Πέμπτη, Οκτωβρίου 10, 2013

Ο μυστηριώδης κύριος με την καπαρντίνα


 Η οδός της ταβέρνας «Σπυρίδωνος Τρικούπη». Διόλου τυχαίο το ότι ο κύριος περί του οποίου ακροθιγώς θα ομιλήσω ήτο στρογγυλοκέφαλος, φαλακρός, ίδιος ο Χαρίλαος Τρικούπης στα νιάτα του, υποθέτω, όπου το μαλλί του είτε βαμμένο, είτε από φυσικού του θα ήταν μαύρο.


Δίπλα από την ταβέρνα του μυτάκια υπήρχε και ένα κουρείο. Ο κουρέας δεν λεγόταν Γεράσιμος, αλλά Δημήτρης. Το ότι όλοι οι κουρείς ονομάζονται Γεράσιμοι ήταν μια κατά πάσα πιθανότητα λανθασμένη παιδική μου γενίκευσις καθότι τον κουρέα που συνήθως με πήγαινε ο παππούς μου τον έλεγαν Γεράσιμο. Και μάλιστα δεν είμαι διόλου βέβαιος αν αποτελούσε παιδαγωγική πρακτική του παππού μου κατά της δυσλεξίας μου, ενίοτε να με πηγαίνει για κούρεμα στου Δημήτρη, αντί στου Γεράσιμου στο στενάκι της Κανθάρου, εκεί στην στροφή του Βρυώνη (οι παλιοί Πειραιώτες το ξέρουν το μέρος, διότι υπήρχε και ομώνυμος στάσις – όχι του Νίκα, των λεωφορείων). Το αποτέλεσμα ήταν ότι μετά από  ένα- δυο κουρέματα στου Δημήτρη, κατάλαβα ότι οι κουρείς έχουν και άλλα ονόματα –αυτό που με μπέρδευε ήταν ότι ο Γεράσιμος είχε ένα αφεντικό που τον έλεγαν Μήτσο. Και πιο πολύ με μπέρδευε αυτό το «Μη», η πρώτη συλλαβή του Μήτσου, ομόηχος με το «Μι» του Μιχάλη – άργησα πάρα πολύ να μην θεωρώ ότι Μιχάλης και Μήτσος είναι το ίδιο όνομα. Για τελείως ανεξήγητους έως τώρα λόγους εξακολουθώ να θεωρώ ότι το όνομα Αντώνης είναι ισοδύναμον του Χαράλαμπος.


Η ταβέρνα του Γεωργίου Πολυκανδριώτη «Η Μύκονος» ευρίσκεται ακόμη, ερείπιον, γωνία Αντωνίου Θεοχάρη και Σπυρίδωνος Τρικούπη, στον άγιο Νείλο – Πειραιάς, ΤΚ 18538.  Το «μυτάκιας» ήταν παρατσούκλι, ουδεμία σχέσιν έχον με μεθόδους προσλήψεως απαγορευμένων ουσιών. Η μύτη του, απλώς,  ήτο όχι μεγάλη, αλλά παραδόξως εξέχουσα. Αξιοπαρατήρητη. Είχε και μουστακάκι, όπως και μαλλί μες στη λίγδα από τους ατμούς των κατσαρολιών του, παρότι μαγείρισσα ήταν κυρίως η μάννα του, γραία με γάμμα κεφαλαίο, τις τρίχες της  οποίας απαραιτήτως τις βρίσκαμε σε κάθε πιάτο. Αυτός ξαναζέσταινε τα φαγητά και τα σερβίριζε.

Οι Μυκονιάτες, εξού και "Η Μύκονος", έχουν εκ παραδόσεως έρωτα με τα ωδικά πτηνά. Η ταβέρνα ήταν γεμάτη κλουβιά, και το εκσφενδονιζόμενο καναβούρι των δαιμονίως κελαδούντων σπίνων, καρδερίνων και γαλιάνδρων επί ίσοις όροις συναγωνιζόταν τις τρίχες της μάνας του στα πιάτα μας.

Τρία ήσαν τα μυστήρια της ταβέρνας αυτής, των οποίων οι μυθώδεις αφηγήσεις μάλλον την προστατεύουν ακόμα από τις μπουλντόζες – αν και τώρα με την κρίση, ακόμα και γωνιακόν οικόπεδον καθίσταται ασύμφορον, συντελούντων οπωσδήποτε και των κληρονομικών, καθότι ο μυτάκιας ήτο άκληρος.

Το πρώτο μυστήριον είμεθα αυτοί ημείς οι πελάται του. Κάποτε ένας ταξιτζής με το αγώι του μέσα στην κούρσα, σταμάτησε και μπήκε, έβρεχε κιόλας, μέσα και παρήγγειλε μια κούπα. Την ήπιε κι έφυγε. Μέρα μεσημέρι. Ανακατεμένοι όλοι, γείτονες φτωχολογιά, φοιτητές, ξεροσφύρια. Το δεύτερον μυστήριον ήτο ο ίδιος ο ταβερνιάρης. Όλοι το σχολίαζαν, αλλά και ήτο απολύτως και μάλιστα καθημερινώς επιβεβαιούμενον, το ότι κάποιο είδος όρκου ή τάματος του απαγόρευε να περάσει τα όρια του πεζοδρομίου του. Σκούπιζε τα ρείθρα καθημερινά αλλά ποτέ δεν κατέβαινε  από το πεζοδρόμιο. Ο χασάπης, ο μανάβης, ο καρβουνάς, του κουβαλούσαν τα απαραίτητα αυτοί, αυτός ποτέ δεν πήγαινε στα μαγαζιά τους. Του τα ‘φερναν και τους πλήρωνε από τον μπεζαχτά, πάντα μέσα στην ταβέρνα. Η κορυφαία επιβεβαίωσις ήτο ο κυρ-Δημήτρης ο κουρέας, όπου κάθε Σάββατο μεσημέρι κι αφού έκλεινε το κουρείο του, ερχόταν και τον κούρευε, τον ξύριζε και τον συγύριζε μέσα στην ταβέρνα, γύρω στις 4 η ώρα που είχε πια σπάσει η δουλειά. Το τρίτον μυστήριον ήτο αυτός ο κύριος. Ο στρογγυλοκέφαλος. Ο νοικάρης. Έμενε σε ένα δωμάτιο πίσω από την ταβέρνα, το οποίο δεν είχε αυτόνομη είσοδο. Η είσοδός  του - και ως εκ τούτου και η έξοδος - επραγματοποιείτο δια της ταβέρνας - το ωράριον λειτουργίας της οποίας κατά κανόνα  ευρύτερον του ωραρίου εντός του οποίου συνετελούντο οι είσοδοι και οι έξοδοι του μυστηριώδους φαλακρού στρογγυλοκέφαλου. Μονίμως μάλιστα φορούσε μία μπεζ καπαρντίνα. Το «μονίμως» μην το πάρετε και τοις μετρητοίς. Πρόκειται μάλλον για ελλειπτική σειρά ντεμί και φουλ χειμερινής σεζόν εντυπώσεων, μιας και η παρέα μου τα καλοκαίρια δεν συχνάζαμε στου μυτάκια. Για τις ελάχιστες μεταμεσονύχτιες επιστροφές του, όπου η ταβέρνα είχε κλείσει, ο μυστηριώδης φαλακρός στρογγυλοκέφαλος κύριος χρησιμοποιούσε το κλειδάκι του. Άνοιγε το λουκέτο, ανέβαζε τα ρολά, έμπαινε μέσα, τα ξανακατέβαζε και επειδή ήτο αδύνατον, όπως αντιλαμβάνεστε,  να ξανακλειδώσει, άφηνε ξεκλείδωτα.





Ο Μυτάκιας, όταν πια "αποχαιρέτησε" η μάνα του, τα μάζεψε, κλείδωσε την ταβέρνα και για πρώτη και τελευταία φορά πάτησε από το πεζοδρόμιο του στο δρόμο. Ίσως και να μην πάτησε τον δρόμο, αλλά από το πεζοδρόμιο να δρασκέλισε και να μπήκε μέσα στο φορτηγάκι που μαζί με τα υπάρχοντά του (μια βαλίτσα θα ήτανε και οπωσδήποτε πάνω από είκοσι κλουβιά με σπίνους, καρδερίνες και γαλιάντρες)  τον πήγε μέχρι το καράβι για Μύκονο ανεπιστρεπτί. Εικάζω ότι ο μυστηριώδης φαλακρός, στρογγυλοκέφαλος νοικάρης είχε προηγηθεί εξελθών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)