Τετάρτη, Ιανουαρίου 12, 2005
ΟΛΙΓΗ…… ΠΕΡΙ ΑΝΩΝΥΜΙΑΣ
Λέω «ολίγη» γιατί θέλω να πω διάφορα και μάλλον θα μου βγουν σε «σκέτη από γιουβέτσι», οπότε το «ολίγη» («η ελλιπής μερίδα» του Καρυωτάκη) και προανακρούει και προφυλάσσει.
«Ανώνυμοι ήρωες,
άγνωστοι τάφοι,
κανένας όνομα,
σ΄ αυτούς δε γράφει»
(απόσπασμα από το ποίημα ΑΝΩΝΥΜΟΙ ΗΡΩΕΣ του Γεωργίου Σουρή,
που γράφτηκε το 1940, διάλειμμα της σατιρικής του πέννας,
«Ανώνυμοι ήρωες,
άγνωστοι τάφοι,
κανένας όνομα,
σ΄ αυτούς δε γράφει»
(απόσπασμα από το ποίημα ΑΝΩΝΥΜΟΙ ΗΡΩΕΣ του Γεωργίου Σουρή,
για τους νεκρούς του πολέμου).
Η ανωνυμία, στο ποίημα του Σουρή, μοιάζει να είναι η άσχημη κατάληξη ενός παιχνιδιού της μοίρας. Το αμέσως χειρότερο είναι το να μείνεις άταφος.
Η επωνυμία στις κοινωνίες σημαίνει την αναγνώριση μιας αξίας στην ατομική ύπαρξη, είτε εν παρουσία, είτε εν απουσία.
Το να είναι γνωστό π.χ. το ποιος έγραψε τους στίχους και τη μουσική σ’ ένα τραγούδι, σημαίνει ότι η κοινωνία αυτής της εποχής θεωρεί σημαντικό (αξιοσημείωτο, αξιομνημόνευτο) τον κοινωνικό του ρόλο. (παράβαλε εις την σήμερον «το τραγούδι της Γαρμπής, sic»).
Η επωνυμία, για τους δημιουργούς (μαστόρους) και τους καλλιτέχνες, κατακτήθηκε στους αρχαίους κλασσικούς χρόνους, εξανεμίστηκε τον μεσαίωνα και ξανακατακτήθηκε βαθμιαία από την αναγέννηση και μετά. Εκείνο που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι η επωνυμία των αρχόντων (κυβερνητικές και στρατιωτικές προσωπικότητες, καθώς και ιεράρχες) ουδέποτε εξασθένισε με την ίδια αναλογία.
Σας προκαλώ σε ένα παιχνίδι:
Για κάθε ένα από τα παρακάτω πρόσωπα (μυθικά ή ιστορικά) προσπαθήστε να θυμηθείτε 10 ανθρώπους των γραμμάτων ή των τεχνών, της εποχής τους και του κόσμου τους.
Μίνωας (εποχή Θησέως)
Αγαμέμνονας
Περικλής
Αλέξανδρος (ο Μέγας)
Κλεοπάτρα (ή Καίσαρ αν προτιμάτε-ο ίδιος, ως ιστοριογράφος δεν πιάνεται)
Κωνσταντίνος (ο άλλος Μέγας)
Ιουστινιανός
Καρλομάγνος
Σταματώ εδώ, επειδή πιστεύω ότι ήδη η καμπύλη σχηματίστηκε. Νομίζω εντίμως ότι «νίκησε» ο Περικλής.
Η ανωνυμία, στο ποίημα του Σουρή, μοιάζει να είναι η άσχημη κατάληξη ενός παιχνιδιού της μοίρας. Το αμέσως χειρότερο είναι το να μείνεις άταφος.
Η επωνυμία στις κοινωνίες σημαίνει την αναγνώριση μιας αξίας στην ατομική ύπαρξη, είτε εν παρουσία, είτε εν απουσία.
Το να είναι γνωστό π.χ. το ποιος έγραψε τους στίχους και τη μουσική σ’ ένα τραγούδι, σημαίνει ότι η κοινωνία αυτής της εποχής θεωρεί σημαντικό (αξιοσημείωτο, αξιομνημόνευτο) τον κοινωνικό του ρόλο. (παράβαλε εις την σήμερον «το τραγούδι της Γαρμπής, sic»).
Η επωνυμία, για τους δημιουργούς (μαστόρους) και τους καλλιτέχνες, κατακτήθηκε στους αρχαίους κλασσικούς χρόνους, εξανεμίστηκε τον μεσαίωνα και ξανακατακτήθηκε βαθμιαία από την αναγέννηση και μετά. Εκείνο που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι η επωνυμία των αρχόντων (κυβερνητικές και στρατιωτικές προσωπικότητες, καθώς και ιεράρχες) ουδέποτε εξασθένισε με την ίδια αναλογία.
Σας προκαλώ σε ένα παιχνίδι:
Για κάθε ένα από τα παρακάτω πρόσωπα (μυθικά ή ιστορικά) προσπαθήστε να θυμηθείτε 10 ανθρώπους των γραμμάτων ή των τεχνών, της εποχής τους και του κόσμου τους.
Μίνωας (εποχή Θησέως)
Αγαμέμνονας
Περικλής
Αλέξανδρος (ο Μέγας)
Κλεοπάτρα (ή Καίσαρ αν προτιμάτε-ο ίδιος, ως ιστοριογράφος δεν πιάνεται)
Κωνσταντίνος (ο άλλος Μέγας)
Ιουστινιανός
Καρλομάγνος
Σταματώ εδώ, επειδή πιστεύω ότι ήδη η καμπύλη σχηματίστηκε. Νομίζω εντίμως ότι «νίκησε» ο Περικλής.
Και μη νομίζετε ότι εδώ τελειώσαμε, θα επανέλθω περί ψευδωνυμίας.
Τρίτη, Ιανουαρίου 11, 2005
ΓΡΑΨΤΕ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΚΑΙ ....ΑΝΩΝΥΜΑ
Από απειρία δεν είχα κάνει την κατάλληλη ρύθμιση, ώστε να δέχομαι τις γραπτές εντυπώσεις σας, τα σχόλιά σας, ή ότι άλλο θέλατε να γράψετε. Το λάθος διορθώθηκε, ζητώ συγγνώμη και περιμένω.....
για όσους επισκέπτες δεν γνωρίζουν:
ο επισκέπτης γράφει τα σχόλιά του κλικάροντας στη λέξη comments, που βρίσκεται κάτω δεξιά από κάθε καταχώρηση.
παρακαλώ τους σχολιαστές που ίσως με γνωρίζουν προσωπικά, να σεβαστούν την επιθυμία μου να παραμένω ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΠΕΡΕΚΕΤΗΣ μέχρι νεωτέρας.
για όσους επισκέπτες δεν γνωρίζουν:
ο επισκέπτης γράφει τα σχόλιά του κλικάροντας στη λέξη comments, που βρίσκεται κάτω δεξιά από κάθε καταχώρηση.
παρακαλώ τους σχολιαστές που ίσως με γνωρίζουν προσωπικά, να σεβαστούν την επιθυμία μου να παραμένω ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΠΕΡΕΚΕΤΗΣ μέχρι νεωτέρας.
ΦΟΥΜΟ ΣΤΟΥΣ ΧΥΔΑΙΟΥΣ
Όλοι εμείς οι υγειώς σκεπτόμενοι, απαιτούμε, παράλληλα με την απαγόρευση του πρόστυχου δίσκου της Σαμίου (όχι της Άντζυ, της άλλης) να κλείσουν άμεσα και όλα τα μουσεία που εκθέτουν τα χυδαία, χαμηλού πολιτισμού ανοσιουργήματα των πλανηθέντων προγόνων μας, τα δε εκθέματα να βομβαρδιστούν.
"Να 'μουν νύ- μωρέ νά 'μουν νύ-
να 'μουν νύχτα στο γιαλό........"
Ο ΠΑΛΙΟΣ ΕΙΝ' ΑΛΛΙΩΣ
Μη χασομεράτε με τον Μπερεκέτη τον Γλυκύ
ε π ι σ κ ε φ τ ε ί τ ε γ ρ ή γ ο ρ α τ ο
aspripetraxexaspri
εκεί σας περιμένει
ο Αρτέμης ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗΣ ο Μαΐστωρ,
<------ links="links" span="span">------>
Ετικέτες
Αρτέμης Κουκουζέλης
Κυριακή, Ιανουαρίου 09, 2005
Ετικέτες
κείμενά μου
Η ΑΦΥΠΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΥ ΛΟΓΟΥ
Μια κυρία, εκεί απέναντι που βλέπω στην πολυκατοικία δυο τετράγωνα πιο κάτω ετοιμάζεται να βγει, γιατί όλο κοιτάζεται στον καθρέφτη – δε βλέπω και καλά γιατί είναι μακριά και δεν καλοφαίνεται μέσα απ’ το ανοιχτό πατζούρι.
Έχει βάλει ένα άσπρο φόρεμα με ζώνη, γιατί το βλέπω που μαζεύει στη μέση της, πρέπει να είναι ξανθιά βαμμένα, γιατί δεν είναι πολλές που έχουν πραγματικά ξανθά μαλλιά. Το φόρεμα τής φτάνει περίπου ως τα γόνατα και γι αυτό λέω ότι είναι κυρία, γιατί άμα ήτανε μικρή θα φόραγε κάτι πιο κοντό μ’ αυτή τη ζέστη και για να δείξει τα πόδια της. Βέβαια, μπορεί να μην έχει ωραία μπούτια και τα κρύβει, αλλά καλά κάνει και βάζει τη ζώνη για να τονίσει την περιφέρεια και για να κρύψει την κοιλίτσα της, που σίγουρα θα έχει, άμα είναι κυρία και όχι μικρή, εκτός και αν κάνει γυμναστική, αλλά λίγες κάνουνε γυμναστική και για λίγο καιρό και μετά τα παρατάνε γιατί κουράζονται και βαριούνται.
Αυτή λοιπόν η κυρία, όλο μέσα-έξω είναι στο μπαλκόνι και κάτι κοιτάζει κάτω στο δρόμο και μετά πάει ξανά στον καθρέφτη – ξέρω ‘γω τι γίνεται: θα ‘χει ραντεβού και δεν το ‘χει σιγουρέψει ακόμα το «πρόσωπο» και έχει αγωνία και τρακ. Φίλους δεν πρέπει να περιμένει γιατί δεν κάνουνε έτσι οι γυναίκες για φίλους.
Γι αυτό λέω ότι είναι μεγάλη κυρία κι όχι κορίτσι, γιατί να, ένα κορίτσι, εδώ απέναντι λοξά στο μονώροφο, κάθεται στο μπαλκόνι και φοράει σορτσάκι γιατί έχει ωραία πόδια και κάθεται μ’ ένα φίλο της παρέα, επειδή λείπουνε οι γονείς της διακοπές. Αυτός ο φίλος της έχει ένα φολκσβάγκεν άσπρο και το ‘χει παρκαρισμένο κάτω από ‘να δέντρο, εκεί που κανονικά κάθε βράδυ φέρνει ένας φορτηγατζής το βρωμοφορτηγό του. Άμα έρθει να δούμε πού θα παρκάρει……..
Έχει βάλει ένα άσπρο φόρεμα με ζώνη, γιατί το βλέπω που μαζεύει στη μέση της, πρέπει να είναι ξανθιά βαμμένα, γιατί δεν είναι πολλές που έχουν πραγματικά ξανθά μαλλιά. Το φόρεμα τής φτάνει περίπου ως τα γόνατα και γι αυτό λέω ότι είναι κυρία, γιατί άμα ήτανε μικρή θα φόραγε κάτι πιο κοντό μ’ αυτή τη ζέστη και για να δείξει τα πόδια της. Βέβαια, μπορεί να μην έχει ωραία μπούτια και τα κρύβει, αλλά καλά κάνει και βάζει τη ζώνη για να τονίσει την περιφέρεια και για να κρύψει την κοιλίτσα της, που σίγουρα θα έχει, άμα είναι κυρία και όχι μικρή, εκτός και αν κάνει γυμναστική, αλλά λίγες κάνουνε γυμναστική και για λίγο καιρό και μετά τα παρατάνε γιατί κουράζονται και βαριούνται.
Αυτή λοιπόν η κυρία, όλο μέσα-έξω είναι στο μπαλκόνι και κάτι κοιτάζει κάτω στο δρόμο και μετά πάει ξανά στον καθρέφτη – ξέρω ‘γω τι γίνεται: θα ‘χει ραντεβού και δεν το ‘χει σιγουρέψει ακόμα το «πρόσωπο» και έχει αγωνία και τρακ. Φίλους δεν πρέπει να περιμένει γιατί δεν κάνουνε έτσι οι γυναίκες για φίλους.
Γι αυτό λέω ότι είναι μεγάλη κυρία κι όχι κορίτσι, γιατί να, ένα κορίτσι, εδώ απέναντι λοξά στο μονώροφο, κάθεται στο μπαλκόνι και φοράει σορτσάκι γιατί έχει ωραία πόδια και κάθεται μ’ ένα φίλο της παρέα, επειδή λείπουνε οι γονείς της διακοπές. Αυτός ο φίλος της έχει ένα φολκσβάγκεν άσπρο και το ‘χει παρκαρισμένο κάτω από ‘να δέντρο, εκεί που κανονικά κάθε βράδυ φέρνει ένας φορτηγατζής το βρωμοφορτηγό του. Άμα έρθει να δούμε πού θα παρκάρει……..
από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων του Γεράσιμου Μπερεκέτη "Χρυσάνθη Ευλαμπίας"
Ετικέτες
κείμενά μου
ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΡΙΣΙΣ 2
Θα καταπλέουν…
στην πλώρη τους,
βόστρυχοι γαλανοί του ανέμου
χαίτες κατάλευκων αλόγων
τα κύμματα.
Τα πλοία του Ήλιου.
Πανάθεμά τους,
σκαριά που φτιάχνουνε
με τα καλάμια
με τη λάσπη
και τα ξόρκια
οι αραπάδες.
Λιμάνι,
λαϊκή αγορά,
βουή,
διαλάλημα.
Γυναίκες στοργικές
με φουσκωτές κοιλιές
έρχονται να διαλέξουνε
ψυχές,
που θα ενσαρκωθούν…..
Το άχτιστο φως,
λευκό σκοτάδι κι αγαλλίαση.
Κι ύστερα αγκαλιά και γάλα……
Ήρθε κι μάνα του Γλεν Γκουλντ
και διάλεξεν εμένα………….
στην πλώρη τους,
βόστρυχοι γαλανοί του ανέμου
χαίτες κατάλευκων αλόγων
τα κύμματα.
Τα πλοία του Ήλιου.
Πανάθεμά τους,
σκαριά που φτιάχνουνε
με τα καλάμια
με τη λάσπη
και τα ξόρκια
οι αραπάδες.
Λιμάνι,
λαϊκή αγορά,
βουή,
διαλάλημα.
Γυναίκες στοργικές
με φουσκωτές κοιλιές
έρχονται να διαλέξουνε
ψυχές,
που θα ενσαρκωθούν…..
Το άχτιστο φως,
λευκό σκοτάδι κι αγαλλίαση.
Κι ύστερα αγκαλιά και γάλα……
Ήρθε κι μάνα του Γλεν Γκουλντ
και διάλεξεν εμένα………….
από ανεκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη
Ετικέτες
προς [την] ποίηση
Σάββατο, Ιανουαρίου 08, 2005
ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΚΡΙΣΙΣ 1
Όταν πεθάνω,
πρώτος απ’ όλους,
θα με υποδεχτεί ο Αλμπένιθ.
Αυτός ο δαίμονας
με το εξαίσιο θήτα-τελικό
-το προαιώνιο γράμμα-
φίδι που τρώει την ουρά του.
Εκεί, να στέκει θριαμβευτής,
αμείλικτο επιτέλους τον ακούω
να λέει: «Ολόκληρη ζωή,
πιάνο δεν έμαθες,
δέξου σα λύτρωση
το θάνατό σου……..»
Και θα τον βλέπω σιωπηλό
να σκέφτεται
(ευγενικά, μη με πληγώσει):
«Για δες κάτι ζωές…….
μισές δουλειές……..».
πρώτος απ’ όλους,
θα με υποδεχτεί ο Αλμπένιθ.
Αυτός ο δαίμονας
με το εξαίσιο θήτα-τελικό
-το προαιώνιο γράμμα-
φίδι που τρώει την ουρά του.
Εκεί, να στέκει θριαμβευτής,
αμείλικτο επιτέλους τον ακούω
να λέει: «Ολόκληρη ζωή,
πιάνο δεν έμαθες,
δέξου σα λύτρωση
το θάνατό σου……..»
Και θα τον βλέπω σιωπηλό
να σκέφτεται
(ευγενικά, μη με πληγώσει):
«Για δες κάτι ζωές…….
μισές δουλειές……..».
από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη
Ετικέτες
προς [την] ποίηση
ΥΓΕΙΑ ΙΣΟΝ ΠΛΟΥΤΟΣ
Εδώ απέναντι είναι ένας κύριος που μένει πάνω από τα καθαριστήρια «ΔΙΑΝΑ» του κυρ-Χρήστου. Ο κυρ-Χρήστος κάνει πάντα μια βδομάδα παραπάνω απ’ όσο σου ‘χει πει για να σου παραδώσει τα ρούχα που του πήγες για καθάρισμα, γιατί λέει δεν προλαβαίνει, επειδή έχει πολλή δουλειά, παλιά όμως είχε ανοίξει και σουβλατζίδικο παράνομο έξω απ’ ένα σιδεράδικο απέναντι από το καθαριστήριο, τότε που ζούσε η συχωρεμένη η γυναίκα του, πριν πεθάνει πάνω σε μια εγχείρηση κι έφτιαχνε νόστιμα σουβλάκια κι επειδή ήτανε κοντά στο σπίτι μου αυτό το σουβλατζίδικο έπαιρνα δύο σουβλάκια «με διπλή απ’ όλα» κάθε μέρα, αλλά του το ‘κλεισε η αστυνομία, γιατί, λέει, έπιανε το πεζοδρόμιο – τότε, πώς προλάβαινε και σουβλατζίδικο και καθαριστήριο;
Αλλά εγώ τον βλέπω συνέχεια που κάθεται στο πεζουλάκι κι όλο κουβεντολόι με τον ξυλουργό απέναντι στο υπόγειο, που μια φορά είχα πάει και του ‘χα ζητήσει πριονίδι να το ανακατώσω με ατλακόλ για να το κάνω μπάλωμα αντί για στόκο σε κάτι τρυπούλες που είχαν ανοίξει στο καραβάκι μου μικρός.
Αυτό το κολπάκι μου το ‘χε δείξει ο θείος μου ο Παύλος που ήταν χρόνια στα καράβια ναύτης και μετά έγινε λοστρόμος για λίγο, πριν βγει στη σύνταξη, μετά όμως έπαθε προστάτη, τον χτύπησε κι ένα αυτοκίνητο – μια βλαμμένη, που δεν πρόσεχε, μια μέρα που πηγαίναμε για μπάνιο στην Πειραϊκή, και τόνε πήγαμε με ταξί στο Τζάννειο, μετά από χρόνια έπαθε τον προστάτη, αλλά ο γιατρός που τον εγχείρησε ήτανε καινούργιος και δεν πέτυχε η εγχείρηση, γι αυτό κάθε τόσο τον πάνε και του βάζουνε καθετήρα και πονάει στην αρχή μετά όμως συνηθίζει γιατί αντέχει στον πόνο, επειδή είναι πολύ δυνατός, αφού μικρός ήτανε μποξέρ στην κατηγορία πετεινού κι έχει ένα τατουάζ στο μπράτσο του με δύο μποξέρ να μαλώνουνε και μια φορά στην Αμερική που είχε δέσει το καράβι του, πήγαινε βόλτα το βράδυ με τα πόδια μόνος του γιατί δε φοβότανε.
Έχει πλακώσει πολλούς στο ξύλο και τώρα που μεγάλωσε δε φοβάται, κυκλοφοράει στον Πειραιά μ’ ένα ποδήλατο που βρήκε πεταμένο σε μια οικοδομή και το επισκεύασε μόνος του, του έβαλε και τρία διαφορετικά κλάξον απάνω στο τιμόνι και σημαιάκια και μια μέρα εβδομηνταοχτώ χρονών που πήγαινε βόλτα με το ποδήλατο, ένας βλάκας είχε σταματήσει με τ΄ αμάξι του και χωρίς να κοιτάξει, άνοιξε την πόρτα του ο βλαμμένος για να βγει έξω κι εκείνη την ώρα ο θείος μου ο Παύλος κατέβαινε με φόρα και επειδή δεν προλάβαινε να φρενάρει, έχασε την ισορροπία του και έπεσε, αλλά δεν έπαθε τίποτα και σηκώθηκε απάνω και πήγε να τον πλακώσει στο ξύλο, αλλά εκείνη την ώρα ευτυχώς πέρναγε η θεία μου η Παναγούλα, η γυναίκα του, προτελευταία στη σειρά από τις τέσσερις αδερφές του παππού μου, που όταν παντρεύτηκε ήμουνα παράνυφος στο γάμο με κουστουμάκι μπλε και κοντό παντελονάκι, φόραγα και παπιγιόν και μετά πήγαμε στο σπίτι στο τραπέζι και φάγαμε παϊδάκια και κοκορέτσι και όλοι λέγανε «βίον ανθόσπαρτον» και δωσ’ του και τρώγανε και τότε εγώ νόμισα ότι «ανθόσπαρτον» είναι το κοκκορέτσι και τα παϊδάκια κι έλεγα από μέσα μου ότι θα έπρεπε να λένε κανονικά «βίον ανθόσπαρτα» επειδή ήτανε πολλά τα κοκορέτσια και τα παϊδάκια και δεν καταλάβαινα στην αρχή τι πάει να πει αυτό το «βίον» και ρώτησα ένα θείο μου που καθόταν δίπλα μου στο τραπέζι και μου εξήγησε κι εγώ κατάλαβα ότι τους ευχόντουσαν σ’ όλη τους τη ζωή να τρώνε παϊδάκια και μπριτζόλες. Αλλά τα παϊδάκια και οι μπριτζόλες, τα λουκάνικα, τα κοκορέτσια, τα σπλινάντερα, οι γαρδουμπίτσες κι όλα αυτά δεν κάνουνε καλό συνέχεια, επειδή, μου ‘λεγε ο μπαμπάς μου, κάνουνε πέτρες στα νεφρά, άμα τρως όλο κρέας, πρέπει να τρως και χόρτα και φρούτα και να πίνεις πολύ νερό, άμα θέλεις να έχεις την υγειά σου, γιατί η υγεία είναι το πολυτιμότερο πράμα στον κόσμο, τι να τα κάνεις τα πλούτη άμα είσαι άρρωστος;
Αλλά εγώ τον βλέπω συνέχεια που κάθεται στο πεζουλάκι κι όλο κουβεντολόι με τον ξυλουργό απέναντι στο υπόγειο, που μια φορά είχα πάει και του ‘χα ζητήσει πριονίδι να το ανακατώσω με ατλακόλ για να το κάνω μπάλωμα αντί για στόκο σε κάτι τρυπούλες που είχαν ανοίξει στο καραβάκι μου μικρός.
Αυτό το κολπάκι μου το ‘χε δείξει ο θείος μου ο Παύλος που ήταν χρόνια στα καράβια ναύτης και μετά έγινε λοστρόμος για λίγο, πριν βγει στη σύνταξη, μετά όμως έπαθε προστάτη, τον χτύπησε κι ένα αυτοκίνητο – μια βλαμμένη, που δεν πρόσεχε, μια μέρα που πηγαίναμε για μπάνιο στην Πειραϊκή, και τόνε πήγαμε με ταξί στο Τζάννειο, μετά από χρόνια έπαθε τον προστάτη, αλλά ο γιατρός που τον εγχείρησε ήτανε καινούργιος και δεν πέτυχε η εγχείρηση, γι αυτό κάθε τόσο τον πάνε και του βάζουνε καθετήρα και πονάει στην αρχή μετά όμως συνηθίζει γιατί αντέχει στον πόνο, επειδή είναι πολύ δυνατός, αφού μικρός ήτανε μποξέρ στην κατηγορία πετεινού κι έχει ένα τατουάζ στο μπράτσο του με δύο μποξέρ να μαλώνουνε και μια φορά στην Αμερική που είχε δέσει το καράβι του, πήγαινε βόλτα το βράδυ με τα πόδια μόνος του γιατί δε φοβότανε.
Έχει πλακώσει πολλούς στο ξύλο και τώρα που μεγάλωσε δε φοβάται, κυκλοφοράει στον Πειραιά μ’ ένα ποδήλατο που βρήκε πεταμένο σε μια οικοδομή και το επισκεύασε μόνος του, του έβαλε και τρία διαφορετικά κλάξον απάνω στο τιμόνι και σημαιάκια και μια μέρα εβδομηνταοχτώ χρονών που πήγαινε βόλτα με το ποδήλατο, ένας βλάκας είχε σταματήσει με τ΄ αμάξι του και χωρίς να κοιτάξει, άνοιξε την πόρτα του ο βλαμμένος για να βγει έξω κι εκείνη την ώρα ο θείος μου ο Παύλος κατέβαινε με φόρα και επειδή δεν προλάβαινε να φρενάρει, έχασε την ισορροπία του και έπεσε, αλλά δεν έπαθε τίποτα και σηκώθηκε απάνω και πήγε να τον πλακώσει στο ξύλο, αλλά εκείνη την ώρα ευτυχώς πέρναγε η θεία μου η Παναγούλα, η γυναίκα του, προτελευταία στη σειρά από τις τέσσερις αδερφές του παππού μου, που όταν παντρεύτηκε ήμουνα παράνυφος στο γάμο με κουστουμάκι μπλε και κοντό παντελονάκι, φόραγα και παπιγιόν και μετά πήγαμε στο σπίτι στο τραπέζι και φάγαμε παϊδάκια και κοκορέτσι και όλοι λέγανε «βίον ανθόσπαρτον» και δωσ’ του και τρώγανε και τότε εγώ νόμισα ότι «ανθόσπαρτον» είναι το κοκκορέτσι και τα παϊδάκια κι έλεγα από μέσα μου ότι θα έπρεπε να λένε κανονικά «βίον ανθόσπαρτα» επειδή ήτανε πολλά τα κοκορέτσια και τα παϊδάκια και δεν καταλάβαινα στην αρχή τι πάει να πει αυτό το «βίον» και ρώτησα ένα θείο μου που καθόταν δίπλα μου στο τραπέζι και μου εξήγησε κι εγώ κατάλαβα ότι τους ευχόντουσαν σ’ όλη τους τη ζωή να τρώνε παϊδάκια και μπριτζόλες. Αλλά τα παϊδάκια και οι μπριτζόλες, τα λουκάνικα, τα κοκορέτσια, τα σπλινάντερα, οι γαρδουμπίτσες κι όλα αυτά δεν κάνουνε καλό συνέχεια, επειδή, μου ‘λεγε ο μπαμπάς μου, κάνουνε πέτρες στα νεφρά, άμα τρως όλο κρέας, πρέπει να τρως και χόρτα και φρούτα και να πίνεις πολύ νερό, άμα θέλεις να έχεις την υγειά σου, γιατί η υγεία είναι το πολυτιμότερο πράμα στον κόσμο, τι να τα κάνεις τα πλούτη άμα είσαι άρρωστος;
από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων του Γεράσιμου Μπερεκέτη "Χρυσάνθη Ευλαμπίας"
Ετικέτες
κείμενά μου
ΘΕΟΛΟΓΙΑ 4
Τα λόγια
μιας τυχαίας εκλογής
-γιατί τα φύλλα
πάντοτε θα θάλλουν,
είτε στις εξοχές,
είτε στις συστοιχίες των λεωφόρων,
ακόμα και στα πεζοδρόμια
των παραμελημένων συνοικιών,
αλλά προπάντος
στα χέρια των χαρτοπαιχτών-
μας καθορίζουν
ίσως.
Γιατί αλλιώς
ματαιοπονούν
οι γρηές με τα λιβανιστήρια,
νύχτα-μέρα, νύχτα-μέρα…..
Και τα παιδιά
που πάντοτε παιδιά θα παραμείνουν,
απ’ τα χαράματα φορούνε τις σκιές τους,
μέχρι να πέσει το σκοτάδι
και ν’ ακουστεί η επιτακτική φωνή,
η ίδια φωνή που πόσες Κυριακές
τους έκλεψε τον ύπνο-
“ξύπνα να πας στην εκκλησία”.
Αυτά τα λόγια
που θα πάρουν κάποτε μορφή
ερωτικής κραυγής,
ή θ’ αναβλύσουν
τον ειρμό της όποιας θείας σοφίας,
άραγε να προήλθαν
απ΄το αρχέτυπο μιας προαιώνιας γλώσσας
που θα μας πνίξει μες στο σάλιο της
και θα μας καταπιεί;
μιας τυχαίας εκλογής
-γιατί τα φύλλα
πάντοτε θα θάλλουν,
είτε στις εξοχές,
είτε στις συστοιχίες των λεωφόρων,
ακόμα και στα πεζοδρόμια
των παραμελημένων συνοικιών,
αλλά προπάντος
στα χέρια των χαρτοπαιχτών-
μας καθορίζουν
ίσως.
Γιατί αλλιώς
ματαιοπονούν
οι γρηές με τα λιβανιστήρια,
νύχτα-μέρα, νύχτα-μέρα…..
Και τα παιδιά
που πάντοτε παιδιά θα παραμείνουν,
απ’ τα χαράματα φορούνε τις σκιές τους,
μέχρι να πέσει το σκοτάδι
και ν’ ακουστεί η επιτακτική φωνή,
η ίδια φωνή που πόσες Κυριακές
τους έκλεψε τον ύπνο-
“ξύπνα να πας στην εκκλησία”.
Αυτά τα λόγια
που θα πάρουν κάποτε μορφή
ερωτικής κραυγής,
ή θ’ αναβλύσουν
τον ειρμό της όποιας θείας σοφίας,
άραγε να προήλθαν
απ΄το αρχέτυπο μιας προαιώνιας γλώσσας
που θα μας πνίξει μες στο σάλιο της
και θα μας καταπιεί;
από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη
Ετικέτες
προς [την] ποίηση
ΘΕΟΛΟΓΙΑ 3
Ανάθεμα στον αίτιο…..
Πάντως κατά τους ειδικούς
μάλλον επρόκειτο για έκρηξη
πολύ μεγάλη!
Και ως συνήθως
πρώτοι έφτασαν οι δημοσιογράφοι.
Αυτοί πάντα τα λένε με δικά τους λόγια
(και ζούνε πάντοτε το “δράμα”
μέσ’ από τα δικά τους λόγια).
Κατόπιν των γραφών
(πρωί, ξημέρωμα της Κυριακής
μετά από ξενύχτι,
στην Ομόνοια
για ‘φημερίδες)
αρχίζουν οι διαδόσεις…..:
-Το φίδι έφταιγε.
-Όχι, αυτή η πουτάνα.
-Μα τί λέτε βρε παιδιά
κι αυτός ξενύχταγε,
δεν κοίταζε την οικογένειά του
και επιπλέον του αρέσανε τα δαγκωμένα μήλα.
-Και να σκεφτεί κανείς
πως πέντε μέρες πριν
ήτανε όλα τόσο ήσυχα…..
Πάντως κατά τους ειδικούς
μάλλον επρόκειτο για έκρηξη
πολύ μεγάλη!
Και ως συνήθως
πρώτοι έφτασαν οι δημοσιογράφοι.
Αυτοί πάντα τα λένε με δικά τους λόγια
(και ζούνε πάντοτε το “δράμα”
μέσ’ από τα δικά τους λόγια).
Κατόπιν των γραφών
(πρωί, ξημέρωμα της Κυριακής
μετά από ξενύχτι,
στην Ομόνοια
για ‘φημερίδες)
αρχίζουν οι διαδόσεις…..:
-Το φίδι έφταιγε.
-Όχι, αυτή η πουτάνα.
-Μα τί λέτε βρε παιδιά
κι αυτός ξενύχταγε,
δεν κοίταζε την οικογένειά του
και επιπλέον του αρέσανε τα δαγκωμένα μήλα.
-Και να σκεφτεί κανείς
πως πέντε μέρες πριν
ήτανε όλα τόσο ήσυχα…..
από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη
Ετικέτες
προς [την] ποίηση
ΘΕΟΛΟΓΙΑ 2
Η εξάλειψη του μύθου
ήταν μια διαδικασία
εξευτελιστική.
Λες κι ένα απόγευμα του Αυγούστου,
σε κάποιο δρόμο,
γεμάτο πολυκατοικίες του πενήντα
κι ενώ η βουή της πόλης παραθέριζε,
η ανθρωπότητα ντυμένη ένα λινό κουστούμι,
τα βήματα της έσυρε ως την αίθουσα
αναμονής
γνωστού στους κύκλους ψυχαναλυτή,
-παλιομοδίτικα έπιπλα μπαμπού,
καλάθια με περιοδικά,
φυτά χώρου
και βουβοί ασθενείς………
Ύστερα,
με παραίτηση
πέρασε στο ιατρείο,
με τη βαρειά βιβλιοθήκη,
το ασήκωτο γραφείο,
τις γερασμένες πολυθρόνες,
τα κάδρα που δακρύβρεχτα ατενίζουν τη φθορά
και το κρεββάτι
με την τριμμένη επένδυση από δέρμα
-συνήθως έτσι παρακμάζουν
τα αξιοπρεπή ιατρεία,
αισθητική προέκταση
της καθημερινά συσσωρευόμενης
ευμάρειας του ιατρού.
Εκεί
κατέθεσε τα όνειρά της
και επιπλέον
πλήρωσε την επίσκεψη.
ήταν μια διαδικασία
εξευτελιστική.
Λες κι ένα απόγευμα του Αυγούστου,
σε κάποιο δρόμο,
γεμάτο πολυκατοικίες του πενήντα
κι ενώ η βουή της πόλης παραθέριζε,
η ανθρωπότητα ντυμένη ένα λινό κουστούμι,
τα βήματα της έσυρε ως την αίθουσα
αναμονής
γνωστού στους κύκλους ψυχαναλυτή,
-παλιομοδίτικα έπιπλα μπαμπού,
καλάθια με περιοδικά,
φυτά χώρου
και βουβοί ασθενείς………
Ύστερα,
με παραίτηση
πέρασε στο ιατρείο,
με τη βαρειά βιβλιοθήκη,
το ασήκωτο γραφείο,
τις γερασμένες πολυθρόνες,
τα κάδρα που δακρύβρεχτα ατενίζουν τη φθορά
και το κρεββάτι
με την τριμμένη επένδυση από δέρμα
-συνήθως έτσι παρακμάζουν
τα αξιοπρεπή ιατρεία,
αισθητική προέκταση
της καθημερινά συσσωρευόμενης
ευμάρειας του ιατρού.
Εκεί
κατέθεσε τα όνειρά της
και επιπλέον
πλήρωσε την επίσκεψη.
από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη
Ετικέτες
προς [την] ποίηση
ΘΕΟΛΟΓΙΑ 1
Το διαρκές, αμείλικτο
βλέμμα του Χρόνου
- μάτια μισόκλειστα,
χείλη λεπτά,
λίγο προτού φορέσουνε τη μάσκα
του υπομειδιάματος
και μιά, σχεδόν προαιώνια τάση
για παχυσαρκία-
μας εποπτεύει.
Είναι αυτό που η όρασή μας,
το λέει “σκιά”,
ή "ανάσα του ήλιου πίσω μας",
κι εμείς οι ματαιόδοξοι,
φωτιές ανάβουμε τις νύχτες,
χυδαία επίδειξη
ενός αρχαίου λαφύρου
που έκλεψε ο Προμηθέας
απ’ τα οράματα των φόβων μας.
Αν δεν υπήρξαν οι θεοί,
ούτε ο Θεός υπάρχει,
αλλά ποιός δίνει τώρα σημασία
σ’ ενα στημένο αγώνα πάλης
που διεξάγεται
στα καταγώγια των αισθήσεών μας.
Του πρόσκαιρου
η υδάτινη υφή
μας διαβρώνει.
βλέμμα του Χρόνου
- μάτια μισόκλειστα,
χείλη λεπτά,
λίγο προτού φορέσουνε τη μάσκα
του υπομειδιάματος
και μιά, σχεδόν προαιώνια τάση
για παχυσαρκία-
μας εποπτεύει.
Είναι αυτό που η όρασή μας,
το λέει “σκιά”,
ή "ανάσα του ήλιου πίσω μας",
κι εμείς οι ματαιόδοξοι,
φωτιές ανάβουμε τις νύχτες,
χυδαία επίδειξη
ενός αρχαίου λαφύρου
που έκλεψε ο Προμηθέας
απ’ τα οράματα των φόβων μας.
Αν δεν υπήρξαν οι θεοί,
ούτε ο Θεός υπάρχει,
αλλά ποιός δίνει τώρα σημασία
σ’ ενα στημένο αγώνα πάλης
που διεξάγεται
στα καταγώγια των αισθήσεών μας.
Του πρόσκαιρου
η υδάτινη υφή
μας διαβρώνει.
από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη
Ετικέτες
προς [την] ποίηση
Ετικέτες
κείμενά μου
"ΓΙΑΤΙ" ΤΟ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΟΝ
Όταν ήμουνα μικρός, ένιωθα πολύ μεγαλύτερος, επειδή έβλεπα το πώς ήμουνα πριν από κάτι χρόνια, ας πούμε τότε που πήγαινα νηπιαγωγείο, ενώ μετά που ήμουνα πέμπτη ή έκτη δημοτικού καταλάβαινα πως ήμουνα καλύτερος από πριν και μπορούσα να λύνω δυσκολότερα προβλήματα που άλλοι άνθρωποι κι ας ήταν μεγαλύτεροι πολύ – μερικοί ήταν και εβδομήντα χρονώ – δεν μπορούσανε να τα λύσουνε, επειδή είχανε πάει μέχρι τρίτη ή το πολύ τετάρτη δημοτικού και τα είχανε ξεχάσει κιόλας. Αλλά και κάτι άλλοι που είχανε πάει μέχρι και γυμνάσιο, και βλακείες λέγανε στις συζητήσεις και δείχνανε από τη φάτσα τους χαζοί.
Όμως αυτό που δε μπόρεσα να χωνέψω ποτέ μου, ήταν το γιατί ο θείος μου ο Σπύρος (που όταν ήμουνα μικρός τριώ χρονώ τόνε φώναζα Πίπη και νόμιζα ότι ήταν αδερφός μου, αλλά αυτός ήτανε αδερφός της μάνας μου), αποφάσισε με κάτι λεφτά που του έδωσε ο παππούς μου, όταν πήρε το εφάπαξ από τη ΔΕΗ που δούλευε υπομηχανικός μια πρωί και μια βράδυ και μετά καθότανε ρεπό δυόμισι μέρες, αλλά το πρωί όταν ερχότανε από βραδινός ήτανε πολύ κουρασμένος, επειδή πριν έρθει σπίτι κατέβαινε στην αγορά στου Ρέντη να ψωνίσει και μετά ερχότανε απ’ του Ρέντη στον Άγιο Νείλο με τα πόδια και το καλοκαίρι κουβάλαγε απ’ του Ρέντη πεπόνια, επειδή καρπούζια παίρναμε από ένα μανάβη, τον κυρ Γιάννη, που γύριζε με καρότσα και πούλαγε καρπούζια με το μαχαίρι κι είχε ένα άλογο, τον Ψαρή, που μετά του ψόφησε και πήρε τρίκυκλο μηχανάκι, αλλά δεν πούλαγε μετά καρπούζια, αλλά πάγο κι ένα παιδάκι που κάθε μέρα πήγαινε και του ΄κλεβε ένα κομμάτι μικρό πάγο για να το γλείφει αντί για παγωτό, μια μέρα ο κυρ Γιάννης πήγε να κάνει όπισθεν και κόντεψε να το πατήσει.
Εγώ όταν ο παππούς μου ερχότανε από τη δουλειά από βραδινός, έκανα λίγο ησυχία για να κοιμηθεί που ήτανε κουρασμένος, και πιο μετά που πήγαινε η ώρα δώδεκα το μεσημέρι, μου ΄χε πει να το ξυπνήσω κι εγώ πήγαινα και του γαργάλαγα τα πόδια, αλλά αυτός είχε ξυπνήσει κι έκανε ψέμματα πως κοιμότανε για να γελάει από μέσα του, όμως εγώ, άμα αργούσε να ανοίξει τα μάτια του, έπαιρνα μια κρεμάστρα ξύλινη απ’ τη ντουλάπα και του βάραγα τις πατούσες και τότε σηκωνότανε πια και πήγαινε να πλυθεί για να φάει κάτι που πείναγε.
Έτρωγε όλα τα φαγητά, αλλά πιο πολύ του αρέσαν τα παστά, οι σαρδέλες, οι ρέγγες και μου αρέσανε κι εμένα να πάρω απ΄ το φούρνο μαύρο ψωμί, να κόψω μια κομματάρα, να τη σκίσω στη μέση και να την πασαλείψω με λάδι απ΄ τις σαρδέλες, να χώσω μέσα και τέσσερις σαρδέλες καθαρισμένες που μου τις καθάριζε απ’ τα κόκκαλα ο παππούς μου, και το ΄τρωγα – το καλύτερό μου φαγητό, εκτός κι αν η θεία μου η Κούλα, η μεγαλύτερη αδερφή του παππού μου που έμενε στη Μάνη, στον Κούνο, ήτανε Δεκέμβριος και μας έστελνε από κάτω με τον Φυτιλά σύγκλινο και πιττάρια, και τότε αυτό ήτανε το καλύτερό μου φαγητό, με τηγανητά αυγά ομελέττα με ντοματοπελτέ - πολύ νόστιμο, και μου ΄λεγε ο παππούς μου να τρώω ξύγκι επειδή κάνει καλό για να ενεργούμαι.
Στο σύγκλινο βάζουνε μέσα και κομματάκια πορτοκάλι για να φεύγει η μυρωδιά του γουρουνιού. Άμα πετύχαινες κομματάκι πορτοκάλι, αυτό ήτανε το πιο νόστιμο απ’ όλα.
Όμως αυτό που δε μπόρεσα να χωνέψω ποτέ μου, ήταν το γιατί ο θείος μου ο Σπύρος (που όταν ήμουνα μικρός τριώ χρονώ τόνε φώναζα Πίπη και νόμιζα ότι ήταν αδερφός μου, αλλά αυτός ήτανε αδερφός της μάνας μου), αποφάσισε με κάτι λεφτά που του έδωσε ο παππούς μου, όταν πήρε το εφάπαξ από τη ΔΕΗ που δούλευε υπομηχανικός μια πρωί και μια βράδυ και μετά καθότανε ρεπό δυόμισι μέρες, αλλά το πρωί όταν ερχότανε από βραδινός ήτανε πολύ κουρασμένος, επειδή πριν έρθει σπίτι κατέβαινε στην αγορά στου Ρέντη να ψωνίσει και μετά ερχότανε απ’ του Ρέντη στον Άγιο Νείλο με τα πόδια και το καλοκαίρι κουβάλαγε απ’ του Ρέντη πεπόνια, επειδή καρπούζια παίρναμε από ένα μανάβη, τον κυρ Γιάννη, που γύριζε με καρότσα και πούλαγε καρπούζια με το μαχαίρι κι είχε ένα άλογο, τον Ψαρή, που μετά του ψόφησε και πήρε τρίκυκλο μηχανάκι, αλλά δεν πούλαγε μετά καρπούζια, αλλά πάγο κι ένα παιδάκι που κάθε μέρα πήγαινε και του ΄κλεβε ένα κομμάτι μικρό πάγο για να το γλείφει αντί για παγωτό, μια μέρα ο κυρ Γιάννης πήγε να κάνει όπισθεν και κόντεψε να το πατήσει.
Εγώ όταν ο παππούς μου ερχότανε από τη δουλειά από βραδινός, έκανα λίγο ησυχία για να κοιμηθεί που ήτανε κουρασμένος, και πιο μετά που πήγαινε η ώρα δώδεκα το μεσημέρι, μου ΄χε πει να το ξυπνήσω κι εγώ πήγαινα και του γαργάλαγα τα πόδια, αλλά αυτός είχε ξυπνήσει κι έκανε ψέμματα πως κοιμότανε για να γελάει από μέσα του, όμως εγώ, άμα αργούσε να ανοίξει τα μάτια του, έπαιρνα μια κρεμάστρα ξύλινη απ’ τη ντουλάπα και του βάραγα τις πατούσες και τότε σηκωνότανε πια και πήγαινε να πλυθεί για να φάει κάτι που πείναγε.
Έτρωγε όλα τα φαγητά, αλλά πιο πολύ του αρέσαν τα παστά, οι σαρδέλες, οι ρέγγες και μου αρέσανε κι εμένα να πάρω απ΄ το φούρνο μαύρο ψωμί, να κόψω μια κομματάρα, να τη σκίσω στη μέση και να την πασαλείψω με λάδι απ΄ τις σαρδέλες, να χώσω μέσα και τέσσερις σαρδέλες καθαρισμένες που μου τις καθάριζε απ’ τα κόκκαλα ο παππούς μου, και το ΄τρωγα – το καλύτερό μου φαγητό, εκτός κι αν η θεία μου η Κούλα, η μεγαλύτερη αδερφή του παππού μου που έμενε στη Μάνη, στον Κούνο, ήτανε Δεκέμβριος και μας έστελνε από κάτω με τον Φυτιλά σύγκλινο και πιττάρια, και τότε αυτό ήτανε το καλύτερό μου φαγητό, με τηγανητά αυγά ομελέττα με ντοματοπελτέ - πολύ νόστιμο, και μου ΄λεγε ο παππούς μου να τρώω ξύγκι επειδή κάνει καλό για να ενεργούμαι.
Στο σύγκλινο βάζουνε μέσα και κομματάκια πορτοκάλι για να φεύγει η μυρωδιά του γουρουνιού. Άμα πετύχαινες κομματάκι πορτοκάλι, αυτό ήτανε το πιο νόστιμο απ’ όλα.
από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων του Γεράσιμου Μπερεκέτη "Χρυσάνθη Ευλαμπίας"
Ετικέτες
κείμενά μου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)
-
τίς δὲ βίος; κουκουζέλη ι τίς δὲ βίος, τί δὲ τερπνὸν ἄτερ χρυσῆς Ἀφροδίτης; τεθναίην, ὅτε μοι μηκέτι ταῦτα μέλοι, κρυπταδίη φιλότης ...
-
Από πού φαίνεται ο σεφ; Από το πώς φτιάχνει τα μακαρόνια. Ένα σύνηθες πρόβλημα με τις μακαρονάδες είναι ότι όλοι δίνουν συνταγή για σάλτσε...
-
CD δώρο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΕΛΑΚΗΣ Άλλοτες όταν εκούρσευαν Ανασυνθέσεις κοσμικής μεταβυζαντινής μουσικής 16ου και 17ου αιώνα από αγιορεί...
-
Ξεκίνησα με αυτό εδώ, χωρίς περαιτέρω προθέσεις. Πρόκειται για ένα (υστερο-) υπερλεξιστικό ποιηματάκι, των φοιτητικών μου χρόνων, μάλλον το...
-
O Rob και ο Οt χτύπησαν την πόρτα κατά τις 4.30 τα ξημερώματα. Δεν έδειχναν καθόλου κουρασμένοι απ' το ταξίδι. Μονοζυγωτικοί δίδυμο...
-
Ένα κοντσέρτο. Για άρπα. Και έγχορδα. Γιατί μόνον έγχορδα; Αυτοπεριορισμός ή μήπως μια δολίως υποκρυπτόμενη φιλοδοξία –σιγά τον δόλο δηλ...
-
Συνταγή μουσικής σούπας Υλικά: λούπες: ήτοι, έτοιμες ηχογραφημένες φρασούλες, με δυνατότητα αυτοανακύκλωσης και μεταξύ των συρραφής,...
-
Περνάω αρκετό χρόνο, τον περισσότερο ίσως της καθημερινότητάς μου, στο ψηφιακό μου εργαστήρι. Ψηφιοστάσιο θα το έλεγα, γιατί αν έπρεπ...
-
Χρόνια Πολλά. Δώρο κασέτα... με ένα κλικ την ακούτε στο YouTube ή την κατεβάζετε με κλικ εδώ ΚΑΛΑΝΤΑ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ...
-
Η μουσικοπαιδαγωγική είναι μια διδακτική επιστήμη, ή μάλλον μια επιστήμη της μουσικής διδακτικής, που στόχον έχει να προσηλυτίσει τα "...