(μια σχεδόν χριστουγεννιάτικη ιστορία)
μέρος τρίτον και τέλος
Απόκρηες. Με τον συχωρεμένο το θείο μου τον Σπύρο έχουμε αγοράσει τις μάνες και τα χαρτιά για τον αετό. Η καθαρά Δευτέρα είναι σε δυο βδομάδες. Είναι ευτυχής κι εγώ μαζί του, που «όλα φέτος τα έχουμε κάνει εγκαίρως». Άλλες χρονιές τελευταία στιγμή τρέχαμε να ψάχνουμε πότε καλούμπα, πότε χαρτιά για την ουρά. «Φέτος είναι όλα στην εντέλεια». Αυτό με γέμιζε χαρά και θλίψη. Ήμουν ήδη εικοσιοκτώ χρονώ και παρ’ όλα αυτά ήμουν σε κάποια θέματα, θέματα με την έννοια της περιοχής, θέσει μαθητευόμενος. Άλλος είχε το πρόσταγμα. Διότι στην Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν πολλά ήσαν τα θέματα, θέμα Θράκης, θέμα Ελλάδος, ξέρετε. Όμως η κεντρική εξουσία ήτο στην Βασιλεύουσα. Όταν ήταν να φτιάξω έναν αετό, μόνος μου-τελείως μόνος μου, το φχαριστιόμουν. Αλλά όταν φτιάχναμε τον αετό με τον θείο μου, υπέφερα. Ένιωθα να είμαι ένα από τα αντικείμενα-θέματα της απόλαυσής του. Να φτιάχνεται ο αετός, αλλά αυτός να ορίζει το μέγεθος, την κοψιά, άλλοτε ρόμβος, άλλοτες εξάγωνο, άλλοτες αστεράκι. Να σχεδιάζει, να συναρμολογεί κι εγώ βοηθός. Και «πρόσεξε, να πάρει ο διάολος, το κόβεις στραβά». 1987. «Τι μου λες τώρα;» να σκέφτομαι. Και εννοούσα κάτι άσχετο μεν, θεμελιώδες όμως για την όλη ψυχοστατική μου της εποχής εκείνης. «Σε ένα χρόνο θα φύγω φαντάρος. Να χέσω και τους αετούς και όλα». Και η συλλογιστική αυτή δεν είχε θεματική αιτία, αφορμή, ρε παιδί μου. Επρόκειτο μάλλον για φόρμα παραλλαγών σε ένα θέμα. Κι ακόμα χειρότερα: για καλούπι εκφράσεως, για μονομανή συνταγή. Η έκφραση, εν είδει μάντρα ήτο: «Σε ένα χρόνο φεύγω φαντάρος. Να χέσω…………..και όλα». Τη θέση των αποσιωπητικών θα μπορούσε να καταλάβει οιαδήποτε έννοια, πράξις και πράγμα. Π.χ. «πορτοκαλάδα» φρεσκοστυμμένη από τα χεράκια της μάνας μου,……. δεν νομίζω να χρειάζεται άλλο παράδειγμα. «Φέτος λοιπόν τις απόκρηες, είμαστε πανέτοιμοι. Όλα είναι στην εντέλεια και έγκαιρα». Τι απαντώ;
« Να χέσω………κλπ, κλπ».
Μια βδομάδα πριν την Καθαρά Δευτέρα του ’87, ο καιρός τα χαλάει. Μαζεύει. Χιόνια στα ορεινά, χιόνια στα πεδινά, χιόνια και στον Πειραιά, που σπάνια το στρώνει. Τρεις μέρες το χιόνι τούφες. Ασπρίσανε οι βάρκες. Κάνει να ξελαμπικάρει και από την Κυριακή της τελευταίας αποκρηάς πάλι χιόνι. Τζάμπα πήγε ο χαρταετός. Χιόνι μια βδομάδα. «Σιβηρία, Σιβηρία», φώναζε ο παππούς μου, καθώς έμπαινε στην κουζίνα, μόλις που είχε ξεμυτίσει για δυό δρασκελιές στην αυλή και επέστρεφε τρεμάμενος από τα κρύο, κραδαίνοντας ως τρόπαιον ένα σκόρδο. «Άντε παππούλη καλά Χριστούγεννα, μας τα χρώσταγε τα χιόνια ο τρελόκαιρος. Άμα κάνεις σκορδαλιά θέλω κι εγώ. Πάω ν’ αγοράσω κρασί από του Κόσκου». «Πρόσεχε μη φας καμμιά γλίστρα». Κι η μάνα μου μπάκινγ βόκαλς: «Βάλε κασκόλ και γάντια».
Τη Φιλιώ τη βρήκαν ξεραμένη απ’ το κρύο στο παγκάκι της. Δεν άντεξε έξι μέρες στην παγωνιά. Πάει η Φιλιώ η καψερή. Εδώ κι ένα χρόνο περνώντας απ’ την πλατεία Πηγάδας την έβλεπα να κάθεται στο τσιμεντένιο παγκάκι στην άκρη δεξιά, κι αριστερά της να κείτεται ή συγκομιδή του βίου της. Κάτι τσάντες βρωμερές με ρούχα που ζέχναν, τρύπιες κουβέρτες, κι από κάτω, ως βάσις, ένα τρισάθλιο στρώμα. Πριν καταλήξει στο παγκάκι, έμενε σε ένα ημιυπόγειο ιδιοκτησία της εκκλησίας του Αγίου Νείλου. Αλλά δεν συμμορφωνόταν. Της το είχαν πει ρητά. Να ξεχάσει την παλιά ζωή. Ο Χριστός αγάπησε την Μαγδαληνή. Δεν έχει σημασία τι ήταν πρώτα. Από δω και πέρα όμως, να σκεφτεί τα γεράματά της και ο Θεός είναι μεγάλος. Δια των εκπροσώπων του, εννοείται. Σιγά μην η Φιλιώ μασήσει. Τι κι αν ήταν πλέον εβδομήντα και. Αυτή κουλάντρισε τη ζωή της από τα δώδεκα. «Είμαι πουτάνα από τα δώδεκα» τραύλιζε μετά το τρίτο Κουρτάκη. «Δεν καταλαβαίνω Χριστό. Άμα ήθελα θα έτρωγα τώρα με χρυσά κουτάλια. Αλλά τά ‘χω χεσμένα όλα. Τη γλεντούσα τη Φιλιώ. Μέσα….., μέσα σ’ όλα. Και στα μαύρα και στις πρέζες και στα χαρτιά και στα μπαρμπούτια. Και τώρα μη νομίζεις, Στέφο μου. Τον έχω τον τρόπο. Βρήκα κάτι νόστιμα παιδάκια και τα έχω μαντρωμένα εκεί στο υπόγειο και μου τα φέρνουνε κανονικά. Το ένα είναι εγχειρισμένη. Προχτές κάτι μαλάκες ήρθανε και μου τα πλακώσανε στο ξύλο. Μου φέρανε οι γείτονες την αστυνομία, τημπαναγία τους. Και ξέρεις ποιος ήταν ο αρχιμαντράχαλος που μου τα έδειρε; Ο γιος αυτουνού του χτίστη, του πώς τον λένε. Γιος του, ανεψιός του είναι; Που τον έχω δει εγώ στη Συγγρού να ‘ναι ντυμένη με ζαρτιέρες μες στο ρουζ και στο κραγιό και να ψωνίζεται, η σκρόφα. Και ήρθε να μου κάνει τον άντρα. Η τρύπα.».
Άθελά μου τα άκουσα αυτά στην ταβέρνα του Μυτάκια. Ήταν καλοκαίρι. Καθόμασταν έξω στο πεζοδρόμιο με το Ξενοφάκι και σουρώναμε, στη φτήνια με κάτι ψευτοψαράκια, φετούλα και σαλάτα. Η Φιλιώ με τον Στέφο, που δήλωνε «είμαι και η πρώτη χασίκλα του Περαία, Φιλίτσα, γεια μας», κάθονταν μέσα στο μαγαζί. Τα πίνανε ξεροσφύρι. «Γεια σαν λεβεντόμαγκα».
Το ’89 παντρεύτηκα. Ήθελα δυο μήνες να απολυθώ από φαντάρος. Μου έδωσαν και άδεια γάμου και κόντρα άδεια στα Χριστούγεννα. «Το παιδί έχει οικογένεια» είπε ο διοικητής στους άλλους φαντάρους που έπηξα. Ψόφιο το κρύο του ’89. Δεν χιόνισε. Το είχαμε δει από το καλοκαίρι ότι δε θα χιονίσει. Η συχωρεμένη η πεθερά μου, ανάμεσα σε άλλα σοφά που με δίδαξε, μ΄ έμαθε να βλέπω και τα μηνολόγια. Τα μηνολόγια τα κοιτάς από δεκατρείς Αυγούστου, πρώτη με το παλιό. Δεκατρείς είναι ο Αύγουστος που τρέχει. Δεκατέσσερις ο Σεπτέμβρης και πάει λέγοντας μέχρι τις εικοστέσσερις που είναι ο ερχόμενος Ιούλιος. Ανάλογα με τον καιρό του πρωινού της κάθε μέρας προτυπώνεται ο καιρός του κάθε μήνα που θα ακολουθήσει. Για τον Δεκέμβρη του ’89 είχαμε δει το κρύο μαλακό. Το ίδιο και για τον Γενάρη. «Δεν θα έρθει χειμώνας. Μια κι έξω καλοκαίρι, γιε μου θα πάει».
Νιόπαντρος εγώ, να ψάχνω αφορμές για τσίπουρα, κι αιτίες για ζεστασιά κάτω από τα στρωσίδια. Ας το πούμε οικογενειακή θαλπωρή. «Άμα χιονίσει, φίλε μου, θα κάνεις φασολάδα κι εγώ θα φτιάξω λουκάνικο στο τηγάνι, θα ανοίξουμε και κρασάκι….», έλεγα στη γυναίκα μου. Δεν χιόνισε. «Μας τη χάλασε, όμως, από ντεκόρ, ρε γαμώτο. Δεκέμβρης και είναι σαν Οχτώβρης. Τι Χριστούγεννα να καταλάβεις άμα δεν κρυώσει, δε λέω να χιονίσει, αλλά να κάνει λίγο το ψοφάκι του».
Το καλοκαίρι του ’90 στις 18 Αυγούστου ήτανε συννεφιά, μετά γρήγορα καθάρισε. Χιόνισε Γενάρη του ’91. Βγαίναμε από ένα ρεμπετάδικο. Είχαμε πάει μεγάλη παρέα. Εγώ έγινα ντίρλα κάποια στιγμή. Είχα πιει πολύ. Με βγάλανε έξω με συνεφέρανε, συνήλθα, πάλι μέσα, απόπιαμε και τα μαζέψαμε να φύγουμε. Μόλις ξεμυτίσαμε το χιόνι έπεφτε πυκνό. Το ένιωσα σαν προσωπική λύτρωση από τα κρίματά μου, σχεδόν μια μπουκάλα ουίσκι νηστικός. Μες στη θολούρα έφτιαξα προτάσεις: « Τα μηνολόγια, το’ πα, βγήκανε. Ο καιρός είμαι ‘γω. Και να χέσω τις φιλοσοφίες. Απολυθήκαμε. Απολυθήκαμε θείο…..». Κακήν κακώς τσουβαλιαστήκαμε στο αμάξι του Μηνά και μετά φόβου Θεού επιστρέφαμε. Εγώ, στα δυο λεπτά ξεράθηκα. Όταν ένιωσα ελαφρά χαστουκάκια στο μάγουλό μου είχαμε φτάσει στην Πηγάδα. Ξανασχημάτισα πρόταση: «Ρε, Πηγάδα με χιόνι. Γειά σου ρε Φιλιώ αθάνατη». «Τι λες παιδάκι μου;» μου είπε η γυναίκα μου. «Δεν τη βλέπεις, ρε φίλε; Εκεί στο παγκάκι. Τη Φιλιώ, που σού ‘λεγα. Δεν την πιάνει τίποτα, κοίτα κι εσύ ρε Μηνά». «Παραληρείς», μου είπε η γυναίκα μου. «Κάνε τώρα κουράγιο ν’ ανέβουμε σπίτι μας, καληνύχτα παιδιά».
Το μεσημέρι όταν συνήλθα, σηκώθηκα απ’ το κρεββάτι και πήγα τρικλίζοντας μέχρι τη μπαλκονόπορτα. Χθεσινοβράδυνος. Τράβηξα το παντζούρι να δω τον καιρό. Έριχνε ένα ψωραλέο χιονάκι. «Σκατά χιόνι. Τα ‘βγαλα πάλι τα μηνολόγια».
Αν και όλα έχουν εμμέσως δηλωθεί, σε αυτήν την ιστορία, οφείλω να συμπληρώσω τα εξής:
Εφόσον, γλίτωσα από το τζιπ της ΕΣΑ, πιθανότατα ως αθάνατος, και εφόσον προβλέπω τον καιρό, πιθανότατα μάλιστα τον καθορίζω, για λόγους προσωπικών ηθικών αρχών, μην ελπίζετε για χιόνι φέτος.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ
(ένα άστεγο κομμάτι σας περιμένει στο άκουσον άκουσον)
μέρος τρίτον και τέλος
Απόκρηες. Με τον συχωρεμένο το θείο μου τον Σπύρο έχουμε αγοράσει τις μάνες και τα χαρτιά για τον αετό. Η καθαρά Δευτέρα είναι σε δυο βδομάδες. Είναι ευτυχής κι εγώ μαζί του, που «όλα φέτος τα έχουμε κάνει εγκαίρως». Άλλες χρονιές τελευταία στιγμή τρέχαμε να ψάχνουμε πότε καλούμπα, πότε χαρτιά για την ουρά. «Φέτος είναι όλα στην εντέλεια». Αυτό με γέμιζε χαρά και θλίψη. Ήμουν ήδη εικοσιοκτώ χρονώ και παρ’ όλα αυτά ήμουν σε κάποια θέματα, θέματα με την έννοια της περιοχής, θέσει μαθητευόμενος. Άλλος είχε το πρόσταγμα. Διότι στην Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν πολλά ήσαν τα θέματα, θέμα Θράκης, θέμα Ελλάδος, ξέρετε. Όμως η κεντρική εξουσία ήτο στην Βασιλεύουσα. Όταν ήταν να φτιάξω έναν αετό, μόνος μου-τελείως μόνος μου, το φχαριστιόμουν. Αλλά όταν φτιάχναμε τον αετό με τον θείο μου, υπέφερα. Ένιωθα να είμαι ένα από τα αντικείμενα-θέματα της απόλαυσής του. Να φτιάχνεται ο αετός, αλλά αυτός να ορίζει το μέγεθος, την κοψιά, άλλοτε ρόμβος, άλλοτες εξάγωνο, άλλοτες αστεράκι. Να σχεδιάζει, να συναρμολογεί κι εγώ βοηθός. Και «πρόσεξε, να πάρει ο διάολος, το κόβεις στραβά». 1987. «Τι μου λες τώρα;» να σκέφτομαι. Και εννοούσα κάτι άσχετο μεν, θεμελιώδες όμως για την όλη ψυχοστατική μου της εποχής εκείνης. «Σε ένα χρόνο θα φύγω φαντάρος. Να χέσω και τους αετούς και όλα». Και η συλλογιστική αυτή δεν είχε θεματική αιτία, αφορμή, ρε παιδί μου. Επρόκειτο μάλλον για φόρμα παραλλαγών σε ένα θέμα. Κι ακόμα χειρότερα: για καλούπι εκφράσεως, για μονομανή συνταγή. Η έκφραση, εν είδει μάντρα ήτο: «Σε ένα χρόνο φεύγω φαντάρος. Να χέσω…………..και όλα». Τη θέση των αποσιωπητικών θα μπορούσε να καταλάβει οιαδήποτε έννοια, πράξις και πράγμα. Π.χ. «πορτοκαλάδα» φρεσκοστυμμένη από τα χεράκια της μάνας μου,……. δεν νομίζω να χρειάζεται άλλο παράδειγμα. «Φέτος λοιπόν τις απόκρηες, είμαστε πανέτοιμοι. Όλα είναι στην εντέλεια και έγκαιρα». Τι απαντώ;
« Να χέσω………κλπ, κλπ».
Μια βδομάδα πριν την Καθαρά Δευτέρα του ’87, ο καιρός τα χαλάει. Μαζεύει. Χιόνια στα ορεινά, χιόνια στα πεδινά, χιόνια και στον Πειραιά, που σπάνια το στρώνει. Τρεις μέρες το χιόνι τούφες. Ασπρίσανε οι βάρκες. Κάνει να ξελαμπικάρει και από την Κυριακή της τελευταίας αποκρηάς πάλι χιόνι. Τζάμπα πήγε ο χαρταετός. Χιόνι μια βδομάδα. «Σιβηρία, Σιβηρία», φώναζε ο παππούς μου, καθώς έμπαινε στην κουζίνα, μόλις που είχε ξεμυτίσει για δυό δρασκελιές στην αυλή και επέστρεφε τρεμάμενος από τα κρύο, κραδαίνοντας ως τρόπαιον ένα σκόρδο. «Άντε παππούλη καλά Χριστούγεννα, μας τα χρώσταγε τα χιόνια ο τρελόκαιρος. Άμα κάνεις σκορδαλιά θέλω κι εγώ. Πάω ν’ αγοράσω κρασί από του Κόσκου». «Πρόσεχε μη φας καμμιά γλίστρα». Κι η μάνα μου μπάκινγ βόκαλς: «Βάλε κασκόλ και γάντια».
Τη Φιλιώ τη βρήκαν ξεραμένη απ’ το κρύο στο παγκάκι της. Δεν άντεξε έξι μέρες στην παγωνιά. Πάει η Φιλιώ η καψερή. Εδώ κι ένα χρόνο περνώντας απ’ την πλατεία Πηγάδας την έβλεπα να κάθεται στο τσιμεντένιο παγκάκι στην άκρη δεξιά, κι αριστερά της να κείτεται ή συγκομιδή του βίου της. Κάτι τσάντες βρωμερές με ρούχα που ζέχναν, τρύπιες κουβέρτες, κι από κάτω, ως βάσις, ένα τρισάθλιο στρώμα. Πριν καταλήξει στο παγκάκι, έμενε σε ένα ημιυπόγειο ιδιοκτησία της εκκλησίας του Αγίου Νείλου. Αλλά δεν συμμορφωνόταν. Της το είχαν πει ρητά. Να ξεχάσει την παλιά ζωή. Ο Χριστός αγάπησε την Μαγδαληνή. Δεν έχει σημασία τι ήταν πρώτα. Από δω και πέρα όμως, να σκεφτεί τα γεράματά της και ο Θεός είναι μεγάλος. Δια των εκπροσώπων του, εννοείται. Σιγά μην η Φιλιώ μασήσει. Τι κι αν ήταν πλέον εβδομήντα και. Αυτή κουλάντρισε τη ζωή της από τα δώδεκα. «Είμαι πουτάνα από τα δώδεκα» τραύλιζε μετά το τρίτο Κουρτάκη. «Δεν καταλαβαίνω Χριστό. Άμα ήθελα θα έτρωγα τώρα με χρυσά κουτάλια. Αλλά τά ‘χω χεσμένα όλα. Τη γλεντούσα τη Φιλιώ. Μέσα….., μέσα σ’ όλα. Και στα μαύρα και στις πρέζες και στα χαρτιά και στα μπαρμπούτια. Και τώρα μη νομίζεις, Στέφο μου. Τον έχω τον τρόπο. Βρήκα κάτι νόστιμα παιδάκια και τα έχω μαντρωμένα εκεί στο υπόγειο και μου τα φέρνουνε κανονικά. Το ένα είναι εγχειρισμένη. Προχτές κάτι μαλάκες ήρθανε και μου τα πλακώσανε στο ξύλο. Μου φέρανε οι γείτονες την αστυνομία, τημπαναγία τους. Και ξέρεις ποιος ήταν ο αρχιμαντράχαλος που μου τα έδειρε; Ο γιος αυτουνού του χτίστη, του πώς τον λένε. Γιος του, ανεψιός του είναι; Που τον έχω δει εγώ στη Συγγρού να ‘ναι ντυμένη με ζαρτιέρες μες στο ρουζ και στο κραγιό και να ψωνίζεται, η σκρόφα. Και ήρθε να μου κάνει τον άντρα. Η τρύπα.».
Άθελά μου τα άκουσα αυτά στην ταβέρνα του Μυτάκια. Ήταν καλοκαίρι. Καθόμασταν έξω στο πεζοδρόμιο με το Ξενοφάκι και σουρώναμε, στη φτήνια με κάτι ψευτοψαράκια, φετούλα και σαλάτα. Η Φιλιώ με τον Στέφο, που δήλωνε «είμαι και η πρώτη χασίκλα του Περαία, Φιλίτσα, γεια μας», κάθονταν μέσα στο μαγαζί. Τα πίνανε ξεροσφύρι. «Γεια σαν λεβεντόμαγκα».
Το ’89 παντρεύτηκα. Ήθελα δυο μήνες να απολυθώ από φαντάρος. Μου έδωσαν και άδεια γάμου και κόντρα άδεια στα Χριστούγεννα. «Το παιδί έχει οικογένεια» είπε ο διοικητής στους άλλους φαντάρους που έπηξα. Ψόφιο το κρύο του ’89. Δεν χιόνισε. Το είχαμε δει από το καλοκαίρι ότι δε θα χιονίσει. Η συχωρεμένη η πεθερά μου, ανάμεσα σε άλλα σοφά που με δίδαξε, μ΄ έμαθε να βλέπω και τα μηνολόγια. Τα μηνολόγια τα κοιτάς από δεκατρείς Αυγούστου, πρώτη με το παλιό. Δεκατρείς είναι ο Αύγουστος που τρέχει. Δεκατέσσερις ο Σεπτέμβρης και πάει λέγοντας μέχρι τις εικοστέσσερις που είναι ο ερχόμενος Ιούλιος. Ανάλογα με τον καιρό του πρωινού της κάθε μέρας προτυπώνεται ο καιρός του κάθε μήνα που θα ακολουθήσει. Για τον Δεκέμβρη του ’89 είχαμε δει το κρύο μαλακό. Το ίδιο και για τον Γενάρη. «Δεν θα έρθει χειμώνας. Μια κι έξω καλοκαίρι, γιε μου θα πάει».
Νιόπαντρος εγώ, να ψάχνω αφορμές για τσίπουρα, κι αιτίες για ζεστασιά κάτω από τα στρωσίδια. Ας το πούμε οικογενειακή θαλπωρή. «Άμα χιονίσει, φίλε μου, θα κάνεις φασολάδα κι εγώ θα φτιάξω λουκάνικο στο τηγάνι, θα ανοίξουμε και κρασάκι….», έλεγα στη γυναίκα μου. Δεν χιόνισε. «Μας τη χάλασε, όμως, από ντεκόρ, ρε γαμώτο. Δεκέμβρης και είναι σαν Οχτώβρης. Τι Χριστούγεννα να καταλάβεις άμα δεν κρυώσει, δε λέω να χιονίσει, αλλά να κάνει λίγο το ψοφάκι του».
Το καλοκαίρι του ’90 στις 18 Αυγούστου ήτανε συννεφιά, μετά γρήγορα καθάρισε. Χιόνισε Γενάρη του ’91. Βγαίναμε από ένα ρεμπετάδικο. Είχαμε πάει μεγάλη παρέα. Εγώ έγινα ντίρλα κάποια στιγμή. Είχα πιει πολύ. Με βγάλανε έξω με συνεφέρανε, συνήλθα, πάλι μέσα, απόπιαμε και τα μαζέψαμε να φύγουμε. Μόλις ξεμυτίσαμε το χιόνι έπεφτε πυκνό. Το ένιωσα σαν προσωπική λύτρωση από τα κρίματά μου, σχεδόν μια μπουκάλα ουίσκι νηστικός. Μες στη θολούρα έφτιαξα προτάσεις: « Τα μηνολόγια, το’ πα, βγήκανε. Ο καιρός είμαι ‘γω. Και να χέσω τις φιλοσοφίες. Απολυθήκαμε. Απολυθήκαμε θείο…..». Κακήν κακώς τσουβαλιαστήκαμε στο αμάξι του Μηνά και μετά φόβου Θεού επιστρέφαμε. Εγώ, στα δυο λεπτά ξεράθηκα. Όταν ένιωσα ελαφρά χαστουκάκια στο μάγουλό μου είχαμε φτάσει στην Πηγάδα. Ξανασχημάτισα πρόταση: «Ρε, Πηγάδα με χιόνι. Γειά σου ρε Φιλιώ αθάνατη». «Τι λες παιδάκι μου;» μου είπε η γυναίκα μου. «Δεν τη βλέπεις, ρε φίλε; Εκεί στο παγκάκι. Τη Φιλιώ, που σού ‘λεγα. Δεν την πιάνει τίποτα, κοίτα κι εσύ ρε Μηνά». «Παραληρείς», μου είπε η γυναίκα μου. «Κάνε τώρα κουράγιο ν’ ανέβουμε σπίτι μας, καληνύχτα παιδιά».
Το μεσημέρι όταν συνήλθα, σηκώθηκα απ’ το κρεββάτι και πήγα τρικλίζοντας μέχρι τη μπαλκονόπορτα. Χθεσινοβράδυνος. Τράβηξα το παντζούρι να δω τον καιρό. Έριχνε ένα ψωραλέο χιονάκι. «Σκατά χιόνι. Τα ‘βγαλα πάλι τα μηνολόγια».
Αν και όλα έχουν εμμέσως δηλωθεί, σε αυτήν την ιστορία, οφείλω να συμπληρώσω τα εξής:
Εφόσον, γλίτωσα από το τζιπ της ΕΣΑ, πιθανότατα ως αθάνατος, και εφόσον προβλέπω τον καιρό, πιθανότατα μάλιστα τον καθορίζω, για λόγους προσωπικών ηθικών αρχών, μην ελπίζετε για χιόνι φέτος.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ
(ένα άστεγο κομμάτι σας περιμένει στο άκουσον άκουσον)