Το 'λεγε συχνά ο παππούς μου. Για περιπτώσεις που πρέπει να φανείς επαρκής, ενώ δεν είσαι:
-Αραία-αραία, να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα.
(Η δωρική διάλεκτος επιβιώνει, διατηρώντας την ηχητική της μέσω αυτών των τάχα ασυναίρετων τύπων).
Μανιάτης ο παππούς μου, το 'χω ξαναγράψει. Έφυγε 13 χρονώ, από τα Παγγιά για να φτιάξει την τύχη του. Έμενε στα μανιάτικα, σε μιά τρώγλη με πάτωμα χώμα. Πήγε στον Προμηθέα να σπουδάσει μηχανικός. Επιβίωνε, φτιάχνοντας μηχανολογικά σχέδια για τους εύρρωστους οικονομικά συμμαθητές του, έναντι μικράς αμοιβής, σε χρήμα ή είδος, δηλαδή τρόφιμα. Έγινε υπομηχανικός, διετέλεσε μόνιμος κελευστής στο Ναυτικό, υπηρέτησε στον Αβέρωφ, μετά εν μέσω κατοχής, πήγε στη ΔΕΗ. Από κει πήρε σύνταξη. Εν τω μεταξύ, είχε προικίσει 4 αδελφές, πράγμα σπάνιο για μανιάτη, γιατί στη Μάνη οι γυναίκες δεν παίρναν προίκα. Παροιμιώδες είναι το εξής σχετικό τηλεγράφημα:
ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ ΠΑΝΟ>ΣΟΥ ΣΤΕΛΝΩ ΠΛΑΚΕΣ ΣΑΠΟΥΝΙ ΔΥΟ> ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΨΕΙΣ ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΗ ΜΑΣ>ΚΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΣΤΕΙΛΕΙΣ ΤΑ ΡΕΣΤΑ>
Ο αποστολέας ήταν ο ξενητεμένος αδερφός. Πιάτα στην Αμερική. Ο άλλος αδερφός, είχε μείνει στη Μάνη. Όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί η αδερφή τους, ο έν Μάνη αδερφός σκεφτηκε πονηρά. Σου λέει, ας γυρέψω βοήθεια από τον αδερφό μου, τάχα για το γάμο και αφού προίκα δεν δίνουμε έτσι κι αλλιώς, ό,τι στείλει το κρατάω και ουδείς παραπονούμενος.
Αλλά το μανιάτικο το αίμα, στην ξενητιά βράζει πιο πολύ απ' ότι στη Μάνη. Ο ξενητεμένος, μπορεί στην Αμερική να πήγε σε γαμήλιες δεξιώσεις, σε μπάρτσελορ, μάρτυρας σε προικοσύμφωνα, σε προγαμιαία συμβόλαια, αλλά.... τα ήθη και τα έθιμα του τόπου του δεν τα ξέχασε, παρ' όλες τις προσδοκίες του αδερφού του.
Ήτανε λοιπόν καμμιά δεκαπενταριά. Έπρεπε να βαδίσουνε μέσα σε περιοχή εχτρών. Ο φόβος τους έκανε να περπατούν ό ένας κοντά στον άλλο. Ο αρχηγός, σοφά, τους πρόσταξε:
"Αραία-αραία, να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα".
Όταν φοβάσαι, η μόνη άμεση άμυνα είναι να προξενήσεις το όποιο δέος μπορείς.
Σήμερα πάνε 99 χρόνια από τη γέννηση του παππού μου. Προτίμησε να φύγει στα 81.
ΥΓ
Στη Μάνη η πατρική περιουσία μεταβιβάζεται από άρρενα σε άρρενα. Αν δεν υπάρχει γυιός, η περιουσία πάει στο γυιό του πλησιέστερου συγγενή. Εξ ού και οι γυναίκες δεν παίρνουν προίκα. Ίσως να πάρουν χρήμα, αν η οικογένεια είναι πολύ εύπορη, αλλά όχι γη. Επίσης μπορεί να πάρουν ως προίκα μέρος της πατρικής ελαιοπαραγωγής επί ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, π.χ. 10 χρόνια. Η μόνη περιουσία των γυναικών, που μεταβιβάζεται από μάνα σε κόρη, είναι οι αλυκές. Για να έχουν το αλάτι τους να μαγειρεύουν.
Παλιά αυτά.....
Σημειώνω ότι όλα τα ανωτέρω προσπαθούν να εξηγήσουν εύσχημα το γιατί γράφω αραιά και που.
-Αραία-αραία, να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα.
(Η δωρική διάλεκτος επιβιώνει, διατηρώντας την ηχητική της μέσω αυτών των τάχα ασυναίρετων τύπων).
Μανιάτης ο παππούς μου, το 'χω ξαναγράψει. Έφυγε 13 χρονώ, από τα Παγγιά για να φτιάξει την τύχη του. Έμενε στα μανιάτικα, σε μιά τρώγλη με πάτωμα χώμα. Πήγε στον Προμηθέα να σπουδάσει μηχανικός. Επιβίωνε, φτιάχνοντας μηχανολογικά σχέδια για τους εύρρωστους οικονομικά συμμαθητές του, έναντι μικράς αμοιβής, σε χρήμα ή είδος, δηλαδή τρόφιμα. Έγινε υπομηχανικός, διετέλεσε μόνιμος κελευστής στο Ναυτικό, υπηρέτησε στον Αβέρωφ, μετά εν μέσω κατοχής, πήγε στη ΔΕΗ. Από κει πήρε σύνταξη. Εν τω μεταξύ, είχε προικίσει 4 αδελφές, πράγμα σπάνιο για μανιάτη, γιατί στη Μάνη οι γυναίκες δεν παίρναν προίκα. Παροιμιώδες είναι το εξής σχετικό τηλεγράφημα:
ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ ΠΑΝΟ>ΣΟΥ ΣΤΕΛΝΩ ΠΛΑΚΕΣ ΣΑΠΟΥΝΙ ΔΥΟ> ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΨΕΙΣ ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΗ ΜΑΣ>ΚΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΣΤΕΙΛΕΙΣ ΤΑ ΡΕΣΤΑ>
Ο αποστολέας ήταν ο ξενητεμένος αδερφός. Πιάτα στην Αμερική. Ο άλλος αδερφός, είχε μείνει στη Μάνη. Όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί η αδερφή τους, ο έν Μάνη αδερφός σκεφτηκε πονηρά. Σου λέει, ας γυρέψω βοήθεια από τον αδερφό μου, τάχα για το γάμο και αφού προίκα δεν δίνουμε έτσι κι αλλιώς, ό,τι στείλει το κρατάω και ουδείς παραπονούμενος.
Αλλά το μανιάτικο το αίμα, στην ξενητιά βράζει πιο πολύ απ' ότι στη Μάνη. Ο ξενητεμένος, μπορεί στην Αμερική να πήγε σε γαμήλιες δεξιώσεις, σε μπάρτσελορ, μάρτυρας σε προικοσύμφωνα, σε προγαμιαία συμβόλαια, αλλά.... τα ήθη και τα έθιμα του τόπου του δεν τα ξέχασε, παρ' όλες τις προσδοκίες του αδερφού του.
Ήτανε λοιπόν καμμιά δεκαπενταριά. Έπρεπε να βαδίσουνε μέσα σε περιοχή εχτρών. Ο φόβος τους έκανε να περπατούν ό ένας κοντά στον άλλο. Ο αρχηγός, σοφά, τους πρόσταξε:
"Αραία-αραία, να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα".
Όταν φοβάσαι, η μόνη άμεση άμυνα είναι να προξενήσεις το όποιο δέος μπορείς.
Σήμερα πάνε 99 χρόνια από τη γέννηση του παππού μου. Προτίμησε να φύγει στα 81.
ΥΓ
Στη Μάνη η πατρική περιουσία μεταβιβάζεται από άρρενα σε άρρενα. Αν δεν υπάρχει γυιός, η περιουσία πάει στο γυιό του πλησιέστερου συγγενή. Εξ ού και οι γυναίκες δεν παίρνουν προίκα. Ίσως να πάρουν χρήμα, αν η οικογένεια είναι πολύ εύπορη, αλλά όχι γη. Επίσης μπορεί να πάρουν ως προίκα μέρος της πατρικής ελαιοπαραγωγής επί ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, π.χ. 10 χρόνια. Η μόνη περιουσία των γυναικών, που μεταβιβάζεται από μάνα σε κόρη, είναι οι αλυκές. Για να έχουν το αλάτι τους να μαγειρεύουν.
Παλιά αυτά.....
Σημειώνω ότι όλα τα ανωτέρω προσπαθούν να εξηγήσουν εύσχημα το γιατί γράφω αραιά και που.