Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2007

ΚΑΘΙΔΡΩΣ

...κάθιδρως...

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 29, 2007

ΑΝΗΣΥΧΙΑΙ

Πήγα στην πλατεία Κοραή σήμερα για ένα έως πέντε τσίπουρα. Τους είδα μαζεμένους εκεί τους πολιτικούς άνδρας του Πειραιώς.

-Λα, λα, Λόλα, ο καημένος ο Γιωργάκης.
-Άννα, να ένα μήλο, ο Βενιζέλος.
-Μίμη, φάε ένα μήλο, ο Σκανδαλίδης.

Γνωρίζετε πότε γράφτηκε "Το μυρολόγι της φώκιας" από τον Παπαδιαμάντη;
Πολύ περισσότερον, ενθυμήστε ποιος ήτο πρωθυπουργός της Ελλάδος τότε;
..........................
Μην ανησυχήτε λοιπόν.

(Και μην λοιδορήτε τα αποσιωπητικά. Ο Παπαδιαμάντης, ως επαγγελματίας συγγραφεύς εφημερίδων που πληρωνόταν με τον στίχον, πολλές φορές τα λογάριασε ως επιπλέον δεκαρούλες).

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 28, 2007

Εκδοχές.............













Οι καπνιστές πεθαίνουν πρόωρα.
Οι τηγανιτές είναι νοστιμότατες.
Οι μαγειρευτές διατηρούνται περισσότερο.
Οι μισοψημένες κρατούν το αιματάκι τους.
Οι ψητές το θέλουν το λεμονάκι.
Οι παραψημένες μοιάζουν με σόλες.
Οι ωμές δεν τρώγονται (από όλους..;).




Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2007


....επειδή μάλλον θα κάνω αρκετό καιρό να ξαναγράψω, γράφω αυτό, ώστε το προηγούμενό μου ποστ να μην είναι το πιο πρόσφατο......


Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2007

Σσσσσσς, λίγο ησυχία παρακαλώ............Κοιμάμαι.

Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2007

Παρένθεμα

Ο ΚΕΦΑΛΟΣ (Έτερος αποχαιρετιστήριος ύμνος στον Μπολιβάρ).Το κείμενο δημοσιεύεται και στο HOTEL MEMORY μαζί με κείμενα άλλων μπλόγκερς στην ίδια θεματική ενότητα.
(αυτή τη φορά γράψαμε όλοι εξ αφορμής ενός ποιήματος του Εγγονόπουλου).


Παραμονή που θα ΄ρχοντουσαν οι μαστόροι να πιάσουν να γκρεμίσουν τα πίσω δωμάτια του πατρικού μου, για να ρίξουμε μετά θεμέλια να ανεβάσουμε έναν όροφο, δικαιωματικά παρέβην το άβατον: το δωμάτιο της θείας Πιπίνας. Η θεία Πιπίνα, Δέσποινα το βαφτιστικό της, χήρα Υδραίου Καπετάνιου, είχε μανία και οχυρό την νοικοκυροσύνη. Όλη μέρα, κάθε μέρα το συγύριζε, αέρισμα, ξεσκόνισμα, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, γυάλισμα και παρόλο που ήταν περήφανη στ’ αυτιά, ακόμα και με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα που πρόβαλα το κεφάλι μου στην προσπάθειά μου να αθροίσω μιαν ακόμα αποσπασματική εικόνα της κάμαράς της……: «Όξω. Όξω. Ελένη έλα μάζεψε τον μικρό».

Το Πιπινάκι στην αυλή πακετάριζε τα έπιπλά της κι εγώ πέρασα ανενόχλητος την πόρτα του δωματίου της. Απογοήτευση. Ήταν άδειο. Η εικόνα των ημερών της δόξας του θα παραμείνει για μένα εσαεί ασχημάτιστη. Ανταμοιβή μου η ανοιχτή καταπαχτή. Μέσα εκεί χωμένος ο πατέρας μου, καπετάνιος κι αυτός, ξεδιάλεγε, ανάμεσα στους σωρούς από κουτιά, πράγματα που ίσως θα κρατούσαμε. Τα υπόλοιπα, κυρίως ρούχα, θα τα δίναμε στην φιλόπτωχο.
«Τι τα ψάχνεις και τα ξεδιαλέγεις, παλιατζουρίες του συχωρεμένου είναι. Ό, τι αηδία έφερνε απ’ τα ταξίδια εκεί μέσα είναι. Πρόκοψε. Πέντε πακέτα σέρτικα τη μέρα, μπέκρα απ΄το πρωί ως το βράδυ, εγώ τα τράβηξα όλα που τον είχα τρεις μήνες στον Άγιο Σάββα». Η τελευταία φράση ήταν ένα είδος εφυμνίου για το Πιπινάκι. Στάλαγμα της περί τάξεως κοσμοθεωρίας της, εντός της οποίας η ασθένεια ήτο και αυτή ένα είδος ασυγχώρητης αταξίας.
Χώθηκα κι εγώ μέσα στην καταπαχτή και πήρα κρυφά ένα κοτσωμένο τετραδιάκι πριν προλάβει να μου φωνάξει ο πατέρας μου: «Φύγε από δω μέσα και είναι γεμάτο σκόνη και μικρόβια».
Βγήκα έξω τρέχοντας να προλάβω να μην ακούσει η μάνα μου τον πατέρα μου και με βάλει να πλυθώ που είχα σκονιστεί. Ανέβηκα με το απόκτημά μου στο ταρατσάκι και κάθισα να διαβάσω. Στην ετικέτα έγραφε με καλλιγραφημένα γράμματα:

«Ευάγγελου Καραγεωργόπουλου γραπτά κατόπιν οινοποσίας εις εκδρομάς».

Μέσα, στην πρώτη σελίδα:
«Αν δεν είχα βγει στις θάλασσες να γίνω καπετάνιος
θα είχα γίνει μάλλον στρατηγός παλιορουφιάνος».

Πιο κάτω:
«Ο ΚΕΦΑΛΟΣ.
Ο κέφαλος είναι είδος ιχθύος μικρού, διαβιόν εις νερά ρηχά, στάσιμα και θερμά, κυρίως εις τον βούρκον των λιμανιών. Αλιεύεται αυστηρώς υπό συνταξιούχων ερασιτεχνών αλιέων, οίτινες σκοτώνουν καθημερνώς την ώρα των από νωρίς τ΄ απόγεμα μέχρι να σουρουπώσει, καθήμενοι εις τους προβλήτες των λιμανιών, εις απόστασιν ανάμεσά των ικανή να διαφυλάξει μέχρι τα βαθειά γεράματά των την μεταξύ αυτών ακοινωνησίαν. Όταν κάποιος εξ αυτών γεράσει πολύ -γιατί δεν γερνούν όλοι μαζί- τότε, καταλείπει τα ψαρικά του σύνεργα εις την αποθηκούλαν του σπιτιού του και αρκείται εις νεόν μεν, προδιαγεγραμμένον δε είδος καθημερινογενούς μικροηδονής όταν, εντειχισμένος εις το ακαταλόγιστον του προχωρημένου γήρατος, πλησιάζει συστηματικώς εκάστην εσπέραν έναν μέχρι τα χθες ομόλογόν του, πολλάς φοράς μάλιστα έναν και μόνον έναν, συγκεκριμένον, και εξοφλεί το χρέος συναναστροφής το οποίον έχει δημιουργήσει μετά από τόσους χρόνους μονήρους ψαρέματος: «Τσιμπάει τίποτις, πατριώτη;».

Τα είδη του κεφάλου είναι ποικίλα. Γνωστότερα δε τα εξής, και εκ του ονόματος αντιλαμβάνεται καθείς τας ιδιότητας ή την μορφήν εκάστου:
στενοκέφαλος, χοντροκέφαλος, μικροκέφαλος, μακρυκέφαλος, πλατυκέφαλος, ξεροκέφαλος, δολιχοκέφαλος, δικέφαλος, ακέφαλος. Των δύο τελευταίων ειδών αιτιάζεται η τερατομορφία εις καρκινογενέσεις.

Εν Λαρίσση, 27 Απριλίου 1939»

Δεν πρόλαβα να διαβάσω άλλη ιστορία. Ο πατέρας μου με έπιασε στα πράσα, μου πήρε το τετραδιάκι, το οποίο το εξέτασε συνοπτικώς και το πέταξε στον σκουπιδοτενεκέ, με παρέδωσε στη μάνα μου που με ξέντυσε και με έχωσε στη σκάφη να με πλύνει. Την ώρα που με έλουζε, επέστρεψε τροπαιούχος ο πατέρας μου και ανοίγοντας ένα ξύλινο βαλιτσάκι είπε με κομπασμό: «Κοίτα τι θα πετάγατε με τη βιασύνη σας. Ξέρεις Ελένη τι είν’ αυτό; Ναυτικός εξάντας του 1870».
Ο εξάντας αυτός, αφού συντρόφευσε και του πατέρα μου τα ταξίδια, κοσμεί πλέον το γραφείο μου. Το κείμενο του συχωρεμένου θείου Βάγγελου, τον οποίον ειρήσθω εν παρόδω δεν εγνώρισα καθότι η γέννησίς μου ακολούθησε τον θάνατό του μετά διετίαν, το κείμενον περί Κεφάλου, λοιπόν, το οφείλετε στην φωτογραφική μου μνήμη.

Πέμπτη, Ιουνίου 14, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η μουσική των νερών (8)

8η συνέχεια εκ των προηγουμένων

»


Και κλείσανε απότομα τα εισαγωγικά γιατί ο γέρος αυτός διηγιόταν το παραμύθι μέσα στ’ όνειρό μου, αλλά η Νία η αδερφή μου μού γαργάλησε το πόδι και ξύπνησα. Το αριστερό μου πόδι. Το δεξί ήταν μέσα στο γύψο. Και ο γύψος μου έδινε μια …. φαγούρα…., μα μία φαγούρα. Δεν ξέρω αν έχετε σπάσει πόδι ποτέ. Τις τρεις πρώτες μέρες, ανάλογα με το σπάσιμο βέβαια, τις τρεις πρώτες μέρες έχεις τον πόνο όπως και να ‘σαι, ξαπλωτός, καθιστός, όταν σηκώνεσαι. Μετά έχεις τον πόνο, μόνο όταν σηκώνεσαι. Στις πέντε μέρες αρχίζει η φαγούρα.
-Δε θ΄ ανοίξουν τα σχολεία σκατούλι. Πρωί –πρωί θα σε βλέπω να ξερνάς το γάλα και να πηγαίνεις. Εγώ, να ΄ναι καλά το πόδι μου που το ΄σπασα. Ξέρεις τι μου είπε ο γιατρός; Μετά τις 10 Οκτωβρίου θα πάω σχολείο, και αν……..

Τώρα βέβαια θα μου αναρωτηθείτε γιατί εμφανίζω τ΄ αδερφάκια μου τα δίδυμα σιωπούντα, μέχρι τώρα. Να σας πω την αλήθεια, ήδη, τα έχω καταδικάσει σε απόλυτη σιωπή μέχρι του τέλους αυτής της συγγραφής. Απλώς τώρα σας το ανακοινώνω. Και θα είναι ασυνεπές από μέρους μου, αν παραβαίνοντας τον σχεδιασμό αυτού του ραψωδικού συμπιλήματος, εμφανίσω αίφνης τα δίδυμα ομιλούντα.

ΤΕΛΟΣ

ΥΓ. Για να αιτιολογήσω τον τίτλο: Το πόδι μου το έσπασα 20 Σεπτεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Ευσταθίου. Κατά την ανάρρωση-χασομέρι μες στο σπίτι πέτυχα και έγραψα στο κασσεττοφωνάκι μας, μια εκπομπή με μαγνητοσκοπημένη την συναυλία της Βασιλικής Ορχήστρας της Μ. Βρεττανίας να παίζει, επί σχεδίας αργοπλέουσας τον Τάμεσι, την "Μουσική των Νερών" του Χαίντελ, όπου αίφνης από νταής - γιατί το πόδι μου το έσπασα καβγαδίζοντας με ένα άγνωστο παιδί που πήγε να ανακατευτεί στην παρέα μας - από νταής λοιπόν μεταλλάχτηκα σε κάποιον, που ακούγοντας και ξανακούγοντας αυτή την κασσεττούλα κάθε φορά ορκιζόταν, κάποτε να μπορεί να καταλάβει γιατί αυτό που άκουσε από την τηλεόραση και το αποθησαύρισε, ήταν τόσο παράξενο και τόσο ωραίο.

Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η μουσική των νερών (7)

(7η συνέχεια εκ των προηγουμένων)

Αυτό το παραμύθι το διηγιόταν ένας γέρος:
«Ήταν ένα παλάτι, όχι σπουδαίο παλάτι, να φανταστείτε μάλλον ένα παλάτι προς το κακομοίρικο παλάτι. Τέτοιο παλάτι. Πάντως αυτό το παλάτι, σαν παλάτι που ήτανε, είχε ένα βασιλιά. Κι ο βασιλιάς είχε έναν αρχιμάγερα, όπως κάθε βασιλιάς – τίποτα το ασυνήθιστο. Να σας πω μόνο ότι μιλάμε για μια παλιά εποχή, τόσο παλιά που ο αρχιμάγερας παλατιού ήταν μεγάλη θέση, όπως ας πούμε στην εποχή μας να είσαι διευθυντής στη Βασιλική Όπερα. Ήτανε θέση με αξία στην κοινωνία. Αρχιμάγερας του παλατιού. Μπορεί ποτέ κανένας από το πόπολο να μη γευόταν κάποια από τις μαγειρικές του. Όμως το όνομά του, του αρχιμάγερα, ήταν σε όλους γνωστό. Και σ’ αυτούς που γεύονταν τις μαγειρικές του και σ’ αυτούς που τρώγανε το πολύ-πολύ μπακαλιάρο σκορδαλιά. Μεταξύ μας να σας πω, και του βασιλιά του άρεσε ο μπακαλιάρος σκορδαλιά, αλλά σα βασιλιάς που ήτανε έπρεπε να καμώνεται ότι ξέρει και από μεγάλες μαγειρικές.
Τέλος πάντων. Ο βασιλιάς σα βασιλιάς που ήτανε, όπως όλοι οι βασιλιάδες του καιρού του, είχε και συμβουλάτορες. Κάτι σαν τους σημερινούς υπουργούς. Είχε κι έναν συμβουλάτορα για να νοιάζεται λέει την ομορφιά του παλατιού - μια ηλικία ήντουσαν οι δυό τους, βασιλιάς και συμβουλάτορας. Στην αρχή, μόλις πρωτοθρονιάστηκε, είχε αναλάβει ο βασιλιάς ο ίδιος μοναχός του, ανάμεσα στα πολλά που έκανε ή δεν έκανε, να φροντίζει και για την ομορφιά του παλατιού, αλλά μετά βαρέθηκε, δεν προλάβαινε κιόλας. Κι έτσι πήρε αυτόν τον συνομήλικό του, που ως τότε ήτανε φρούραρχος και τον έκανε συμβουλάτορα ομορφιάς του παλατιού. Βαρέως το έφερε βέβαια ο παλιός φρούραρχος που κατήντησε από φρούραρχος συμβουλάτορας της ομορφιάς του παλατιού, όμως κι αυτός όσο ήταν φρούραρχος δεν πρόσεχε. Κοιμήσης ήτανε. Κάτω απ’ τη μύτη του κρυφακούγανε σπιούνοι την ίδια την κρεββατοκάμαρα του βασιλιά, κι αυτός χαμπάρι. Γι αυτό κι ο βασιλιάς του την είχε φυλαμένη. Άλλη όμως ιστορία αυτή…. Τέλος πάντων. Πάντως μέσα στις δουλειές του παλιού φρούραρχου που τώρα ήτανε συμβουλάτορας ομορφιάς του παλατιού, μέσα λοιπόν στις δουλειές του ήτανε και το να προσέχει το μαγεριό. Για να προσέχει το μαγειριό ο συμβουλάτορας, επειδή ο ίδιος είχε κι άλλες δουλειές, διόρισε με τη σειρά του ένα συμβούλιο μαγεριού, όπως ήταν συνήθιο την εποχή εκείνη, να έχουν δηλαδή τα μαγεριά εκτός από αρχιμάγερα και συμβούλιο μαγεριού..... Το συμβούλιο του μαγειριού ήταν για να προσέχει αν κάνει καλά τη δουλειά του ο αρχιμάγερας και αν δεν την κάνει καλά να το καρφώνει στον συμβουλάτορα ομορφιάς του παλατιού. Γιατί, το ξέρετε δα, πόσοι και πόσοι αρχιμάγεροι έχουν δηλητηριάσει βασιλιάδες και βασιλιάδες. Όμως αυτό που δεν ξέρετε, γιατί ακόμα δε σας το ΄πα, αυτό λοιπόν που δεν ξέρετε είναι ότι τον αρχιμάγερα τον είχε διαλέξει ο ίδιος ο βασιλιάς. Τον είχε φέρει από τα ξένα. Ο αρχιμάγερας, Λάζαρο το λέγανε, δεν ήταν βέβαια μάγερας στα ξένα. Στα ξένα ήταν ένας φημισμένος αρχισερβιτόρος, έτσι τουλάχιστον είπανε όταν τον φέρανε στο παλάτι. Από αυτούς που ξέρουνε να στρώνουνε ωραία τα τραπέζια και να τα στολίζουν. Ιδέα δεν είχε από μαγειρική. Αλλά ο βασιλιάς, όταν έφυγε ο παλιός του αρχιμάγερας, επειδή έσκασε ο άνθρωπος με τη μιζέρια αυτού του κακομοίρικου παλατιού, γιατί αυτός ο παλιός αρχιμάγερας ήτανε κανονικός μάγερας και δεν μπορούσε να δουλεύει άλλο σε ένα μαγεριό ενός κακομοίρικου παλατιού, ο βασιλιάς λοιπόν στη θέση αυτού του παλιού αρχιμάγερα που ήτανε κανονικός μάγερας, παράγγειλε και έφερε απ’ τα ξένα αυτόν τον αρχισερβιτόρο τον Λάζαρο, που ήξερε λέει να στρώνει ωραία τα τραπέζια. Γιατί στην εποχή του βασιλιά αυτού εδώ που λέμε, πιο πολύ αξία είχε το να είναι ωραία στρωμένο το τραπέζι παρά να γίνονται όπως πρέπει, δηλαδής με όλα τους τα υλικά και τη μαεστρία οι μαγειρικές - από αυτή τη λέξη, τη μαεστρία, βγαίνει και η λέξη μάγερας, μαγεριό, μαγειρική και τα λοιπά και τα λοιπά……..


συνεχίζεται..........

Σάββατο, Ιουνίου 02, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (6)


6η συνέχεια εκ των προηγουμένων

Ένα γερό χέρι ξύλο, ιδίως αν ήταν σαββατιάτικο, ακολουθείτο από την εξαγγελία των περιοριστικών όρων για το Σαββατοκύριακο:
«Μη σώσω, μα το Θεό, αν σε δω να βγαίνεις την εξώπορτα μέχρι τη Δευτέρα που θα πας σχολείο».
Πάντα εκτιμούσα την ενστικτώδη εξυπνάδα της μάνας μου. Αυτό το «αν σε δω» άφηνε το περιθώριο και σε μένα να βγω έξω, αλλά και σε εκείνη, την δυνατότητα να επιζήσει παρά τον φρικτό της όρκο, αρκεί να ξεπόρτιζα κρυφά απ’ το βλέμμα της. Ωστόσο, δεν έφτανα ποτέ τα πράγματα στα άκρα. Συνήθως μετά από ένα μπερτάκι αυτοεξοριζόμουν στην ταράτσα. Παιχνίδι στη γούρνα του πλυσταριού με τα στρατιωτάκια. Τη γέμιζα νερό, και χωρίζοντας στα δυο καμιά ντουζίνα μανταλάκια, ξεχαρβαλώνοντας το μεταλλικό έλασμα που συνένωνε τα δύο πανομοιότυπα ξυλάκια, αποκτούσα τον απαραίτητο στόλο για την αναπαράσταση της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως από τους Ρως. Σπίρτα είχα πάντα στην τσέπη μου. Κάτω απ’ τη γούρνα, ανάμεσα στα πράσινα σαπούνια, τα ROL και τά ΟΜΟ υπήρχε και ένα πλαστικό μπουκαλάκι καθαριστικής βενζίνης. Οι δόλιοι Ρως επλησίαζαν με τα μονόξυλά τους τα τείχη της Πόλης. Η σκηνογραφική λεπτομέρεια ότι τα στρατιωτάκια μου, δυό-δυό πάνω στα μονόξυλα, ήταν Ινδιάνοι με ντουφέκια, παρεβλέπετο αφομοιωμένη στο γενικότερο θέαμα– άλλωστε πλέον, πολλές σύγχρονες σκηνοθετικές απόψεις επί κλασσικών έργων του μελοδράματος με έχουν ξεπεράσει σε τολμηρότητα. Το υγρόν πυρ χυνόταν αργά-αργά από το πλαστικό μπουκάλι στα νερά του Βοσπόρου. Έβγαινα έξω απ’ το πλυσταριό, μισόκλεινα την πόρτα και από τη χαραμάδα προσεχτικά πετούσα στη γούρνα ένα αναμμένο σπίρτο. «Αυτή ήτο και είναι η ισχύς και η δόξα του Βυζαντίου», φώναζα δυνατά, αλλά μέσα μου.

Τοιουτοτρόπως, σ' ένα απόγευμα είχα εκδικηθεί, και την αυθάδεια των πέριξ των ενδόξων συνόρων μας μη εισέτι εκχριστιανισθέντων φύλων, και την καθ’ υπερβολήν αυστηρότητος επιβληθείσαν μητρικήν τιμωρίαν. Το επόμενο πρωί της ενδόξως λυθείσης πολιορκίας, καθώς έψελνα το "Τη Υπερμάχω", με ιδιαίτερη ικανοποίηση άκουγα τη μάνα μου να λέει στη θειά μου «Παλιόκαιρος, παλιοϋγρασία. Φρεσκοπλυμένα ρούχα, τα είχα απλωμένα μέσα στο πλυσταριό επειδή έβρεχε και έχουνε πάρει μια παράξενη μυρωδιά…. Και που στην ευχή πάνε τα μανταλάκια; Τόσα μανταλάκια η γη τα καταπίνει; Κάθε βδομάδα παίρνω δυο-δυο τις ντουζίνες».
«.....Ίνα κράζω σοι..... Ο Πάνος και η Νία μαμά τα χαλάνε. Μην αφήνεις τα δίδυμα μόνα τους στην ταράτσα, αν δεν είμαι τουλάχιστον κι εγώ για να τα επιβλέπω. Ξέρεις τι διαολάκια είναι; Χτες πέταξα δεκαεφτά διαλυμμένα μανταλάκια».



συνεχίζεται.............

Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (5)

5η συνέχεια εκ των προηγουμένων


Ωραιότατον αυτό κολπάκι υστάτης αμύνης. Αποτελεσματικότατον: «Βοήθεια γειτόνοι».
Ο άνθρωπος σε κάθε πράξη του έχει κάνει λογιστικό προγραμματισμό, αναλόγως, βεβαίως, της λογιστικής ικανότητός του. Και η μάνα άνθρωπος είναι. Σου λέει λοιπόν: «Θα δείρω το παιδί και θα φοβηθεί - δεν θα το ξανακάνει». Απλουστάτη αντίληψις. Εδράζεται αδρανώς εις τον λεγόμενον "παρατεταμένον σύνδρομον λεχώνας". Η λεχώνα, ως γνωστόν, ακούει κλάμα, ταΐζει παιδί. Ταΐζει παιδί, δεν ακούει κλάμα. Συμπεραίνει ως εκ τούτου, ότι δι’ απλών χειρισμών φέρει επιθυμητά αποτελέσματα. Ξεχνά όμως ότι κατ’ ουσίαν συναλλάσσεται με τας διαθέσεις ενός βρέφους αγλώσσου. Μωρέ! Μεγάλη επιτυχία, δηλαδή, το να ταΐσεις ένα μωρό για να μη σε ζαλίζει με κλάματα…!
Περιγράφω μαθηματικώς:
Α +Β=Γ, όπερ Γ=Α+Β, όπου Α= νηστικόν μωρόν κλαίον ζαλίζει μαμά, Β=μαμά ταΐζει παιδί και Γ=μωρόν χορτάτο δεν κλαίει και μαμά ησυχάζει.

Τα παιδιά, όμως δεν είναι βρέφη. Είναι ωριμάζοντες άνθρωποι. Και φρέσκα στην κοινωνία έχουν στενότερη επαφή με το θέατρο απ’ ότι οι μεγάλοι, διότι βρίσκονται πιο κοντά στην εποχή που αγωνιωδώς προσπαθούσαν να κατακτήσουν την ομιλία. Γι αυτό κι έχουν καλύτερη αντίληψη του τι αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει μια πράξη. Έχουν, δηλαδή, καλύτερη φυσική κατάσταση από τους μεγάλους, ώστε να αντέξουν τα αποκυήματα των πράξεων τους, συμπεριλαμβανομένου του Λόγου, διότι ως γνωστόν ο Λόγος είναι Πράξη. Και έχουν ακόμα τα παιδιά, ένα εξωτερικό μάτι, όπως οι χορευτές, που παρακολουθεί και αξιολογεί την κίνησή τους. «Βαράς εσύ; Θα σε κάνω εγώ ρεζίλι στη γειτονιά, γιατί κανείς δεν ξέρει γιατί με βαράς, με τι με βαράς και πόσο με βαράς».
Μαθηματικώς: (Α + Β) : (Γ + Δ) επί Κ = Ε, όπου Α= μαμά με παρατεταμένον σύνδρομον λεχώνας, Β=άτακτον παιδί, Γ= βαράει η μαμά, Δ= σκούζει το παιδί και Κ= Π.Σ.Κ.Κ.Κ.Α. (Παγκοσμία Σταθερά Κουτσομπολίστικης Κοινωνικής Αντιλήψεως). Το δε Ε ισούται με τον παιδικόν θρίαμβον.

Τώρα θα σας πω εν συντομία την ιστορία του κασετοφωνακιού SONY. Το αγοράσαμε, όπως σας είπα, Φλεβάρη του ’73. Μετά τα εγκαίνιά του έμεινε εν υπνώσει στην οροφή της ντουλάπας της κρεββατοκάμαρας των γονιών μου για τέσσερεις περίπου μήνες. Κατόπιν, αξιοποιήθηκε επί πενταετίαν και παρεχωρήθει στους προεφήβους διδύμους αδελφούς μου (αγόρι, κορίτσι) που με επιπολαίους χειρισμούς ξεδόντιασαν ένα-ένα τα λευκά του πλήκτρα. Αλλά υπάρχουν και μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες του βίου του, που άλλες σκοπεύω να αφηγηθώ και άλλες ίσως όχι.


συνεχίζεται.............

Τετάρτη, Μαΐου 30, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (4)


4η συνέχεια εκ των προηγουμένων.........



«Τι ώρα είναι αυτή που γυρίζεις; Πού ήσουνε; Θέλεις να μας σκάσεις; Από τις δύο που σχόλασες έφτασες να μαζεύεσαι πέντε παρά. Αναισθησία. Τέτοιος γάιδαρος είσαι; Γιατί δε μιλάς; Μη μου γυρίζεις από κει το κεφάλι εμένανε. Μόλις έφυγε ταξίδι ο πατέρας σου άρχισες πάλι. Να μου πηγαίνει εμένανε η ψυχή μου στην Κούλουρη κι εσύ να γυρνοβολάς. Γαϊδούρι. Αυτό το παράδειγμα δίνεις στ’ αδέρφια σου;».
«Αυτά είναι μικρά και δεν καταλαβαίνουνε».
«Από ετοιμολογία είσαι ο καλύτερος. Έχεις φάει τίποτα; Νηστικός από το πρωί…».
«Δεν θα πεθάνω. Ο άνθρωπος αντέχει στην πείνα τριάντα μέρες».
«Γάιδαρε. Άμα σου γυρίσω καμία ανάποδη θα δεις».
«Έφαγα τοστ».
«Τοστ και ποστ και κομπόστ. Σκατολοΐδια. Μ’ αυτά δεν τρέφεται ο άνθρωπος. Θα στο κόψω το χαρτζιλίκι. Είσαι στην ανάπτυξή σου και θέλεις φαΐ κανονικό. Να σου βάλω να φας;».
«Άμα θέλεις να φάω, ξανατρώω».
«Κοίτα κατάσταση. Το παλτό σου μούσκεμα. Τα πουκάμισα έξω. Η φανέλα σου λούτσα. Άμα κρυώσεις και πας στο Σανατόριο, θα σου πω εγώ. Αλλά θα με χτικιάσεις εμένανε πρώτα. Ξέχασες που μικρός πέρασες πνευμονία; Χτες τα έπλυνα και τα σιδέρωσα και τα έκανες σαν τα μούτρα σου. Με ποιους γυρνοβόλαγες;».
«Πήγαμε μετά το σχόλασμα στη ΧΑΝ και επειδή έπιασε βροχή καθίσαμε και περιμέναμε να περάσει».
«Και στη ΧΑΝ έσκισες το γόνατο του παντελονιού σου;».
«Γλίστρησα στο δρόμο που ερχόμουνα».
«Εμένανε πας να κοροϊδέψεις; Γι αυτό είσαι από πάνω ως κάτω μες τις λάσπες; Πήγατε μετά και παίξατε μπάλλα. Δεν σου έχω πει να μην πηγαίνεις για μπάλλα μετά το σχολείο; Άμα στα δώσω τη Δευτέρα να τα φορέσεις σκισμένα και λασπωμένα, τι θα μου πεις; Δηλαδή, επειδή δεν θέλω να γίνω ρεζίλι εγώ, και σε στέλνω στο σχολείο στην τρίχα, εσύ θα με καβαλήσεις; Επειδή ο πατέρας σου λείπει νομίζεις ότι θα με καβαλήσεις και θα κάνεις ότι σου καπνίζει; Δεν θα γυρίσει με το καλό ο πατέρας σου; Θα σε πάρει και θα σε σηκώσει….. Την Τρίτη που θα γυρίσει από την "άγονο" θα σε πάρει και θα σε σηκώσει………».
«Ήμουνα τερματοφύλακας».
«Θα σε πάρει ο διάολος…..».
«Όχι, ρε μαμά, με τη λουρίδα…. Μη βαράς με τη λουρίδα. Σου ‘χω πει, μη με βαράς με τη λουρίδα».
«Όχι λουρίδα. Όχι κρεμάστρα. Όχι παντούφλα. Καμτσίκι θέλεις εσύ γάιδαρε ξεσαμάρωτε. Γαϊδούρι κυπραίϊκο…………».
«Σου είπα, που να πάρει η ευχή, ήμουνα τερματοφύλακας……………. Α, α, α,… γειτόνοι βοήθειααα………».
«Σκάσε. Σκάσε……, που θα γίνουμε ρεζίλι στη γειτονιά...».
«Βοήθεια, λέω........».
«Σκάσε, αφιλότιμε».
«Βο....».
«Σκάσε».
«……………μ».



συνεχίζεται........

Δευτέρα, Μαΐου 28, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (3)

3η συνέχεια εκ των προηγουμένων
Το κουδούνι ντριντρίνισε το πολυπόθητον σαββατιάτικο σχόλασμα. Την επόμενη εβδομάδα θα είμαστε απογεματινοί, οπότε αυτή η Κυριακή απλώνεται φαρδιά κοιλάδα ανάμεσα σε ένα ξένοιαστο κατηφορικό απόγευμα Σαββάτου και ένα ήπια ανηφορικό δευτεριάτικο πρωινό, πρόσφορο για να ένα διάβασμα πασαλειμματάκι οχτώ με δέκα και μετά μπάλλα ως την ώρα του φαγητού, καθώς το οφειλόμενο άγχος για την αδιαβασιά υπό την σκιά του κακοτράχαλου όγκου της εβδομάδας που υψωνόταν απειλητική όσο πλησίαζε η ώρα 2 το μεσημέρι, θα εξοφλείτο με στομαχικό σπασμό στο άκουσμα του σαδιστικού μακρόσυρτου ντριιιιιιιιιιιν που σήμαινε την προσευχή. Ο κυρ-Στέλιος ο επιστάτης με το ημίλεπτον αυτό κουδούνισμα εκτόνωνε την δική του τσαγκαροδευτεριάτικη βαρεμάρα. Με το σαρδόνιο υπομειδίαμά του τον βλέπαμε να χλευάζει μουδιασμένες τις κινήσεις μας, καθώς μπαίναμε στις γραμμές ανά τμήμα υπό τα στρατιωτικής εκφοράς παραγγέλματα του γυμναστή και ενώ η Βλοσυρά Τριάς, Γυμνασιάρχης, Διευθυντής και Υποδιευθυντής, μας ατένιζαν άκαμπτοι από τον εξώστη του α’ ορόφου. Θα εκαλείτο ένας μαθητής για την προσευχή, η χορωδία θα τραγουδούσε το «Συ που κόσμους κυβερνάς» και μετά θα ακολουθούσαν οι αυστηρές νουθεσίες περί σχολικής πειθαρχίας και οι ανακοινώσεις αποβολής τών εις πταίσματα πεσόντων. «Χατζής, Σεφεριάδης, τριήμερος αποβολή διότι έσπασαν αναιτίως τας κρεμάστρας του γυμναστηρίου. Ανδρεάκος διήμερος αποβολή διότι αυθαδίασε προς την κυρία Νιαρχάκου, ήτις τον συνέλαβε εις τα αποχωρητήρια καπνίζοντα. Κοσμίδης, μονοήμερος αποβολή διότι ανέγνω εντός της τάξεως πολιτικήν εφημερίδα. Εις τας τάξεις σας». Ιωνίδειος Πρότυπος Σχολή.
Αλλά τώρα είναι σχόλασμα Σαββάτου. Με γρήγορο περπάτημα και γέλια κατεβαίνουμε τις γλιστερές σκάλες. Είχε βρέξει στο τελευταίο διάλειμμα και οι σόλες των εκατοντάδων παπουτσιών είχαν ανακατέψει τα υγρά αποτυπώματά τους με υπολείμματα τυρόπιττας και με βούτυρο από μισοφαγωμένα τσαλαπατημένα σάντουιτς. Ο καιρός μουντός, ετοιμάζει πάλι βροχή. Μπουμπουνίζει. Μας το χάλασε το ντέρμπι με το Α2 στην πλατεία Τερψιθέας. Πάμε στη ΧΑΝ για πιγκ-πογκ. Προηγείται στάση στο Κορφού, το τοστάδικο της πλατείας Κοραή. Κατάθεσις των οικονομιών της εβδομάδος. «Ένα με διπλό τυρί, ντομάτα, αυγό, ζαμπόν, συκωτάκια, ρώσσικη και μουστάρδα. Εσύ, ρε, τι παράγγειλες για το δικό σου; Α, και μια κονσερβίτσα χυμό ροδάκινο».


συνεχίζεται.........

Κυριακή, Μαΐου 27, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (2)

2η συνέχεια εκ του προηγουμένου............


Η τεχνική της γραφής σε τρίτο πρόσωπο, λένε ότι σηματοδοτεί την ωριμότητα του συγγραφέα. Εμένα μου φέρνει πολλές δυσκολίες. Με παιδεύει. Προτιμώ το πρώτο πρόσωπο όσο κι αν δεν γράφω απολύτως προσωπικά. Όταν, δηλαδή, θυμάμαι τάχα, στην ουσία διαπλάθω συμφυρμούς με βάση ετερόκλητες αναμνήσεις. Αλλά και το ανάποδο κάνω. Μίαν ανάμνηση την διασπώ σε πολλαπλές δυνάμει υπαρκτές εικόνες που απαιτούν να τους συμπεριφερθώ σα να υπήρξαν και να τις θυμάμαι.
Ο μπαμπάς, λοιπόν, της εν λόγω οικογενειακής καταστάσεως, είναι ο μπαμπάς μου – άρα προφανώς αναφέρομαι στην οικογένειά μου. Τω όντι είμαι κατά επτά χρόνια μεγαλύτερος από τα δίδυμα αδερφάκια μου (αγόρι-κορίτσι), αλλά ο μπαμπάς μου δεν μου έριξε χαστούκι προς παραδειγματισμόν, όταν οι δείκτες έξι παιδικών χεριών διεκδίκησαν το πάτημα του κουμπιού PLAY. Διότι ούτε αυτό συνέβη. Ουδείς δείκτης παιδικός της οικογενείας μας θα μπορούσε παρόντος του πατρός μας να συμπεριφερθεί ανώριμα. Ίσα-ίσα που με τάξη κατόπιν εντολής του μπαμπά, κατά ηλικίαν δοκιμάσαμε την αποτελεσματικότητά μας στο να θέσουμε σε λειτουργία το κασετοφωνάκι. Πρώτα ο μεγάλος, δηλαδή εγώ. Θα σας κουράσω λίγο τώρα για να σας αναπτύξω την μεταξύ των διδύμων αδερφών μου ιεραρχίαν εν συναρτήσει με τα παιχνίδια της τύχης και με ολίγα στοιχεία φυσιολογίας τοκετού διδύμων. Κανονικά ο αδερφός μου κατήρχετο πρώτος και θα επρόβαλε το κεφαλάκι του προς τον κόσμο προηγούμενος της αδερφής μου. Όμως, μπλέχτηκε στον λώρο. Ευτυχώς, η σύγχρονος του 1966 ιατρική επενέβη και με καισαρικήν τομήν έβγαλε ο μαιευτήρας από την κοιλιά της μάνας μου πρώτα την αδερφή μου και μετά τον αδερφό μου. Δεν τα είχαμε βαφτίσει ακόμα τότε και γι αυτό δεν σας λέω τα ονόματά τους. Έτσι, παρόλο που ο αδερφός μου θα ήταν ο πρώτος, αν ο τοκετός ήτο φυσιολογικός, πρώτη θεωρήθηκε η αδερφή μου. Και αυτή πάτησε μετά από μένα το PLAY του κασετοφωνακιού μας. Ο μικρός το πάτησε τελευταίος.


συνεχίζεται....

Σάββατο, Μαΐου 26, 2007

Ο μικρός νταής, ο άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών.



Το κασετοφωνάκι Sony αν και εβολιδοσκοπείτο ως Χριστουγεννιάτικο δώρο για το σπίτι, μετά από αλλεπάλληλες οικογενειακές συσκέψεις, αφού πρυτάνευσε η συνετή οικονομική άποψη της κεφαλής του σπιτιού, και αφού κατόπιν συμφωνίας τα τρία παιδάκια της οικογένειας περιορίστηκαν σε τρεις σακουλίτσες μπαλόνια για δώρο Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, αγοράστηκε τελικώς κατά τις εκπτώσεις του Φεβρουαρίου του 1973, κατά τριάντα δραχμές φθηνότερα.
Η πρώτη μέρα της απόκτησής του ήταν πανηγυρική, παρόλο που ήταν Πέμπτη, μεσοβδόμαδα. Μια κασετούλα-demo έπαιξε και ξανάπαιξε ένα ολόκληρο απόγευμα τα τέσσερα ποπ γιαπωνέζικα τραγουδάκια της, αυστηρά με χειρισμό του αγγλομαθούς μπαμπά, που είχε μελετήσει προηγουμένως τις οδηγίες σχολαστικά. Κατά τις 6.00 που άρχισε να σουρουπώνει, ο μπαμπάς παραχώρησε το δικαίωμα χρήσης στα υπ’ αυτόν μέλη της οικογένειας. Το πάτημα του κουμπιού "PLAY" διεκδικήθηκε με σφοδρότητα από τους δείκτες έξι παιδικών χεριών – προηγουμένως η μαμά τιμητικώς δοκίμασε μια φορά να το πατήσει και δεν τα κατάφερε, οπότε αποσύρθηκε στην κουζίνα να φτιάξει τυροπιτάκια για τον εορτασμό αποκτήσεως. Η κατάληξη της διαμάχης ήταν αναμενόμενη. Μια άγρια φωνή του μπαμπά, ένα χαστούκι στον μεγάλο γιο, τα κατά επτά χρόνια μικρότερα δίδυμα (αγόρι και κορίτσι) λουφάξανε, και ο μπαμπάς αρπάζοντας με προστατευτικότητα τη συσκευή, «Δεν είσαστε για τίποτα, θα της βγάλετε τα μάτια σε μια μέρα», είπε, τράβηξε το καλώδιο από την πρίζα τακτοποίησε το κασετοφωνάκι στο κουτί συσκευασίας του και το απέσυρε στο άβατον: στην σκεπή της ντουλάπας της κρεββατοκάμαρας. «Θα το ξαναδείτε το Σάββατο, μετά το σχολείο, και αν».
......... συνεχίζεται.

Δευτέρα, Μαΐου 21, 2007

Κωνσταντίνου και Ελένης. Γιορτάζουν οι γονείς μου.(Ως ανταπόδοσις).

















Το απόσπασμα κριτικής που διαβάσατε είναι του Πέτρου Βλαστού, στο μελέτημα του "Ο Καβάφης ο στωικός", (Ιδέα 1, 1933), σκαναρισμένη από το βιβλίο "Η ΔΕΚΑΤΗ ΜΟΥΣΑ, Μελέτες για την κριτική" του Παναγιώτη Μουλά.
Ο καλλιτέχνης και ο κριτικός, πιστεύω, ότι συμπορεύονται. Όμως, επίσης για μένα αποτελεί δόγμα το ότι, αν και βαδίζουν στον ίδιο δρόμο, μονοπάτι, λεωφόρο (ό, τι προτιμάτε), οφείλουν, έστω και αν γνωρίζονται, να μη συνομιλούν …. περί του παπλώματος. Ο καθένας με την τέχνη του οφείλει να απευθύνεται σε όλους τους άλλους εκτός από τους αμέσως εμπλεκομένους. Ούτε ο κριτικός στον καλλιτέχνη, ούτε ο καλλιτέχνης στον κριτικό. Γιατί αν αρχίσουν να συνομιλούν οι εμπλεκόμενοι, θα εμπλακούν. Ο καθένας έχει το ρόλο του. Και αν το επιθυμούν μπορούν να πιουν τα ουζάκια τους. Όχι, όμως (κατά τα πιστεύω μου) να συνομιλήσουν δημοσίως.
Επίσης, πιστεύω, ότι όποιον δρόμο και αν ακολουθήσει ένας θιασώτης της τέχνης, καλλιτέχνης, ή κριτικός, ή εραστής, το πράττει ως άσκηση ανιδιοτέλειας και αυτογνωσίας.
Το απόσπασμα της κριτικής του Πέτρου Βλαστού δεν το παρέθεσα για να αναδείξω το προφανές. Τάχα, δηλαδή, ότι ο Καβάφης –χρόνια του πολλά, Κώστας κι αυτός- τάχα, δηλαδή, επαναλαμβάνω, δικαιώθηκε εκ του αποτελέσματος, ενώ ο Βλαστός απαξιώθηκε εκ του αποτελέσματος. Διότι:

«Άσκ ολσούν τσιβιρινέκ.΄…… Ύστερον, έγινεν άφαντος και δεν τον είδε πλέον ουδείς. Κανείς δεν ηξεύρει. Ίσως την ώραν ταύτην να ανέκτησε την εύνοιαν του ισχυρού Παδισάχ, ίσως να είναι μέγας και πολύς μεταξύ των ουλεμάδων της Σταμπούλ, ίσως να διαπρέπει ως ιμάμης εις κανέν εξακουστόν τζαμίον. Ίσως να είναι ευνοούμενος του Χαλίφη, αρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης.»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, "Ο ξεπεσμένος Δερβίσης".


Ας παίξουμε ένα παιχνίδι. Φανταστείτε ότι σας αποκρύπτω – δεν θα προτιμήσω την λέξη "στόχος" - φανταστείτε ότι σας αποκρύπτω το αντικείμενο της κριτικής του Βλαστού. Σας δίνω ως μοναδικό στοιχείο το χρονολογικό πλαίσιο και σας αφήνω. Πού θα πιστεύατε ότι απευθύνεται; Θα είχε έστω και ένα έρεισμα ύπαρξης; Και επεκτείνω το «πείραμα»: αν ο ίδιος ο Βλαστός είχε γράψει αυτό το κείμενο χωρίς να το προσανατολίζει επωνύμως, πώς θα σας φαινόταν;

Μην σας κουράζω άλλο, διότι προ μηνών διάβασα στο RAM ότι τα μπλογκ με μακροσκελή κείμενα διαπράττουν τακτικόν λάθος (πολύ τα ανακατεύουμε τα πράγματα….). Θα σας πω ευθέως, ότι προσφάτως ανέγνωσα σε στήλη μουσικοκριτικού, κείμενο που αναφερόταν σε συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής με έργα ελλήνων συνθετών χωρίς να παραθέτει ούτε τίτλους των έργων, ούτε τα ονόματα των διαπραξάντων το έγκλημα συνθετών, μεταξύ αυτών κι εγώ. Απεστρέφετο δε στο τέλος την εσωστρέφεια της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.
Είναι δε, η δεύτερη φορά που στην ίδια εφημερίδα αναφέρονται στο έργο μου χωρίς να αναφέρονται στο όνομά μου. (Εδώ θα ήθελα να προσθέσω ότι αφ’ ότου οι μέτοικοι απέκτησαν το δικαίωμα να υπογράφουν τις ζωγραφιές τους στους αμφορείς, η κριτική απέκτησε κι εκείνη υπογραφή. Αν η κριτική δεν αναφέρεται επωνύμως, μοιραία θα ενδυθεί κι αυτή την ομίχλη της ανωνυμίας, ή και της ανυπαρξίας).

Τι με πείραξε; Θα σας πω: Όταν τεχνικώς οφείλουν να αναφέρουν το όνομά σου και δεν το κάνουν, προσβάλλουν τους γονείς σου. Το παραβλέπω και ως οφείλω θα αναφερθώ τιμητικά εκτός από τους ισαποστόλους και στον Άγιο Νικόλαο, που τόσα χρόνια προστάτεψε τον πατέρα μου, καπετάνιο, από τα κύμματα και τις τρικυμίες και τον έχω και τον χαίρομαι. Πέρασα πολλές αγωνίες μικρός, αλλά από τότε που βγήκε στη σύνταξη, όταν λυσσομανάει ο νοτιάς και βραδιάζει, τουλάχιστον δεν ανησυχώ για εκείνον.

Τι τα θέλετε; Βρέθηκα εν τέλει να επισπεύδω κι εγώ την διαδικασία εξαπλώσεως της ομίχλης, αποκρύπτοντας τον κριτικόν και την εφημερίδα. Και να λοιπόν που ανακατευτήκαμε, αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει;

Σάββατο, Μαΐου 19, 2007

ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟ, ή περί νοητού χρυσού και αποδράσεως από την απόκτησίν του.

Ραδιόφωνο, τίτλοι ειδήσεων των 00.00, πάμε για τα ξημερώματα Σαββάτου 19 Μάη 2007:
«500 χρυσά νομίσματα εντοπίστηκαν σε ναυάγιο του Ατλαντικού από ερευνητική ομάδα».

Οι ειδήσεις εν είδει τίτλου έχουν πολλά χαρίσματα. Κατά πρώτον και κύριον και τελευταίον σε απαλλάσσουν από το να φας στη μάπα και την αναλυτική τους παρουσίαση. Η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να είναι ως εξής:
« Η επιστημονική ομάδα του ΛΙΛΙ (όπου "ΛΙΛΙ" ισούται με ίδρυμα ερευνητικόν, πανεπιστήμιο, κυβερνητική ή μη κυβερνητική οργάνωση) ανακάλυψε ("ανεκάλυψε", αν ο διευθυντής ειδήσεων πάσχει από γλωσσική κρίση, "βρήκε" αν έχει πτωχό λεξιλόγιο, "βρέθηκε μπροστά σε" αν έχει πτωχό λεξιλόγιο αλλά επιμένει στην ζωντάνια) ένα ναυάγιο, πιθανώς…μπλα-μπλά, στο οποίο ανιχνεύτηκαν, με υπερσύγχρονα μέσα, 500 χρυσά νομίσματα, πιθανότατα της περιόδου… μπλα-μπλα. Στο ναυάγιο σπεύδουν αρχαιολόγοι και ομάδες δυτών».
Αυτό που είναι ενδιαφέρον δεν είναι το εύρημα, ούτε η είδηση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ουδέποτε θα πληροφορηθούμε τα αποτελέσματα της ερεύνης, διότι «της επιστήμης παρεμβαλομένης η είδησις αφυδατούται».

Το ερώτημά μου είναι «ποία η αξία του χρυσού;». Γενικώς. Και ενθυμούμαι πόσες και πόσες ταινίες του Χόλυγουντ (αυτής της μητροπόλεως των χρυσοθηρών της τέχνης) όπου ναυαγοί –άπληστοι κατά το σενάριον- πεθαίνουν περιστοιχιζόμενοι από σωρούς χρυσών νομισμάτων και άλλων χρυσοποίκιλτων αντικειμένων. Εν αντιθέσει δε αυτών, ο αποδιδράσκων κόμης Μοντεχρήστος.


-Άμα θέλεις να χτυπήσουμε εμείς την καμπάνα, να έρθεις από τις εντεκάμιση. Γιατί έρχονται και άλλα παιδιά και ο κυρ-Μήτσος ο νεωκόρος αφήνει να την χτυπήσουνε όποιοι έρθουνε πρώτοι. Πρέπει να πάμε πρώτοι-πρώτοι.

Στα πέναλτι – στα "μπενάλτια" – εβίωνα όλην την καρτερικότητα των θυσιασμένων ηρωικών μορφών της ιστορίας μας. Λεωνίδας, Διάκος, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Τσατούχας (ο τελευταίος – ο Τσατούχας, δηλαδή- ήταν τερματοφύλακας του Εθνικού Πειραιώς και έπιανε μπενάλτια). Από όλες τις θέσεις η θέση του τερματοφύλακα κλίνει προς την αγνοτέραν μορφήν ήρωος, την "όλοι σας και μόνος μου". Και το πέναλτι θα πρέπει να είσαι πολύ φανατισμένος φίλαθλος για να θέλεις να μπει.

Κάθε Κυριακή στις δέκα είχαμε αγώνα Μαυρομιχάλη-Ζαΐμη, στην γούβα της Θεοτόκη, μπροστά στου Κόσκου την Ταβέρνα. Και σήμερα δεν μου φτάνουνε τα ξεροσφύρια που έχουνε μαζευτεί από νωρίς κυριακάτικα και με κοκκινισμένες μύτες φωνάζουνε γαλαρία «πάσα ρε», «πίσω ρε», «δεξιά ρε», έχω και την έννοια να πάω από τις εντεκάμιση στο Άγιο -Νείλο για να πιάσουμε πρωτιά να μας αφήσει ο κυρ-Μήτσος να χτυπήσουμε την καμπάνα του κατηχητικού. «Α, ρε Αλιφραγκή, να σε βράσω με τις καμπάνες». Σουτ – γκολ. Το ‘φαγα.
«Παιδιά εγώ φεύγω».
«Πού πας ρε….;»

«Νταν-νταν-νταν-νταν-νταν. Πέντε νταν τρεις φορές. Νταν-νταν-νταν-νταν νταν. Κα-τη-χη-τι-κό. Πέντε νταν. Θα μετράτε: κα-τη-χη-τι-κό. Πέντε. Και θα το χτυπήσετε τρεις φορές: κα-τη-χη-τι-κό, κα-τη-χη-τι-κό, κα-τη-χη-τι-κό. Άμα το χτυπήσετε λάθος δεν θα σας αφήσω να το ξαναχτυπήσετε. Από δω θα πάτε. Από αυτές τις σκάλες που πάνε στον γυναικωνίτη. Και μετά έχει μια στενή σκαλίτσα για τις καμπάνες. Θα χτυπήσετε τη μεγάλη καμπάνα με το πιο χοντρό σχοινί. Ουαί και αλλοίμονό σας. Άμα με κάψετε θα σας κάψω. Το χοντρό σκοινί. Να έρθω απάνω να σας δείξω;»
«Όχι κυρ- Μήτσο, εντάξει».

Τρεις φορές από πέντε φορές. Στις δώδεκα η ώρα μαζεύτηκαν όλα τα παιδάκια. Το πετύχαμε.
Καθόμασταν στις καρέκλες τις εκκλησίας στα πίσω-πίσω, πλάι-πλάι με τον Αλιφραγκή, και περιμέναμε τον κατηχητή. Τον κύριο Πετράκη. Ο κυρ-Μήτσος πέρασε, έσβησε κάτι κεριά που έκαιγαν ακόμα και κουνώντας το κεφάλι του έγνεψε στον Αλιφραγκή και σε μένα «εντάξει». Το «κύριος Πετράκης» δεν ήταν όνομα. Ήταν επώνυμο. Ο κύριος Πετράκης, ο κατηχητής μας, ήταν φοιτητής. Κάθε Κυριακή κουβάλαγε ένα μαυροπίνακα από το γραφείο των κληρικών και τον έστηνε μπροστά από το Ιερό. Μας έκανε την κατήχηση και στο τέλος μας έγραφε στον πίνακα το «δίδαγμα» και το «ρητόν» που το γράφαμε στα τετραδιάκια μας. Αυτή ήταν η δουλειά του πίνακα. Δίδαγμα και ρητόν. Όμως σήμερα ο Λαμπαούνας είχε έρθει από νωρίς. «Τι δουλειά έχει αυτός ο μύξης από τόσο νωρίς ρε Αλιφραγκή; Λες να ήρθε για να χτυπήσει τις καμπάνες;». «Μπα, ρε συ. Για να χτυπήσεις τις καμπάνες πρέπει να είναι δύο. Αυτός είναι μόνος του. Και δεν ξέρει και να μετράει. Εμάς θα βάλει ο Κυρ-Μήτσος».

Καθόμασταν στις καρέκλες και περιμέναμε τον Πετράκη. Τον κύριο-Πετράκη. Τρίβαμε τα χέρια μας στα παντελόνια μας γιατί έκανε κρύο μες στην εκκλησία. Αλλά είναι ωραίο το κατηχητικό. Γιατί κάθεσαι στις καρέκλες. Ενώ την ώρα της λειτουργίας κανένα παιδί δεν επιτρέπεται να κάθεται στις καρέκλες. Στις καρέκλες κάθονται οι γέροι. Πρέπει να γίνεις πατέρας για να κάτσεις σε καρέκλα. Και πάλι δύσκολο. Παππούς κάθεσαι σίγουρα.

Και ήρθε ο κύριος Πετράκης με το στρίποδο και τον πίνακα. Άνοιξε το στρίποδο και έβαλε πάνω προσεχτικά τον πίνακα. Μετά έβγαλε από την τσέπη του δύο κιμωλίες και πήρε με το δεξί του χέρι το σφουγγαράκι που κρατούσε δαγκωμένο στο στόμα του και το απίθωσε πάνω στο αναλόγιο του πίνακα. Όλα τα παιδιά, άλλα γελούσαν πολύ, άλλα έπνιγαν το γέλιο. Ο κύριος Πετράκης μας κύτταξε με μάσκα χριστιανικής αγάπης που σταδιακά εκκολαπτούσε ….. κάτι. Εννόησε από τα βλέμματά μας την πηγή της ευθυμίας. Γύρισε και αντίκρυσε τα γραμμένα στον πίνακα:
«Πετράκι μουνή γάμα καμιά χριστιανί».
Η οργή έσπασε το αυγό. Αλλόφρων πήρε το σφουγγάρι και έσβηνε τον πίνακα, ανακρίνοντας με το μάτι του τα βλέμματά μας.
«Λαμπαούνα, παλιόπαιδο, παλιόπαιδο, παλιόπαιδο. Απόβρασμα.....».
Ο Λαμπαούνας σηκώθηκε και έτρεξε ως αρχαίος έλλην να κρυφτεί μέσα στο … Ιερό. Ξοπίσω του ο Πετράκης. Ο κύριος Πετράκης. Κυνηγούσε τον Λαμπαούνα γύρω-γύρω από την Αγία Τράπεζα. Κάποια στιγμή του έφραξε το δρόμο.
«Από πού θα πας Λαμπαούνα; Από την Ωραία Πύλη θα βγεις; Το ξέρεις ότι από την Ωραία πύλη βγαίνουν μόνον οι Ιερείς; Θα σε κάψει ο Θεός άμα βγεις από την ωραία Πύλη».
Ο Λαμπαούνας, πασαλειμμένος με τα σάλια της αγωνίας του, έριξε ένα πήδο και το έσκασε από την Ωραία Πύλη.

Τετάρτη, Μαΐου 09, 2007

Αγγέλα

Έχετε οσφρανθεί την θεσπέσια σκατίλα της Ψυττάλειας. Είναι η ωραιότερη σκατίλα που μπορεί να βρει κάποιος να απολαύσει ρεμβάζοντας στο μπαλκόνι του αν έχει την τύχη να μένει στον Πειραιά και να τον πιάνει λίγο το νοτιαδάκι. "Μειοψηφίες" θα μου πείτε. Συμφωνώ. Εδώ ολόκληρη σφαγή των Αρμενίων, των Εβραίων, των Ποντίων, των Χιροσιμέζων, των Ναγκασακιανών, των Ινδιάνων, των Παντουκείων, των Ολοφρονέζων, των Πεντακισχυσίων, των Μπούρδα-Μπούρδα, των Γαλλικομάνων (οι πέντε τελευταίοι είναι φανταστικοί, αλλά πιθανοί), ανεχτήκαμε. Η σκατίλα αυτή δεν μου είναι ξένη. Μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια.....
Μου θυμίζει την κυρ-Αγγέλα. Την κυρ-Αγγέλα, που έμενε στη γωνία της Μαυρομιχάλη, την κυρ-Αγγέλα με τα τεράστια βυζιά, το νυχτικό και τις παντούφλες, να βγάζει το κεφάλι της από την πόρτα - ποιά πόρτα; (μια κουρελού είχε για εξώπορτα) - έξω το κεφάλι και γρήγορες ματιές αριστερά-δεξιά - μία η ώρα τη νύχτα ποιος να τη δει;. Εγώ έκανα το τσιγαράκι μου, το δεύτερο ή το τρίτο-ένα κάθε καλοκαίρι, αρχόμενος από πρώτης γυμνασίου.
-Ρουφιάνες, να σας καεί το σπίτι.
Δεν το φώναζε. Το έπνιγε στην ορμή με την οποία άδειαζε το γκιο-γκιο με τα κάτουρα και τα σκατά στο δρόμο. Κι ύστερα πάλι γρήγορα-γρήγορα το κεφάλι αριστερά-δεξιά. Και τσουπ μέσα στο σπίτι. Την άλλη μέρα έβγαινε και σκούπιζε το πεζούλι της. Μόλις πέρναγε καμμιά πρωινή γειτόνισσα πηγαίνοντας για τον φούρνο, η Αγγέλα ανασκούμπωνε τα βυζιά και λαχανιασμένη τάχατες - αγαναχτισμένη - δεν την καλημέριζε, αλλά έλεγε:
-Τις ρουφιάνες, τις πρόστυχες, τις βρώμες. Πάλι σκατά μου πετάξανε έξω απ' το σπίτι μου.

Η κυρ-Αγγέλα δεν είχε τουαλέτα, (καμπινέ τον λέγαμε τότε). Όλη η γειτονιά το ήξερε. Ήξερε ποιος πέταγε τα σκατά στο δρόμο. Αλλά δεν μίλαγε κανείς. Σχεδόν όλοι ένιωθαν ένοχοι, επειδή αυτοί είχαν αποχέτευση, ενώ το σπιτάκι της Αγγέλας δεν είχε. Η Αγγέλα ήταν το "πίσω του κόσμου" από το οποίο προήρχοντο. Επί πλέον η Αγγέλα άμα άνοιγε το στόμα της μπορεί να έβγαζε στη φόρα από κέρατα πραγματικά μέχρι κέρατα φανταστικά. Μη σε πιάσει το στόμα της ήταν: "Παλιοπουτάνα, που θα μου πεις εμένα. Τράβα μωρή να πλύνεις το στόμα σου από τις βρωμιές σου τις χτεσινές, παλιοτσούλα".

Μια μέρα όμως, μάλλον μια νύχτα, μέσα σ' όλη τη χρονιά, η Αγγέλα ήταν βασίλισσα. Ανήμερα τ' Άη-Γιάννη, 24 Ιουνίου, που ανοίγανε τον κλύδωνα.
"Την Αγγέλα να φωνάξουμε, την Αγγέλα. Αυτή τα λέει με γούστο. Τα λέει η ρουφιάνα με έναν τρόπο..."

Δεν πιστεύω να θέλετε και ηθικόν δίδαγμα......

Σάββατο, Μαΐου 05, 2007

Η αυτοβιογραφία ενός μουσικού (για τον οίστρο) μέρος Α' : το βρέφος

«Θρ, βπφφφ, τνθζζζζ, ακά, λλλλλλμ, ό, νννκα, σσσςςς».
Θυμάμαι να τιτιβίζω και τη θείτσα Λένη που ήρθε, λέει, να με δει - έξι μηνώ; ενός χρονού; κάπου εκεί το πιστοποιεί η μάνα μου - μαζί με τον Μάκη, ένα παιδάκι δυο χρόνια μεγαλύτερό μου. Τους θυμάμαι σαν πάχνες γαλακτερές να σκύβουν πάνω απ’ την κούνια μου να με κοιτάνε, αυτοκράτορα, μέσα στην θαλπωρή των ούρων μου.
–Κατουρήθηκε το παιδί, έλα, Ελένη, να τ’ αλλάξεις.
(Έχω ακόμα αναμνήσεις από την χρυσή εποχή - να νιώθω πως κατανοώ τη γλώσσα παρότι δεν μπορώ να τη μιλήσω και το χρυσάφι να κατασταλάζει στις πάνες μου).

Απ’ τη Φαβιέρου πίσω ακούω τα μαντολίνα και το ακκορντεόν. Πρίμο-σεκόντο «Άνω κάτω χτες τα καναμέ».
–Έχουνε μαζευτεί πάλι στου τυφλού και παίζουνε. Τι γλυκά που παίζουνε!
Ο μπαρμπα-Τάσος, ο τυφλός, ο δάσκαλος της μουσικής με την παρέα του, δροσιά μες στην μαγιάτικη δροσιά. Ο Νικολάκης ο κουτσός με το ακκορντεόν και την κελαριστή φωνή, ο σιδεράς ο Μάκης πρώτο μαντολίνο κι ο ξάδερφός του ο Βαγγέλης ή Λινάτσας δεύτερο. Ο μπαρμπα-Τάσος κιθάρα, ν’ ανεβοκατεβάζει τα μπάσα και να τους δένει όλους. Τραγούδια, τραγούδια, τραγούδια όλη νύχτα. Τι γλυκός ο ύπνος που θέλεις ν’ αρνηθείς και σε νικάει.
συνεχίζεται.... (εκ του CINE-HISTE, πιθανώς γνωστού θερινού κινηματογράφου, που κατέληξε τσοντάδικο και μετά έκλεισε).

Πέμπτη, Μαΐου 03, 2007

Συγκρίσεις

Όταν ήμουνα μικρός ήθελα να μεγαλώσω. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό οφειλόταν στον ενστερνισμό της επιθυμίας του περιβάλλοντός μου. Διότι, πριν καν έλθουμε σε επαφή με την προπαιδεία της θρησκείας μας, τα θρησκευτικά, έχουμε ήδη, κατά κάποιον τρόπον, άμεση αντιληψη του τι σημαίνει και τι απαιτεί το "καθ' ομοίωσιν". Να μοιάσουμε στους μεγάλους. Πετυχημένο το βρίσκω το "καθ' ομοίωσιν". Σωστό. Πιάνει όλες τις ηλικίες. Μοιραίες εμφανίζονται, συμπληρωματικές τής "καθ' ομοίωσιν" εμπεδωμένης τάσης, οι διαθέσεις σύγκρισης. Τι να σου κάνει ένα παιδάκι; Από πού να πιαστεί. Από τα άμεσα. Η μαμά ένα και πενήντα τέσσερα. Ο μπαμπάς ένα και εξήντα δύο. Ο θείος ο Σπύρος ένα εβδομήντα δύο, ο νοννός ένα εβδομήντα. Η γιαγιάδες ένα πενήντα δύο. Ο παππούς ένα εβδομήντα. Ο άλλος ο παππούς είχε αυτοκτονήσει. Οι νεκροί δεν έχουν ύψος. Υπάρχουν, όμως, πολλοί ψηλοί συγγενείς και κάποιοι άλλοι άνθρωποι πολύ ψηλοί μένουν στη γειτονιά - ιδίως αυτός ο Θεόφιλος είναι πανύψηλος. Και ο Αγγελετάκης ο φούρναρης. Ψηλός- πολύ ψηλός. Περπατάει και καθώς περπατάει κάνει τα βήματά του ανοιχτά, σαν οι μύτες των παπουτσιών του να είναι μάτια που το ένα πρέπει να βλέπει όλο αριστερά και το άλλο όλο δεξιά. Άμα περπατάς συνέχεια έτσι γίνεσαι πολύ ψηλός. Αλλά είναι κουραστικό.
Το παιδί πρέπει από νωρίς να έχει στόχους. Αλλά πρέπει να έχει και τόξο και βέλη. Εύκολα πράματα. Παίρνεις μια κρεμάτρα ξύλινη, της βγάζεις το στρογγυλό ξυλαράκι που πάνω του περνάνε τα παντελόνια και το φυλάς στην άκρη. Παίρνεις ένα λάστιχο από αυτά που πουλάει ο κυρ-Νίκος ο ψιλικατζής με το μέτρο, αυτά που τα περνάνε στις κυλότες για να σφίγγουν, παίρνεις λοιπόν ένα πενηνταράκι το μέτρο το λαστιχάκι και το δένεις τεντωτά-τεντωτά στις άκρες της κρεμάστρας. Το στρογγυλό ξυλαράκι που έχεις φυλάξει στην άκρη, το ξύνεις στην άκρη την μπροστινή με ένα μαχαίρι και το κάνεις μυτερό. Για την πίσω άκρη έχεις μαζέψει φτερά από τις κότες της κυρα-Βαγγελίας, που όλο τσακώνονται και ξεπουπουλιάζονται, και βάζεις τα φτερά στην πίσω άκρη και έτσι φτιάχνεις το βέλος. Το κακό είναι ότι ενώ χρειάζεσαι ένα μόνο τόξο, χρειάζεσαι πολλά βέλη. Οπότε είσαι αναγκασμένος να χαλάσεις πέντ-έξι κρεμάστρες ξύλινες για να φτιάξεις πολλά βέλη. Αυτό σημαίνει θα φας ξύλο από τη μάνα σου. Αλλά δε σε νοιάζει, διότι σε ενδιαφέρει ο στόχος.
Τώρα που έχεις τόξο η επιλογή στόχου είναι ένα παιχνίδι που διακανονίζεται από το πεπρωμένο το οποίον παίρνει μορφήν ενστίκτου.Θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Στόχοι πιθανοί είναι όλοι. Μια γλάστρα. Ο φεγγίτης. Το παραθυράκι του καμπινέ. Όμως αυτοί οι στόχοι είναι για εξάσκηση. Ο πραγματικός στόχος πρέπει να πετάει ή τουλάχιστον να περπατάει.Τα πουλιά τα άτιμα δεν στέκουνε λεπτό. Η καρπαθιώτισσα με το ταψί ζυγισμένο πάνω στο κεφάλι της που πάει στο φούρνο; Πολύ ξύλο, πάρα πολύ ξύλο. Η ζαβή η Ελένη που περπατάει σαν το κάβουρα; Μπα, αμαρτία. Ο αδερφός του Μαρακιού, που τον φωνάζουμε "χοντρέλα-βαρέλα"; Η μάνα μου μού 'χει πει να μην τον κοροϊδεύω - άμα τον βαρέσω και με το τόξο, θα φάω τουλάχιστον ένα χαστούκι.
Και τότε...! Στρίβει τη γωνία ο μικρός Ξενοφάκης. Οδηγημένος από ένστικτο. Το ένστικτο του τέλειου στόχου. Είναι πολύ παχουλός. Τσαφ μια, και τον πετυχαίνεις στο μπούτι ψηλά.

Τη μάνα μου την έφτασα στο ύψος λίγο πριν τελειώσω την τρίτη γυμνασίου. Από τις τωρινές αφηγήσεις της μαθαίνω ότι το είχε καημό: "το καημένο το αγοράκι μου θα μείνει πολύ κοντό". Τετάρτη γυμνασίου γράφτηκα στον Πορφύρα, στο μπάσκετ. "Το μπάσκετ ψηλώνει", έλεγαν όλοι οι συγγενείς. Και συμπλήρωναν. "Δεν βλέπεις τι ντερέκια παίζουνε στο μπάσκετ". Σχεδόν το είχα πιστέψει. Δεν μου φαινόταν απίθανο να ισχύει. Εφόσον σχεδόν είχα αποδεχτεί από πολύ μικρή ηλικία ότι οι παπάδες είναι άγιοι άνθρωποι, ή εν πάσει περιπτώσει πιο άγιοι από τους μη παπάδες, γιατί να μην έχουν όσοι ασχολούνται με το μπάσκετ αυξημένες πιθανότητες να ψηλώσουν πολύ; Και δώσ' του επιτόπια άλματα, δώσ' του ασκήσεις με βαράκια στα πόδια. Έφτιαξα καλό άλμα. Σε τρεις μήνες έφτανα το διχτάκι, σε πέντε έφτανα το ταμπλό. Καλή επίδοση για παιδί ένα και εξήντα. Δύο πόντους και τον πέρασα τον πατέρα μου. Τον οποίο τον πέρασα εν τέλει και έφτασα και το νοννό μου. Τον θείο μου τον Σπύρο δεν τον έφτασα.
Εν τω μεταξύ, όλα αυτά τα χρόνια είχανε μπει στη μέση και οι βαθμοί. "Με τι το πήρε ο Τάκης σας;". "Με εννιά". "Α, μπράβο, μπράβο. Ο Γιωργάκης μας το πήρε με δέκα". Αυτό το δέκα είχε γίνει το μισητόν καύχημά μου. Σχεδόν ντρεπόμουν που το έπαιρνα. Τόσο που στο Γυμνάσιο φρόντισα να κινηθώ στο μέσον. Δεκαπέντε με δεκάξι. Θέλησα να εμπεδώσω την μετριότητα. Μα συνάμα κατάλαβα γιατί το θέλησα αυτό. Δεν με ενδιέφερε το σχολείο. Τα μαθήματά του. Με ενδιέφεραν τα βιβλία μου και η εσωτερική μου ζωή. Να χάσκω. Κατάλαβα ότι εκεί μέσα, στο χώρο που χάσκω, βαθμολογώ εγώ.
Μετά ήρθε η μουσική. Εκεί πήγα να ξανανιώσω ότι συγκρίνομαι με ογκόλιθους. Αλλά δεν με συνέθλιψε η σύγκριση γιατί την αποκήρυξα. Με τη μουσική άρχισα να καταλαβαίνω ότι είμαι άνθρωπος, (κατά βάθος, γιατί η τρικυμία στην ψυχή είναι το επάγγελμά μου, όμως στο τέλος πάντα λέω: "αγαπάω τη μουσική").

Υπάρχουν βέβαια και οι αναμνησεις από τη σκοτεινή αποθηκούλα στο ακατοίκητο γωνιακό υπογειάκι. Εκεί που μικρά τεσσάρων-πέντε χρονών πηγαίναμε παιδάκια οι φίλοι και μετράγαμε τα πουλάκια μας. Μας πιάσανε μια φορά οι μανάδες μας και φάγαμε της χρονιάς μας.

Παρασκευή, Απριλίου 27, 2007

3 μαθήματα, από ένα διάλογο μέσω comments

Παραθέτω το κείμενο των 3 comments στο ΄κείμενό μου "Αποσιωπημένοι". Είναι με τον προσωπικό τρόπο του καθενός, "από καρδιάς" και διαφωτίζουν πολλές πτυχές του θέματος.

1. από dsyk

"Δίκαια" ο Μπαχ δεν αναγνωρίστηκε στην εποχή του. Δεν αναγνωρίστηκε βέβαια από το ευρύ κοινό (με ότι σημαίνει αυτό για το 18ο αι.). Ένας στενός κύκλος επαϊόντων, συγχρόνων (Kirnberger π.χ) αλλά και μεταγενέστερων (βλ. Beethoven, Mozart κ.α) γνώριζε πολύ καλά και εκτιμούσε βαθύτατα το έργο του. Τα "48" κυκλοφορούσαν κατά την περίοδο του κλασικισμού και για να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα, ο Beethoven τα είχε μελετήσει εμβριθώς (ακούστε το εισαγωγικό μέρος της μεγάλης φούγκας της Hammerklavier, op.106). Για να εξηγήσω το "δίκαια" θα παραθέσω ένα πολυχρησιμοποιημένο παράδειγμα: Φανταστείτε τη μουσική σαν παγόβουνο: το 25% έξω από το νερό, το 75% μέσα στο νερό. Στην πρώτη ακρόαση ενός έργου, αλλά και σε πολλαπλές ακροάσεις για τον μη επαίοντα ακροατή, στέκεται κανείς στο εύκολα και άμεσα ακροάσιμο 25%. Το υπόλοιπο 75% αναμένει τον φιλόπονο και γιατί όχι ταλαντούχο αναλυτή για να το ανακαλύψει και να αποκαλύψει την κρυφή ομορφιά του (εδώ θυμηθείτε το σχετικό απόσπασμα του Ηράκλειτου). Αλλά και πάλι αυτό το 75%, σε ένα έργο πολυδιάστατο, βαθύτατο, πολυσήμαντο, σε ένα έργο σταθμό στην πολιτιστική και εν γένει πνευματική ιστορία της Ευρώπης και όχι μόνο (πόσο θα ήθελα να γράψω της διαγαλαξιακής χωρίς να μειδιάσετε), σαν το έργο του Μπαχ για το οποίο συζητάμε, δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μια γενιά, ούτε σε δύο, ούτε 250 χρόνια μετά. Σε πολλά έργα του Μπαχ τώρα, όπως για παράδειγμα στις περισπούδαστες φούγκες του, ακόμη και κι αυτό το 25% "επιφανείας" λείπει. Πώς να εκτιμήσει ο ανυποψίαστος ακροατής ένα stretto σε αναστροφή και μεγέθυνση; Δεν θα το εκτιμήσει και θα στραφεί στον Teleman ή στον D. Scarlatti (ο τελευταίος μεγάλος τεχνήτης του 25% στις 500 και πλέον σονάτες του).
Ένας δεύτερος λόγος της "αποσιώπησης" της μουσικής του Μπαχ είναι ότι το μουσικό ύφος ακόμη κι ενόσω ζούσε είχε αλλάξει. Ο Schoenberg στην αυστηρή του περίοδο απαγόρευε τη συνήχηση της 8βας για να αποφύγει κάθε αναφορά στην τονικότητα. Όταν αναζητάς το ριζικά καινούριο (βλ. Ξενάκης) ρίχνεις κάθε γέφυρα που σε συνδέει με το παρελθόν. Ο Καρλ είναι σπουδαιότατος για πολλούς λόγους αλλά και για τούτον: ενώ θα μπορούσε να είχε συνθλιβεί από το βάρος της πατρικής κληρονομιάς (ο Καρλ ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν ο πατέρας του), όχι μόνο στέκεται στα πόδια του, αλλά γράφει και μια εξαιρετικά προτότυπη μουσική, δεν θα ήταν υπερβολή να του αποδώσουμε τον τίτλο του πρώτου μεγάλου καλσικού και στα δικά μου αυτιά, η μουσική του ηχεί πολύ κοντά στο σημερινό μεταμοντέρνο. Ίσως αυτό να δίχνει και πόσο σπουδαίος δάσκαλος ήταν ο πατέρας του.
Μην ξεχνάμε επίσης ότι η πρακτική του να παίζουμε παλιά μουσική είναι σχετικά πρόσφατη. Ο Brahms έχασε τη θέση του ως μαέστρος χορωδίας στη Βιέννη επειδή είχε την "αλλόκοτη" συνήθεια να παίζει κάποιον ονόματι Palestrina.
Τελειώνοντας θα ήθελα να αποφύγω μια παρεξήγηση. Μίλησα για επαΐοντες και απλούς ακροατές. Δεν υπάρχει τίποτε το "διανοητικά" ρατσιστικό σε αυτό. Είναι ένα ανοικτό θέμα το αν μπορεί ο μη εκπαιδευμένος μουσικά ακροατής να διεισδύσει στο 75% του παγόβουνου. Είναι ένα μεγάλο θέμα άξιο συζήτησης, αλλά ξένο προς τους "αποσιωπημένους".
Soli Deo Gratias, όπως θα τελείωνε και ο Διδάσκαλος.
2. νικος σ.
Σπουδαία αυτά για τον Βάχ υποθέτω δηλαδής και μουσικός δεν είμαι. Αλλά πολύ βαρετός. Γεννήθηκα σε ένα νησί του Αιγαίου, άνυδρο, να μας βαράει ο ήλιος κατακούτελα, πήγα δημοτικό, γυμνάσιο, ερωτεύθηκα και ξερωτεύθηκα, έφυγα, γύρισα, άναψα κεριά, έθαψα συγγενείς και ποτέ δεν βρήκα κάτι στο νησί μου και στο νησί μέσα μου ν΄ αναλογεί με Βαχ, Βυθούλκα και Μοτσάρδο, ούτε φωνή ούτε κίνηση ούτε αίσθημα ούτε κύμα ούτε φως ούτε τζιτζίκι. Τους θαυμάζω εξ αποστάσεως για την οργάνωσή τους και τίποτα άλλο. Δεν μου μιλάνε, δεν μας μιλάνε.Τυχαίο δεν είναι που τους βάζουμε στο κρατικό πένθος μονάχα.

3. ανώνυμος
Νίκο Σ., ποιους θαυμάζεις εξ αποστάσεως για την οργάνωσή τους, τους συνθέτες, ή τις φωνές, τις κινήσεις, τα αισθήματα, τα κύματα, το φως, τα τζιτζίκια;Ξέρεις βέβαια πως το σχόλιό σου δεν είναι ασαφές, όπως το ξέρω κι εγώ.Έκανα την παραπάνω ερώτηση απλά για να δημιουργήσω την εντύπωση που συνδέει τα μεν με τα δε.Ποιοι τους βάζουμε μονάχα στο κρατικό πένθος, επίτηδες;Να μου επιτρέψεις να σου επισημάνω το ότι καθείς (ευτυχώς για όλους και καθέναν μας) βρίσκει διαφορετικά πράγματα στο νησί, στο νησί μέσα του, καθώς και στη μουσική του καθενός."Το μέτρο των πάντων είναι ο άνθρωπος", λένε στο νησί μου.Και "τόσες αλήθειες υπάρχουν, όσοι και άνθρωποι".Άλλοτε και για άλλους σπουδαία, άλλοτε και για άλλους βαρετά τα πράγματα, τίποτα άλλο από μη εποικοδομητική κριτική έχουμε να κάνουμε;Γράψε μας για το νησί σου και για το νησί μέσα σου.Γράψε μας για τον ήλιο που βαράει κατακούτελα, για το σχολείο σου, για τον έρωτά σου, για το χαμό του. Για το φευγιό και το γυρισμό. Για το θάνατο και τον αποχαιρετισμό. Το κύμα, το τζιτζίκι, τη φωνή, την κίνηση, το φως.Γράψε για το τι σου ή σας/μας μιλάει.Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι ενδιαφέροντα.Το παράκανα στο βήμα που μου έδωσε άλλος.Αν επιθυμεί αυτός ο άλλος, ο Γεράσιμος, μπορεί να διαγράψει το σχόλιο. Εγώ δε θα μπορώ από τη στιγμή που θα το κάνω.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)