
Ζωή να ‘χει, είναι ενενήκοντα επτά. Κάθε μέρα, από Ιούνιο μέχρι και αρχάς Οκτω(μ)βρίου κολυμπά ανελλιπώς επί δίωρον, έντεκα με μία. Στις μεγάλες ζέστες διασταυρωνόμαστε μετά το ηλιοβασίλεμα, εγώ ύπτιο πεταλούδα, εκείνη τον συνηθισμένο ρυθμό της: μία, δύο, τρεις, στάση, πατώνουμε…, μία, δύο, τρεις….
Προ τριετίας, η εγγονή της η Μαριάθη, μας διηγήθηκε ως ευτράπελη ιστορία την συνάντησή της μ’ ένα γέροντα, σ’ ένα ταξί, κέντρο Αθηνών-Αγία Παρασκευή.
Αυτή την ιστορία κάθε καλοκαίρι από τότε μας την επαναλαμβάνει, ευκαιρίας δοθείσης, χασκογελώντας. Η ώρα της αφήγησης είναι ώρα χαζοξενυχτιού, φλισβ, φλισβ το κύμα, και τάχα μου εις αναλογίαν σπεύδει να συντελέσει μια μουσική υπόκρουση ημίφωτος-σκότους. Μπαράκι, πέντε ευρώ το ουίσκι-γιατί είναι πάνω στο κύμα-οι ξηροί καρποί κατόπιν αιτήσεως-γιατί το μπαράκι είναι πάνω στο κύμα, όπως είπαμε και χάρη μας κάνουνε που μας φέρνουν και το ποτό- τραγούδια για την αγάπη, την απάτη και τη μοναξιά (εξ επαγγέλματος και ως συνθέσεις και ως στίχοι), αλλά….. είναι διακοπές. Και το αγαπάμε αυτό το μέρος γιατί εκεί άλλοι γεννηθήκαμε και άλλοι αναγεννηθήκαμε, κάποτε.
Ο ακόλουθος διάλογος τείνει να γίνει παροιμιώδης, ιδίως η τελευταία φράση του.
-Από πού είστε κυρία;
-Από την Χίο.
-Εγώ ήμην αστυνομικός. Υπηρέτησα νέος, νεότατος εις την Χίον. Είχον μάλιστα και έναν μεγάλον έρωτα εκεί, αλλά ήμην νέος πολύ, φτωχός, πτωχότατος και οι δικοί της δεν με ήθελον. Την έλεγον Μαριάνθη Μ. Πολύ ωραία γυναίκα. Μετά βέβαια επήρα μετάθεσιν, πήρα των ομματιών μου, έφτιαξα οικογένεια, παιδιά, εγγόνια. Αλλά δεν την ξεχνώ: Η Μαριάνθη Μ. από τα Μεστά.
-Κι εμένα Μαριάθη με λένε και είμαι από τα Μεστά και τη γιαγιά μου τη λένε Μαριάθη Μ.
-Κόρη μου, να της πείτε ότι «ο Ιάκωβος Ψαλτάκης ζει και ακόμα την σκέφτεται».
Η Μαριάθη, μας προλαμβάνει, πάντα χασκογελώντας, μ’ ένα επιμύθιο:
-Γιάντα να της το πω; Να μου θέλει και έρωτες στην ηλικία ντης.
Κι όλοι γελάνε και μου σκίζεται η καρδία.
(Ναι, παίρνω θέση!).
Για την ιστορία, ο Ιάκωβος Ψαλτάκης πέθανε πέρσι.