Εάν αναζητούσαμε το ανάλογον οργιάζοντος φυτού της ζούγκλας
αρχιτεκτόνημα, αυτό θα ήτο η πυλωτή. Ιδίως μια πυλωτή σαββατιάτικη φθινοπωρινή,
πέντε η ώρα, ώρα χώνεψης επιφέρουσας νάρκην προσμενόμενην από Δευτέρας. Πέντε η
ώρα λήξεως της κοινής ησυχίας, το λέει ο νόμος. Το ξέρουν και τα παιδάκια και
οι γονείς που δίνουν τις άδειες ασυδοσίας. Τα σκασμένα το έχουν συμφωνήσει από τις
δύο το μεσημέρι:
-Στις πέντε ακριβώς, κάτω, στην πυλωτή, μπάλα!!
Η Ζουζού ήταν τρίχρωμη: άσπρη το πιο πολύ, με στάμπες
κανελιές και μαύρες. Όταν ψόφησε, όλα τα παιδάκια χαρήκαμε. Είχε επέλθει,
επιτέλους ως θεία δίκη, η τιμωρία της κυρά-Μηλίτσας. Κάθε μπάλα που έπεφτε στο
ημιυπόγειό της ήταν καταδικασμένη. Την έσκιζε και μας την πέταγε στο δρόμο -
πλαφ-πλαφ, η καημένη η μπάλα άψυχη ίσα που κατρακυλούσε δυο μέτρα. Άλλοτε πάλι η
μπάλα εκρατείτο όμηρος. Αντάλλαγμα διομολογήσεων: «δεν θα παίζουμε τα μεσημέρια»
«θα παίζουμε χωρίς να φωνάζουμε», «θα πάμε πιο κάτω να παίξουμε». Με
εντυπωσιάζει τώρα που το αναλογίζομαι, ότι ουδέποτε η κυρά-Μηλίτσα έθεσε ζήτημα ηθικότητος – της ήταν
αδιάφορο αν οι φωνασκίες μας περιελάμβαναν ύβρεις. Και παρότι η φάτσα της έφερνε στην κατηχήτριά μας,
παγωμένη, ασπριδερή, οστεώδης, ένα μικρό κεφαλάκι με σουβλερή μύτη και σχιστά
μάτια, άσπρη μαντήλα, σχολαστική στα καθαρά σιδερωμένα ρούχα, συνδυασμός άσπρης πουκαμίσας με μακριά καφέ φούστα … αυτό
που τις ξεχώριζε ήταν στα χέρια της κυρα-Μηλίτσας
αδιαλείπτως ένα κέντημα, ενώ στα χέρια της κατηχήτριάς μας, που την είχαμε και
δασκάλα, ένας χάρακας για να μας τις βρέχει - το χειρότερο ήταν να φας τις χαρακιές,
να σε βγάλει και έξω από την αίθουσα. Για λόγους φυσιογνωμιστικούς, ανέβαζα
παλμούς εξώσεως από την τάξη, αν η μπάλα κατά την φοράν της πτώσεώς της προς το
ημιυπόγειον της κυρα-Μηλίτσας, διέγραφε τον κίνδυνο να αγγίξει το κέντημα της.
Αν το άγγιζε…. ούτε κατάρες, ούτε φωνές… Η κυρά-Μηλίτσα τα μάζευε και χωνόταν
μέσα στο σπίτι. Όνειδος για τις μανάδες μας:
-Ελάτε αμέσως μέσα. Το παρακάνατε. Τσιμουδιά……
Μετά την πρώτη Ζουζού, ήρθε η άλλη Ζουζού. Το γεγονός ότι
ήταν και αυτή άσπρη το πιο πολύ, με στάμπες κανελιές και μαύρες, μας έπεισε ότι
η κυρά-Μηλίτσα ήταν μάγισσα. Κακός άνθρωπος. Άνθρωπος που παίρνει μπάλες και τις
σκίζει. Πώς άλλωστε βρήκε ίδια ακριβώς γάτα;
Τι κι αν ήμουν παιδάκι παχουλό με χωριστρούλα τα μαλλιά. Όσο
και να έπαιρνα το μισοκακόμοιρό μου, το ευγενές ύφος «κυρά-Μηλίτσα, σας παρακαλώ
μας δίνετε την μπάλα», η κυρά-Μηλίτσα είχα την εντύπωση, ότι κοιτούσε το μπαλκόνι μας, το συνέκρινε με το ημιυπόγειό της και εκτελούσε προειλημμένην απόφαση. Πλαφ-πλαφ η μπάλα σκισμένη στα πόδια
μου. «Να, για να μάθετε να μην παίζετε από τα άγρια μεσημέρια».
Απροόπτως, τι χαρά, πάτησε αυτοκίνητο την Ζουζού Β’. Πού
στην ευχή βρέθηκε αυτοκίνητο να περάσει τον χωματόδρομο της Μαυρομιχάλη; Πέρσι
στρώσανε άσφαλτο την Θεοτόκη και ακούγεται ότι φέτος, το αργότερο του χρόνου θα
στρώσουνε άσφαλτο και τους παράδρομους. Θα χάσουμε όμως όλα τα παιχνίδια: να
χτίζουμε σπιτάκια, να κάνουμε βουνά, να σκάβουμε λακούβες νύχτα και να τις σκεπάζουμε
με κλαριά και χώμα για να πέσουνε μέσα οι γριές που πάνε τα ταψιά στο φούρνο.
Την Ζουζού Β’ διεδέχθη ο Ζωζός: άσπρος το πιο πολύ, με
στάμπες κανελιές και μαύρες. Η Μαυρομιχάλη στρώθηκε με άσφαλτο, η οποία άσφαλτος
απεδείχθη πολύτιμος κατά τας μιμήσεις μας των Πανευρωπαϊκών αγώνων του 1972. Στην
φαντασία μας τρέχαμε πάνω σε αυτή τη νέα λέξη: το ταρτάν. Αυτή τη φορά, η κυρά-Μηλίτσα πρόλαβε και έφυγε πρώτη.
Τον Ζωζό ανέλαβε μια οικογένεια που επί χρόνια ενίσχυε την κυρά-Μηλίτσα
αγοράζοντας τα κεντήματά της. Από ένα κοριτσάκι της οικογένειας αυτής, μάθαμε ότι η κυρά-Μηλίτσα ήταν Λευκορωσίδα. Ίσως μάλιστα, πολύ-πολύ παλιά, να τα
είχε με κάποιον ρώσσο αξιωματικό και να χωρίστηκαν λίγο μετά τον Πόλεμο. Μπορεί να είχαν κι ένα
παιδί που χάθηκε μικρό ... ίσως .... κι όπως και να 'χει θεωρώ χρέος μου, μετά από 40 χρόνια, στη μνήμη της, να αποδέχομαι αγογγύστως
κάθε φασαρία μεσημεριανή προερχόμενη από παιδιά, ως δικαίαν κόλασιν.