Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σκέψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σκέψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Μαΐου 18, 2010

-Την πολιτιστική σας ταυτότητα παρακαλώ.... Συλλαμβάνεστε.



Το ζήτημα που ονομάζεται «πολιτιστική ταυτότητα» έχει ως προσφιλές πεδίο μάχης την τέχνη της μουσικής.

Η λογοτεχνία για παράδειγμα, έχοντας ως προφανές και οριοθετημένο εκφραστικό εργαλείο τη γλώσσα του λογοτέχνη, αυτομάτως, με κριτήριο την εθνικότητα της γλώσσας, επιλύει το ζήτημα της εθνικής υπόστασής της. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, ήδη από την εποχή των μεσαιωνικών ρομάντζων, η γλώσσα και όχι η φόρμα, όχι το λογοτεχνικό είδος, όχι το ύφος, είναι το κριτήριο για να προσμετρηθεί ένα ποίημα στην ελληνική παραγωγή. Ο Ερωτόκριτος, ως είδος και ως φόρμα, αλλά και δια του ύφους του, ενώ ανήκει στα μεσαιωνικά ρομάντζα της ιπποσύνης, διά της γλώσσας θεωρείται ελληνική ποίηση. Το ανάλογο ισχύει και για τα σονέτα. Το σονέτο είναι ένα ιταλικό είδος ποίησης (πρωτοεμφανίστηκε τον 13ο αιώνα, εξαπλώθηκε στην Ευρώπη και επιβίωσε για αιώνες - στην φόρμα του γράφαν ποιητές ακόμα και της ρομαντικής εποχής). Αλλά ένα σονέτο στην ελληνική γλώσσα θεωρείται ελληνική ποίηση. Τόσο ελληνική όσο και ένα δημοτικό τραγούδι.

Με τη ζωγραφική πάλι, το ζήτημα δεν τίθεται καν. Η προσωπικότητα του Γκρέκο έχει ήδη από την εποχή της Αναγέννησης ακυρώσει κάθε δίλλημα στις νεοελληνικές συνειδήσεις έστω και εάν ο Κόντογλου προσπάθησε να ξαναθέσει το ζήτημα. Το ίδιο το ρεύμα της Αναγέννησης, άλλωστε, λόγω της ελληνοκεντρικότητάς του βρίσκεται στο απυρόβλητο, και ως προπάτορας θεωρούμενο των εικαστικών ρευμάτων που ακολουθούν έως και τα τέλη του 19ου αιώνα, απαλλάσσει και αυτά από κάθε κατηγορία. Οπότε, η ζωγραφική του Λύτρα θεωρείται ελληνική, δημιουργώντας το κεκτημένο για κάθε έργο Έλληνα ζωγράφου ή εικαστικού να θεωρείται ελληνικό, χωρίς κανένα άλλο κριτήριο πλην της καταγωγής του ζωγράφου.

Με τον χορό τα πράγματα ακόμα πιο απλά. Υπάρχουν οι δημοτικοί, οι λαϊκοί, οι μοντέρνοι χοροί, και … ο χορός. Αλλά δεν νοιάζεται κανένας - δυστυχώς ο χορός δεν έχει αποκτήσει ακόμα την παρουσία που του αξίζει, παρότι υπάρχουν πολλοί αξιολογοι δημιουργοί.  Περίπου έτσι είναι τα πράγματα και στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Μοιάζει να είναι σαφές στον καθένα ότι ελληνικό είναι ένα έργο αν προέρχεται από Έλληνες δημιουργούς, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, όπως συμβαίνει και με τις ελληνικές ομάδες μπάσκετ που μας γεμίζουν εθνική περηφάνια όταν παίζουν στο φάιναλ φορ. Μπορεί τα ζητήματα πολιτιστικής ταυτότητας να απασχολούν τους δημιουργούς, όχι όμως και το κοινό. Μόνον το κοινό της μουσικής έχει το προνόμιο να προβληματίζεται περί εθνικής ταυτότητας. Ιδού:

Αντιμετωπίζεται, άραγε, με τον ίδιο τρόπο μία όπερα όπως η Φλόρα Μιράμπιλις του Σπυρίδωνος Σαμάρα, η οποία μάλιστα έχει ιταλικό λιμπρέτο και έκανε καριέρα στην Σκάλα του Μιλάνου; Θεωρείται έργο που έχει τα ίδια διαπιστευτήρια ελληνικότητας με ένα τραγούδι του Βαμβακάρη;

Αφήνω, στην άκρη το ότι σε ένα τραγούδι του Βαμβακάρη μπορούμε να βρούμε βασικά μουσικά στοιχεία κοινά με την παράδοση της τουρκικής μουσικής – σας προκαταλαμβάνω μάλιστα, σπεύδοντας να πω ότι τόσο αυτό που ονομάζουμε [νέο]ελληνικό όσο και αυτό που ονομάζουμε τουρκικό, συνέζησαν και συνομίλησαν επί 400 χρόνια, και μάλιστα υπό άλλην ονομαστική σκέπη: ρωμαίικο και οθωμανικό.


Αν όμως τα ειδολογικά πλαίσια δεν είναι κριτήριο εθνικότητας για την λογοτεχνία, και τις άλλες τέχνες, πώς γίνεται και έχουμε τόσο σαφή άποψη και συνάμα σύγχιση (sic) περί της ελληνικότητας, ή της τουρκικότητας, ή της ιταλικότητας ενός μουσικού έργου. Νομίζω, ότι η οιαδήποτε κρίση περί αυτού εκπορεύεται από τις μετρήσεις οικειότητας που αυθόρμητα κάνει ο καθένας μας σε ένα έργο εκκινώντας από όσα βιωματικώς του έχουν ενσταλαχθεί μέσω των τραγουδιών που ακούει από μικρός. Ο αυτοματισμός ελληνικός στίχος = ελληνικό τραγούδι είναι το βασικό κριτήριο ταξινόμησης. Από κει και πέρα, η ρυθμολογία, η ηχητική, το ύφος, αντί να αποτελούν ειδοποιά στοιχεία, αποτελούν αδιάφορα παρελκόμενα.

Η Φλόρα Μιράμπιλις στα αφτιά του Έλληνα είναι ιταλική όπερα. Και το περίεργο δεν είναι αυτό. Το περίεργο είναι ότι ο Βαφτιστικός του Θεόφραστου Σακελλαρίδη στη συνείδηση του κοινού είναι ελληνικό έργο. Παρότι η ηχητική, το ύφος (όχι το ύψος) είναι παρόμοια. Λοιπόν; Τι είναι αυτό που μας κάνει να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα έτσι; Γιατί ο Μπετόβεν ή ο Βέρντι θεωρείται πολιτιστικός εισβολέας, όχι όμως και ο Τζιότο ή ο Πικάσο ή ο Γκαίτε, ή ο Πήτερ Στάιν. Και γιατί ο Ξενάκης, ο Σκαλκώτας, ο Μητρόπουλος, θεωρούνται σύμμαχοι του Μπετόβεν στην πολιτιστική του εισβολή;

Διότι και τα δάκρυα για την Κάλλας χύθηκαν όχι για τη φωνή της και γι αυτά που θεϊκά όπως τα τραγουδούσε δεν θα ξανακουστούν, αλλά για το μελό όπως παρουσιάστηκε του βίου της, και πρώτ’ απ’ όλα επειδή ήταν δικό μας κορίτσι. Ελληνίδα. Διότι δεν μας αρέσει ο Μπετόβεν. Μας αρέσει όταν τον ερμηνεύει ο Σγούρος.

Κακά τα ψέμματα. Το ελληνικό κοινό θρέφεται με τραγούδι. Και γι αυτό κάλλιστα μπορεί να μιλάει για ελληνικό ροκ, αλλά πάντα θα ακούει με δυσπιστία και θα αντιμετωπίζει ως ξενόφερτο ό, τι άλλο δεν συγκαταλέγεται στο είδος «τραγούδι». Τα όσα διαπραγματεύεται το τούρκικο φιλμάκι μας εκπροσωπούν πλήρως για το πώς αντιλαμβανόμαστε μουσικώς (αλλά και γενικώς) την έννοια πολιτιστική ταυτότητα και κατ’ επέκτασιν την έννοια πολιτιστική εισβολή. Και μάλιστα το ότι τα δόρατα του δημοτικού τραγουδιού - ευπρόσδεκτη η συμμαχία των türkü - κατανικούν τα τυφέκια των λακέδων του Μπετόβεν, είναι κάτι που εξακολουθεί να μας γεννά αισθήματα ικανοποίησης και περηφάνιας, και ας μη ζούμε στο 1974.

Ας πολεμήσουμε λοιπόν στερεοτύπως "τη λαίλαπα του ΔΝΤ" με τη Λέγκω του Μαρκόπουλου. Δοκιμασμένο όπλο. Μόνο που στρέφεται κατά του μυαλού μας.

Τετάρτη, Μαΐου 05, 2010

Σάββατο, Μαρτίου 20, 2010

Τι εστί συναναστρέφομαι:

:Είμαι ευθύς (άρα και μη ανεστραμμένος), και με το κλικ και τους συνδέσμους, και με το σχόλιο του ενός και σχολιάζοντας τον άλλον, όλοι μαζί ... τούμπα.
Το άλλο βέβαια είναι να μην το ευχαριστιέσαι όλο αυτό και να κρύβεσαι εις περιορισμένην μεν, κατά τα άλλα έκθεσιν δε, και να στοιχηματίζεις - κάποιες απ' τις πολλές φορές μάλιστα, ως εγωπαθής ρόκερ, που περιμένει από τη διαδοχή "τονική-δεσπόζουσα" να του βγάλει ήθος αναζήτησης το ντιστόρσιον της πεταλιέρας.

Εν είδει περιοχής Υπαπαντής,
με παστέλια και γαλακτομπούρεκα.

-Τον ηχολήπτη τον Κυριάκο, τον ξέρεις; ..... Αυτός κάνει "ΗΧΟ".

Σήμερα, πάλι θυμήθηκα τον παππού μου. Αύριο θα πάω πρωί-πρωί να πάρω μαύρο ψωμί και παστές σαρδέλες. Θα βγάλω από τρεις σαρδέλες το κοκκαλάκι σχίζοντάς τις στα δυο και θα τις βάλω στο λάδι, και κατά τις δέκα και μισή θα κόψω μια γκωνάρα απ' τη φρατζόλα, θα την σκίσω με το μαχαίρι στη μέση, θ' αλείψω λάδι την ψύχα και θα βάλω τις σαρδέλες μέσα, θα ζουμπήξω να ποτίσει και θα φάω σαν άνθρωπος.

Τρίτη, Νοεμβρίου 11, 2008

ένα αρμονικό πρόβλημα σε εποχή κρίσεως

...καὶ συμβοσκηθήσεται λύκος μετ᾿ ἀρνός, καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφω, καὶ μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ λέων ἅμα βοσκηθήσονται, καὶ παιδίον μικρὸν ἄξει αὐτούς· 7 καὶ βοῦς καὶ ἄρκος ἅμα βοσκηθήσονται, καὶ ἅμα τὰ παιδία αὐτῶν ἔσονται, καὶ λέων καὶ βοῦς ἅμα φάγονται ἄχυρα. 8 καὶ παιδίον νήπιον ἐπὶ τρώγλην ἀσπίδων καὶ ἐπὶ κοίτην ἐκγόνων ἀσπίδων τὴν χεῖρα ἐπιβαλεῖ. 9 καὶ οὐ μὴ κακοποιήσουσιν, οὐδὲ μὴ δύνωνται ἀπολέσαι οὐδένα ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου, ὅτι ἐνεπλήσθη ἡ σύμπασα τοῦ γνῶναι τὸν Κύριον ὡς ὕδωρ πολὺ κατακαλύψαι θαλάσσας.
ΗΣΑΙΑΣ, ΙΑ 6-9.


και μαζί θα βόσκει ο λύκος με τ' αρνί, κι η λεοπάρδαλη θα κοιμάται πλάι στο ερίφι, και το μοσχάρι κι ο ταύρος κι ο λέοντας μαζί θα πάνε για βοσκή κι ένα παιδί μικρό θα τα οδηγεί. Και το βόδι με την αρκούδα μαζί θα βόσκουν κι αντάμα τα παιδιά τους, κι ο λέοντας και το βόδι παρέα θα τρώνε άχερα. Κι ένα παιδάκι νήπιο μέσα στης κόμπρας την φωλιά και πάνω κει που πλαγιάζουν τα μικρά της το χέρι του θα βάλει. Και κακό δεν θα του κάνουν, κανείς δεν θα μπορεί κανένανε να βλάψει πάνω στο όρος το άγιό μου, γιατί σύμπασα η χώρα γέμισε από την κατανόηση της φύσης του Θεού, όπως νερό πολύ τις θάλασσες σκεπάζει.


Όταν πρωτοδιάβασα αυτές τις γραμμές του Ησαΐα πανικοβλήθηκα. Στον κόσμο αυτόν τον ανακαινισμένο που προφητεύει ο Ησαΐας ποια μουσική ταιριάζει; Πρέπει να λάβω τα μέτρα μου. Αν και η ανακαίνιση του κόσμου είναι απ’ ότι φαίνεται μακριά, ποτέ δεν ξέρεις. Έπρεπε λοιπόν να προλάβω να ακούσω όλον τον Μπετόβεν, γιατί η μουσική σκηνή του ανακαινισμένου κόσμου μάλλον δεν θα είχε θέση γι αυτόν. Για τον Σένμπεργκ δεν το συζητώ, άσε τον Χρήστου ή τον Ξενάκη. Ούτε ο Μπαχ ούτε η αναγεννησιακοί καλά-καλά δεν θα έχουν θέση. Το ενδεχόμενο στη μετά τη μέλλουσα κρίση εποχή να εκλίψει ο μεσαιωνικός μουσικός εφιάλτης, (ο diabolus in musica, το σατανικό τρίτονο, ο άρχων της διαφωνίας, ο υποδαυλιστής των αντιθέσεων), είναι πλέον βεβαιότης.
Γενικώς οιαδήποτε μουσική προβάλλει την έννοια της αντίθεσης και ειδικότερα στηρίζεται σε συνηχήσεις πέραν των καθαρών διαστημάτων της οκτάβας της πέμπτης και της τέταρτης, και οιαδήποτε μουσική χρησιμοποιεί τα αυξημένα και ελαττωμένα μελωδικά διαστήματα δεν έχει θέση στο «ὄρος τὸ ἅγιόν» της προφητείας. Άρα και ένα μεγάλο μέρος τού Βυζαντινού μέλους, όπου δηλαδή χρησιμοποιείται το χρωματικό γένος, θα μείνει έξω κι αυτό. Ας μη συζητάμε για ρεμπέτικα, (που ως γνωστόν κατάγονται απ’ ευθείας από το Βυζάντιο, δεν θυμάμαι ακριβώς την περιοχή). Μόνον το Γρηγοριανό μέλος και ο Τζων Τάβενερ (του 20ου αιώνα, όχι ο πρόγονός του ο Τάβερνερ του 16ου - μην τον μπερδέψετε τώρα με τον Ηλία του 16ου) αυτοί και μόνον αυτοί βλέπω να παίρνουνε βίζα. Εμ, το ‘χαν προβλέψει φαίνεται και είχανε λάβει τα μέτρα τους. Προσεχτικοί με τα μελωδικά διαστήματα οι γρηγοριανοί, κυρίως πεντατονική η υφή της μελωδίας τους, και ο Τζων όλο παράλληλες πέμπτες και τέταρτες. Κι είναι και ορθόδοξος. Άκου, Άγγλος και ορθόδοξος…. Πάντως με αυτές τις προδιαγραφές θα πάρουν διαπίστευση τόσο η παραδοσιακή κινέζικη μουσική, όσο και η ηπειρώτικη, αν και επειδή χρησιμοποιούν πολύ το γκλισάντο, θα πρέπει να περνάνε κάθε δεκαπέντε από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής για ανανέωση της διαπίστευσης, εκτός κι αν αποδεχτούν να υποβληθούν σε γκλισαντεκτομή. Φρίκη.

Με μία δεύτερη ανάγνωση είπα να δω πιο στρατηγικά το θέμα. Μήπως να ψάξουμε για αντιστοιχίες; Της αρμονίας ο λύκος να είναι οι διάφωνες συνηχήσεις, και τ’ αρνί οι σύμφωνες. Η πάρδαλη να είναι της ρυθμικής αγωγής το ορμητικό vivace, και το ερίφι το παιχνιδιάρικο allegretto. Το μοσχάρι, ο ταύρος και ο λέων να είναι θεματικές αντιθέσεις που συμπορεύονται αντιστικτικά με απλότητα παιδική. Και το βόδι και η αρκούδα…… Μπα. Δεν προχωράει, άσε που θα μας πάρουν στο ψιλό και τα παιδάκια του κατηχητικού.

Ποια μουσική ταιριάζει, να πάρει η ευχή; Κι αν αυτή ταιριάζει, κι εμένα δε μου ταιριάζει; Μιλάμε τότε για Γκουαντάναμο, όχι για Όρος Άγιον. Ψυχραιμία.
Στο άγιο το όρος της προφητείας του, ο Ησαΐας βλέπει όλα τα είδη. Δεν βλέπει μόνο αρνάκια, εριφάκια, μοσχαράκια. Οι κόμπρες, οι λύκοι, οι αρκούδες, τα λιοντάρια, οι λεοπαρδάλεις είναι εκεί έχοντας απολέσει την επικινδυνότητά τους. Και μόνη ανθρώπινη παρουσία σ’ αυτή τη ζωγραφιά τα παιδιά, το «μικρόν» και το «νήπιον». Φυσικά. Γιατί όλα αυτά τα ζώα δεν είναι παρά χαρακτήρες ανθρώπων στους οποίους ο ανακαινισμένος κόσμος έχει εμφυσήσει γνώση. Και τα χαρακτηριστικά τους χωρίς να αλλάζουν, χάνουν ωστόσο την όποια καταστροφική ή αυτοκαταστροφική δύναμη. Η θεία γνώση εμπνέει όχι μόνον τους λύκους αλλά και τα αρνιά που είχαν σχεδόν μάθει να πιστεύουν ότι η πραότητά τους είναι δειλία. Και τα παιδιά καθοδηγούν γιατί ξέρουν και χαίρονται να παίζουν.

Ποια μουσική ταιριάζει στον ανακαινισμένο κόσμο; Η μουσική, απλώς η μουσική.
Γιατί αυτή συνειδητά εναρμονίζει τις αντιθέσεις χωρίς να αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά τους. Άλλωστε, η μουσική παίζεται.

Ε, τότε …. πάω όρος άγιον.

Βρε κάτι ανησυχίες εν μέσω οικονομικής και όχι μέλλουσας κρίσεως.......

Δείτε το βιντεάκι. Είναι σχετικό και έχει πλάκα.

Kaamelott - The perfect fifth

Τρίτη, Ιουνίου 17, 2008

Το κόσκινο του Ερατοσθένους και το κόσκινο .... του Δημοσθένους

Το κόσκινο του αρχαίου μαθηματικού Ερατοσθένους, είναι μία μέθοδος διαχωρισμού από το σύνολο των ακεραίων τών αριθμών εκείνων που ονομάζονται Πρώτοι (διαιρούνται μόνον από τον εαυτό τους και την μονάδα).

Το κόσκινο του Δημοσθένους; Πιθανώς η δαμόκλειος σπάθη δικαστικών αγωγών που ίσως και επιζητούν να επιβάλουν την υποχρεωτική χρήση moderator (ελληνιστί "διαμεσολαβητού") ή και -αργότερα- supervisor (ελληνιστί "επιθεωρητού", άλλως "υπερόπτου").






Το Google και ο Blogger δίνουν τις εξής γνωστές σε όλους δυνατότητες επιλογής του τρόπου που θα καταχωρούνται τα σχόλια των αναγνωστών στα ιστολόγια:

Ανώνυμα
Επιλεκτικώς, Ψευδώνυμα ή Επώνυμα (χωρίς δυνατότητα επαλήθευσης)
Προσδιοριζομένης Προελεύσεως (που αναφέρονται σε κάποιο σταθερό προφίλ χρήστη ή παραπέμπουν σε ιδιοκτήτη ιστολογίου, όχι απαραιτήτως επώνυμο ή καλύτερα αυτοαποκαλυπτόμενο).
Προσφέρεται ακόμα και η δυνατότητα, επιλεκτικά σε κάποιο από τα δημοσιεύματά του, ή και σε όλα, ο διαχειριστής του ιστολογίου να μην επιτρέψει την ανάρτηση σχολίων.

Επίσης, προαιρετικά, οι προσφιλείς κατά πολλούς ξενιστές μας Γούγλης και Μπλόγγης, προσφέρουν στον διαχειριστή ενός ιστολογίου την δυνατότητα χρήσης "αναγνωστικής επαλήθευσης", κοινώς word verification. Η διαδικασία αυτή είναι ένα μικρό τείχος το οποίο περνώντας το, ο σχολιαστής, αποδεικνύει ότι δεν είναι μηχανή και ότι το σχόλιό του δεν είναι spam (ήτοι, "καρυκευμένο κρέας σε κονσέρβα", sic). Έπειτα, αφειδώς, μας παρέχουν και τη δυνατότητα χρήσης moderator, ένα είδος κόσκινου δηλαδή που επιτρέπει στον κάθε διαχειριστή ιστολογίου, εφόσον το επιθυμεί, προ της αναρτήσεώς τους, να επιθεωρεί και να κοσκινίζει τα σχόλια, και όσα απ’ αυτά χωρούν στις τρύπες του κόσκινού του, (για να μην παρεξηγηθώ: πληρούν τις προϋποθέσεις αρμονίας που ο ίδιος θέτει είτε εν γνώσει του υποκειμενικά, είτε θεωρώντας τες αντικειμενικές –υποκειμενικά πάντα), να περνούν, όσα δε, δεν χωρούν, να μένουν απ' έξω, ως ουδέποτε γενόμενα. Παράλληλα, ο moderator, δίνει στον διαχειριστή μιαν μέσες-άκρες δυνατότητα να ελέγχει την προέλευση των σχολίων, και με αυτό τον τρόπο (ο διαχειριστής) επιλέγει να σχολιάζεται μόνον από αυτούς που με παρρησία αναλαμβάνουν την ευθύνη των λόγων τους, διότι δηλώνουν υποχρεωτικά όνομα και ηλεκτρονική διεύθυνση. Κορωνίς, προσέτι, όλων των δυνατοτήτων ελέγχου τών σχολίων που έχει κάθε διαχειριστής ιστολογίου είναι η δυνατότητα διαγραφής όποιου σχολίου θεωρεί ότι δεν συνάδει με τα ήθη του ή την αισθητική του.

Όταν κάποιος δημιουργεί ιστολόγιο, όλα αυτά θα πρέπει να τα γνωρίζει. Το ίδιο και όποιος σχολιάζει σε ιστολόγια, ή περιδιαβαίνει σ' αυτά. Και να μην ξεχνά, ότι καμία από τις ανωτέρω δυνατότητες ελέγχου τών σχολίων δεν ορίζεται ως υποχρεωτική, γι αυτό άλλωστε και προσφέρονται ως δυνατότητες. Οπότε, παρόλο που οι άνθρωποι έχουμε την τάση να κρίνουμε τις συμπεριφορές των άλλων (και πολύ λιγότερο να ασκούμε αυτοκριτική), στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι επιλογές που είτε συμπτωματικά, είτε προληπτικά, κάνει καθείς από μας στον τρόπο διαχείρισης των σχολίων τού ιστολογίου του, δεν προσφέρονται για κρίσεις, (επειδή ακριβώς αξιοποιούν τις προαναφερθείσες δυνατότητες προαιρετικά) πολύ δε περισσότερο δεν θα έπρεπε να οδηγούν σε … κρίση.

Για να προσθέσω ότι έχω την πεποίθηση ότι ο σχολιάζων, ύστερα διαλέγεται αλλά πρώτιστα αυτοσχολιάζεται. Ο δε συγγράφων ύστερα αναλύει και πρώτιστα αυτοαναλύεται.

Κυριακή, Μαρτίου 30, 2008

Αβάντι μαέστρο

Οι μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις που δεν χρειάζεται να υπάρχουν για την ουσία, αλλά δημιουργούνται για να νομιστεί ο τύπος, είναι η βάση της ανάδειξης των ψευτοαρχηγών.
Πιο απλά. Οι άνθρωποι, όταν λένε ότι θέλουν να κάνουν κάτι, όχι μόνοι τους, αλλά μαζί με άλλους, και παρ’ όλα αυτά δεν μπορούν να το κάνουν επειδή δεν το έχουν εννοήσει, είτε σε βάθος, είτε σε πλάτος, τότε έχουν ανάγκη κάποιον να συντονίσει την παρανόηση.
Στην περίπτωση που κάποιος θέλει να κάνει κάτι μόνος του, αλλά βρίσκεται σε ανάλογη αμηχανία, αν ατυχήσει και δεν συναντήσει τον δάσκαλο, (ή αν έχει την τάση να δελεάζεται) τότε αναδεικνύεται ο ψευτοδάσκαλος.
Αν για παράδειγμα κάποιοι θέλουν να χτυπήσουν 60 παλαμάκια μέσα σε ένα λεπτό, όπου κάθε παλαμάκι θα απέχει από το άλλο κατά ένα δευτερόλεπτο, τότε χρειάζονται κάποιον που με την κίνηση του χεριού του θα τους δείχνει το ακριβές χρονικό σημείο κάθε κτύπου και παράλληλα με έναν σωματικό παλμό θα τους προδιαθέτει να τον πετύχουν. Χρειάζονται μαέστρο. Αν πάλι κάποιος πρέπει να μάθει πώς μόνος του θα χτυπάει 60 παλαμάκια ισόχρονα μέσα σε ένα λεπτό, χρειάζεται ένα δάσκαλο να του δείξει τον τρόπο.
Ο ψευτοαρχηγός στο συγκεκριμένο παράδειγμα θα ήταν αυτός που θα δεχόταν να συντονίσει κάποιους που θα ήθελαν να πετύχουν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα χωρίς να έχουν περάσει από τη φάση της ατομικής εκμάθησής του με ένα δάσκαλο. Ο ψευτοδάσκαλος στο ίδιο παράδειγμα θα ήταν αυτός που αντί να διδάξει τον τρόπο εκμάθησης, θα ομιλούσε γενικώς περί του πόσο ευτυχείς θα είναι όσοι ομαδικώς επιτύχουν το περί ου ο λόγος αποτέλεσμα, το οποίον επιτυγχάνεται τάχα, όχι επί τη βάσει της ατομικής εξάσκησης και παιδείας, αλλά δια της μαγικής χειρός του μαέστρου.

Μπορεί το παράδειγμα να φαίνεται απλό, επειδή όλοι συνοδεύουμε με παλαμάκια τον Νταλάρα (αυτός μου ήταν πρόχειρος). Αλλά, μία αναδρομή στα παιδικά μας χρόνια θα μας θυμίσει το πώς το κατακτήσαμε.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 13, 2007

ΠΡΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ

Τι είναι η ποίηση; Όχι γενικώς. Ειδικώς, για την θείτσα μου την Πιπίνα, τη συχωρεμένη. Η ερώτηση γίνεται σε ενεστώτα για να τονιστεί η αντοχή της τέχνης στον χρόνο, μια εκδοχή αθανασίας που πιστεύω δεν ανήκει μόνο στα τεχνουργήματα, αλλά και σ’ όσους τα απήλαυσαν.

Η ποίηση, ως πεδίον που εκτήθη από την θείτσα Πιπίνα, την Πιπίνιζα, το Πιπινάκι, κατά την εις πολλά και άλλα τυρβάζουσα του βίου της πορεία, μπορεί να πάρει, πιστεύω, τη μορφή μιας ενιαίας έκδοσης, όχι πολυσέλιδης. Το μόνο βιβλίο που κράτησε στα χέρια της ήταν ο Τσελεμεντές. Και αυτό σπανίως. Συνήθως κατέφευγε στο συνταγολόγιο που είχε απ’ τη μάνα της, γραμμένο με μελανομόλυβο, μολύβι που έγραφες σαλιώνοντας τη μύτη του και η γραφή του έμενε ανεξίτηλη. Η μόνη της επαφή με την τέχνη της ποίησης, ήταν η καθημερινή ευλαβική ανάγνωση, καθώς και η αποστήθιση, των τετραστίχων του ημερολογίου, και ως ήτο αναμενόμενον, το τετράστιχον της επομένης κατελάμβανε στην μνήμη της τον χώρον του τετραστίχου της προηγουμένης, έτσι ώστε ως έρμα να παραμένει μόνον το μορφικόν πλαίσιον: τετράστιχον εκ δύο διστίχων, απαρτιζομένων από οκτασύλλαβον και επτασύλλαβον, των επτασυλλάβων ομοιοκαταληκτούντων συνήθως:

«Αν μ’ αγαπάς κι είν’ όνειρο
ποτές να μην ξυπνήσω,
γιατί με την αγάπη σου
ποθώ να ξεψυχήσω.»

Έχω λοιπόν την εντύπωση ότι, αν ο ΟΙΚΟΣ ΔΑΡΕΜΑ (συστηματικός εκδότης επίσης του «Καζαμία») απεφάσιζε ποτέ να εκδώσει εις ενιαίαν συλλογήν το σύνολον των τετραστίχων που δημοσίευε επί σειράν ετών στα «ημερολόγια ποιημάτων», τότε θα προέκυπτε η Πιπίνιος Ποιητική Συλλογή.

Όλως δικαίως, λοιπόν, για την ποιητική της παιδεία, το Πιπινάκι, χασκογελούσε, όποτε έβλεπε στην τηλεόραση ελληνικές ταινίες που διακωμωδούσαν την καρικατούρα του Ελύτη, ή του Εμπειρίκου, ή του Σεφέρη:

«Μαύρα κοράκια,
κόκκινα κοράκια,
Πράσινα κοράκια,
κίτρινα κοράκια,
Ωιμέ, ωιμέ».

Κάτι σαν να ‘ξερε, σα να συνδύαζε, κι ας μην είχε διαβάσει ποτέ της. Είχε αίσθηση της φόρμας, και αντιλαμβανόταν αμέσως τον πυρήνα της διακωμώδησης. Δεν ήσαν τα ποικιλόχρωμα κοράκια το πρόβλημα. Ο κινηματογραφικός ποιητής Φανφάρας, κατά συνεκδοχήν καρικατούρα απάσης της συγχρόνου ποιήσεως, ήτο γελοίος διότι απετύγχανε στον σχηματισμό αποδεκτής για το Πιπινάκι φόρμας.

Και τώρα επιτρέψατέ μου να σας αναφέρω, ως επίμετρον, ότι το Πιπινάκι, ήτο θρήσκο. Βαριόταν όμως τον τακτικό εκκλησιασμό, και ως δικαιολογία κάθε Κυριακή έβρισκε τον φόρτον της παρασκευής του πολυπλόκου ροζ-μπιφ της. «Πήγαινε εσύ Παναγιώτη και άναψε ένα κερί και για μένα, εγώ σηκώθηκα από τα άγρια χαράματα να προλάβω τη λειτουργία και ακόμα δεν έχω τσιγαρίσει το κρέας», έλεγε στον κουνιάδο της, τον παππού μου. Δεν έχανε όμως ποτέ Χαιρετισμούς. Με τη σύνοψη στο χέρι και το σκαμνάκι της, πήγαινε νωρίς- νωρίς στην εκκλησία να πιάσει πόστο. Όταν γυρνούσε, καταπιανόταν πάλι με την κουζίνα, ωστόσο με οίστρο έψελνε: «Άγγελος πρωτοστάτης…». Ήξερε όλον τον Ακάθιστο απ’ έξω. Ήξερε και το όνομα του Ρωμανού του Μελωδού. Μόνον που δεν ήξερε ότι πρόκειται για ποίηση. Αλλά κι εμείς που το ξέρουμε, παρ’ ολίγον θα την βγάζαμε περίπου άμουση, γιατί σχεδόν έχουμε ξεχάσει ότι η Ιερά Σύνοψις, είναι συνάμα και μια ποιητική συλλογή, ίσως η πλέον λαϊκή.

Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2007

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΑΓΟΡΑ, εν συντομία και άνευ όρων (δυσκόλων)

(ήτοι περί ελαίων, βουτύρων και λ[ο]ιπών υλικών)
Με αφορμή το βλέμμα που είδε και σχολίασε.

Θα πω κι εγώ τα δικά μου.
Κοστολογήστε, όμως προηγουμένως να σας πω ότι το έχω βαρεθεί αυτό το παράδειγμα:




Ιδού σοι, και ταξινόμησις, τεθνεώτων σώματι καλλιτεχνών:

Α) Καλλιτέχνες που έζησαν και πέθαναν φτωχοί και έγιναν μετά θάνατον διάσημοι και πλούτισαν και τους εμπόρους των.

Β) Καλλιτέχνες που έζησαν και πέθαναν φτωχοί και έμειναν άσημοι, χωρίς απαραίτητα αυτό να σημαίνει ότι κάποιοι έμποροι δεν μπορούν να πλουτίσουν από το έργο τους, αν το προσπαθήσουν.

Γ) Καλλιτέχνες που έζησαν και πέθαναν πλούσιοι και έκαναν πλούσιους και τους εμπόρους των.

Δ) Καλλιτέχνες που έκαναν πλούσιους τους εμπόρους των, έγιναν πλούσιοι και οι ίδιοι επ’ ολίγον και μετά τα φάγανε:
  • α) στα χαρτιά
  • β) στα ζάρια
  • γ) στον ιππόδρομο
  • δ) στο αλκοόλ
  • ε) σε άλλο χρηματοβόρο και καταστοφικό
  • στ) σε μερικά ή και σε όλα τα ανωτέρω
και μετά πέθαναν φτωχοί, όπως τους άξιζε (τους παλιαλήτες)

Και τώρα ας πάμε στα έργα τέχνης:
Αυτά τα ίδια αν το καλοεξετάσεις δεν αξίζουν τίποτα. Η χρηματική αξία ενός έργου είναι αποτέλεσμα συνεννόησης εμπορικής. Δεν υπάρχει έργο τέχνης που να σου λέει πόσο αξίζει. Εκτός κι αν είναι φτιαγμένο από διαμάντια**. Και εδώ θυμάμαι τον Αυλωνίτη σε έκθεση ζωγραφικής να απορεί: «Τόσα λεφτά, βρε παιδί μου, για λάδια. Να ήτανε τουλάχιστον βούτυρα».

Να τα πουλούν και να τα έχουν και να τα χαίρονται. Εγώ να τα φτιάχνω.

-------------------------------------------------
**το μήνυμα του συγκεκριμένου έργου είναι: "όπως καταλαβαίνετε, αξίζει"

Παρασκευή, Απριλίου 27, 2007

ΑΥΓΑ......ΜΕΛΑΤΑ

Κάποιοι που ήθελαν να τύχουν μεριδίου της αίγλης του Πλάτωνα, του Θουκυδίδη, των συγγραφέων εν γένει, γράφανε τα σχολιάκια τους στις ώες (στα περιθώρια των χειρογράφων). Δεν ξέρετε τι κουφάλες είναι.
Να μην σέβεστε το περιθώριο. Να μην αγαπάτε το περιθώριο. Τουλάχιστον να μην το σέβεστε και να μην το αγαπάτε περισσότερο από το κυρίως κείμενο της σελίδας. Σας διαβεβαιώ δεν έχει περισσότερα ηθικά προσόντα. Ούτε περισσότερα να πει (γνωστικώς και αισθητικώς).
Οι λάτρεις του περιθωρίου, όπως άλλωστε και οι λάτρεις των κυρίως κειμένων των σελίδων, είναι δύο ειδών. Δυνάμει. Αναγνώσται και συγγραφείς. Ας αναλογιστούμε όμως – για να μην τρώμε την ώρα μας - ότι αυτοί που κατέθεταν τα γραμματάκια τους στις ώες των σελίδων, όταν αυτά ήταν ακόμα χειρόγραφα, ήταν απλώς γραφείς. Και απλώς η τυπογραφία ευνόησε κάποιους από αυτούς τους γραφείς να εκδίδονται παριστάνοντας τους συγγραφείς. Ανώνυμοι. Τάχα μου ταπεινοί. («για να προσφέρουμε στην κατανόηση του νοήματος το γράφουμε αυτό που γράφουμε»). Πρώτα, έλκουν τον οίκτο σας και κατόπιν… τον θαυμασμό σας. Οι άνθρωποι αγαπούν τους μετριόφρονες. Διότι οι μετριόφρονες στην αρχή προσποιούνται τους εραστές της ανωνυμίας. Κατόπιν τους κάπως επωνύμους του περιθωρίου. Κατόπιν τους αδίκως περιθωριοποιημένους. Ύστερα τους διασήμως γνωστούς περιθωριακούς, ωστόσο εντίμως ακαταξίωτους. Επόμενο βήμα είναι το να γίνουν καταξιωμένοι έντιμοι περιθωριακοί. Και εδώ παρουσιάζεται η δυνατότης του μεγάλου άλματος. Να εκλάμψει το σχόλιον. Και να περιθωριοποιηθεί το κυρίως κείμενο. Αν δεν τα καταφέρουν θα πάρουν τον δρόμο της επιστροφής. Τον δρόμο που οδηγεί στην ανωνυμία. Θα γίνουν ξανά όπως όλοι οι άλλοι. Ανωνυμία ίσον –περίπου- ανυπαρξία. Αλλά αυτό το «περίπου» μας έχει φάει. Διότι αν το «περίπου» ήταν «εντελώς» θα υπήρχε ένα κίνητρο για ρίσκο. Για το «όλα για όλα». Όλοι αυτοί οι μετριόφρονες δεν είναι μόνοι τους. Είναι παρέα μεγάλη. Μετριόφρονες – μέτριοι- αλληλοϋποστηριζόμενοι. Πολύ κοντά στο «όλοι». Πολύ κοντά στο εμπεδωμένο «βάστα με να σε βαστώ». Ασεβείς. Δεν σέβονται την μέθοδο. Σέβονται μόνο την μέθοδό τους. Και όλοι μαζί φτάνουν σε αυτό που αποκαλούν και προτιμούν να λέν αποκαλείται «προσκήνιο», για να μην ακουστεί ως «προσκύνημα». Αποκαλείται άλλωστε. Δεν είναι αυτοί οι μόνοι που έτσι το αποκαλούν. Δεν φταίνε. Αποκαλείται.
Μην το πολυλογούμε.
Έτοιμοι είναι όλοι και ήδη προσκυνημένοι. Τάξε και θα δεις. Ξέρεις τι κουφάλες είμαστε;


Υ.Γ. Επειδή, εύκολα γίνονται περεξηγήσεις: Δεν αναφέρομαι στα σχόλια και τους σχολιαστές των μπλόγκς μας. Αναφέρομαι στα σχόλια που υποδύονται τις αυτοτελείς δημιουργίες.
Και συμπληρώνω εκ των υστέρων και αφού ήδη έχουν γραφτεί 6 comments. Το κείμενο θα γίνει πιο διαφωτιστικό, αν ξεπερνώντας την αναφορά στους συγγραφείς και τους σχολιαστές, επικεντρωθούμε σε αυτό που αυτοονομάζεται περιθώριο και .... καμαρώνει.

Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2007

Η ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ΠΕΛΕ....

"Το ίντερνετ είναι ένα παράθυρο στον κόσμο". Αυτό το ωραίον τσιτάτον το έχουν καραμέλα όλοι οι φροντιστές και οι φροντιζόμενοι. Ακόμα και σε έκθεση για την αποταμίευση μπορείς να το κολλήσεις: "Όπως το ίντερνετ είναι ένα παράθυρο στον κόσμο της πληροφορίας, έτσι και η αποταμίευση είναι ο διάδρομος που οδηγεί στο ασφαλές μέλλον".
Έχω απωθημένα με τις έννοιες που μπορούν να ενταχθούν σε αποφθεύγματα. Πολύ δε περισσότερο σιχαίνομαι τα κείμενα που στηρίζονται σε αποφθεύγματα. Κι ακόμα πιο πολύ τα ίδια τα αποφθέγματα. Διότι όλα αυτά μου θυμίζουν την βαρετή εκείνη ώρα που έπρεπε κάθε χρόνο ως μαθητές να γράψουμε τις διάφορες "υποχρεωτικές" εκθέσεις. Για την αποταμίευση, για την 25 Μαρτίου, για την 28η Οκτωβρίου - για το Πολυτεχνείο δεν πρόλαβε η χάρη μου να γράψει εκθεση, διότι το Πολυτεχνείο έγινε θέμα εκθέσεως αφότου είχα αποφοιτήσει του εξαταξίου γυμνασίου. Βασάνιζα ο δόλιος το μυαλό μου να βρω κάτι πρωτότυπο να γράψω για να το διασκεδάσω τουλάχιστον. Θυμάμαι σε μία έκθεση για την αποταμίευση, είχα αποδυθεί αγώνα λογικόν μέγα να αποδείξω ότι "η αποταμίευση ως ατομική πράξη δεν είναι χρηστή, πολλώ δε μάλλον χριστιανική, διότι αποστερεί τα αγαθά από το κοινωνικό σύνολο αποθησαυρίζοντάς τα στο πουγγί των πλάνηι θεωρουμένων προνοητικών, ουσίαι δε φυλαργύρων".
Σε μία έκθεση για το ίντερνετ τι άραγε θα έγραφα ως μαθητής; Κατ' αρχήν θα το αποκαλούσα "διαδίκτυο", εις απλήν καθαρεύουσα, ή θα με έπιαναν τα επαναστατικά μου και θα το έγραφα "ίντερνετ" για να εκνευρίσω τον φιλόλογο; Μάλλον ως προς το όνομα θα συμβιβαζόμουν με την συντηρητική εκδοχή, ώστε να επαναστατήσω δολίως κατά την λογικήν οικοδομήν. Θα έγραφα - κατ' αναλογίαν με την περί αποταμιεύσεως πραγματείαν μου- ότι "το διαδίκτυο είναι μία απέραντη χωματερή πληροφοριών προς την οποίαν κατέτεινε η πρόθεση υγειονομικής ταφής της γνώσης". Θα έγραφα και άλλα πριν και μετά, αλλά η κορυφαία φράση μου θα ήταν αυτή. Τελικά θαυμάζω μόνο τα δικά μου αποφθέγματα. Όμως, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.
Πριν από κάποια ποστ, λαμβάνω κόμμεντ από κάποιον κύριο Santos: "Hello!This work is very good.Good weekend,Thank you.david santos". Οποία συγκίνησις, όταν είδα το προφάιλ του εν λόγω κυρίου, στο πορτογαλλικόν του μπλόκ. -"Μάλλον, ποιητής μου μοιάζει, ή έστω στιχουργός, γιατί τα ποιήματά του έχουνε ρίμα, άρα τραγούδια θα 'ναι. E, ναι μάλλον στιχουργός είναι γιατί έχει στο μπλογκ του και τραγούδια σε mp3. Και πρέπει να είναι και κάπως διάσημος γιατί στο τελευταίο του post έχει κάπου 169 comments. Πάντως τι συγκινητικό!!! Ένας πορτογάλλος, ευαίσθητος άνθρωπος, όπως φαίνεται από τη φωτογραφία, άκουσε τη μουσική μου και την βρήκε ωραία και παρόλο που δεν ξέρει ελληνικά, συγκινημένος από την παγκόσμια γλώσσα της μουσικής, μου έγραψε δυό λογάκια ενθάρρυνσης στην διεθνή αγγλική. Τι απρόσμενο!!! Τελικά, βρε παιδί μου, το ίντερνετ, είναι ένα παράθυρο στον κόσμο". Τού γραψα κι εγώ στο μπλόγκ του διεθνείς αγγλικές ευχαριστίες, πόσο με συγκίνησε η επικοινωνία μας και κρίμα που δεν ξέρω πορτογαλλικά για να διαβάσω τους στίχους του, οι οποίοι ωστόσο ηχούν καλά και ρυθμικά και μακάρι να ήξερα πορτογαλλικά για να μελοποιήσω ένα του ποιήμα και τι κρίμα που δεν ξέρω πορτογαλλικά......Μέγας έρως άπελπις.

Μετά από λίγες μέρες διαβάζω τα σχόλια σ' ένα ποστ του Κουκουζέλη. Μεταξύ άλλων και το:
Hello!How are you.This work is very good.Have a good week.Thank you. david santos. Ηταν Δευτέρα. Χτυπάει Δευτέρες και Παρασκευές. Μ' αυτά και μ' αυτά ο κύριος David αποταμιεύει περισσότερες comments απ' όσες φορές αγωνίστηκε ο Πελέ στην Santos.

Τρίτη, Οκτωβρίου 10, 2006

ΒΡΕΧΕΙ..........

Βρέχει,
πόσο μ΄ αρέσει όταν βρέχει
και τι μελαγχολία που έχει
σαν βρέχει….

Στίχοι από τραγουδάκι ελαφρόν της δεκαετίας του ’60. Μου το τραγούδαγε η μαμά μου στα πρώτα φθινοπωρινά ψιλόβροχα. Και επλημμύριζαν τ΄ αυτιά μου από την υγρασία της φωνής της - τώρα που το σκέφτομαι η μαμά μου ήτανε τότε εικοσπέντε χρονών και ο πατέρας μου ναυτικός. Είχα την αποκλειστικότητά της.
Και πώς να περιγράψεις αυτό το τραγουδάκι; Τη μελωδία του εννοώ, διότι το ηχόχρωμα του μέσα από τη φωνή της μαμάς μου έχει αποκλειστικά αυτοβιογραφικής αξίας αισθητικά στοιχεία.

Παμ παμ
Παραπαπάραμ πάραμ τάραμ
Παραπαπάραμ τάρα πάραμ
Παμ πάραμ.

Όταν σχεδόν στα δεκαεφτά παραθέριζα στον οικογενειακό πύργο μας στη Μάνη είχα πάρει μαζί μου και το ακκορντεόν. Και για να μην γεννηθεί φθόνος εκ της εφηβικής τύχης μου προς την τωρινή μου υπόσταση, αναφέρω ότι ο πύργος αυτός είναι από εικοσαετίας ερείπιο και ούτως ή άλλως δεν αποτελεί περιουσιακόν μου στοιχείο.Το δε ακκορντεόν το αντάλλαξα μετά δύο χρόνια του παραθερισμού στον οποίον αναφέρομαι, στου Ζοζέφ Τερζιβασιάν το μαγαζί, αντί ενός σαζιού, του οποίου η αξία ήταν-δεν ήταν το ένα δέκατο της αξίας του ακκορντεόν, δηλαδή πιάστηκα κορόιδο του ενθουσιασμού μου, και το οποίον σάζι, όμως, απετέλεσε την βάση μιας μετεφηβικής ματαιοδόξου μουσικής καριέρας.
Ένα κοριτσάκι, λοιπόν τότε στη Μάνη, η Βούλα, από τα Αυγουλιάνικα του Τροχάλακα, ένα απόγευμα εκεί που έπαιζα μου ζήτησε να παίξω ένα τραγούδι. «Σε παρακαλώ» και «σε παρακαλώ»….
-Μα, δεν το ξέρω! Άμα, όμως, το δω γραμμένο μπορώ να το παίξω.(Εννοούσα γραμμένο σε νότες). Την άλλη μέρα το Βουλί, μου ξεδίπλωσε με χαμόγελο ένα χαρτάκι, που με τα τακτικά κοριτσίστικα γραμματάκια της είχε γράψει:

«Μαρία με τα κίτρινα,
ποιόν αγαπάς καλύτερα,
ποιόν αγαπάς καλύτερα,
τον άντρα σου ή τον γείτονα….»

Τότε συνειδητοποίησα τον κίνδυνο που μπορεί να δημιουργήσουν οι παρανοήσεις των βάσεων ενός κλειστού συστήματος. Και ντράπηκα μέσα μου δυό φορές. Πρώτον γιατί το «Μαρία με τα κίτρινα» το ήξερα, αλλά απέφευγα να το παίξω γιατί το θεωρούσα μπας-κλας μπροστά στο «Ένα το χελιδόνι» και δεύτερον διότι εγώ απ' τον Πειραιά ήξερα μουσική, ενώ το Βουλάκι απ' τον Τροχάλακα όχι.
Μετά από δυό χρόνια για λογαριασμό των εκδόσεων Χατζηνικολή κατέγραψα σε παρτιτούρα την αρχή, τις πρώτες νότες της μελωδίας ενός ελαφρού τραγουδιού («Για την Αθήνα μας, την πιο όμορφη πόλη του κόσμου»), καθ' υπαγόρευσιν του σφυρίγματος ενός νεοέλληνός συγγραφέως υπό έκδοσιν των συγκεκριμμένων εκδόσεων. Ο συγγραφεύς του υπό έκδοσιν βιβλίου, για να ζωντανέψει ίσως την περιγραφή του, ήθελε σώνει και καλά να περιληφθεί η παρτιτούρα του τραγουδιού, το οποίο κάποιος ήρωας του βιβλίου του σφύριζε σε κάποια σελίδα. Ήμουν τόσο αυθάδης τότε, που όχι μόνον ζήτησα και πήρα ένα καλό ποσό για την εκδούλευση αυτή, αλλά επιπλέον θεώρησα ότι ο συγγραφέας αυτός την ιδέα του να υπάρχει παρτιτούρα ενός τραγουδιού στο βιβλίο του, την ξεσήκωσε από κάποιο ξένο βιβλίο, μάλλον αμερικάνικο.
Σήμερα τα πράγματα είναι απλούστερα. Με μία ADSL ρίχνεις το κειμενάκι των στίχων, βαράς και προς νταουνλόαντ το τραγουδάκι και είσαι μέσα στην εποχή σου. Αν είναι πρωτοβρόχια η εποχή ονομάζεται φθινόπωρο.

Τρίτη, Ιουνίου 06, 2006

Η ΕΠΙΖΗΛΟΣ ΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΣΕΝΤΕΡ-ΦΟΡ

«Πλασάρεται στην θέση του σέντερ-φορ, κεφαλιά και , αγαπητοί μου ακροαταί, ο Γκαϊτατζής πετυχαίνει το τρίτο τέρμα των ερυθρολεύκων».

Αυτοί οι απόηχοι της ξύλινης φωνής τού πάλαι ποτέ διαλάμψαντος ραδιοφωνικού εκφωνητού Βασίλη Γεωργίου, μου φέρνουν καταθλιπτικά συναισθήματα. Σούρουπο, Κυριακής, κι όμως μόλις λίγες ώρες μετά το σαββατιάτικο απόγευμα, οπωσδήποτε περισσότερες από εικοσιτέσσερις, που όμως δεν έφτασαν για να γράψω τα μαθήματά μου. Και τώρα πρέπει να ξεκινήσω αντιγραφή, μετά αριθμητική, να διαβάσω γεωγραφία, φυσική ιστορία. Ευτυχώς θρησκευτικά και ιστορία τα αρπάω από την παράδοση. Χτες τι ωραία απέκρουση που έκανα! Ο Φώντας είχε φύγει από την άμυνα και βγήκε μπροστά, μου έκανε ένα σουτ τετατέτ με το κουτουπιέ και μπλονζάρισα και το έβγαλα κόρνερ. Τους χειρότερους, αυτούς που δεν έχουνε ντρίπλα, τους βάζουμε άμυνα. Οι ντελικάτοι παίζουνε κέντρο. Αυτοί που κάνουν αυτοθυσίες παίζουνε τερματοφύλακες. Σέντερ-φορ παίζουνε τα ταλέντα που μυρίζονται το γκολ πριν τέσσερις πάσες.
Αυτή τη σπαρίλα του Κυριακάτικού απογεύματος, τόσα χρόνια και δεν μπορώ να την ξεπεράσω. Δεν ξέρω αν σχέσεις αγάπης ή μίσους με οδήγησαν στο να εξαρτήσω για κάποια χρόνια την επιβίωσή μου από την εκπαίδευση, μπορώ όμως να πω ότι όποιο από τα δύο αυτά αντιδιαμετρικά συναισθήματα θα ήθελε να ισχυρίζεται ότι καθόρισε αυτήν την επαγγελματική μου επιλογή, σε καμία περίπτωση δεν με γνωρίζει καλά. Αυτό που ουσιαστικά προσπάθησα να πετύχω είναι από τερματοφύλακας να βρεθώ στη θέση του σέντερ-φορ. Να απαλλαγώ από το ποτήριον της θυσίας-αυτοθυσίας και να είμαι ο εκτελεστής. Να φοβούνται εμένα τα παιδάκια τα αδιάβαστα. Και να απολαύσω επιτέλους το κυριακάτικο σούρουπο.
Ωστόσο, ισχύουν τα εξής:
Α) Ουδείς πλασαριζόμενος ευκαιριακά στην θέση του σέντερ-φορ θα αποκτήσει ποτέ αίγλη σέντερ-φορ, παρά μόνο στα γεράματα θα θυμάται κάποια γκολ που έβαλε.
Β) Το σέντερ-φορ γεννιέται δεν γίνεται.
Γ) Ο τερματοφύλακας αντιλαμβάνεται πάντα πότε πραγματικά κινδυνεύει και τις περισσότερες φορές έχει όλα τα δίκια να ρίξει την ευθύνη στους αμυντικούς του. Και απολαμβάνει να αποκρούει το σουτ του σέντερ-φορ, κι όχι κάποιου που επεισοδιακώς πλασαρίστηκε σε αυτήν την θέση.
Δ) Ο αμυντικός που πλασάρεται στη θέση του σεντερ-φορ, αν δεν επιστρέψει εγκαίρως στη θέση του, θέτει σε κίνδυνο την ομάδα του και κινδυνεύει να εξευτελιστεί.
Ε) Πέντε η ώρα που βραδυάζει.

Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2005

ΜΙΚΡΟΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΙΣΟΤΗΤΟΣ

Κατ' αρχάς καλωσορίζω τον ευγενικό Γεώργιο Χοιροβοσκό.

Η ισότης, (των δύο φύλων, περί της οποίας ωμίλησες), είναι μάλλον θέμα θεολογικής γεωμετρίας:
Ο Θεός είναι πανταχού παρών. Άρα, απέχοντας μηδενικήν απόστασιν εξ όλων των όντων, απέχει εξ ίσου όλων των όντων. Ως εκ τούτου, όλα τα όντα, άρα και οι άνδρες και αι γυναίκες, ως απέχοντα εξ ίσου από τον Θεόν, μετέχουν της εννοίας της ισότητος δια της αποστάσεώς των από τον Θεόν.

Με αυτά και μ' αυτά μπορούσαν να περάσουν την ώρα τους μεσαιωνικοί θεολογίζοντες μαθηματικοί, ή μαθηματικίζοντες θεολόγοι.

Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο ότι οι λογικές αυτές ακολουθίες στερούνται...λογικής. Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι είναι λογοτεχνικά στεγνές. Ενδιαφέρουσες, γίνονται μόνον ως κοσμολογικές θεωρίες, εκπεφρασμένες με κομψό μαθηματικό τρόπο, του οποίου τον απόηχο παπαγαλίζουμε λέγοντας: Έψιλον ίσον εμ επί σε τετράγωνο.
Πιστεύω, ότι η ισότης, μόνον ως μαθηματική έννοια είναι καλαίσθητη. Και λέω "πιστεύω", επειδή δεν γνωρίζω μαθηματικά. Το έχω ακούσει όμως να το λένε...........

Σάββατο, Φεβρουαρίου 19, 2005


TO OPION Posted by Hello

αποφθεγματάκι

Το "όριον της φτώχειας", ευρίσκεται μεταξύ αισθήματος και συναισθήματος. Διότι ο φτωχός το αισθάνεται, ενώ ο πλούσιος το συναισθάνεται.

Κυριακή, Ιανουαρίου 30, 2005

ΕΠΙ ΠΛΕΟΝ ΔΕ.....

.....ο Σολωμός, όταν του τελείωνε το πιοτό , έπινε κολώνια. Είχα έναν συμφοιτητή, τώρα μοναχό, που ήταν ποιητής στις διαθέσεις, έγραφε κιόλας. Παχουλούτσικος και τώρα λόγω μοναχισμού τετράπαχος. Αυτός μου μίλησε γι αυτή την "μέθοδο υστάτης καταφυγής" του αλκοολικού Σολωμού. Είχε δε σκεφτεί το εξής κόλπο, (ο φίλος μου) :
Έπινε κολώνια και περίμενε να γίνει ποιητής, ίσως και εθνικός. Μόνο τόσο απόλυτοι άνθρωποι, πιστεύω, μπορούν να στραφούν στον μοναχισμό. Εγώ, αν γίνω λίγο ποιητής, δεν χρειάζεται να προσπαθήσω πολύ για να γίνω εθνικός. Είμαι ήδη. Και μάλιστα Εθνικός Πειραιώς.


Δευτέρα, Ιανουαρίου 17, 2005

ΠΕΡΙ ΨΕΥΔΩΝΥΜΙΑΣ επίμετρον

Επίσης ψευδώνυμο επιλέγουν οι κατά κυριολεξίαν εκπορνευόμενοι, για τους κατά μεταφοράν δεν θα ομιλήσουμε, γιατί δεν βγάζουμε άκρη και συνήθως αυτοί "εκδίδονται".
Συνήθως, οι πόρνες, οι ζιγκολό, οι τραβεστί με αυτόν τον τρόπο διαφυλάσσουν την ψυχή τους, ταυτίζοντας με αυτήν το αληθινό τους όνομα, ενώ το ψευδώνυμο με το σώμα.
Ουδείς όμως μπορεί να αποκλείσει, το να θεωρούν μερικοί εξ αυτών τους εαυτούς των καλλιτέχνες και έτσι να θεωρούνται και από πολλούς άλλους, οπότε κατ' αυτόν τον τρόπον υπάγονται τα ψευδώνυμά των εις την κατηγορίαν των καλλιτεχνικών.

ΠΕΡΙ ΨΕΥΔΩΝΥΜΙΑΣ

Η διαπραγμάτευση αυτού του θέματος μου φέρνει κατ’ αρχάς στο μυαλό ότι «στου κρεμασμένου το σπίτι δεν μιλάμε για σκοινί». Οι περισσότεροι που διατηρούν μπλογκ έχουν ψευδώνυμο και συνεπώς ιδίαν πείραν των αιτίων αυτής της επιλογής.
Κομίζων γλαύκα εις Αθήνας, θα πω ότι το ψευδώνυμο είναι ένα ένδυμα που χαρίζει αμέσως σ’ όποιον το ενδυθεί την αίσθηση ότι……. «υποδύεται».
Και γιατί να επιλέξει κάποιος να εμφανίζεται με ψευδώνυμο; Ας πιάσει πάλι δουλειά ο Τέλης. Ψευδωνύμου μετέρχεται:

1. Αυτός που δεν του αρέσει το όνομά του και το επώνυμό του. Είναι ή του φαίνονται κακόηχα, μισεί τον πατέρα του, την οικογένειά του, το νονό του, ή νομίζει ότι το ονοματεπώνυμό του είναι αιτία οι άλλοι να τον περιγελούν ή είναι δυσπρόφερτο. Τέλος πάντων το άκουσμα του ονόματός του σε προσφωνήσεις, αλλά και όταν υποχρεούται να το πει, του προξενεί κράμπες στο στομάχι.
2. Ο καλλιτέχνης, που επιλέγοντας κάποιο ψευδώνυμο, είναι βέβαιος πως, είτε αποφεύγει την άμεση σύνδεσή της βδελυρής επιλογής του με το οικογενειακό του όνομα (οπότε ουδείς θα τον κατηγορήσει ότι το λέρωσε), είτε απλά συμμορφώνει την επωνυμία του με την προσδοκώμενη καλλιτεχνική του εικόνα και πορεία, διότι ένα ωραίο όνομα πάντα στέκει πιο καλά, άμα πρόκειται για καριέρα. Σε ειδικότερες περιπτώσεις, κάποιος καλλιτέχνης, είναι ή αισθάνεται καταξιωμένος στον χώρο του και θέλοντας να δοκιμάσει να εκφραστεί σε άλλο χώρο επιλέγει ένα ψευδώνυμο, ώστε να νιώθει ασφαλής και ευδιάκριτος.
3. Το λαμόγιο και ο (μεγαλο- ή μικρο-)-απατεώνας. Θολώνει τα νερά στην πιάτσα, χάνεται ευκολότερα, εξαπατά.
4. Ο συνωμότης, ο αντάρτης, ο τρομοκράτης, ο λαθρομετανάστης και γενικά ο υπό τον φόβο της διώξεως παράνομος.
5. Αυτός που ενώ του αρέσει το όνομά του και το επώνυμό του, είναι εύηχα, αγαπάει τον πατέρα του, την οικογένειά του, το νονό του, νομίζει ότι το ονοματεπώνυμό του προξενεί σεβασμό, αλλά θέλει να αστειευτεί με τον εαυτό του και διαλέγει ένα ψευδώνυμο ιλαρό.

Όπως και να ‘χει, αυτός που φέρει ψευδώνυμο, όπως είπαμε υποδύεται. Ποιον; Αυτόν τον άλλο, τον ευεργέτη το μεγάλο. Με αυτόν τον άλλο η ύπαρξή του τον απατά και μάλιστα εν γνώσει του. Και δεν της κρατά καμία κακία, αντιθέτως της το επιβάλλει. Πρόκειται, δηλαδή, περί ενός ιδιόμορφου αυτοερωτικού τριγώνου.

Κυριακή, Ιανουαρίου 16, 2005

ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΣ

.........στην αρχαιότητα οι αναγνώστες στις βιβλιοθήκες έκαναν scrolling, μιας και χρησιμοποιούσαν παπύρους τυλιγμένους κυλινδρικά. Άτσα............


SEXTUS Posted by Hello

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)