φιλτάτωι Κουκουζέληι
Άκουγα με αδιαφορία τις ιστορίες των μεγάλων, επειδή με την παιδική φαντασία μου μπορούσα να φτιάχνω αν όχι κατά την προφορικήν τους αφήγηση καλύτερες, τουλάχιστον εν τη συλλήψει τους πολυπλοκότερες…. Ανέκαθεν το πρόβλημά μου ήτο η οξυτάτη μου μνήμη και οι εκ των ριπών της πηγάζοντες νοηματικοί διασκελισμοί του λόγου μου. Δυστυχώς, όταν επρόκειτο περί γραπτού είχα τεκμαρτάς αποδείξεις την υψηλήν βαθμολογία μου εις τας Εκθέσεις Ιδεών, αλλά προφορικώς μάλλον καθομοίαζα άουτ οφ όρντερ ρομποτικής μηχανής σε σείριαλ επιστημονικής φαντασίας του ’60: κάθε δύο, το πολύ τρεις, λέξεις και ένα παρατεταμένο «εεεεεεεε», εν παραλλήλω με ανθρωπίνας ταχυκαρδίας και αποδραστικάς τάσεις. Καθαρώς πρώιμα συμπτώματα κρίσης πανικού.
Την ιστορία του είχα τολμήσει να αφηγηθώ στην Γ’ Δημοτικού όταν διδαχτήκαμε ένα ποίημα του Αχιλλέα Παράσχου …. Και η δασκάλα εν τέλει, ικανότατη γλωσσοπλάστις κυρίως όρων σχετιζομένων με παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, με λοιδόρησε ενώπιον της τάξης: «Πάσχεις από οξειογενή φαντασιοπληξίτιδα.»
Το ρήμα «πάσχεις» το εξέλαβα δυνάμει δοξαστικόν του χαρακτήρος μου ως παρηχητικώς συγγενές με το Παράσχος. Παράσχου το γένος ήτο η εκ μητρός γιαγιά της μάνας μου, αυτή Πορριώτισα, κι εγώ τότε παιδάκι της Τρίτης Δημοτικού. Άλλο Τρίτη και άλλο Γ’ θα μου πεις – φτηνιάρικα ευφυολογήματα, αλλά ήδη βρίσκομαι σε απόγνωση λόγω του ότι η μνημονική λίμπιντο των πενηνταέξι μου δεν είναι αυτή που είχα στα εννιά.
Εν πάση περιπτώσει σήκωσα το χεράκι μου και η κυρία μας μου είπε: «Λέγε».
-Κυρία, όταν ήμουν μικρός, εεεεεε, πριν πάω, εεεεεε, πριν έλθω, εεεε, σχολείο, εεεεεε, ήρθε ένας κύριος, εεεε, σπίτι μας εεεε, το χειμώνα που χιόνιζε, εεεεεε, και ήταν πολύ μεγάλος. Πολύ γέρος. Εεεεε και χιόνιζε. (Μου ήρθε κόμπος.)
-Συνέχισε….
«Ο κύριος αυτός, (στο εξής παρακαλώ να υπονοήσετε χάριν οικονομίας του γραπτού λόγου όσα ενδιάμεσα «εεεεε» θέλετε), ο κύριος αυτός μπορεί να ήταν και εκατό χρονώ. Η γιαγιά μου μου είπε ότι ήταν ο μεγάλος αδελφός της μάνας της. Ο θείος Χέλλης. Είχε πάει από τα δεκάξι του στην Αμερική και γύρισε απένταρος.»
Κόμπιασα ξανά. Αλλά καθώς προσπαθούσα να βρω την ανάσα μου, άκουσα αυτή την άγνωστη μέχρις στιγμής σε μένα, γνωστή εις τους δεινούς ομιλητάς, ιεράν σιγήν του ακροατηρίου. Πήρα όχι θάρρος… θράσος. Αντιλήφθηκα αμέσως ότι οι άνθρωποι – επί τω προκειμένω οι συμμαθητές μου - γίνονται χαζοί όταν γίνονται «οι άλλοι», οπότε όλοι αυτοί «οι άλλοι» που συνήθως δεν με προσέχανε όταν μιλούσα, μόλις είχα καταφέρει και γίνανε χαζοί. «Οι άλλοι» ήταν πλέον υποχείριά μου.
Εν μέσω προϊούσης δόξης ήτο θέμα στιγμής να εκτρέψω μιαν απλήν συνωνυμίαν προς μίαν παραλλαγήν της περιπετείας του Σκρουτζ Μακ Ντακ στο Κλοντάικ. Χρησιμοποίησα τας πρωίμους γνώσεις μου εις την Γεωγραφίαν εν συνδυασμώ με αυτάς εκ του Μίκυ Μάους για να συσκοτίσω το αποτόλμημα:
Ο θείος Χέλλης Παράσχος ήτο μετανάστης στο Γιούκον. Ξεκίνησε από μουλαράς στα καραβάνια για τον Καναδά. Όταν βρέθηκε χρυσάφι στο ποτάμι, έμεινε εκεί. Άνοιξε μπαρ. Με τα (....εεεεε.... – μην ξεχνιόμαστε) λεφτά που έβγαλε αγόρασε πιρόγες – ήταν στις δόξες τους τότε, είχαν όλο το πήγαιν’ έλα του εμπορίου. Αλλά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήρθε το τραίνο. Τότε καταστράφηκε. Χάθηκε στις παλιές στοές να ψάχνει για κόκκους χρυσαφιού. Ό, τι έβρισκε το μάζευε και έκανε μια μικρή περιουσία: το εισιτήριο επιστροφής στην Ελλάδα.
-------------------
Το πραγματικό επώνυμο του ποιητού Αχιλλέα Παράσχου ήτο Νασάκης ή Νασιόγλου - χιακής καταγωγής.