Παρασκευή, Μαρτίου 18, 2005

Περάσματα

Μια ώρα πριν,
ίσως μισή,
προτού η άνοιξη να ‘ρθεί,
περνούν απ’ το στενό μου
ζυγιά – ζυγιά
κιθάρα με ακκορνεόν,
αμάξι με σαμπγούφερ,
αυτοί οι άθλιοι κανταδόροι:
Οι αδίκως ατυχήσαντες
και οι αδίκως ευτυχήσαντες.

Εν τέλει,
πάντοτε και στην ώρα του
έρχεται
το άνθος,
με τον καημό στο χέρι.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

--Καιτοι υπαρχει μια σημαντικη διαφορα ηλικιας (οπερ συνεπαγεται μεγαλυτερη εκθεση σε εμπειριες εκ μερους σου και οχι αυτοματα αμβλυνση των αισθησεων), ας μου επιτραπει να προσθεσω ολιγες στροφες στο εξαιρετο ποιημα:

Για κάποιους, ο χειμώνας
είναι πιο ζεστός είναι,
γιατί σκοτώνει, με την ζέστη, την ελπίδα. Δε λέμε, άλλωστε, τυχαία: το κρύο έκαψε τα άνθη.

Είμαι ό,τι θυμάμαι τα κρύα βράδια μοναχός: την άνοιξη, οι μυρωδιές με παρασέρνουν και νομίζω ότι υπάρχει σε όλα κάποιο νόημα, αλλιώς προς τι αυτή η σπατάλη;

--Να σημειωσω πως, οντας οπαδος της αυτοματης γραφης, δεν σκοπευω να δω εαν οι δυο παραπανω στροφες συνδεονται με το ποιημα σου.

Ερρωσο,

γεράσιμος μπερεκέτης είπε...

Όλα τα ποιήματα, φίλε μου, για το ίδιο πράγμα μιλάνε:
"έχω ανάγκη να γράφω".

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)