Το παίζαμε στη γειτονιά μου, στον Άγιο Νείλο στον Πειραιά, με τρεις ονομασίες "Κότσι", "Βεζύρης", "Ξυλίκι". Απόγονος υποτίθεται του αρχαίου "αστραγαλισμού" - ουδόλως αν το γνωρίζαμε, θα μας ενδιέφερε.
Χρησιμοποιούσαμε ένα αρνίσιο κότσι. Και έναν ξύλινο χάρακα, σαν αυτόν που κράδαιναν οι δάσκαλοι και οι δασκάλες στο σχολείο. Ελλείψει δε χάρακα, κάποιο βολικού σχήματος κλαδί. Και "ρίχναμε" το κότσι όπως το ζάρι, πάνω στο χώμα, ή και στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο.
Λόγω ανισομορφίας κάθε πλευρά έχει την ιδιαίτερή της προίκα πιθανοτήτων, και βεβαίως την αντίστοιχη τιμή της από το 1 ως το περιζήτητο 6 που είναι σχεδόν απίθανο να έρθει, γιατί η απέναντί του πλευρά, η στενότερη και κουρμπωτή, δεν μπορεί να κρατήσει την ισορροπία - μόνο κάποια μικρή πετρούλα στο χώμα ή κάποια ανωμαλία στη στρώση του τσιμέντου θα βοηθούσε να συμβεί το αναπάντεχο...
Ήταν ένα βάρβαρο παιχνίδι, αποκλειστικώς αγορίστικο. Ρίχναμε όλοι με τη σειρά και, ύστερα από αλλεπάλληλα ξεκαθαρίσματα, όποιος από το τελικώς εναπομείναν ζεύγος αντιπάλων έφερνε τη δυσκολότερη πλευρά, ανεκηρύσσετο Βεζύρης. Οι υπόλοιποι ... ραγιάδες. Βάι, βάι, βάι...
Εν συνεχεία οι ραγιάδες ρίχναν ένας-ένας με τη σειρά του το κότσι, και σε κάθε γύρο, όποιος έφερνε την ευκολότερη πλευρά, καταδικαζόταν από τον Βεζύρη σε ποινές της αρεσκείας του και φυσικά αναλόγως και των συμπαθειών και αντιπαθειών του, στις οποίες το παιχνίδι έδινε την αφορμή ώστε να αποκαλυφθούν. Άσε που υπήρχαν και τα χρωστούμενα, από άλλα παιχνίδια. Τέλος πάντων ο Βεζύρης αποφάσιζε πάντα αυθαιρέτως την ποινή ... σε ξυλιές που δίνονταν στην παλάμη, από μία μέχρι δέκα, και σε διαβάθμιση: λαδάτες (ανεπαίσθητης έντασης), κρασάτες (ολίγον τσουχτερές), ξυδάτες (βάναυσες). Π.χ. Μιά λαδάτη (στον κολλητό φίλο), ενώ ποικίλες διακυμάνσεις ποινών διαμορφώνονταν για τις ευκαιριακές συμπάθειες ή αντιπάθειες, όπου η ποινή μπορεί να ήταν "δύο λαδάτες και τρεις κρασάτες" ή "πέντε κρασάτες και μία ξυδάτη (σου τη φύλαγα)" ... και ου το καθεξής μέχρις εκεί που μπορεί να φθάσει "η έμφυτη παιδική κακία", όπως λέει και ο Παπαδιαμάντης - "δέκα ξυδάτες - θα σε χαλάσω ωρέ γκιαούρη".
Την ποινή εκτελούσε ως δήμιος αυτός που στον συγκεκριμένο γύρο είχε φέρει την δυσκολότερη πλευρά. Και καθένας μας διέθετε διαφορετικό ταλέντο δημίου. Συν τω χρόνω, η παρέα, ευρηματικότατη, προσέθεσε μερικές ακόμα επί το βαρβαρικότερον διαβαθμίσεις έντασης: τις μαχαιράτες και τις τσεκουράτες.
Ο Βεζύρης εξέπιπτε του αξιώματος και αντικαθίστατο αυτομάτως από όποιον σε οιαδήποτε ρίψη, τύχαινε να φέρει την απίθανη πλευρά. Το παιχνίδι σπανίως επερατούτο ομαλώς...