-Ποιον αγαπάς πιο πολύ; Τη μαμά σου ή τον μπαμπά σου;
-Τον καναπέ.
-Αχ, τι έξυπνο παιδάκι. Είδες πως το ‘φερε. Πανέξυπνο. Έλα ‘δω να σε τσιμπήσω πουλάκι μου. Φτου-φτου-φτου.
Και τώρα πρέπει το παιδάκι να κάνει και τις υπόλοιπες αηδίες: να πει τα ονόματα των δώδεκα θεών του Ολύμπου, να κάνει δύσκολες προσθέσεις, να φέρει τους ελέγχους του, καθώς και να απαντήσει σε απρόοπτες ερωτήσεις για φαινομενικά έξυπνα μικρά παιδιά, όπως, λόγου χάρη, «η τίγρις είναι αρσενικιά ή θηλυκιά;». Καθόλου δεν παρεξηγώ τους καλλιτέχνες των κέντρων διασκεδάσεως που παίρνουν κόκα για να τη βγάλουν. Εδώ μικρά παιδιά αναγκαζόμενα να επιδείξουν την εξυπνάδα τους, πηγαινοέρχονται πέρα-δώθε, απαντούν ετοιμόλογα σε κάθε είδους ερώτηση και εν τω μεταξύ αυτού του πέρα-δώθε βρίσκουν το μαγικό εκείνο χρονικό κενό που επιτρέπει μέσα του να βολευτεί μια επιδρομή στο ψυγείο για σοκολατάκια, παστάκια, μπακλαβαδάκια, πάστες ολόκληρες, εργολάβους, γιο-γιο. Τα φρουί-γλασέ και τα φρουί-ζελέ δεν μπαίνουν ψυγείο. Κανονικά, δεν μπαίνουν ούτε τα μπακλαβαδάκια. Διότι ως γνωστόν τα κρουστοειδή κρατάνε εκτός ψυγείου. Αλλά, άμα είναι γιορτή και έχουνε έρθει είκοσι επισκέψεις, θείοι, φίλοι, ξαδέρφια, νονοί, θειάδες, γιαγιάδες, τι να πρωτοπρολάβει η καημένη η μάνα;. Τα μπερδεύει και βάζει τα φρουί-ζελέ στο ψυγείο, αφήνει τα κουτιά τις πάστες έξω, τα ταψιά οι μπακλαβάδες στην οροφή του ψυγείου να μη μπορεί ένα παιδί να τους φτάσει, τα σοκολατάκια χύμα μέσα στην φοντανιέρα, να παίρνει όποιος θέλει όσα θέλει, και η καημένη η μάνα, που κάτι τέτοιες μέρες γίνεται οικοδέσποινα, να τρέχει πέρα δώθε πάνω στα τακούνια της και να ρωτάει: «Θέλετε να σας φέρω νεράκι;»
-Ποιον αγαπάς πιο πολύ πουλάκι μου;
Η κυρία που το ρώτησε αυτό, μόλις είχε πιει το τρίτο λικεράκι της. Θεώρησε δε, αυτονόητο ότι όταν ρωτάει «ποιον αγαπάς πιο πολύ;» εξυπακούεται «τον μπαμπά σου ή τη μαμά σου;». Τι να κάνει ένα παιδί σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Χάνει τον σεβασμό του, απλώς, για την κυρία που μετά το τρίτο λικεράκι, λέει μισά τα ολόκληρα. Αυτήν την μόλις πριν επιβλητική κυρία, που χαλάρωσε και δεν μπορεί να κρατήσει τα μπούτια της ενωμένα, και φαίνεται λίγο το βρακί της στο βάθος της φούστας της, άμα είσαι κοντό παιδάκι.
Η κυρία παίρνει είδηση το κοντό παιδάκι που κοιτάει ανάμεσα στα χαλαρωμένα μπούτια της, αλλά δεν δίνει σημασία να συμμαζευτεί. «Παιδάκι είναι, μικρό αγοράκι», σκέφτεται. Τόσο το καλύτερο για το αγοράκι.
-Τον καναπέ.
-Αχ, τι έξυπνο παιδάκι. Είδες πως το ‘φερε. Πανέξυπνο. Έλα ‘δω να σε τσιμπήσω πουλάκι μου. Φτου-φτου-φτου.
Και τώρα πρέπει το παιδάκι να κάνει και τις υπόλοιπες αηδίες: να πει τα ονόματα των δώδεκα θεών του Ολύμπου, να κάνει δύσκολες προσθέσεις, να φέρει τους ελέγχους του, καθώς και να απαντήσει σε απρόοπτες ερωτήσεις για φαινομενικά έξυπνα μικρά παιδιά, όπως, λόγου χάρη, «η τίγρις είναι αρσενικιά ή θηλυκιά;». Καθόλου δεν παρεξηγώ τους καλλιτέχνες των κέντρων διασκεδάσεως που παίρνουν κόκα για να τη βγάλουν. Εδώ μικρά παιδιά αναγκαζόμενα να επιδείξουν την εξυπνάδα τους, πηγαινοέρχονται πέρα-δώθε, απαντούν ετοιμόλογα σε κάθε είδους ερώτηση και εν τω μεταξύ αυτού του πέρα-δώθε βρίσκουν το μαγικό εκείνο χρονικό κενό που επιτρέπει μέσα του να βολευτεί μια επιδρομή στο ψυγείο για σοκολατάκια, παστάκια, μπακλαβαδάκια, πάστες ολόκληρες, εργολάβους, γιο-γιο. Τα φρουί-γλασέ και τα φρουί-ζελέ δεν μπαίνουν ψυγείο. Κανονικά, δεν μπαίνουν ούτε τα μπακλαβαδάκια. Διότι ως γνωστόν τα κρουστοειδή κρατάνε εκτός ψυγείου. Αλλά, άμα είναι γιορτή και έχουνε έρθει είκοσι επισκέψεις, θείοι, φίλοι, ξαδέρφια, νονοί, θειάδες, γιαγιάδες, τι να πρωτοπρολάβει η καημένη η μάνα;. Τα μπερδεύει και βάζει τα φρουί-ζελέ στο ψυγείο, αφήνει τα κουτιά τις πάστες έξω, τα ταψιά οι μπακλαβάδες στην οροφή του ψυγείου να μη μπορεί ένα παιδί να τους φτάσει, τα σοκολατάκια χύμα μέσα στην φοντανιέρα, να παίρνει όποιος θέλει όσα θέλει, και η καημένη η μάνα, που κάτι τέτοιες μέρες γίνεται οικοδέσποινα, να τρέχει πέρα δώθε πάνω στα τακούνια της και να ρωτάει: «Θέλετε να σας φέρω νεράκι;»
-Ποιον αγαπάς πιο πολύ πουλάκι μου;
Η κυρία που το ρώτησε αυτό, μόλις είχε πιει το τρίτο λικεράκι της. Θεώρησε δε, αυτονόητο ότι όταν ρωτάει «ποιον αγαπάς πιο πολύ;» εξυπακούεται «τον μπαμπά σου ή τη μαμά σου;». Τι να κάνει ένα παιδί σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Χάνει τον σεβασμό του, απλώς, για την κυρία που μετά το τρίτο λικεράκι, λέει μισά τα ολόκληρα. Αυτήν την μόλις πριν επιβλητική κυρία, που χαλάρωσε και δεν μπορεί να κρατήσει τα μπούτια της ενωμένα, και φαίνεται λίγο το βρακί της στο βάθος της φούστας της, άμα είσαι κοντό παιδάκι.
Η κυρία παίρνει είδηση το κοντό παιδάκι που κοιτάει ανάμεσα στα χαλαρωμένα μπούτια της, αλλά δεν δίνει σημασία να συμμαζευτεί. «Παιδάκι είναι, μικρό αγοράκι», σκέφτεται. Τόσο το καλύτερο για το αγοράκι.
8 σχόλια:
Ποιανού '60;
Και του '70 και του '80.
Τώρα μοιάζει να έχει εκλείψει το φαινόμενο. Ποιος μπορεί να είναι σίγουρος;
"Πού σου αρέσει πιο πολύ, εδώ ή στο σπίτι σου;" (στην εξοχή)
και άλλα παρόμοια που διαιωνίζονται χωρίς σκέψη, ακριβώς γιατί δεν χρειάζονται σκέψη για να διαιωνιστούν και γιατί αποτελούν εύκολη λύση απέναντι στην σιωπή της αμηχανίας.
Ρεπερτόριο θα λέγαμε.
Καλημέρες.
Αυτό, τώρα, το παιδάκι, για να είναι εις θέσιν να βλέπει το βρακί της (καθήμενης υποθέτω, επί του καναπέως) κυρίας, πολύ κοντό πρέπει νάναι, Μπερεκέτη μου. Η να σέρνεται στα πατώματα.
Διευκρινίστε, παρακαλώ, έχω αγωνία η αναγνώστρια!
:p
Τόσο το καλύτερο για το αγοράκι...
Προς composition doll: Μια εικόνα-χίλιες λέξεις.... ;(όντως έλειπε η εικόνα).
Κοίτα να δεις, λοιπόν, που ο Κοντορεβυθούλης ήταν συνομήλικος... Κι εγώ τον είχα για πολύ μεγαλύτερο!
Να προσθέσετε και το άλλο "σοφό" ερώτημα: Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις?
- Υπηρέτρια, απαντούσε η ξαδέρφη μου και τους άφηνε όλους άναυδους με την ... υπέρμετρη φιλοδοξία της. Μέχρι που της εξήγησαν και το άλλαξε σε .. γυναίκα (πιο χαριτωμένο, όσο να πεις).
υποκλίνομαι στη διερευνητική και αμιγώς επιθεωρητική ματιά του bambino saggio
είναι σαφές πως αναζητούσε το φύλον (ενν. της αναπαυόμενης χαλαρωμένης ημι-τίγρεος)
με ήρεσεν η διατύπωσις "bambino saggio"....
Δημοσίευση σχολίου