόν ως προς άξονα σχήμα.
Γ. -Εδώ τι βλέπετε;
Α. - Ένα συμμετρικόν ως προς άξονα σχήμα.
Γ. -Εδώ τι βλέπετε;
Α. - Ένα συμμετρικόν ως προς άξονα σχήμα.
Γ. --------- " --------
Α. --------- " --------

3
Γ. -Εδώ τι βλέπετε;
Α. -Μια κηλίδα μελάνης.

4
Γ. -Εδώ τι βλέπετε;
Α. (τραγουδώντας) -Μια ... ω...ραί..α πετα..λού.....δα...


Τρίτη, Οκτωβρίου 29, 2013

Motion/Transition


Στην Πειραματική Σκηνή του Διεθνούς Φεστιβάλ του Μονπελιέ

Grèce - 2013 - 9 mn - Réalisation : Evi Stamou - Image : Evi Stamou - Montage : Pietro Radin - Musique : George Hatzimichelakis -




Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2013

Πριν ή μετά

Απλάδα Καλαμωτής Χίου, 28η Οκτωβρίου 2013

Πέμπτη, Οκτωβρίου 10, 2013

Ο μυστηριώδης κύριος με την καπαρντίνα


 Η οδός της ταβέρνας «Σπυρίδωνος Τρικούπη». Διόλου τυχαίο το ότι ο κύριος περί του οποίου ακροθιγώς θα ομιλήσω ήτο στρογγυλοκέφαλος, φαλακρός, ίδιος ο Χαρίλαος Τρικούπης στα νιάτα του, υποθέτω, όπου το μαλλί του είτε βαμμένο, είτε από φυσικού του θα ήταν μαύρο.


Δίπλα από την ταβέρνα του μυτάκια υπήρχε και ένα κουρείο. Ο κουρέας δεν λεγόταν Γεράσιμος, αλλά Δημήτρης. Το ότι όλοι οι κουρείς ονομάζονται Γεράσιμοι ήταν μια κατά πάσα πιθανότητα λανθασμένη παιδική μου γενίκευσις καθότι τον κουρέα που συνήθως με πήγαινε ο παππούς μου τον έλεγαν Γεράσιμο. Και μάλιστα δεν είμαι διόλου βέβαιος αν αποτελούσε παιδαγωγική πρακτική του παππού μου κατά της δυσλεξίας μου, ενίοτε να με πηγαίνει για κούρεμα στου Δημήτρη, αντί στου Γεράσιμου στο στενάκι της Κανθάρου, εκεί στην στροφή του Βρυώνη (οι παλιοί Πειραιώτες το ξέρουν το μέρος, διότι υπήρχε και ομώνυμος στάσις – όχι του Νίκα, των λεωφορείων). Το αποτέλεσμα ήταν ότι μετά από  ένα- δυο κουρέματα στου Δημήτρη, κατάλαβα ότι οι κουρείς έχουν και άλλα ονόματα –αυτό που με μπέρδευε ήταν ότι ο Γεράσιμος είχε ένα αφεντικό που τον έλεγαν Μήτσο. Και πιο πολύ με μπέρδευε αυτό το «Μη», η πρώτη συλλαβή του Μήτσου, ομόηχος με το «Μι» του Μιχάλη – άργησα πάρα πολύ να μην θεωρώ ότι Μιχάλης και Μήτσος είναι το ίδιο όνομα. Για τελείως ανεξήγητους έως τώρα λόγους εξακολουθώ να θεωρώ ότι το όνομα Αντώνης είναι ισοδύναμον του Χαράλαμπος.


Η ταβέρνα του Γεωργίου Πολυκανδριώτη «Η Μύκονος» ευρίσκεται ακόμη, ερείπιον, γωνία Αντωνίου Θεοχάρη και Σπυρίδωνος Τρικούπη, στον άγιο Νείλο – Πειραιάς, ΤΚ 18538.  Το «μυτάκιας» ήταν παρατσούκλι, ουδεμία σχέσιν έχον με μεθόδους προσλήψεως απαγορευμένων ουσιών. Η μύτη του, απλώς,  ήτο όχι μεγάλη, αλλά παραδόξως εξέχουσα. Αξιοπαρατήρητη. Είχε και μουστακάκι, όπως και μαλλί μες στη λίγδα από τους ατμούς των κατσαρολιών του, παρότι μαγείρισσα ήταν κυρίως η μάννα του, γραία με γάμμα κεφαλαίο, τις τρίχες της  οποίας απαραιτήτως τις βρίσκαμε σε κάθε πιάτο. Αυτός ξαναζέσταινε τα φαγητά και τα σερβίριζε.

Οι Μυκονιάτες, εξού και "Η Μύκονος", έχουν εκ παραδόσεως έρωτα με τα ωδικά πτηνά. Η ταβέρνα ήταν γεμάτη κλουβιά, και το εκσφενδονιζόμενο καναβούρι των δαιμονίως κελαδούντων σπίνων, καρδερίνων και γαλιάνδρων επί ίσοις όροις συναγωνιζόταν τις τρίχες της μάνας του στα πιάτα μας.

Τρία ήσαν τα μυστήρια της ταβέρνας αυτής, των οποίων οι μυθώδεις αφηγήσεις μάλλον την προστατεύουν ακόμα από τις μπουλντόζες – αν και τώρα με την κρίση, ακόμα και γωνιακόν οικόπεδον καθίσταται ασύμφορον, συντελούντων οπωσδήποτε και των κληρονομικών, καθότι ο μυτάκιας ήτο άκληρος.

Το πρώτο μυστήριον είμεθα αυτοί ημείς οι πελάται του. Κάποτε ένας ταξιτζής με το αγώι του μέσα στην κούρσα, σταμάτησε και μπήκε, έβρεχε κιόλας, μέσα και παρήγγειλε μια κούπα. Την ήπιε κι έφυγε. Μέρα μεσημέρι. Ανακατεμένοι όλοι, γείτονες φτωχολογιά, φοιτητές, ξεροσφύρια. Το δεύτερον μυστήριον ήτο ο ίδιος ο ταβερνιάρης. Όλοι το σχολίαζαν, αλλά και ήτο απολύτως και μάλιστα καθημερινώς επιβεβαιούμενον, το ότι κάποιο είδος όρκου ή τάματος του απαγόρευε να περάσει τα όρια του πεζοδρομίου του. Σκούπιζε τα ρείθρα καθημερινά αλλά ποτέ δεν κατέβαινε  από το πεζοδρόμιο. Ο χασάπης, ο μανάβης, ο καρβουνάς, του κουβαλούσαν τα απαραίτητα αυτοί, αυτός ποτέ δεν πήγαινε στα μαγαζιά τους. Του τα ‘φερναν και τους πλήρωνε από τον μπεζαχτά, πάντα μέσα στην ταβέρνα. Η κορυφαία επιβεβαίωσις ήτο ο κυρ-Δημήτρης ο κουρέας, όπου κάθε Σάββατο μεσημέρι κι αφού έκλεινε το κουρείο του, ερχόταν και τον κούρευε, τον ξύριζε και τον συγύριζε μέσα στην ταβέρνα, γύρω στις 4 η ώρα που είχε πια σπάσει η δουλειά. Το τρίτον μυστήριον ήτο αυτός ο κύριος. Ο στρογγυλοκέφαλος. Ο νοικάρης. Έμενε σε ένα δωμάτιο πίσω από την ταβέρνα, το οποίο δεν είχε αυτόνομη είσοδο. Η είσοδός  του - και ως εκ τούτου και η έξοδος - επραγματοποιείτο δια της ταβέρνας - το ωράριον λειτουργίας της οποίας κατά κανόνα  ευρύτερον του ωραρίου εντός του οποίου συνετελούντο οι είσοδοι και οι έξοδοι του μυστηριώδους φαλακρού στρογγυλοκέφαλου. Μονίμως μάλιστα φορούσε μία μπεζ καπαρντίνα. Το «μονίμως» μην το πάρετε και τοις μετρητοίς. Πρόκειται μάλλον για ελλειπτική σειρά ντεμί και φουλ χειμερινής σεζόν εντυπώσεων, μιας και η παρέα μου τα καλοκαίρια δεν συχνάζαμε στου μυτάκια. Για τις ελάχιστες μεταμεσονύχτιες επιστροφές του, όπου η ταβέρνα είχε κλείσει, ο μυστηριώδης φαλακρός στρογγυλοκέφαλος κύριος χρησιμοποιούσε το κλειδάκι του. Άνοιγε το λουκέτο, ανέβαζε τα ρολά, έμπαινε μέσα, τα ξανακατέβαζε και επειδή ήτο αδύνατον, όπως αντιλαμβάνεστε,  να ξανακλειδώσει, άφηνε ξεκλείδωτα.





Ο Μυτάκιας, όταν πια "αποχαιρέτησε" η μάνα του, τα μάζεψε, κλείδωσε την ταβέρνα και για πρώτη και τελευταία φορά πάτησε από το πεζοδρόμιο του στο δρόμο. Ίσως και να μην πάτησε τον δρόμο, αλλά από το πεζοδρόμιο να δρασκέλισε και να μπήκε μέσα στο φορτηγάκι που μαζί με τα υπάρχοντά του (μια βαλίτσα θα ήτανε και οπωσδήποτε πάνω από είκοσι κλουβιά με σπίνους, καρδερίνες και γαλιάντρες)  τον πήγε μέχρι το καράβι για Μύκονο ανεπιστρεπτί. Εικάζω ότι ο μυστηριώδης φαλακρός, στρογγυλοκέφαλος νοικάρης είχε προηγηθεί εξελθών.

Κυριακή, Οκτωβρίου 06, 2013

κρητικόν επιδόρπιον με σοκολάτα

για τον κουκουζέλη με την ευχή μου με την συνταγή αυτή να επιτύχει τα πάντα.

Ώσπου να πας μια δρασκελιά, η δρασκελιά σε πάει
κι ώσπου να πεις ξεμάκρυνα, σου ξεμακραίνει ο λόγος,
κι ώσπου το «και» και τ’ «ώσπου και» να σου το «να»  και τ' «ώσπου».



Η συνταγή για την ρευστή σοκολάτα μπερεκέτη είναι:

 Σε ένα μπρικάκι:
Δυο στάλες ουίσκι.
Δυο κομμάτια σοκολάτα κουβερτούρα Παυλίδη.
Μια πρέζα αλάτι.
Μια πρέζα πιπέρι πολύχρωμο.
Ίσα- ίσα κανέλλα και ίσα να πιάσει πάνω στο δάχτυλο σαλέπι (αυτά και να μην τα βάλεις δεν πειράζει).
Ζεσταίνεται κι ανακατεύεις.
Λίγο - ελάχιστο νεράκι.
Ανακατεύεις και γίνονται ένα.
 Βάζεις από κάτω παγωτό βανίλια και πάνω του τρίβεις μπισκότο (τα καλύτερα είναι τα σναπς δημητριακών Δερμίση, από βρώμη και μέλι).
Περιχύνεις την ρευστή σοκολάτα μπερεκέτη.
Σερβίρεις και φάε τα (με βότκα, ουίσκι ή ρακή).

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 25, 2013

Ο άλλος φυστικάς.

Αυτός ήταν από τα νιάτα του σαν τον Ουόλτερ Ματάου. Φαντάζομαι , άι μπηλιήβ που λένε, ότι και ο Ουόλτερ Ματάου στα νιάτα του θα ήταν όπως ήταν στα νιάτα του. Τώρα το γιατί το περιεχόμενο του ρήματος  "φαντάζομαι"  το συγχέω με την πίστη, είναι άλλο καπέλο και δεν το εξηγώ. Ένα άλλο ζήτημα που επίσης με απασχολεί είναι γιατί τα άνω εισαγωγικά τα έχουμε τόσο πολύ λανσάρει εις βάρος των κάτω εισαγωγικών. Αλλά σήμερα είμαι τελείως ντεφορμέ για τέτοιες εκλεπτύνσεις.

Αυτουνού λοιπόν του φυστικά οι δουλειές τού ανοίξανε στα γεράματα. Διότι νέος (όταν κι εγώ ήμουν παιδάκι) σαν τους άλλους φυστικάδες έκανε βόλτα με μια καλαθούνα στο χέρι. Η λέξη καλαθούνα είναι χιακός ιδιωματισμός, τουλάχιστον εγώ εκεί πρωτάκουσα την λέξη. Αλλά μπορεί και να σφάλλω, ως συνήθως. Κατά καιρούς, και ποτέ δεν έμαθα το όνομά του,  είχε μουστακάκι ντούγκλα , όπως ο Douglas Fairbanks. Επίσης, είχε κρεμαστά βαριά τα βλέφαρα μονίμως, σαν μεθυσμένος -κάπως λέγεται αυτή η πάθησις.  

Στα νιάτα του πούλαγε και  μυγδαλάκι χιώτικο, το οποίον και είναι είδος εποχιακόν. Τέλος καλοκαιριού με φθινοπωράκι. Τότε πούλαγε και τα τσίκουδα, αυτά  τα πετρόλ πράσινα μικρά μπιλάκια, μισό πόντο διάμετρο, αρεστά στους γνώστες, Χιώτες επί το πλείστον, τα οποία απολαμβάνονται εις δύο στάδια: πρώτα τρως και γεύεσαι το μαλακό εξωτερικό τους περίβλημα και μετά σπας με τα δόντια το κουκουτσάκι τους και γεύεσαι και το μέσα. Χασομέρι ανώτερον του πασατέμπου.

Τον υπόλοιπον καιρόν,  πούλαγε ό, τι και οι άλλοι . Αλλά κατά παράδοξον τρόπον επεβίωσεν του μιλένιου. Όχι ως άνθρωπος, αλλά ως φυστικάς. Όταν οι άλλοι φυστικάδες ήδη πουλούσανε φυστίκια και μάλιστα «τύπου Αιγίνης» συσκευασμένα σε σελοφάν, αυτός είχε ξεφύγει από την καλαθούνα. Είχε διπλά καλάθια  πάνω σε καροτσάκι. Είχε απαλλαγεί από την ανομολόγητη τενοντίτιδα την οποίαν υπέφερεν το σινάφι του, και ως άρχων φυστικάς, κατά το άρχων Πρωτοψάλτης της μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, εγύριζεν την βόλτα του και μάλιστα αυτός ήτο Πειραϊκής, Ζέας, Πασαλιμανίου και πλατείας Αλεξάνδρας.



Τον πέτυχα υπέργηρον πέρσι ή πρόπερσι. Πουλούσε Γενάρη μήνα, «μυγδαλάκι χιώτικο».

-Πάρε…
-Πόσο το ΄χεις;
-Πέντε ευρώ το σακκουλάκι.
-Ακριβά το ‘χεις.
-Ξέρεις πώς κάνουν στα εφοπλιστικά γραφεία για δαύτο;

Δυο καλάθια της τροχηλάτου ιδιοκατασκευής του γεμάτα φρέσκο μυγδαλάκι εκτός εποχής. Είχε, φαίνεται, μεταξύ εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνος αποκτήσει και ψυγείο. 

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 22, 2013

Ο τρόμος του Έλληνα

Ο Έλληνας ήταν φυστικάς. Έλληνας το βαφτιστικό του. Μικρασιάτης, σύζυγος Υδραίας. Μακρινός ξάδερφος της αδελφής της γιαγιάς μου, της Πιπίνας. Η γιαγιά μου χαϊδευτικά την φώναζε Πιπίνιζα. Κι όταν παραγεράσανε, αν και μικρότερη η ίδια, τήνε συμβούλευε: «Πιπίνιζα, καλό μου κορίτσι, μην πίνεις παπακόλες. Τρυπάνε το στομάχι».

Ο Έλληνας δεν είναι ηθογραφικό μου κομπόδεμα. Η ανάμνησή του, διότι μισώ την λέξη θύμηση, μου φέρνει στο μυαλό, όχι ακριβώς κάποιου είδους διάθεση, αλλά μάλλον τα νωθρά αντανακλαστικά μιας λυπηρής μιμητικής τάσης, ότι τάχα έχουμε και καταγωγή απ’ τους γενικώς απλούς ανθρώπους κατ’ αρχήν, και ίσως κι από έναν τόπο έξω απ’ την πρωτεύουσα, καθώς μάλιστα, του Καζαντζάκη «οι θύμησες» έγιναν μεγάλο σουξέ στα χρόνια όπου όλοι αισθάνονταν υποχρεωτική την κατοχή πολιτιστικής ταυτότητας - τέτοιο σουξέ, που όλοι ένιωθαν και λίγο Κρητικοί, κι εγώ πιο περήφανος γιατί ήμουν.

 Η ανάμνησή του, λοιπόν, μου γεννά, πέρα από θλίψη, την ίδια αμηχανία που ένιωθα σαν άκουγα την Πιπίνιζα με συνωμοτική τη φωνή, όταν τον έβλεπε απ' το παράθυρο με το αργό του κοπιαστικό βήμα να πλησιάζει την εξώπορτα, και πριν χτυπήσει το κουδούνι μας, συμμαζεμένη, σχεδόν πανικόβλητη να μας ψιθυρίζει ενοχικά: «Ου, ήρθε πάλι ο Έλληνας». Σαν να έφταιγε η ίδια για την ανεπιθύμητη αυτήν επίσκεψη, και κατά κάποιον τρόπο έφταιγε, γιατί ο Έλληνας ήταν συγγενής από τον άντρα της, τον συχωρεμένο θείο Βαγγέλη, Υδραίο καπετάνιο, μπεκρή («αυτό τον έφαγε και το τσιγάρο, μια κούτα την ημέρα, το άναβε μ’ αυτό που έσβηνε») -  εγώ δεν τον πρόλαβα, έφυγε δυο χρόνια πριν γεννηθώ.

Ο Έλληνας ερχόταν με την καλαθούνα στο χέρι γεμάτη φυστίκια, αράπικα το πλείστον και στο τρίτον του καλαθιού του, που χωριζόταν από τα υπόλοιπα δύο με ένα χαρτονάκι, είχε, όχι φίσκα, και ολίγα αιγινίτικα - διπλή τιμή. Είχε και σακουλάκια χάρτινα κι ένα κουταλάκι για να τα γεμίζει. Παρότι, από συγγενική μάλλον υποχρέωση, η θεία Πιπίνα ζητούσε να αγοράσει, μετά το πέρας της επισκέψεώς του, δυο σακκουλάκια φυστίκια, τα οποία ωστόσο ο Έλληνας επέμενε να τα προσφέρει και εν τέλει τα πληρωνόταν, οφείλω να πω, αν μπορώ να ισχυριστώ, ότι η παιδική διεισδυτικότητα του βλέμματός μου ήταν τόσο ικανή όσο νομίζω τώρα, ότι ο Έλληνας ερχόταν απλώς για να μας πει μια καλησπέρα. Και μάλιστα, όταν η Πιπίνιζα, αντί ως συνήθως να σπεύσει να κατέβει τα σκαλιά τάχα για να τον προϋπαντήσει, με απώτερο σκοπό να τον κρατήσει με την κουβέντα έξω απ’ την εξώπορτα, σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις όπου του έλεγε να ανέβει και τον έμπαζε στο σπίτι να τον κεράσει, ο Έλληνας εχαίρετο ιδιαιτέρως. Και μετά, έχοντας πιει τη βυσσινάδα του, έφευγε πασιχαρής με το τρεμουλιαστό βήμα του - σύγκορμος έτρεμε (παράσημον απ’ τα βασανιστήρια στα ξερονήσια, διότι αντάρτη Καπετάνιο τον ήθελε μια μεταπολιτευτική αφήγηση) «από παιδάκι το ‘χει το κουσούρι» μας υπενθύμιζε διακριτικά και επιτακτικώς κάθε φορά η Πιπίνιζα.

Έφευγε και πήγαινε για την επιούσια βόλτα του: Πασαλιμάνι, πλατεία Αλεξάνδρας και πάλι πίσω μέχρι Πειραϊκή. Την ίδια βόλτα είχαν όλοι οι φυστικάδες. Όλοι τζογάρανε κιόλας: «Έχω φυστίκι αράπικο, παίζω και μονά-ζυγά». Πάντα θα βρισκόταν ο πιο έξυπνος της παρέας να του πει «σε πάω». Ο φυστικάς άρπαζε μια χούφτα φυστίκια και τα άφηνε στο τραπέζι. Με το κολπάκι να κρύβουνε ένα φυστίκι ανάμεσα στα δάχτυλά τους, οι φυστικάδες πάντα κερδίζανε τους ψιλοπιωμένους που κάνανε τους έξυπνους στις φιλεναδίτσες τους. Αν ο ψευτόμαγκας έλεγε «μονά», και η καταμέτρηση λίγο πριν τελειώσει φαινόταν πως δεν θα έβγαζε ζυγά, τότε ο φυστικάς άφηνε κομψά-κρυφά να κυλήσει από τα δάχτυλά το λαθραίο φυστικάκι. Σε αντίθετη περίπτωση, έκανε την πάπια. Όμως ο Έλληνας δεν ήτο ικανός για να τζογάρει. Δεν του το επέτρεπε τεχνικώς η τρεμούλα του, η επιστημονικώς ονομαζομένη «τρόμος».

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 20, 2013

Η κλώσσα

Η υποκειμενικότητα και η αντικειμενικότητα έχουν ανάγκη τον Χρόνο. Τώρα το γιατί τον Χρόνο μού ‘ρθε και τον άρχισα με κεφαλαίο, ενώ τις άλλες δυό με μικρά, μάλλον αυτό οφείλεται σε ένα είδος αντικειμενικής αντιλήψεως της υποκειμενικότητος. Διότι ο Χρόνος ως έννοια και μάλιστα άξια σεβασμού υπήρξε αρχαιοτέρα των άλλων δύο. Και αναρωτιόμουν πάντα το πώς γίνεται αντικειμενικώς να απευθύνεις τον σεβασμό σε κάτι χωρίς να γνωρίζεις την  αξία τής υποκειμενικότητας. Δηλαδή αυτή, η υποκειμενικότητα,  να είναι μία μεταγενέστερα συνειδητοποιημένη αντίληψη, η οποία αποκτά βαθμιαίως (συν τω χρόνω, χωρίς κεφαλαίο) και μάλιστα αντικειμενικώς, υπερτέραν  αξίαν της ίδιας της συνθήκης  η οποία την εξελίσσει.


Επίσης απορώ για το πώς είναι δυνατόν όλες αυτές τις μπαρούφες να τις βασίζω σε μία αρχική πρόταση που ούτε κι εγώ ξέρω πώς μού ‘ρθε. Τουλάχιστον είχα την πρόνοια να μην γράψω « Ἡ ὑποκειμενικότης καὶ ἡ ἀντικειμενικότης ἒχουσιν ἀνάγκην τὸν Χρόνον».  Διότι αν υπάρχει η μηχανή του τελευταίου και τύχει και βρεθώ μπροστά της και πατήσω κανένα λάθος κουμπί, μπορεί και να βρεθώ στην εποχή του γλωσσικού ζητήματος. Ξανά μαχαίρια. 

Ανδρέας Ρούσσης μουσική
Μιχάλης Γκανάς στίχοι

Πέμπτη, Αυγούστου 22, 2013

AudioPaint: μετατροπέας εικόνας σε ήχο

για τον Κουκουζέλη και όποιον άλλον ενδιαφερθεί (μπορεί πχ να ενδιαφερθεί ο Silezukuk)

Τι είναι και πώς δουλεύει:
Αντί να το πω με δικά μου λόγια ....μεταφράζω την εισαγωγή από το manual του προγράμματος.  Πάντως, αν πρόκειται να χρησιμοποιήσεις το πρόγραμμα, κάτι που το συνιστώ, έχω μεταφράσει όλο το manual στα ελληνικά, μπορείς να το κατεβάσεις από εδώ (κλικ)
ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΝ: το πρόγραμμα διατίθεται δωρεάν από τον κατασκευαστή.

Και τώρα σας μιλάει μεταφρασμένος ο κατασκευαστής Nicolas Fournel:




"Αυτό είναι ένα μικρό εγχειρίδιο χρήσης για το AudioPaint 2.1. Βεβαιωθείτε ότι έχετε στη διάθεσή  σας την τελευταία έκδοση του προγράμματος που μπορείτε να βρείτε εδώ


Παρακαλώ λάβετε υπ’ όψιν ότι αυτό το πρόγραμμα ήταν αρχικά φτιαγμένο για προσωπική μου χρήση. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κανενός είδους εγγύηση. Χρησιμοποιείστε το με δική σας ευθύνη. AudioPaint (c) 2002-2008 Nicolas Fournel


1.1 Τι είναι το AudioPaint
Το AudioPaint παράγει ήχους από εικόνες. Το πρόγραμμα διαβάζει JPEG, GIF, PNG και BMP αρχεία και μεταφράζει το χρώμα και τη θέση κάθε pixel σε συχνότητα, διάρκεια και θέση στο χώρο. Το AudioPaint μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ως ένα τεράστιο προσθετικό συνθεσάιζερ.


1.2 Πώς δουλεύει;
Μια εικόνα, στην πραγματικότητα, τυγχάνει επεξεργασίας ως ένα μεγάλο πλέγμα συχνοτήτων και χρόνου. Κάθε γραμμή της εικόνας είναι ένας ταλαντωτής, και αναλόγως του πόσο ψηλά βρίσκεται κάτι στην εικόνα αντιστοιχείται με μία ανάλογα ψηλή συχνότητα. Και ενώ η κατακόρυφη θέση ενός pixel καθορίζει τη συχνότητα, η οριζόντια θέση του αντιστοιχεί στον προκαθορισμένο χρόνο ενεργοποίησης της χρονικής του έκτασης.

Κανονικά, το χρώμα ενός pixel χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της θέσης του στο χώρο (panning), το κόκκινο και το πράσινο καθορίζουν το πλάτος του αριστερού και δεξιού καναλιού, αντιστοίχως (όσο πιο φωτεινό το χρώμα, τόσο πιο δυνατός ο ήχος), ενώ η μπλε συνιστώσα δεν χρησιμοποιείται. Η δράση του κάθε συστατικού μπορεί να τροποποιηθεί στον Δρομολογητή (Routing Section) στο παράθυρο Ρυθμίσεων του Ήχου (Audio Settins Window).

Ξεκινώντας με την έκδοση 2.0,το AudioPaint επίσης μπορεί να μετατρέψει τα στοιχεία χρώματος σε HSB αξίες, και να χρησιμοποιήσει αντί για την απόχρωση, τον κορεσμό και την φωτεινότητα του κόκκινου, την απόχρωση, τον κορεσμό και την φωτεινότητα του πράσινου και του μπλε.


1.3 Πώς να το χρησιμοποιήσετε;
Ανάλογα με την εικόνα, πολλές εκατοντάδες (ή ακόμα και χιλιάδες) ταλαντωτών μπορούν να ενεργοποιηθούν ταυτόχρονα. Λόγω του μεγάλου όγκου των δεδομένων προς επεξεργασία, το AudioPaint δεν λειτουργεί σε πραγματικό χρόνο.

Μόλις επιλέξετε την εικόνα σας και τις παραμέτρους, ένας ήχος πρέπει να υποστεί την διαδικασία «generate». Στη συνέχεια, μπορείτε να τον αποθηκεύσετε ως ένα αρχείο .WAV, ώστε να τον επεξεργαστείτε περαιτέρω με κάποιο πρόγραμμα, όπως το Sound Forge, το Wavelab κλπ. ... ή μπορείτε να τον εισάγεται ως sample (δείγμα) σε ένα audio track κάποιου sequencer (Sonar, Acid, Cubase κλπ. ..). Φυσικά, οι ήχοι που παράγονται θα ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο της χρησιμοποιούμενης εικόνας. Δοκίμασα το AudioPaint με φωτογραφίες που τραβήχτηκαν από το διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble και είναι διαθέσιμο στη Hubble Heritage Gallery of Images:
http://heritage.stsci.edu/gallery/galindex.html.

Τα αποτελέσματα είναι πολύπλοκα και συναρπαστικά φουτουριστικά ηχοτοπία, ειδικά αν παίξει κάποιος με μεγάλες διάρκειες. Επίσης, τα λεγόμενα Generative graphics, τα οποία συνήθως εμφανίζουν πολλά χρώματα, ενώ παράλληλα αποτελούν μια γεωμετρική σύνθεση, είναι ιδιαίτερα πρόσφορα. Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του AudioPaint, δούλεψα πολύ με έργα του Dave Bollinger για παράδειγμα:
http://www.davebollinger.com/works

Αλλά μπορείτε πραγματικά να δοκιμάσετε οποιονδήποτε τύπο εικόνας: χάρτες από το Google είναι επίσης μια καλή αφετηρία για την ηχητική εξερεύνησή σας, καθώς και πίνακες των Πικάσο, Μονέ και άλλων μεγάλων καλλιτεχνών. Ξεκινώντας με το AudioPaint 2,0, μπορεί κάποιος να κατεβάσει τυχαίες (αλλά κατάλληλες) φωτογραφίες από το Internet άμεσα μέσω του ίδιου του προγράμματος. Και φυσικά, μη διστάσετε να δημιουργήσετε εικόνες ειδικά για το AudioPaint στο Photoshop ή σε παρόμοια γραφιστικά προγράμματα. Παίζοντας με γεωμετρικά σχήματα και χρωματισμούς, μπορείτε να δημιουργήσετε πολύ ενδιαφέροντες ήχους."

Σάββατο, Αυγούστου 17, 2013

Η Τέχνη της Φουγκέτας

Η Φουγκέτα ανάμεσα στα Παλικάρια και τα Φραϊστίρια.



Η φωτογραφία είναι από την Βιβλιοθήκη του Κοραή. Τμήμα λαογραφικών εκθεμάτων του Μουσείου Αργέντη που στεγάζεται εκεί.  .
Χιακά λαϊκά μοτίβα κεντημάτων.



Καλή αφορμή για σύνθεση αντιστοιχώντας νότες ή μοτίβα με τα σχήματα και τα χρώματα. Προτίμησα μια βιαστική λύση γι' αυτόν τον σκοπό: το πρόγραμμα AudioPaint του Nicolas Fournel. Για φθογγική ύλη χρησιμοποίησα μια σκάλα του Al Farabi. 

Παρασκευή, Αυγούστου 09, 2013

Μύθος Θερινός ΙΙ

Πάλι εκεί με έναν φρέντο, όχι κρύον μόνον αλλά και φιλικόν. Ωραιότατον στέκι, πάροδος της Απλωταρειάς, καφέ το Ρόδι, αφετηρία αλλά και ανάπαυλα.

Πάλι εξυπνάδες σκεφτόμουνα, προσπαθώντας να συνδυάσω το «tu es Petrus et super hanc petram aedificabo ecclesiam meam” με το «πρώτος τον λίθον βαλέτω» και το «άγουρος πέτρα πελεκά»,  διότι ο αγέρας… το Ρόδι, πολύβουο πάντα γεμάτο, είναι σ’ ένα γάμα, δυό παραστενάκια ενώνονται   κλώθει από παντού δροσερός ο Βοριάς… κι ο Κώστας εξυπηρετικότατος – οδός Παναγίας Μαγαζιωτίσσης. 

Πολλοί Τούρκοι τουρίστες φέτος  – μιαν άλλη μέρα ρεμβάζων στο ίδιο μέρος είχα την οξύτονον γλώσσαν των ένθεν και ένθεν  … χαμηλόφωνοι δεν έχουν ξεθαρρέψει  όταν οι παρέες τους είναι τριμελείς (τη βαριέμαι όλο λέω τη Χώρα, αλλ' εν τέλει μ' αρέσει και έχει το Ρόδι ωραίο υπερώο για τον χειμώνα, ούτε στην Αθήνα δεν υπάρχει τέτοιο καφέ, αφετηρία και ανάπαυλα για τα ψώνια μεταξύ Χόντος Σέντερ και Μπόντυ Σοπ με παγωτό ενδιάμεσο στον Κρόνο, Αγροτικής Τραπέζης και Φράσκου Είδη Κιγκαλερίας - κάθε χρόνο αλλάζω φλοτέρ (πολλά άλατα το νερό)- τη βαριέμαι τη Χώρα και την περιορίζω στο Ρόδι για να μπορώ να φχαριστηθώ τις βόλτες στα σοκάκια της, πριν πάω να κάτσω εκεί και αφού κάτσω εκεί και μετά ξαναπάω και πίνω πορτοκαλαδίτσα γιατί οι πολλοί καφέδες πειράζουν, μου φέρνουν έκτακτες συστολές -  πάντα μια στάση στο βιβλιοπωλείον Πάπυρος).


Την ένιωσα την σκιά του βλέμματός της απ’ τ’ αριστερά μου να πέφτει πάνω στο βιβλιαράκι που διάβαζα, αλλά οι χοντρές μεσήλικες κυρίες είναι ο κανών στη Χίο, από μιαν ηλικία και μετά και αφού κάνουν παιδιά το ρίχνουν στην μπιρίμπα και τους λουκουμάδες. Περίμενε βλοσυρή, μάλλον εκ της συνηθείας επιβολής επί του συζύγου της, ένα τοστ. Πήγα ν’ αλλάξω σταυροπόδι για να απαλλαγώ, όταν μια άλλη, αυτή ίδια η Μέδουσα με τα γοργά τα μάτια τ’ άγρια, έχουσα βέβαιον τον προορισμό προς την ομοειδή της,  και   με γογγυσμό παρά με φωνή,   «Έ, Στέλλα είντα κάμνεις» είπε,  κι εγώ πέτρωσα. Τι λάθος να την αντικρίσω.


Μαγαζιώτισσα

Τετάρτη, Ιουλίου 31, 2013

Μύθος Θερινός Ι

Οι Διόσκουροι σε ώριμη ηλικία
Ότε οι Διόσκουροι, προπαίδες,  μπανιαρίζονταν εις τας Θέρμας της Περαίας*, ο μεν  ξουθός Κάστωρ τσαλαβουτούσε την κεφαλήν και θριαμβικώς ανεφώνη «κοίτα μπαμπά, κοίτα μπαμπά», ο δε μελάγχρους Πολυδεύκης παρά θιν’ αλός συνεπλέκετο μετά οχλούντος αυτόν υπομειρακίου  κραδαίνοντος νερομπίστολο. Του ανδρείου το δέμας Πολυδεύκους ορών την ψυχήν μικροθυμούσαν ο κατά τι βραχύσωμος Κάστωρ προς αρετήν αγωνιών είπεν «εγώ μπαμπά φεύγω, πάω να βοηθήσω το Βαγγέλη» και πλαγιοκοπήσας τον οχληρόν, ενεθάρρυνεν τον δίδυμον αυτού κράζων «επίθεση». Εθρασύνθη ο Πολυδεύκης και πάραυτα αναλαβών, ανέκραξεν φωνήν μεγάλην «πάνω του κι εσύ Κώστα».

*Θέρμαι Περαίας γαιός: το σημερινόν Λουτράκι



Σάββατο, Ιουνίου 22, 2013

Modus Orientalis I

για φλάουτο και ηχητικό φόντο

φλάουτο: Στεφανία Κατσαρού


οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)