Σάββατο, Ιανουαρίου 08, 2005

ΥΓΕΙΑ ΙΣΟΝ ΠΛΟΥΤΟΣ

Εδώ απέναντι είναι ένας κύριος που μένει πάνω από τα καθαριστήρια «ΔΙΑΝΑ» του κυρ-Χρήστου. Ο κυρ-Χρήστος κάνει πάντα μια βδομάδα παραπάνω απ’ όσο σου ‘χει πει για να σου παραδώσει τα ρούχα που του πήγες για καθάρισμα, γιατί λέει δεν προλαβαίνει, επειδή έχει πολλή δουλειά, παλιά όμως είχε ανοίξει και σουβλατζίδικο παράνομο έξω απ’ ένα σιδεράδικο απέναντι από το καθαριστήριο, τότε που ζούσε η συχωρεμένη η γυναίκα του, πριν πεθάνει πάνω σε μια εγχείρηση κι έφτιαχνε νόστιμα σουβλάκια κι επειδή ήτανε κοντά στο σπίτι μου αυτό το σουβλατζίδικο έπαιρνα δύο σουβλάκια «με διπλή απ’ όλα» κάθε μέρα, αλλά του το ‘κλεισε η αστυνομία, γιατί, λέει, έπιανε το πεζοδρόμιο – τότε, πώς προλάβαινε και σουβλατζίδικο και καθαριστήριο;
Αλλά εγώ τον βλέπω συνέχεια που κάθεται στο πεζουλάκι κι όλο κουβεντολόι με τον ξυλουργό απέναντι στο υπόγειο, που μια φορά είχα πάει και του ‘χα ζητήσει πριονίδι να το ανακατώσω με ατλακόλ για να το κάνω μπάλωμα αντί για στόκο σε κάτι τρυπούλες που είχαν ανοίξει στο καραβάκι μου μικρός.
Αυτό το κολπάκι μου το ‘χε δείξει ο θείος μου ο Παύλος που ήταν χρόνια στα καράβια ναύτης και μετά έγινε λοστρόμος για λίγο, πριν βγει στη σύνταξη, μετά όμως έπαθε προστάτη, τον χτύπησε κι ένα αυτοκίνητο – μια βλαμμένη, που δεν πρόσεχε, μια μέρα που πηγαίναμε για μπάνιο στην Πειραϊκή, και τόνε πήγαμε με ταξί στο Τζάννειο, μετά από χρόνια έπαθε τον προστάτη, αλλά ο γιατρός που τον εγχείρησε ήτανε καινούργιος και δεν πέτυχε η εγχείρηση, γι αυτό κάθε τόσο τον πάνε και του βάζουνε καθετήρα και πονάει στην αρχή μετά όμως συνηθίζει γιατί αντέχει στον πόνο, επειδή είναι πολύ δυνατός, αφού μικρός ήτανε μποξέρ στην κατηγορία πετεινού κι έχει ένα τατουάζ στο μπράτσο του με δύο μποξέρ να μαλώνουνε και μια φορά στην Αμερική που είχε δέσει το καράβι του, πήγαινε βόλτα το βράδυ με τα πόδια μόνος του γιατί δε φοβότανε.
Έχει πλακώσει πολλούς στο ξύλο και τώρα που μεγάλωσε δε φοβάται, κυκλοφοράει στον Πειραιά μ’ ένα ποδήλατο που βρήκε πεταμένο σε μια οικοδομή και το επισκεύασε μόνος του, του έβαλε και τρία διαφορετικά κλάξον απάνω στο τιμόνι και σημαιάκια και μια μέρα εβδομηνταοχτώ χρονών που πήγαινε βόλτα με το ποδήλατο, ένας βλάκας είχε σταματήσει με τ΄ αμάξι του και χωρίς να κοιτάξει, άνοιξε την πόρτα του ο βλαμμένος για να βγει έξω κι εκείνη την ώρα ο θείος μου ο Παύλος κατέβαινε με φόρα και επειδή δεν προλάβαινε να φρενάρει, έχασε την ισορροπία του και έπεσε, αλλά δεν έπαθε τίποτα και σηκώθηκε απάνω και πήγε να τον πλακώσει στο ξύλο, αλλά εκείνη την ώρα ευτυχώς πέρναγε η θεία μου η Παναγούλα, η γυναίκα του, προτελευταία στη σειρά από τις τέσσερις αδερφές του παππού μου, που όταν παντρεύτηκε ήμουνα παράνυφος στο γάμο με κουστουμάκι μπλε και κοντό παντελονάκι, φόραγα και παπιγιόν και μετά πήγαμε στο σπίτι στο τραπέζι και φάγαμε παϊδάκια και κοκορέτσι και όλοι λέγανε «βίον ανθόσπαρτον» και δωσ’ του και τρώγανε και τότε εγώ νόμισα ότι «ανθόσπαρτον» είναι το κοκκορέτσι και τα παϊδάκια κι έλεγα από μέσα μου ότι θα έπρεπε να λένε κανονικά «βίον ανθόσπαρτα» επειδή ήτανε πολλά τα κοκορέτσια και τα παϊδάκια και δεν καταλάβαινα στην αρχή τι πάει να πει αυτό το «βίον» και ρώτησα ένα θείο μου που καθόταν δίπλα μου στο τραπέζι και μου εξήγησε κι εγώ κατάλαβα ότι τους ευχόντουσαν σ’ όλη τους τη ζωή να τρώνε παϊδάκια και μπριτζόλες. Αλλά τα παϊδάκια και οι μπριτζόλες, τα λουκάνικα, τα κοκορέτσια, τα σπλινάντερα, οι γαρδουμπίτσες κι όλα αυτά δεν κάνουνε καλό συνέχεια, επειδή, μου ‘λεγε ο μπαμπάς μου, κάνουνε πέτρες στα νεφρά, άμα τρως όλο κρέας, πρέπει να τρως και χόρτα και φρούτα και να πίνεις πολύ νερό, άμα θέλεις να έχεις την υγειά σου, γιατί η υγεία είναι το πολυτιμότερο πράμα στον κόσμο, τι να τα κάνεις τα πλούτη άμα είσαι άρρωστος;

από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων του Γεράσιμου Μπερεκέτη "Χρυσάνθη Ευλαμπίας"

ΘΕΟΛΟΓΙΑ 4

Τα λόγια
μιας τυχαίας εκλογής
-γιατί τα φύλλα
πάντοτε θα θάλλουν,
είτε στις εξοχές,
είτε στις συστοιχίες των λεωφόρων,
ακόμα και στα πεζοδρόμια
των παραμελημένων συνοικιών,
αλλά προπάντος
στα χέρια των χαρτοπαιχτών-
μας καθορίζουν
ίσως.

Γιατί αλλιώς
ματαιοπονούν
οι γρηές με τα λιβανιστήρια,
νύχτα-μέρα, νύχτα-μέρα…..
Και τα παιδιά
που πάντοτε παιδιά θα παραμείνουν,
απ’ τα χαράματα φορούνε τις σκιές τους,
μέχρι να πέσει το σκοτάδι
και ν’ ακουστεί η επιτακτική φωνή,
η ίδια φωνή που πόσες Κυριακές
τους έκλεψε τον ύπνο-
“ξύπνα να πας στην εκκλησία”.

Αυτά τα λόγια
που θα πάρουν κάποτε μορφή
ερωτικής κραυγής,
ή θ’ αναβλύσουν
τον ειρμό της όποιας θείας σοφίας,
άραγε να προήλθαν
απ΄το αρχέτυπο μιας προαιώνιας γλώσσας
που θα μας πνίξει μες στο σάλιο της
και θα μας καταπιεί;

από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη

ΘΕΟΛΟΓΙΑ 3

Ανάθεμα στον αίτιο…..

Πάντως κατά τους ειδικούς
μάλλον επρόκειτο για έκρηξη
πολύ μεγάλη!

Και ως συνήθως
πρώτοι έφτασαν οι δημοσιογράφοι.
Αυτοί πάντα τα λένε με δικά τους λόγια
(και ζούνε πάντοτε το “δράμα”
μέσ’ από τα δικά τους λόγια).

Κατόπιν των γραφών
(πρωί, ξημέρωμα της Κυριακής
μετά από ξενύχτι,
στην Ομόνοια
για ‘φημερίδες)
αρχίζουν οι διαδόσεις…..:

-Το φίδι έφταιγε.
-Όχι, αυτή η πουτάνα.
-Μα τί λέτε βρε παιδιά
κι αυτός ξενύχταγε,
δεν κοίταζε την οικογένειά του
και επιπλέον του αρέσανε τα δαγκωμένα μήλα.
-Και να σκεφτεί κανείς
πως πέντε μέρες πριν
ήτανε όλα τόσο ήσυχα…..

από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη

ΘΕΟΛΟΓΙΑ 2

Η εξάλειψη του μύθου
ήταν μια διαδικασία
εξευτελιστική.

Λες κι ένα απόγευμα του Αυγούστου,
σε κάποιο δρόμο,
γεμάτο πολυκατοικίες του πενήντα
κι ενώ η βουή της πόλης παραθέριζε,
η ανθρωπότητα ντυμένη ένα λινό κουστούμι,
τα βήματα της έσυρε ως την αίθουσα
αναμονής
γνωστού στους κύκλους ψυχαναλυτή,
-παλιομοδίτικα έπιπλα μπαμπού,
καλάθια με περιοδικά,
φυτά χώρου
και βουβοί ασθενείς………
Ύστερα,
με παραίτηση
πέρασε στο ιατρείο,
με τη βαρειά βιβλιοθήκη,
το ασήκωτο γραφείο,
τις γερασμένες πολυθρόνες,
τα κάδρα που δακρύβρεχτα ατενίζουν τη φθορά
και το κρεββάτι
με την τριμμένη επένδυση από δέρμα
-συνήθως έτσι παρακμάζουν
τα αξιοπρεπή ιατρεία,
αισθητική προέκταση
της καθημερινά συσσωρευόμενης
ευμάρειας του ιατρού.

Εκεί
κατέθεσε τα όνειρά της
και επιπλέον
πλήρωσε την επίσκεψη.


από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη

ΘΕΟΛΟΓΙΑ 1

Το διαρκές, αμείλικτο
βλέμμα του Χρόνου
- μάτια μισόκλειστα,
χείλη λεπτά,
λίγο προτού φορέσουνε τη μάσκα
του υπομειδιάματος
και μιά, σχεδόν προαιώνια τάση
για παχυσαρκία-
μας εποπτεύει.

Είναι αυτό που η όρασή μας,
το λέει “σκιά”,
ή "ανάσα του ήλιου πίσω μας",
κι εμείς οι ματαιόδοξοι,
φωτιές ανάβουμε τις νύχτες,
χυδαία επίδειξη
ενός αρχαίου λαφύρου
που έκλεψε ο Προμηθέας
απ’ τα οράματα των φόβων μας.

Αν δεν υπήρξαν οι θεοί,
ούτε ο Θεός υπάρχει,
αλλά ποιός δίνει τώρα σημασία
σ’ ενα στημένο αγώνα πάλης
που διεξάγεται
στα καταγώγια των αισθήσεών μας.

Του πρόσκαιρου
η υδάτινη υφή
μας διαβρώνει.

από ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Γεράσιμου Μπερεκέτη





The beautiful Chryssanthi Evlambias, summer 2004, Fyra. Posted by Hello

"ΓΙΑΤΙ" ΤΟ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΟΝ

Όταν ήμουνα μικρός, ένιωθα πολύ μεγαλύτερος, επειδή έβλεπα το πώς ήμουνα πριν από κάτι χρόνια, ας πούμε τότε που πήγαινα νηπιαγωγείο, ενώ μετά που ήμουνα πέμπτη ή έκτη δημοτικού καταλάβαινα πως ήμουνα καλύτερος από πριν και μπορούσα να λύνω δυσκολότερα προβλήματα που άλλοι άνθρωποι κι ας ήταν μεγαλύτεροι πολύ – μερικοί ήταν και εβδομήντα χρονώ – δεν μπορούσανε να τα λύσουνε, επειδή είχανε πάει μέχρι τρίτη ή το πολύ τετάρτη δημοτικού και τα είχανε ξεχάσει κιόλας. Αλλά και κάτι άλλοι που είχανε πάει μέχρι και γυμνάσιο, και βλακείες λέγανε στις συζητήσεις και δείχνανε από τη φάτσα τους χαζοί.
Όμως αυτό που δε μπόρεσα να χωνέψω ποτέ μου, ήταν το γιατί ο θείος μου ο Σπύρος (που όταν ήμουνα μικρός τριώ χρονώ τόνε φώναζα Πίπη και νόμιζα ότι ήταν αδερφός μου, αλλά αυτός ήτανε αδερφός της μάνας μου), αποφάσισε με κάτι λεφτά που του έδωσε ο παππούς μου, όταν πήρε το εφάπαξ από τη ΔΕΗ που δούλευε υπομηχανικός μια πρωί και μια βράδυ και μετά καθότανε ρεπό δυόμισι μέρες, αλλά το πρωί όταν ερχότανε από βραδινός ήτανε πολύ κουρασμένος, επειδή πριν έρθει σπίτι κατέβαινε στην αγορά στου Ρέντη να ψωνίσει και μετά ερχότανε απ’ του Ρέντη στον Άγιο Νείλο με τα πόδια και το καλοκαίρι κουβάλαγε απ’ του Ρέντη πεπόνια, επειδή καρπούζια παίρναμε από ένα μανάβη, τον κυρ Γιάννη, που γύριζε με καρότσα και πούλαγε καρπούζια με το μαχαίρι κι είχε ένα άλογο, τον Ψαρή, που μετά του ψόφησε και πήρε τρίκυκλο μηχανάκι, αλλά δεν πούλαγε μετά καρπούζια, αλλά πάγο κι ένα παιδάκι που κάθε μέρα πήγαινε και του ΄κλεβε ένα κομμάτι μικρό πάγο για να το γλείφει αντί για παγωτό, μια μέρα ο κυρ Γιάννης πήγε να κάνει όπισθεν και κόντεψε να το πατήσει.
Εγώ όταν ο παππούς μου ερχότανε από τη δουλειά από βραδινός, έκανα λίγο ησυχία για να κοιμηθεί που ήτανε κουρασμένος, και πιο μετά που πήγαινε η ώρα δώδεκα το μεσημέρι, μου ΄χε πει να το ξυπνήσω κι εγώ πήγαινα και του γαργάλαγα τα πόδια, αλλά αυτός είχε ξυπνήσει κι έκανε ψέμματα πως κοιμότανε για να γελάει από μέσα του, όμως εγώ, άμα αργούσε να ανοίξει τα μάτια του, έπαιρνα μια κρεμάστρα ξύλινη απ’ τη ντουλάπα και του βάραγα τις πατούσες και τότε σηκωνότανε πια και πήγαινε να πλυθεί για να φάει κάτι που πείναγε.
Έτρωγε όλα τα φαγητά, αλλά πιο πολύ του αρέσαν τα παστά, οι σαρδέλες, οι ρέγγες και μου αρέσανε κι εμένα να πάρω απ΄ το φούρνο μαύρο ψωμί, να κόψω μια κομματάρα, να τη σκίσω στη μέση και να την πασαλείψω με λάδι απ΄ τις σαρδέλες, να χώσω μέσα και τέσσερις σαρδέλες καθαρισμένες που μου τις καθάριζε απ’ τα κόκκαλα ο παππούς μου, και το ΄τρωγα – το καλύτερό μου φαγητό, εκτός κι αν η θεία μου η Κούλα, η μεγαλύτερη αδερφή του παππού μου που έμενε στη Μάνη, στον Κούνο, ήτανε Δεκέμβριος και μας έστελνε από κάτω με τον Φυτιλά σύγκλινο και πιττάρια, και τότε αυτό ήτανε το καλύτερό μου φαγητό, με τηγανητά αυγά ομελέττα με ντοματοπελτέ - πολύ νόστιμο, και μου ΄λεγε ο παππούς μου να τρώω ξύγκι επειδή κάνει καλό για να ενεργούμαι.
Στο σύγκλινο βάζουνε μέσα και κομματάκια πορτοκάλι για να φεύγει η μυρωδιά του γουρουνιού. Άμα πετύχαινες κομματάκι πορτοκάλι, αυτό ήτανε το πιο νόστιμο απ’ όλα.

από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων του Γεράσιμου Μπερεκέτη "Χρυσάνθη Ευλαμπίας"


an autoprosopography of Gerasimos young  Posted by Hello

Παρασκευή, Ιανουαρίου 07, 2005

Σύντομο βιογραφικό

Ο Γεράσιμος Μπερεκέτης γεννήθηκε πέρσι τέτοιον καιρό. Έζησε για περίπου ένα χρόνο στη σκιά του φίλου του και συνεορτάζοντος Αρτέμη Κουκουζέλη, του οποίου και την διεύθυνση παραθέτουμε.
Ο Γεράσιμος Μπερεκέτης, ανήμερα των Φώτων εφωτίσθη και απεφάσισε να ζήσει στο φως της αυθυπαρξίας.

Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός

Ξεκινάω...............

Πέμπτη, Ιανουαρίου 01, 1970

##TITLE##

##CONTENT##

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)