Κυριακή, Σεπτεμβρίου 22, 2013

Ο τρόμος του Έλληνα

Ο Έλληνας ήταν φυστικάς. Έλληνας το βαφτιστικό του. Μικρασιάτης, σύζυγος Υδραίας. Μακρινός ξάδερφος της αδελφής της γιαγιάς μου, της Πιπίνας. Η γιαγιά μου χαϊδευτικά την φώναζε Πιπίνιζα. Κι όταν παραγεράσανε, αν και μικρότερη η ίδια, τήνε συμβούλευε: «Πιπίνιζα, καλό μου κορίτσι, μην πίνεις παπακόλες. Τρυπάνε το στομάχι».

Ο Έλληνας δεν είναι ηθογραφικό μου κομπόδεμα. Η ανάμνησή του, διότι μισώ την λέξη θύμηση, μου φέρνει στο μυαλό, όχι ακριβώς κάποιου είδους διάθεση, αλλά μάλλον τα νωθρά αντανακλαστικά μιας λυπηρής μιμητικής τάσης, ότι τάχα έχουμε και καταγωγή απ’ τους γενικώς απλούς ανθρώπους κατ’ αρχήν, και ίσως κι από έναν τόπο έξω απ’ την πρωτεύουσα, καθώς μάλιστα, του Καζαντζάκη «οι θύμησες» έγιναν μεγάλο σουξέ στα χρόνια όπου όλοι αισθάνονταν υποχρεωτική την κατοχή πολιτιστικής ταυτότητας - τέτοιο σουξέ, που όλοι ένιωθαν και λίγο Κρητικοί, κι εγώ πιο περήφανος γιατί ήμουν.

 Η ανάμνησή του, λοιπόν, μου γεννά, πέρα από θλίψη, την ίδια αμηχανία που ένιωθα σαν άκουγα την Πιπίνιζα με συνωμοτική τη φωνή, όταν τον έβλεπε απ' το παράθυρο με το αργό του κοπιαστικό βήμα να πλησιάζει την εξώπορτα, και πριν χτυπήσει το κουδούνι μας, συμμαζεμένη, σχεδόν πανικόβλητη να μας ψιθυρίζει ενοχικά: «Ου, ήρθε πάλι ο Έλληνας». Σαν να έφταιγε η ίδια για την ανεπιθύμητη αυτήν επίσκεψη, και κατά κάποιον τρόπο έφταιγε, γιατί ο Έλληνας ήταν συγγενής από τον άντρα της, τον συχωρεμένο θείο Βαγγέλη, Υδραίο καπετάνιο, μπεκρή («αυτό τον έφαγε και το τσιγάρο, μια κούτα την ημέρα, το άναβε μ’ αυτό που έσβηνε») -  εγώ δεν τον πρόλαβα, έφυγε δυο χρόνια πριν γεννηθώ.

Ο Έλληνας ερχόταν με την καλαθούνα στο χέρι γεμάτη φυστίκια, αράπικα το πλείστον και στο τρίτον του καλαθιού του, που χωριζόταν από τα υπόλοιπα δύο με ένα χαρτονάκι, είχε, όχι φίσκα, και ολίγα αιγινίτικα - διπλή τιμή. Είχε και σακουλάκια χάρτινα κι ένα κουταλάκι για να τα γεμίζει. Παρότι, από συγγενική μάλλον υποχρέωση, η θεία Πιπίνα ζητούσε να αγοράσει, μετά το πέρας της επισκέψεώς του, δυο σακκουλάκια φυστίκια, τα οποία ωστόσο ο Έλληνας επέμενε να τα προσφέρει και εν τέλει τα πληρωνόταν, οφείλω να πω, αν μπορώ να ισχυριστώ, ότι η παιδική διεισδυτικότητα του βλέμματός μου ήταν τόσο ικανή όσο νομίζω τώρα, ότι ο Έλληνας ερχόταν απλώς για να μας πει μια καλησπέρα. Και μάλιστα, όταν η Πιπίνιζα, αντί ως συνήθως να σπεύσει να κατέβει τα σκαλιά τάχα για να τον προϋπαντήσει, με απώτερο σκοπό να τον κρατήσει με την κουβέντα έξω απ’ την εξώπορτα, σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις όπου του έλεγε να ανέβει και τον έμπαζε στο σπίτι να τον κεράσει, ο Έλληνας εχαίρετο ιδιαιτέρως. Και μετά, έχοντας πιει τη βυσσινάδα του, έφευγε πασιχαρής με το τρεμουλιαστό βήμα του - σύγκορμος έτρεμε (παράσημον απ’ τα βασανιστήρια στα ξερονήσια, διότι αντάρτη Καπετάνιο τον ήθελε μια μεταπολιτευτική αφήγηση) «από παιδάκι το ‘χει το κουσούρι» μας υπενθύμιζε διακριτικά και επιτακτικώς κάθε φορά η Πιπίνιζα.

Έφευγε και πήγαινε για την επιούσια βόλτα του: Πασαλιμάνι, πλατεία Αλεξάνδρας και πάλι πίσω μέχρι Πειραϊκή. Την ίδια βόλτα είχαν όλοι οι φυστικάδες. Όλοι τζογάρανε κιόλας: «Έχω φυστίκι αράπικο, παίζω και μονά-ζυγά». Πάντα θα βρισκόταν ο πιο έξυπνος της παρέας να του πει «σε πάω». Ο φυστικάς άρπαζε μια χούφτα φυστίκια και τα άφηνε στο τραπέζι. Με το κολπάκι να κρύβουνε ένα φυστίκι ανάμεσα στα δάχτυλά τους, οι φυστικάδες πάντα κερδίζανε τους ψιλοπιωμένους που κάνανε τους έξυπνους στις φιλεναδίτσες τους. Αν ο ψευτόμαγκας έλεγε «μονά», και η καταμέτρηση λίγο πριν τελειώσει φαινόταν πως δεν θα έβγαζε ζυγά, τότε ο φυστικάς άφηνε κομψά-κρυφά να κυλήσει από τα δάχτυλά το λαθραίο φυστικάκι. Σε αντίθετη περίπτωση, έκανε την πάπια. Όμως ο Έλληνας δεν ήτο ικανός για να τζογάρει. Δεν του το επέτρεπε τεχνικώς η τρεμούλα του, η επιστημονικώς ονομαζομένη «τρόμος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)