Έργα Ελλήνων συνθετών που βασίζονται στην παραδοσιακή μας μουσική, συνομιλούν με την Αραβοπερσική παράδοση.
Έργα των:
Παύλου Καρέρ, Νίκου Σκαλκώτα, Γιώργου Κουμεντάκη, Μάρθας Μαυροειδή, Γιώργου Χατζημιχελάκη, Tanburi Cemil Bey και Anouar Brahem.
Με την Μάρθα Μαυροειδή στο λαούτο, την Αγγελίνα Τκάτσεβα στο σαντούρι και το κουαρτέτο εγχόρδων της Ορχήστρας των Χρωμάτων (Οδυσσέας Κορέλλης α' βιολί, Δημήτρης Αγγελίδης β' βιολί, Φραντς Σεστάνι βιόλα, Βαγγέλης Νίνα βιολοντσέλο).
Η πραγματικά μεγάλη μουσική συνδυάζει την ειρήνη και την πάλη, τη γαλήνη και τον πόνο.
.....
Η σύνθεση είναι μάχη.
.....
Είναι αγώνας να παρουσιάσεις κάτι ενδιαφέρον.
.....
Κατά την γνώμη μου, η μουσική πρέπει να έχει μια εσωτερική αναγκαιότητα, αλλά και πάλι,
κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει τι είναι αναγκαιότητα, ακόμα και στην περίπτωση της παραδοσιακής μουσικής.
(Ιάννης Ξενάκης)
Αποσπάσματα απο το βιβλίο "Συνομιλίες με τον Ιάννη Ξενάκη" του Μπάλιντ 'Αντρας Βάργκα.
6. Μάρθα Μαυροειδή "Πνιγμένα Αστεράκια" Βασισμένο σε ένα ποίημα της Βουλγάρας ποιήτριας Petya Dubarova. τραγούδι και λάφτα: Μάρθα Μαυροειδή
πλέουνε στη θάλασσα πνιγμένα αστεράκια
τ' αγκαλιάζει ο βυθός δύναμη και φως
στη μικρή καρδούλα μου σαν μύδι θα τα κλείσω
στο βυθό θ' αναστηθούν τ΄ άστρα στον αφρό θα βγουν
Δ ι ά λ ε ι μ μ α
7. Γιώργος Χατζημιχελάκης "Φολκλορικόν Οξύ ΙΙ", για σαντούρι και κουαρτέτο εγχόρδων (1η εκτέλεση) Αγγελίνα Τκάτσεβα και κουαρτέτο εγχόρδων της Ορχήστρας των Χρωμάτων
8. Anouar Brahem "Αρωμα Τσιγγάνας, για λάφτα λάφτα: Μάρθα Μαυροειδή
9. Νίκος Σκαλκώτας " 3 Ελληνικοί χοροί", για κουαρτέτο εγχόρδων Ηπειρώτικος, Αρκαδικός και Κλέφτικος κουαρτέτο εγχόρδων της Ορχήστρας των Χρωμάτων
10. Γιώργος Κουμεντάκης "Μελωδία Γραφομηχανής", για λάφτα (καρσιλαμάς και συγκαθιστός) αποδέκτης: το σκοτάδι λάφτα: Μάρθα Μαυροειδή
«ει ουν το φως το εν σοι σκότος εστί, το σκότος πόσον;
αλλά εάν το εσωτερικόν σου φως είναι σκοτάδι, πόσον μεγάλο
είναι το σκοτάδι».
(Ματθ. ς' 22-23)
11. Γιώργος Κουμεντάκης "Point of No Return", για κουαρτέτο εγχόρδων (Ζεϊμπέκικο και Αμανές) Βασίζεται σε δυο σμυρναίικα τραγούδια που τραγουδούσε η Μαρίκα Παπαγκίκα: "Μανάκι μου, μανάκι μου" και "Σμυρναίικο μινόρε" αποδέκτης: Μαρίκα Παπαγκίκα κουαρτέτο εγχόρδων της Ορχήστρας των Χρωμάτων
Εκεί που πας μην ξαναπάς, το κεφαλάκι σου θα φας...
Μανάκι μου, μανάκι μου και της καρδιάς μεράκι μου,
εκεί που πας να' ρχόμουνα κι ας μην ξημερωνόμουνα.
Επειδή «όποιος πιάνει τον λήγοντα, μπορεί να έχει πιάσει και τον πρώτο», τα πρώτα χρόνια, μετά καχυποψίας ήλεγχε ιδίοις όμμασι τον κατάλογο. Ο κύριος Μπασκάκης, επί δεκαετίαν έπαιρνε λαχεία από τον ίδιο πλανόδιο. Αγόραζε το λαχείο του την επομένη της κλήρωσης, καθώς, δυο τετράγωνα απ’ το σπίτι του, έτσουζε το δεύτερο ουζάκι του στο καφενείο, πάντα στο ίδιο πλάτη πλάι στην πόρτα στρογγυλό μαρμάρινο τραπεζάκι, και με ένα είδος μονομανίας ποντάριζε στο 3 –τρεις παρά, τρεις, τρεις και κάτι, ήταν συμπτωματικώς η ώρα της περατζάδας του λαχειοπώλη.
Ο Χρόνος κάθε τόσο ανεδεικνύετο χορηγός του Νόμου των Πιθανοτήτων: περίπου μία στις δέκα Τετάρτες, θα άκουγε τον λαχειοπώλη να του λέει: «Λήγοντας. Στον ξαργυρώνω; … ή θα πάρεις δύο πεντάδες;». Ο κύριος Μπασκάκης, τρόπον τινά επιδεικνύοντας συμβολικά την άνεση που του παρείχε η καλή σύνταξή του, δεν καταδεχόταν ποτέ να πάρει τα φράγκα του λήγοντα.
Επίσης ο Χρόνος κτίζει σχέσεις εμπιστοσύνης, παράγουσες ένα είδος ηδονής όταν μετατρέπονται οριστικά σε μηχανική επικοινωνία . Με τα χρόνια, το μεσημέρι κάθε Τετάρτης, σαν έγλειφε με την άκρη του ματιού του το θάλλον δέντρο του λαχειοπώλη, ο κύριος Μπασκάκης έβγαζε το λαχείο απ’ το τσεπάκι του πορτοφολιού, το ξεδίπλωνε και το ακουμπούσε στο μάρμαρο, προσεχτικά να μη βραχεί από τον ιδρώτα των ποτηριών. Ο λαχειοπώλης πλησίαζε, το έπαιρνε, το «κοίταζε», και τα υπόλοιπα διαμείβονταν σιωπηρώς.
Τα φίδια ζώσανε τον κύριο Μπασκάκη, όταν κάποτε ο λαχειοπώλης, αφού του αντάλλαξε με δυο πεντάδες την κερδίζουσα τον λήγοντα, δεν ξαναφάνηκε.
3. Απόψε τα μεσάνυχτα (Καππαδοκίας) 4. Σε καινούργια βάρκα μπήκα (Βιθυνίας) 5. Μια Σμυρνιά στο παραθύρι (Αιγαίου) 6. Θάλασσες δέντρα και βουνά (Καρπάθου)
Βασισμένο στη μουσική επένδυση του ομώνυμου διηγήματος του Στρατή Μυριβήλη (από τη συλλογή "Το πράσινο βιβλίο" -1935) για μια παράσταση μουσικοθεατρικού αναλογίου που πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2010 στο Πνευματικό Κέντρο Πετρούπολης από το Δημοτικό Ωδείο για λυκειακές τάξεις της Πετρούπολης.
1. Εισαγωγή. 2. Περιμένοντας το φεγγάρι. 3. Δίδυμη μονοτονία. 4. Ένα μικρό, αόρατο έντομο. 5. Το τρένο. 6. Ο θρήνος. 7. Επίλογος.
Τι η ζωή αξίζει, πού είν’ η χαρά της μακριά απ’ τη χρυσή Αφροδίτη;
χίλιες φορές καλύτερα να σβήσεις, παρά πια να μην νοιάζεσαι να χαίρεσαι
τις μυστικές τις συναντήσεις, τα τρυφερά τα δώρα και το ερωτικό κρεββάτι -
ανάμεσα στα πόδια τα φρέσκα τα λουλούδια δες, πώς γίνονται ανάρπαστα
απ’ άντρες και γυναίκες.... Γιατί θα ‘ρθουν τα μαύρα γηρατειά,
που καταντάν τον άνθρωπο κανονικό κουρέλι,
συνέχεια το μυαλό του τρώνε μαύρες έγνοιες,
ούτε με του ήλιου την αυγή δεν φχαριστιέται,
όλο του φταίνε τα παιδιά και δεν του δίνουν διάρα τσακιστή οι γυναίκες.
Δύσκολα, μα αυτά είν’ τα γηρατειά. Έτσι τα τακτοποίησε ο θεός. απόδοση Γεράσιμος Μπερεκέτης
Το Εργαστήρι Παραδοσιακής Μουσικής δημιουργήθηκε το 1994 στο Πρότυπο Μουσικό Κέντρο Πειραιά (Π.Μ.Κ.Π.) ως εκπαιδευτικός τομέας του και παράλληλα ως καλλιτεχνικός χώρος μουσικής έρευνας και δημιουργίας, διατηρώντας εξ αρχής ένα μόνιμο καλλιτεχνικό σχήμα, το "Συγκρότημα Παραδοσιακής Μουσικής Π.Μ.Κ.Π.", που αργότερα, το 1997, μετονομάστηκε σε "Άστρο της Αυγής". Λειτούργησε έως και τον Ιούνιο του 1999 και καταργήθηκε ως αποτέλεσμα της συρρίκνωσης που επεβλήθη στο Π.Μ.Κ.Π. μέσα στα πλαίσια της εφαρμογής από την τότε δημοτική αρχή μιας πολιτικής «οικονομικής ανταποδοτικότητας», η οποία οδήγησε έκτοτε συνολικά το Π.Μ.Κ.Π. σε μαρασμό. Καλλιτεχνικός διευθυντής του Π.Μ.Κ.Π., στα 5 χρόνια της ακμής του, διετέλεσε ο Μιχάλης Γρηγορίου. Την ίδια περίοδο την καλλιτεχνική διεύθυνση του τομέα Κλασσικών Σπουδών είχε ο Γιώργος Κουρουπός, του Εργαστηρίου Τζαζ Μουσικής ο Γιάννης Σταυρόπουλος, και του Εργαστηρίου Παραδοσιακής Μουσικής ο Γιώργος Χατζημιχελάκης (που εκτελούσε παράλληλα χρέη και υποδιευθυντή του Π.Μ.Κ.Π.).
Όλοι όσοι συμμετέχουν στην ηχογράφηση των Κάλαντων Δωδεκαημέρου, υπήρξαν καθηγητές του Εργαστηρίου, με εξαίρεση τον Χάρη Λαμπράκη (σουραύλι) που τότε ήταν σπουδαστής του.
Όποτε πλησιάζει ο καιρός να ταξιδέψω για το νησί, με πιάνει. Το κρύβω όσο μπορώ, αλλά πρώτ’ απ’ όλα με προδίδει το σώμα μου. Ανεβάζω λίγο πίεση, τα δερματικά φουντώνουν … και καθώς οι μέρες για την αναχώρηση λιγοστεύουν σπεύδει να συνεργαστεί και η ρουφιάνα η ψυχή. Το σώμα ήδη έχει προαναγγείλει τη συνεργασία τους με αραιές αρρυθμίες, αυτές που όπως λένε οι καρδιολόγοι «δεν αξιολογούνται», τα φτερουγίσματα – τα νιώθουν κι οι ερωτευμένοι – αλλά για τους υποχόνδριους είναι αφορμή σεναρίων νοσηλείας. Μια ήπια κατάθλιψη, ένα συναίσθημα αποχωρισμού, μετά νεύρα με το παραμικρό, μια γενική αίσθηση αστοχίας.
Όταν πια φτάσει η ώρα της αναχώρησης από το σπίτι, όλο το ψυχοσωματόδραμα των προηγούμενων ωρών και ημερών συνοψίζεται στο άγχος για τις βαλίτσες.
– Τι τις θέλουμε τόσες βαλίτσες;
-Μα πάμε για τόσες μέρες, άλλοι φορτώνουν ολόκληρο αυτοκίνητο.
-Ναι αλλά εμείς δεν έχουμε αυτοκίνητο και μού ‘χουν πάει τα χέρια κάτω – ταξίδι το ταξίδι τα ρήμαξα τα χέρια μου.
Μόλις πατήσω το πόδι μου στο καράβι κι αφού βολέψω τις ρημάδες τις βαλίτσες όλα περνάνε. Με πλημυρίζει ένα συναίσθημα απαλλαγής. Συναίσθημα που κορυφώνεται καθώς πίνω τον καφέ μου στο κατάστρωμα της πρύμνης, χαζεύοντας τ’ απόνερα του καραβιού λες κι είναι οι έγνοιες μου.
Καθώς περνάμε το Βενέτικο πάμε για να πιάσουμε την Ουρά πάλι φτερουγίσματα, που τώρα όμως δεν τα αξιολογώ ούτε εγώ. Αν είναι άνοιξη ξημέρωμα, οι μυρωδιές σε προϋπαντούν, αν είναι άλλη εποχή και μόνο το όνομα Μυροβόλος σου φέρνει παραισθήσεις.
Στο λιμάνι θα περιμένει ο ξάδερφος ο Μήτσος με το τζιπ. Αυτή και μόνο η σκέψη προσδίδει στωικό τόνο στις βλαστήμιες της αποβίβασης - τί ταλαιπωρία κι αυτή με τις βαλίτσες, να βράσω τα καράβια τους, τα κάτεργα. Στην αποβάθρα αγκαλιές φιλιά και μόλις φορτώσουμε μπω στ’ αμάξι και δέσω τη ζώνη μου, συνειδητοποιώ, αυτό που, αφού και στο χωριό καλά περάσω με τα γλέντια και τα ούζα και τις παρέες και την αγάπη των φίλων και των συγγενών, πάντα όμως ανάμεσα στις τύψεις, που εγώ κωλοβαράω ενώ άλλοι δουλεύουνε κι εγώ τώρα καλοπερνάω και που να πάρει η ευχή άλλοι σε δέκα μέρες γράφουν ένα κουαρτέτο κι εγώ δεν μπορώ να σταυρώσω νότα, να συγκεντρωθώ, να δημιουργήσω - σαν του Ραβέλ το Μπολερό, κρεσεντάρουν - μα ούτε και να περάσω ξέγνοιαστα μπορώ, άντε να περάσουν οι μέρες να τα μαζέψουμε να φύγουμε να γυρίσουμε στον Πειραιά, να κάτσω να συγκεντρωθώ να γράψω, άντε επιτέλους φεύγουμε πίσω, να πάρει ο διάολος τι στην ευχή θα κάνω με αυτές τις βαλίτσες, πιο ασήκωτες απ’ όταν τις φέρναμε, άντε και τις φορτώσαμε στο τζιπ, πάλι αγκαλιές φιλιά στο λιμάνι, και τις ανέβασα στο καράβι, το ταξίδι σαν υπόθετο, και τις κατέβασα και τις φόρτωσα στο ταξί και τις ξεφόρτωσα και τις ανέβασα στο σπίτι, ξανά και ξανά συνειδητοποιώ: η βαρύτερη αποσκευή μου είμαι εγώ.
Στην ανάρτηση αυτή, όσο το επιτρέπει ο χώρος, γίνεται μια προσπάθεια να δοθούν οι απαραίτητες πληροφορίες που θα βοηθήσουν τον ακροατή να προσεγγίσει ιστορικά, φιλολογικά και μουσικολογικά την εποχή των τραγουδιών της συλλογής. Για τους ερευνητές περιορίζομαι σε κάποιες πολύ γενικές αναφορές, που αφορούν κυρίως στην προσωπική μου ματιά στο θέμα. Παραπέμπω κάθε ενδιαφερόμενο στην βασική του θέματος βιβλιογραφία, απ’ όπου μπορεί να διεισδύσει βαθύτερα σε ό,τι τον ενδιαφέρει.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΑΖΑΡΑΚΗ: «ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΑΠΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ» Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΝΑΚΑΣ, ISBN 960-290-192-6 BERTRAND BOUVIER «ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΙΒΗΡΩΝ» Έκδοση ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ (Μέλπως Μερλιέ), Αθήνα 1960.
ΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ
1. Θλίβει με τούτος ο καιρός, τραγούδι: Δ.Α. Μαστροσπύρος, 06΄.10΄΄ 2. Τ’ αηδόνια της Ανατολής, τραγούδι: Σ.Μπάκα, 07΄.19΄΄ 3. Όλοι τα σίδερα βαστούν, τραγούδι: Γ.Αρβανίτης, 04΄.49΄΄ 4. Κάλεσμα κάμνει ο βασιλιάς, τραγούδι: Γ.Χατζημιχελάκης, χορωδία 06΄.15΄΄ 5. Εις τα ψηλά παλάτια, τραγούδι: Γ.Χατζημιχελάκης, 03΄.08΄΄ 6. Όταν λαλήση ο πετεινός, τραγούδι: Γ.Αρβανίτης, 03΄.44΄΄ 7. Όλα τα Δωδεκάνησα, τραγούδι: Σ.Μπάκα, 04΄.37΄΄ 8. Θωρείς τον τόν αμάραντο, τραγούδι: Σ.Μπάκα, 05΄. 18΄΄ 9. Άλλοτες όταν εκούρσευαν, τραγούδι: Γ.Χατζημιχελάκης, 05΄.32 10. Άγριον πουλί μερώθου μου, τραγούδι: Α.Δ.Μαστροσπύρος, Γ.Χατζημιχελάκης, Κ.Γράμπας, Γ.Αρβανίτης, 06΄.29΄΄ 11. Διώχνεις με μάνα, διώχνεις με τραγούδι: Σ.Μπάκα, 05΄.43΄΄ 12. Εις σε ψηλά βουνά, τραγούδι: Γ.Αρβανίτης, Κ.Γράμπας, χορωδία, 06΄.08΄΄
Τα τραγούδια και οι στίχοι
Περιλαμβάνονται μόνον οι στίχοι που έχουν τραγουδηθεί και λίγα απαραίτητα ερμηνευτικά.
1.Θλίβει με τούτος ο καιρός (Μονής Ιβήρων, χφ 1203)
Θλίβει με τούτος ο καιρός, λυπεί με ο χρόνος τούτος,
οι μήνες όλες πταίγουν με κι όλες οι εβδομάδες
και τι να γεν’ ο ταπεινός και τι να ποίσ’ ο ξένος.
Γυρεύω φίλον καρδιακόν να με παρηγορήση
και δεν ευρίσκω ΄δε τινάν, μα τι να γεν’ ο ξένος.
Επήρα στράτα της αυγής κι η στράτα οδηγεί με,
εις περιβόλι μ’ έβγαλεν μυριοφυτεμένον.
Κι εκ των δενδρών τον μυρισμόν κι από την ηδονήν των
Εκιλαδούσαν τα πουλιά κι όλος ανεκουφίστην.
Κι ένα πουλί καθέζετο κι εμένα παρηγόρα……..
Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης,
στου Φιλαδέλφου τον βουνόν, στου Φιλαδέλφου τ’ όρος
για συναχθήτε μιαν μεριάν να ποίσω περιβόλι
να κόψω μήλον της φιλιάς, κυδώνι της αγάπης,
δαμάσκηνον με το κλαδί, σταφύλι με το κλήμα.
Φιλάδελφος: δεν πρόκειται περί τοπωνυμίου, «φιλάδελφος» στην χιακή και κρητική διάλεκτο, αλλά και σε πολλά νησιά του αιγαίου ονομάζεται ο γυπαετός.
3.Όλοι τα σίδερα βαστούν (Μονής Ιβήρων, χφ 1203)
Όλοι τα σίδερα βαστούν κι όλοι στην φυλακή είναι
κι ο ταπεινός ο Κωνσταντής δεν ημπορεί ‘πομένει,
γιατ’ είν’ τα σίδερα βαριά κι η φυλακή κλεισμένη.
- Χριστέ, να ‘ρράγη η φυλακή, να τσακιστούν οι θύρες,
να ‘πέφταν και τα σίδερα να έβγαινε ο καλός μου,
να έβγαινεν ο Κωνσταντής ο πολυαγαπημένος,
πόχω καιρόν να τον ιδώ, χρόνους να του μιλήσω.
4.Κάλεσμα κάμνει ο βασιλιάς (Μονής Ιβήρων, χφ 1203)
Κάλεσμα κάμνει ο βασιλιάς, κάλεσμα κάμνει αφέντης,
κι όλους τους άρχοντες καλεί κι όλον τ’ αρχοντολόγι.
Ήτον και πρωτοκαλεστής ο Διγενής Ακρίτης.
Εκάλεσεν ο Διγενής την Ευδοκιά στον γάμον:
«Έλα και συ κυρά Ευδοκιά, στου βασιλέως τον γάμον»……
5.Εις τα ψηλά παλάτια (Μονής Ιβήρων χφ 1203)
Εις τα ψηλά παλάτια,στα ‘μορφα βουνά
χήρας υιός σταβλίζει τρι’ άλογα γοργά
τον Μαύρον και τον Γρίβον και τον Πέπανον
6.Όταν λαλήση ο πετεινός (Μονής Ιβήρων χφ 1203)
Όταν λαλήση ο πετεινός κι οι εκκλησιές σημαίνουν
μάνα υιόν εστόλιζε να πα να μεταλάβη,
να μεταλάβη μια βολά, να μεταλάβη δύο,
να μεταλάβη τρεις βολές, να σώσει την ψυχή του.
Ομπρός υπάγ’ η μάνα του, ξοπίσω η αδερφή του
στη μέση υπάγει ο νιούτσικος σαν μήλο μαραμένο.
7. Όλα τα Δωδεκάνησα (Μονής Ιβήρων χφ 1203)
Μπαρμπαρόσα
Όλα τα δωδεκάνησα στέκουν αναπαμένα
κι η Πάρος η βαριόμοιρη στέκεται αποκλεισμένη.
Κι όσοι την ξεύρουν κλαίουν την κι όλοι τηνε λυπούνται,
Μα σαν την κλαίγ’ η Δέσποινα κανείς δεν τήνε κλαίγει:
«Πάρο, και τι σου ωργίστηκεν αυτός ο Παρπαρούσος;»
Δευτέρα μέρα πρόβαλε τα κάτεργα στην Πάρο,
άλλοι λέγουν Βενέτικα, άλλοι τ’ Ανδρέα Δόρια.
Παρπαρούσος: ο Τούρκος ναύαρχος Χαϊρεντίν, ο επιλεγόμενος «Μπαρμπαρόσα», λεηλάτησε την Πάρο στα 1537 Ανδρέα Δόρια: Andrea Doria,φημισμένος Γενουάτης τυχοδιώκτης, στην υπηρεσία του Ισπανού βασιλέα Καρόλου του Ε΄, πολεμούσε τους Τούρκους από το 1534.
8.Θωρείς τον τον αμάραντο (Μονής Ιβήρων χφ 1203)
- Θωρείς τον τον αμάραντον πώς κρέμεται στο βράχο
και τρων τον τ’ άγρια πρόβατα κι αλησμονούν τ’ αρνιά τους;
Κι απ’ αυτόν έφαγα κι εγώ κι απαλησμόνησά σε.
- Ειπέ μου, πού έπιες το νερόν και πού έφας το βοτάνι;
- Στην Άρταν έπια το νερόν, στην Κύπρον το βοτάνι,
κι ανάμεσα στον Γαλατάν απαλησμόνησά σε.
9.Άλλοτες όταν εκούρσευαν (Μονής Ιβήρων χφ 1203)
πρόσφυγες από κούρσεμα (από χειρόγραφο του 16ου αιώνα)
Άλλοτες, όταν εκούρσευαν οι Τούρκοι την ταπεινήν την Πόσναν
και του Πογδάνου τον υιόν επήρασιν οι Τούρκοι.
Την μάνα του στην ξενιτειάν γράφει γραφήν και στέλνει.
Πόσναν: Μπόσνα (Βοσνία). Πογδάνου: Bogdan τουρκιστί ο Μολδαβός, το όνομα το έφεραν πολλοί ηγεμόνες της Μολδαβίας. Το «Π» εδώ είναι μάλλον ορθογραφικό για να αποδώσει ένα ελαφρύ μπ της τουρκικής. Η άλωση της Μπόσνας έγινε το 1463. Πρόσωπα που μπορεί να σχετίζονται με «του Πογδάνου τον υιόν» είναι, είτε ο Σιγισμούνδος, γιος του τελευταίου βασιλιά της Βοσνίας Στεφάνου Τομάσεβιτς είτε, δια του συμφυρμού, ο γιος του Πογδάνου του Β΄ Στέφανος ο Καλός, βασιλιάς της Μολδαβίας (1449-1451)
Άγριον πουλί, μερώθου μου και γένου μερωμένον,
ω χρυσόν, ω χρυσόν πουλί,
Πουλί, μηδέν φουμίζεσαι και δεν ψηλοκρατιέσαι,
μη δης, πουλί, τον θάνατον στου κυνηγού τα χέρια
και τα χρυσά σου τα πτερά οι κάμποι τα γεμίσουν.
Πουλί, κατέβα σε κλαδί και ‘σέβα ‘ς περιβόλι
Να σε ποτίζω κρύον νερόν, να σε ποτίζω μόσχον.
μερώθου: ημέρωσε, φουμίζεσαι: φημίζεσαι, ‘σέβα ‘ς: μπες σε
11. Διώχνεις με μάνα, διώχνεις με (Μονής Ιβήρων χφ 1203)
Διώχνεις με, μάνα, διώχνεις με, κι εγώ πηγαίνει θέλω,
να κάμης χρόνο να με ιδής και δυο να με συντύχης,
να κάμης τρεις και τέσσερεις να κάτσης μετ’ εμένα.
«Μηνά ‘δετε, διαβάτες μου, τον υιόν μου εις τα ξένα;».
«Αν δήτε τη μανίτσα μου, μηδέν με μολογήτε».
12. Εις σε ψηλά βουνά (Μονής Ξηροποτάμου χφ 262)
Εις σε ψηλά βουνά, εις όρος χιονισμένον
Κάθεται ν-αϊτός στα χιόνια μαργωμένος
Και περικαλεί τον ήλιο ν’ ανατείλει.
«Ήλιε μου ανέτειλε να λειώσουσιν τα χιόνια,
πώς εμάργωσα δεν ημπορώ πετάξω.»
μαργωμένος: ξυλιασμένος, κοκκαλιασμένος απ’ το κρύο
Τα χειρόγραφα, ο γραφέας, η μουσική γραφή
γλέντι (από γραβούρα του 17ου αιώνα)
Στην παρούσα μουσική έκδοση έχουν περιληφθεί έντεκα από τα δεκατρία τραγούδια , του χειρογράφου 1203 της Μονής Ιβήρων, που έφερε στο φως ο φιλόλογος Σπυρίδων Λάμπρος το 1880, ενώ περιλαμβάνονται και δύο από τα τρία τραγούδια από το χειρόγραφο 262 της Μονής Ξηροποτάμου που εντόπισε, μελέτησε και καταλογογράφησε πρώτος ο μουσικολόγος Γρηγόριος Στάθης το 1975. Το τραγούδι 2 του cd «Τ’ αηδόνια της ανατολής» απαντάται και στις δύο συλλογές.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι τα χειρόγραφα των τραγουδιών του κώδικα της Μονής Ιβήρων, ο Σ. Λάμπρος τα ανακάλυψε όταν, περιεργαζόμενος ένα «Κρατηματάριο»* του 17ου αιώνα, το εξώφυλλο (στάχωμα) του βιβλίου «έσπασε» και αποκολλήθηκαν τα φύλλα χαρτιού που το αποτελούσαν. Τα φύλλα αυτά περιείχαν δεκατρία τραγούδια, μάλλον προχειρογραμμένα, και αυτός είναι και ο λόγος που ο γραφέας του «Κρατηματαρίου» τα χρησιμοποίησε για να φτιάξει εξώφυλλο.
Ο γραφέας του «Κρατηματαρίου» αυτοπαρουσιάζεται σημειώνοντας στο χειρόγραφο:
«το παρόν κρατηματάριον εγράφη δια χειρός εμού Αθανασίου του ευτελούς του και ιερομονάχου λίαν αμαθούς. Εκ πόλεως Θεσσαλονίκης το γένος αθηναίος. Το επίκλην Καπετάνος εκ της Μονής των Ιβήρων. Και οι αναγινώσκοντες αυτό εύχεσθε υπέρ εμού και μη καταράσθε δια το έχειν εν αυτώ ου μικρά σφάλματα».
Ο B.Bouvier θεωρεί ότι πίσω από αυτήν την ταπεινόφρονα αυτοπαρουσίαση κρύβεται ο μουσικολογιώτατος Αθανάσιος μοναχός, ή Αθανάσιος ιερομόναχος, ή Αθανάσιος Ιβηρίτης του οποίου συνθέσεις απαντώνται σε χειρόγραφες συλλογές του 18ου και 19ου αιώνα, αιώνες αναγνώρισης της συνθετικής του αξίας. Και κατά τον B.Bouvier, ο Αθανάσιος είναι και ο (κατα)γραφέας της συλλογής των 13 τραγουδιών.
Η συλλογή του Αθανασίου, είναι ιδιαίτερα σημαντική επειδή δεν περιορίζεται στην απλή καταγραφή των στίχων, όπως συμβαίνει σε παλαιότερες συλλογές του 15ου και 16ου αιώνα, αλλά παραδίδει και το μουσικό κείμενο. Η ποικιλία ύφους των τραγουδιών τόσο σε περιεχόμενο, γλώσσα, μετρική, όσο και σε μουσική φόρμα προσδίδει στη συλλογή την αξία μιας ανθολογίας. Προσωπικά, δεν αποκλείω διόλου το ενδεχόμενο κάποια από τα τραγούδια αυτά να είναι αυθεντικές καταγραφές όπως π.χ. το τραγούδι 7 «Όλα τα δωδεκάνησα», ενώ κάποια άλλα, όπως το 1 «Θλίβει με τούτος ο καιρός» να είναι συνθέσεις του Αθανασίου πάνω σε δικούς του ή προϋπάρχοντες στίχους ή έστω μουσικές διασκευές παλαιοτέρων μελών. Ούτως ή άλλως, πιστεύω, ότι η μουσική σημειογραφία που χρησιμοποιεί ο Αθανάσιος, όντας σημειογραφία προορισμένη να υπηρετεί το εκκλησιαστικό μουσικό ύφος, θα πρέπει να έφερε τον Αθανάσιο πολλές φορές σε αμηχανία, καθώς προσπαθούσε με αυτήν να καταγράψει κοσμική μουσική, ή έστω μια μουσική που αφίσταται του εκκλησιαστικού ύφους. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι προσπαθώντας να αποδώσει τον ρυθμό «συνάζει» τα σημαδόφωνα, είτε με λιγοστά βασικά κόκκινα συνάγματα, είτε με την αντιστοίχιση τους σε συλλαβές, αξιοποιώντας παράλληλα την ρυθμική σημασία που μπορεί να προσδώσει η οριζόντια και κατακόρυφη κατανομή των σημαδιών πάνω από μία συλλαβή, γεγονός που εύστοχα εντοπίζει και η Δέσποινα Μαζαράκη. Υπ’ αυτήν την έννοια η μουσική σημειογραφία του Αθανασίου σε αυτή τη συλλογή, θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια απλουστευτικής προσαρμογής της παλαιότερης μουσικής σημειογραφίας του Κουκουζέλη στις ανάγκες του «εξωτερικού» (μη εκκλησιαστικού) μέλους. Και συνολικά μπορούμε να πούμε ότι οι αδυναμίες ή έστω οι δυνατότητες του σημειογραφικού συστήματος αυτού, έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην όλη μουσική καταγραφή των μελών. Μοιάζει, δηλαδή, λιγότερο η σημειογραφία να προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις του μέλους και περισσότερο το μέλος στις δυνατότητες της σημειογραφίας.
*Κρατηματάριο: συλλογή εκτεταμένων περίτεχνων μελών που η μορφολογική ανάπτυξή τους βασίζεται σε οργανικές φόρμες
Το μουσικό ύφος της εποχής και η σύγχρονη αισθητική ματιά
χορός στην Πάρο (γκραβούρα του 17ου αιώνα)
Θεωρώ, ότι τα τραγούδια αυτά, πλην ίσως του «Όλα τα δωδεκάνησα» και του «Όταν λαλήσει ο πετεινός», που μοιάζουν περισσότερο ιδιωματικά, τα τραγούδια αυτά λοιπόν, έχουν μεγάλη εγγύτητα ύφους με το καλούμενο αραβοπερσικό. Ο όρος «αραβοπερσική μουσική», σημαίνει ό,τι και οι όροι «εξωτερικόν μέλος» ή «θύραθεν μουσική» για τους Βυζαντινούς, σχετιζόμενος όχι μόνον με την επίσημη λόγια κοσμική μουσική, αλλά και την λόγια οθωμανική ποίηση. Δεν θα πρέπει δε να μας παραπλανά ο όρος και να θεωρήσουμε ότι το ύφος αυτό είναι κάτι ξένο προς την ελληνική μουσική παράδοση. Είναι ένας όρος που αναφέρεται στο ύφος της επίσημης αυλικής μουσικής, μουσικού είδους παλαιάς καταγωγής, με βάσεις θεωρητικές στην αρχαιοελληνική μουσική, που έζησε παράλληλα με την εκκλησιαστική μουσική στην πολυεθνική εποχή του Βυζαντίου και κληροδοτήθηκε στην επίσης πολυεθνική μεταβυζαντινή Οθωμανική εποχή, καλλιεργούμενο από Έλληνες, Αρμένιους, Εβραίους, Πέρσες και Τούρκους μουσικούς, οι οποίοι ήσαν μεταξύ των σε έντονο ανταγωνισμό, όπως μαρτυρεί η σχετική ιστορική παράδοση - και σε ανταγωνισμό βρίσκονται οι διάφορες μουσικές πιάτσες όταν υπηρετούν κατά βάση το ίδιο είδος. Αυτό το είδος-ύφος που οι ομοεθνείς μας θεωρητικοί συγγραφείς του 18ου και 19ου αιώνα (Κύριλλος Μαρμαρηνός, Στέφανος Δομέστιχος, Παναγιώτης Κηλτζανίδης) ονομάζουν ταυτόχρονα «εξωτερικό μέλος» και «αραβοπερσική μουσική» είναι ουσιαστικά η επίσημη κοσμική μουσική. Αυτό το είδος μουσικής ακτινοβολεί και οι τοπικές δημοτικές παραδόσεις επηρεάζονται από αυτό. Θα πρέπει αυτήν την εποχή να μάθουμε να την βλέπουμε να μοιάζει περισσότερο με την δική μας, όπου έχουμε μια διεθνώς αποδεκτή «μαζική» μουσική κουλτούρα και τις ιδιαίτερες εθνικές μουσικές.
Με αυτή τη ματιά, ενορχήστρωσα τα κομμάτια, και σαφώς προσανατόλισα το ύφος του παιξίματος των οργάνων. Περιόρισα την ορχήστρα στα όργανα εποχής (σαντούρι, νέι, λύρα, ταμπουράδες, κρουστά), αλλά δεν αισθάνθηκα διόλου δεσμευμένος ως προς την κατακόρυφη μουσική δομή, καθώς και την ηχοχρωματική ποικιλία που μπορεί να γεννηθεί από διάφορες τεχνικές παιξίματος, ακόμα και αν αυτές δεν θεωρούνται υπό την στενή έννοια παραδοσιακές. Άλλωστε, δεν λείπουν τα τεκμήρια και οι πληροφορίες ότι ανάλογοι πειραματισμοί είχαν γίνει ήδη από την εποχή του 17ου αιώνα. Επίσης, η «ηχητική εικόνα» του δημοτικού μας τραγουδιού, την οποία γνωρίζουμε μέσα από τις ηχογραφήσεις του 20ου αιώνα, δεν πρέπει να θεωρείται πρότυπο αυθεντικότητας, διότι αντικατοπτρίζει τις επιλογές των μουσικών του 20ου αιώνα, δηλαδή μιαν αισθητική που κάτι διατήρησε από το παλιό και κάτι καινούργιο έφερε. Όταν, ενορατικά προσεγγίζουμε μιαν εποχή της οποίας δεν υπήρξαμε αυτήκοοι μάρτυρες, πιστεύω θα πρέπει να είμαστε ανοιχτοί, ή τουλάχιστον να συμπεριφερθούμε σαν να είμαστε εμείς οι μουσικοί της. Σαν λόγιος μουσικός του 17ου αιώνα, θα γνώριζα το αραβοπερσικό ύφος, θα γνώριζα τις αρμονικές κατακτήσεις της δύσης, θα ήθελα να πειραματίζομαι με τον ήχο. Αυτό κάνω και τώρα. Έτσι σε πολλές περιπτώσεις αναπτύσσω την ετεροφωνία, καθώς και ανεξάρτητες συνηχητικές γραμμές, ακόμα και αρμονία, ενώ δεν φοβούμαι να χρησιμοποιήσω ηχοχρώματα π.χ. αρμονικών στα έγχορδα ή να «προετοιμάσω» το λαούτο και να παράγω από αυτό ήχους κρουστού. Κι αυτό γιατί δεν θεωρώ την εφευρετικότητα προνόμιο μιας εποχής. Όπως επίσης θεωρώ το γεγονός του ότι δεν υπήρξαμε αυτήκοοι της μουσικής του 16ου αιώνα, μας επιβάλλει, μάλλον παρά μας αποτρέπει, να την οραματιστούμε απροκατάληπτα.
Η ανασύνθεση των τραγουδιών γενικά
Στην μουσική ερευνητική και ερμηνευτική προσέγγιση αυτών των τραγουδιών βασίστηκα κατά πολύ στην εργασία της Δέσποινας Μαζαράκη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις προθεωρίες Παπαδικής καθώς και το Θεωρητικό του Απόστολου Κωνστάλα μέσα και από την σχετική μελέτη του μουσικολόγου Γρηγορίου Στάθη. Επίσης σε ό,τι αφορά στην θεωρία των ήχων (την διάρθρωση των κλιμάκων τους, των γενών και των διαστημάτων) μελέτησα τα σχετικά θεωρητικά συγγράμματα του Κύριλλου Μαρμαρινού (18ος αι.) καθώς και όλα τα έντυπα θεωρητικά συγγράμματα του 19ου αιώνα. Επίσης έλαβα υπ’ όψιν μου τις σχετικά πρόσφατα εκδεδομένες μελέτες του O.Wright πάνω στη μουσική συλλογή του Καντεμίρογλου (18ος αι.). Τέλος σπουδαιότατη συμβολή στη διαμόρφωση μιας μετρικής αντίληψης για το μουσικό είδος αυτής της συλλογής, υπήρξαν οι δημοσιευμένες επιστημονικές ανακοινώσεις του φίλου μου Γιάννη Αρβανίτη, καθώς και οι συχνές άτυπες μουσικολογικές συζητήσεις και αναδιφήσεις μας μεταξύ καφέ και ούζου.
Οι ήχοι, τα γένη και τα διαστήματα Διάτονο μαλακό. Τα τραγούδια της συλλογής, ως επί το πλείστον κινούνται στο διατονικό γένος πλην κάποιων εξαιρέσεων όπου το μέλος τους σε κάποιες καταληκτικές φράσεις ερωτοτροπεί με το χρώμα. Ο βασικός προβληματισμός μου ήταν στο ποιο θα είναι το τονικό ύψος του Μι-Βου (Σεγκιάχ) και των κάτω και άνω Σι-Ζω (Αρακ και Εβιτζ). Οι μελέτες του O.Wright, αλλά και οι δικές μου προσωπικές μελέτες με οδήγησαν να επιλέξω ένα τονικό ύψος που τόσο τα Μι όσο και τα Σι για το μαλακό διάτονο θα έπρεπε να είναι κατά ένα τέταρτο του τόνου χαμηλότερα από αυτά της Δυτικής Μουσικής, και οπωσδήποτε χαμηλότερα από τα θεωρητικώς προσδιορισμένα από τα σύγχρονα περί την Εκκλησιαστική μας Μουσική Θεωρητικά. Οι αποστάσεις δηλαδή των Μι και Σι από τους , αδιαμφισβήτητου ύψους, φθόγγους Πα- Ρε-Δουγκιάχ και Κε-Λα-Χουσεϊνί είναι πολύ κοντά στο διάστημα του ελάσσονος τόνου του Χρυσάνθου 11/12, (ο ελάσσων τόνος 11/12 είναι 0,91666666 του όλου της χορδής, ενώ ο ελάσσων 3/4 του μείζονος τόνου είναι 0,91700404). Επ’ αυτής της βάσεως, κουρδίσαμε στο σαντούρι όλα τα μι και σι χαμηλά και πάνω σε αυτό το κούρδισμα προσαρμόστηκαν τα «τυφλά» όργανα (λύρα, νέι, ούτι) καθώς και οι φωνές. Διάτονο σκληρό. Για το σκληρό διάτονο διατηρήσαμε το λεγόμενο φυσικό δυτικό κούρδισμα, το βασισμένο στον μείζονα τόνο και τα ημιτόνια. Χρώμα. Το βασικό τετράχορδο του χρωματικού γένους, όσον αφορά στην οργανική μουσική του «εξωτερικού μέλους», όταν το Μιd-Σεγκιάχ είναι τόσο χαμηλό, σύμφωνα και με τον Καντεμίρογλου και με τον Κύριλλο τον Μαρμαρηνό και τον Στέφανο Δομέστιχο, απαρτίζεται από τους φθόγγους:
Πα- Ρε-Δουγκιάχ, Βου-Μιd-Σεγκιάχ, Γα#-Φα#-Χιτζάζ, Δι-Σολ-Νεβά
Ως εκ τούτου ο φθόγγος Βου-Μιd-Σεγκιάχ είναι κοινός και στο μαλακό διάτονο και στο χρώμα.
Έλξεις. Τα τόσο χαμηλωμένα μι και σι καθιστούν, στην οργανική τουλάχιστον μουσική μη απαιτητές τις έλξεις των Δ΄ ήχων, ρε# προς μι και λα# προς σι, κάτι το οποίο επιβεβαιώνουμε και στα καταγεγραμμένα από τον Καντεμίρογλου οργανικά κομμάτια της εποχής. Η μόνη έλξη που εφαρμόζεται είναι αυτή του Ζω ύφεση (Σιb, Ατζέμ), όπου κρίνεται μουσικώς απαραίτητο και απαιτητό από την πορεία του μέλους και την θεωρία των ήχων.
Τα ανωτέρω, επιβεβαιώνονται και από τα ισχύοντα στην αραβική και περσική μουσική παράδοση και αιτιολογούνται για την εποχή του 16ου και 17ου αιώνα, αν δεχτούμε ότι το επίσημο ύφος της εξωεκκλησιαστικής μουσικής, της «εξωτερικής», στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, είναι το λεγόμενο «αραβοπερσική μουσική».
Η ανασύνθεση του μέλους των τραγουδιών.
Όπως προείπα, βάση για την εργασία μου υπήρξε η εργασία της Δ.Μαζαράκη. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην ερμηνεία της παλαιάς γραφής σε σχέση με τα συγκεκριμένα τραγούδια, η θεώρησή της με βοήθησε ουσιαστικά. Μελετώντας τις ερμηνείες της και χωρίς να διαφωνώ με την ερμηνευτική της θεωρία, το γεγονός ότι θεωρεί τα τραγούδια αυτά ως «καθιστικά» εν παραλλήλω με μία μηχανιστική εφαρμογή των ερμηνευτικών οδηγιών των Προθεωριών και του Θεωρητικού του Κωνστάλα, θεωρώ ότι την οδηγεί σε μία ερμηνεία όπου ο ρυθμός, υπό την μορφολογική προοπτική, απουσιάζει, μιας και η παράθεση δισήμων τρισήμων κλπ, αν δεν δημιουργεί ρυθμικούς κύκλους, δεν δημιουργεί σφιχτή ρυθμική φόρμα, αλλά ελεύθερη. Βέβαια, η άποψή της είναι μία πολύ σεβαστή άποψη. Όμως στη δημοτική μας παράδοση πολλά τραγούδια θεωρούνται «καθιστικά», δεν χορεύονται, ωστόσο στηρίζονται σε απλά ή σύνθετα μέτρα ή και σε ρυθμικούς κύκλους. Εξ αυτού ορμώμενος δοκίμασα κάτι διαφορετικό, χωρίς να βιάσω διόλου τα όσα το παραδεδομένο από τον Αθανάσιο μουσικό κείμενο καταγράφει. Δεδομένου ότι τα μόνα αδιαμφισβήτητα είναι τα τονικά ύψη των σημαδοφώνων, δοκίμασα να εντάξω τα υπέρ μία συλλαβή συναγμένα σημαδόφωνα, καθώς και τα με κόκκινα και μαύρα συνάγματα συναγμένα, σε μία κυκλική ρυθμική προοπτική, θεωρώντας ρευστή την ρυθμική ερμηνεία τους όσο και την ερμηνεία του καταληκτικού σημαδιού του λεγόμενου αποδέρματος ή αποδόματος, ρευστή αλλά εκ των υστέρων αιτιολογούμενη, εφόσον το φορμαλιστικό αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό. Επίσης, το σπουδαίας σημασίας θέμα της χρονικής αγωγής, το οποίο δεν προσδιορίζεται από την σημειογραφία του Αθανασίου, καθώς και το θέμα της δυναμικής και της έκφρασης, διαμορφώθηκαν κατ΄ εκτίμησιν. Προς αυτήν την κατεύθυνση με όπλισε η ιδιότητα του συνθέτη. Επιθυμούσα ένα αποτέλεσμα το οποίο να με ικανοποιεί αισθητικά και το οποίο να αιτιολογείται αλλά και να αιτιολογεί τις ερμηνευτικές επιλογές και δυνατότητες που αφήνει η ασαφής ρυθμικά παλαιά σημειογραφία. Γνωρίζοντας λοιπόν ότι πολλοί μουσικολόγοι θα αντιμετωπίσουν με επιφυλακτικότητα την εργασία μου αυτή, δεν διατείνομαι ότι ερμήνευσα, ή κατά το προσφιλές «εξήγησα» τα τραγούδια της συλλογής, αλλά, μάλλον ως συνθέτης, τα ανασυνέθεσα, έτσι που να με ικανοποιούν ως δικές μου συνθέσεις.
Ευχαριστίες: Πρώτιστα θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του Δημοτικού Ωδείου Πετρούπολης, Αντιδήμαρχο, κ. Νίκο Σακούτη, καθώς και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, που αφειδώς και με ζήλο στήριξαν την παραγωγή αυτή. Ευχαριστώ, τους συνεργάτες μου μουσικούς και τραγουδιστές για την προσφορά τους και ιδιαιτέρως την Αγγελίνα Τκάτσεβα-Σταθοπούλου και την Σπυριδούλα Μπάκα που αφιέρωσαν πολύ χρόνο σε δοκιμές, ώστε να διαμορφώσω μια πρώτη αισθητική εικόνα. Τους φίλους μου Ανδρέα Ρούσση, Γιώργο Σεργάκη και Λάμπρο Φύκαρη που με τις συνακροάσεις των ηχογραφήσεων με ενθάρρυναν στις αισθητικές μου επιλογές. Τέλος, ευχαριστώ τον ηχολήπτη μας Σωτήρη Παπαδόπουλο, που πέραν από την άψογη τεχνικώς εργασία του, μας ξεκούραζε με την ζεστή, ευγενική έως καρτερική στάση του στις δύσκολες ώρες των ηχογραφήσεων.
Ο Silezukuκ διάλεξε μερικά πλάνα από τα χιλιόμετρα γυρισμάτων που ο Αϊζενστάιν προόριζε να αποτελέσουν υλικό για την περίπου μιας ώρας ταινία του ¡Que viva México!. Καλύτερα να την είχε ονομάσει «Mexican Odyssey»….
Ο Silezukuk έφτιαξε με λιγότερο από 80 πλάνα (μερικά από αυτά επαναλαμβανόμενα) ένα μικρό ταινιάκι διάρκειας ούτε 5 λέπτων. Μου ζήτησε να του προσαρμόσω μια μουσική, αλλά ….. να μην κουραστώ. Εγώ πάλι θεώρησα ότι μου έδινε παραγγελία ο ίδιος ο Αϊζενστάιν. Οπότε προσπάθησα ό, τι καλύτερο μπορούσα.
Τα γυρίσματα του Αϊζενστάιν, όπως .... αναμένεται είναι «βουβά» - 1931 γαρ. Έτσι, προσπάθησα να ενοποιήσω σε μία μουσική φόρμα ως ρυθμικά και μελωδικά στοιχεία ήχους περιβάλλοντος (δανεισμένους από σχετικές βιβλιοθήκες ήχων για σινεμά), μια λούπα - ένα μικρό απόσπασμα από ένα κομμάτι γιορτινό που έπαιζε μια μπάντα από την Oaxaca, ήχους κρουστών και ρυθμικά patterns για να επιτονίσω τη μπάντα και να «δέσω» το σύνολο του φιλμ, μερικές μακρόσυρτες συγχορδίες από συνθεσάϊζερ σε αντίθεση με μια συνεχώς μεταφερόμενη και σταδιακά αποκαλυπτόμενη νοηματικά φράση ενός πιάνου … όλα αυτά μαζί με την έμμονη καμπάνα που χτυπά καθώς τα πλάνα εναλλάσσονται.
20241028 οκτώ φωτογραφίες από την αμανή
-
ένα βιαστικό κύκλο έκανα στην αμανή, είδα στα γρήγορα πολλές μικρές
εικόνες, δεκάδες άνθρωποι διάσπαρτοι εδώ και κει μάζευαν ελιές, η μυρωδιά
του πεύκου, ...
PALESTRINA = Missa: Ad Fugam
-
*Σ*ε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης μια αντιγραφή της Missa Ad Fugam
του Palestrina. Οι ελεύθερες εκδόσεις που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο είτε
είναι ...
I am not Athenian
-
Με διάφορες αφορμές, βρέθηκε ξανά εμπρός μου ένα εντυπωσιακό κείμενο, το
οποίο πρωτάκουσα σε παράσταση έργου. Μια ανάγνωση μπορεί κανείς να ακούσει
στο ...
O τόπος μας
-
Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας-
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ' αλέτρι
καπνίζει μια μ...
εφτά του δεκαεφτά
-
*–Γιατί κοριτσάκι μένεις μόνο σου εδώ έξω, σ’ αυτή την παγωνιά;*
.
*–Δεν είμαι μόνη, είμαι με την αναμονή μου.**
.
.
.
Η αναμονή, η προσδοκία της ζωής. Η...
Λειτουργικό τραγούδι: Αλησμονώ και χαίρομαι.2.
-
Τώρα που γνωρίσαμε τα ρήματα, αναγνωρίζουμε κάποια χαρακτηριστικά τους. Το
τραγούδι μας ξεκινά με ένα ρήμα: αλησμονώ. Γνωρίζω το λησμονώ αλλά το
αλησμονώ...
εξαλείφοντας την πικρία....
-
Ο Χρόνος εκδικείται
εξαλείφοντας την πικρία....
Δράττομαι της ευκαιρίας να υπογραμμίσω τα λόγια αυτά του Μπερεκέτη, κατά
κόσμον Γεωργίου Χατζημιχελάκη, τ...