Τρίτη, Ιουνίου 22, 2021

Ανάλεκτα για το τρίχορδο μπουζούκι

Το τρίχορδο μπουζούκι υπήρξε το κύριο «εργαλείο» του ρεμπέτικου τραγουδιού της εποχής λίγο πριν - λίγο μετά από την «Ξακουστή Τετράδα του Πειραιώς» (Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Ανέστος Δελλιάς, Στράτος Παγιουμτζής). To τρίχορδο μπουζούκι μορφολογικά ανήκει στην οικογένεια της  πανδουρίδος.

Η καταγωγή της πανδουρίδος όπως μαρτυρούν οι αλεξανδρινοί λεξικογράφοι, είναι ασσυριακή. Ο ρήτορας και λεξικογράφος Ιούλιος Πολυδεύκης που καταγόταν από την Ναύκρατι της Αιγύπτου και έζησε περί τον 2ο  μ.Χ. αιώνα, στο περίφημο «Ονομαστικόν» του, (λεξικό με λήμματα της αττικής διαλέκτου, του οποίου σώζεται επιτομή που συνέταξε τον 9ο αιώνα ο Βυζαντινός λόγιος Αρέθας), σημειώνει για την πανδουρίδα: «τρίχορδον δε, όπερ Ασσύριοι πανδούραν ωνόμαζον· εκείνων δ' ήν και το εύρημα» (το τρίχορδο, που οι Ασσύριοι ονόμαζαν πανδούρα· ήταν άλλωστε δική τους εφεύρεση)»,  Πολυδ. (IV, 60). Ο Αθήναιος, συμπατριώτης του Πολυδεύκη, (τέλος 2ου αρχές 3ου μ.Χ. αι.) μας παραδίδει ότι κατά τον αρχαίο Πυθαγόρα «η πανδούρα κατασκευαζόταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θάλασσας από λευκή δάφνη που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα» (Αθήναιος, Δ', 183F-184A, 82). Ο Νικόμαχος Γερασηνός, πυθαγορικός (60-120 μ.Χ) γράφει στο «Αρμονικής Εγχειρίδιον» (κεφ. 4) ότι κάποιο είδος μονόχορδου ονομαζόταν «φάνδουρος». Ο γραμματικός Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς (5ος μ.Χ. αι.) στο «Λεξικόν» του αποδίδει τη λέξη «πανδουρίς» στο όργανο και τον όρο «πάνδουρος» για τον εκτελεστή: «πανδούρα ή πανδουρίς, όργανον μουσικόν. Πάνδουρος δε ο μεταχειριζόμενος το όργανον».

 

Τα ανωτέρω από την "Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής", του Κύπριου μαέστρου, συνθέτη και μουσικολόγου Σόλωνα Μιχαηλίδη, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Μια γυναικεία μορφή  που κρατάει ένα τρίχορδο όργανο, σε αγαλματίδιο του 13ου  π.Χ αιώνα που κοσμεί το αρχαιολογικό Μουσείο της Χάιφας, έρχεται να επιβεβαιώσει την πανάρχαια καταγωγή του οργάνου. 

Η τρίχορδη πανδουρίς των αρχαίων ελλήνων ήταν ένα όργανο μάλλον εξαιρεμένο από την διαδεδομένη μουσική πράξη, στην οποία δέσποζαν τα αρποειδή έγχορδα (λύρες, βάρβιτοι, κιθάρες κλπ, καθώς και ποικιλία αυλών και κρουστών). Ήταν όργανο για περιθωριακή χρήση ίσως, δεν το απαντούμε σε παραστάσεις αγγείων. Το γνωρίζουμε από αυτό το χαρακτηριστικό ανάγλυφο Μούσας (Μαντινεία, 5ος π.Χ. αι) και από αγαλματίδια Ταναγραίων. Ίσως να προσιδίαζε στις γυναίκες αυτό το όργανο. 

Στην γλυπτική παράσταση είναι ευδιάκριτη η μορφή και το μέγεθος του οργάνου, καθώς και η χρήση πλήκτρου (πέννας) για το παίξιμό του. Η παράσταση με έναν τολμηρό διασκελισμό, μας παραπέμπει σε αυτήν την ζωγραφιά γιαπωνέζας γκέισας που παίζει το τρίχορδο shamisen, ως μία επιπλέον επιβεβαίωση της διάδοσης των τριχόρδων οργάνων της μορφής της πανδουρίδος  μέχρι και την Άπω Ανατολή.

Η μεσαιωνική εξέλιξη της πανδουρίδας μας οδηγεί στα όργανα με λαουτοειδή μορφή. Στο περίφημο έργο του Κωνσταντίνου Πορφυρογένητου «Περί Βασιλείου Τάξεως» ή «De Cerimoniis aulae byzantinae» (μία συλλογή διατάξεων, κανόνων και εθιμοτυπικών παραδόσεων της βυζαντινής αυλής), παρατίθεται ένα είδος τελετουργίας που ονομάζεται «το Γοτθικόν». Εκεί συναντάμε και ορχήστρες πανδουριστών:  

«Τῇ ἐννάτῃ ἡμέρᾳ τῆς δωδεκαημέρου, τῶν δεσποτῶν ἐπὶ τοῦ δείπνου καθεζομένων, ὃ καὶ τρυγητικὸν προσαγορεύεται, ἐν ταῖς δυσὶν εἰσόδοις τοῦ μεγάλου τρικλίνου τῶν ιθʹ Ἀκκουβίτων ἵστανται οἱ μέλλοντες παῖξαι τὸ Γοτθικὸν οὕτως. Ἐν μὲν τῷ ἀριστερῷ μέρει, ἐν ᾧ καὶ ὁ δρουγγάριος τοῦ πλοΐμου παρίσταται, ἵσταται ὁ τοῦ μέρους τῶν Βενέτων μαΐστωρ μετὰ καὶ ὀλίγων δημοτῶν καὶ τῶν πανδουριστῶν μετὰ τῶν πανδούρων, καὶ ὄπισθεν αὐτοῦ οἱ δύο Γότθοι φοροῦντες γούνας ἐξ ἀντιστρόφου καὶ πρόσωπα διαφόρων εἰδέων, βαστάζοντες ἐν μὲν τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ σκουτάρια, ἐν δὲ τῇ δεξιᾷ βεργία. Ὁμοίως καὶ ἐν τῷ δεξιῷ μέρει, ἐν ᾧ καὶ ὁ δρουγγάριος τῆς βίγλης παρίσταται, ἵσταται ὁ τοῦ μέρους τῶν Πρασίνων μαΐστωρ μετὰ καὶ ὀλίγων δημοτῶν μετὰ καὶ τῶν πανδουριστῶν μετὰ τῶν πανδούρων, καὶ ὄπισθεν αὐτοῦ οἱ δύο Γότθοι φοροῦντες γούνας ἐξ ἀντιστρόφου καὶ πρόσωπα διαφόρων εἰδέων, βαστάζοντες ἐν μὲν τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ σκουτάρια, ἐν δὲ τῇ δεξιᾷ βεργία.» (4934 κε’).

 Ωστόσο, ο πολύτιμος Φαίδων Κουκουλές, στο περιώνυμον ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, μας πληροφορεί ότι στα βυζαντινά χρόνια η λέξη "πανδουριστής" (αλλά και "φάνδουρος, ο") σημαίνει γενικώς τον οργανοπαίκτη και ειδικότερα τον σαλπιγκτή του Ιπποδρόμου.

Στα μεταβυζαντινά και νεοελληνικά χρόνια τη λέξη «πανδουρίς» την απαντάμε ως «ταμπουράς» ή «τσαμπράς», σε στίχους δημοτικών τραγουδιών.

«Να κόψω κι ένα λιόφυλλο, να κριώ (κρούω) τον ταμπουρά μου»

«Το πλάγι-πλάγι πήγαινε, τον ταμπουρά λαλούσε»

«Τούτο το καλοκαιράκι, κυνηγούσα ένα πουλάκι, 
κυνηγούσα, προσπαθούσα, να το πιάσω δε μπορούσα. 
Παίζοντας τον ταμπουρά μου, ήρθε κι έκατσε κοντά μου».

 Επίσης συναντάμε για πρώτη φορά τη λέξη μπουζούκι ως εναλλακτική, ως συνώνυμο του ταμπουρά, που, παραπληρωματικά από πλευράς νοήματος, έρχεται να ολοκληρώσει τον στίχο:

 «Ο Θοδωράκης κάθεται στη Ζάκυθο στο Κάστρο  
και έκρουγε τον ταμπουρά, το θλιβερό μπουζούκι....»

 «…Λάλα καϋμένε ταμπουρά, πες το και συ, μπουζούκι…»

 «…Ντερβίσης εροβόλαγε στη μέση στο παζάρι 
με το μπουζούκι παίζοντας, τον ταμπουρά βαρώντας…»

 

Ο ταμπουράς υπήρξε το αγαπημένο όργανο πολλών αγωνιστών της Επανάστασης, οι οποίοι στο ασκέρι τους πάντα είχαν κάποιον «ταμπουρατζή», και δεν ήταν λίγοι οι οπλαρχηγοί  που έπαιζαν και οι ίδιοι ταμπουρά, όπως ο στρατηγός Μακρυγιάννης (1797-1864).  Στην φωτογραφία, ανάμεσα σε προσωπικά αντικείμενα του Μακρυγιάννη, βλέπουμε τον ταμπουρά του (Εθνικό ιστορικό Μουσείο Αθήνας).

 

Στον γνωστό πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα (1832-1904) «Ο Γαλατάς» (1895, λάδι σε καμβά, 53 εκ. x 37 εκ., Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου),  έχουμε μιαν απεικόνιση της πρώιμης μετεπαναστατικής μορφής του μπουζουκιού, που, ως μετεξέλιξη του ταμπουρά, παρότι έχει πάρει το σημερινό του γνωστό σχήμα, διατηρεί ωστόσο τα ξύλινα κλειδιά, αντί των σημερινών μεταλλικών μηχανικών. Επίσης συγκρίνοντας τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη με τον ταμπουρά, του «Γαλατά», παρατηρούμε ότι η αδιόρατη σχεδόν τρύπα του ηχείου έχει μεγαλώσει και το μέγεθός της τείνει σε αυτό των σημερινών μπουζουκιών. Διακρίνουμε επίσης τις αλλαγές στην κατασκευή του σκάφους: ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη είναι σκαφτός-σκαλισμένος σε μονοκόμματο ξύλο, ενώ του «Γαλατά» είναι κατασκευασμένος με φιλέτα ξύλου (δούγες), ενώ το αρχικό σχήμα του ηχείου από «δάκρυ» κατατείνει στο σημερινό αχλαδόσχημο.   Τέλος και στη φωτογραφία, αλλά αμυδρά και στον πίνακα, διακρίνουμε στον βραχίονα (μπράτσο) του οργάνου, τους «δεσμούς» (στην λαϊκή ορολογία «[μ]περδέδες» <τουρκιστί berde) τους προγόνους των σημερινών μεταλλικών τάστων, των χωρισμάτων που παράγουν τις νότες. Οι δεσμοί δένονταν με μεταξένια κλωστή, αργότερα στις μέρες μας με πετονιά. Στο μπουζούκι, πολύ νωρίς, αντικαταστάθηκαν από τα μεταλλικά τάστα, κατά τα πρότυπα του μαντολίνου και της κιθάρας.

Ευνόητο είναι ότι ο ταμπουράς υπήρξε διαδεδομένο λαϊκό όργανο της οθωμανικής εποχής, και μέχρι τα σημερινά χρόνια, όργανα της οικογένειας του ταμπουρά είναι ευρέως διαδεδομένα στην τουρκική λαϊκή-δημοτική μουσική (γνωστά και ως «σάζια», ενικός «σάζι» που στην παλαιά αραβοπερσική λόγια οθωμανική γλώσσα σημαίνει «όργανο»). Στην σύγχρονη Ελλάδα ο ταμπουράς, έχοντας υποκατασταθεί από το μπουζούκι, λίγο πριν εξαφανιστεί, γνώρισε νέα ακμή, με το να γίνει υποχρεωτικό όργανο αισθητοποίησης της παραδοσιακής μας μουσικής στα Μουσικά Σχολεία της χώρας (ήδη από το 1987).

Το τρίχορδο μπουζούκι πάλι, έχοντας παραγκωνιστεί από το τετράχορδο, ήδη από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 - εποχή ακμής του Μανώλη Χιώτη που ήταν ένας από τους εμπνευστές του τετράχορδου -  ξαναγνώρισε μεγάλη διάδοση κατά τη δεκαετία του 1980, όταν το ρεμπέτικο τραγούδι επανήλθε στο προσκήνιο μέσω των επανεκδόσεων σε συλλογές LP των παλαιών δίσκων γραμμοφώνου. Τότε και ανθίζουν διάφορες κομπανίες από νεαρούς ρεμπετολάτρες που τις περιστοιχίζει ένα κοινό φοιτητόκοσμου και διανοούμενων. Είχε μεσολαβήσει ένα διάστημα όπου την παρακμή του ρεμπέτικου τρίχορδου , διαδέχτηκε η ακμή του τετράχορδου μπουζουκιού που έγινε η μόδα των αστών της εποχής του ’50, στα μεγάλα κέντρα διασκέδασης, με τα τραγούδια σε ρυθμούς λάτιν του Χιώτη, και που αργότερα τους διαδέχονται οι  …«ινδικοί» ρυθμοί του Απόστολου Καλδάρα και του Μπάμπη Μπακάλη, ενώ ως αντίποδας στέκει ο εναγκαλισμός του μπουζουκιού από συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος.

Η αναστατική υπερβολή (σε πολλές περιπτώσεις «λαγνεία» - «ρεμπετολαγνεία») του ρεμπέτικου κατά τη δεκαετία του 1980, σε καμία περίπτωση δεν είχε σχέση με τα όσα ο Μάνος Χατζιδάκις είχε θίξει για το ρεμπέτικο τραγούδι στην περίφημη διάλεξή του στο Θέατρο Τέχνης, στις 31 Ιανουαρίου του 1949. Πολύ γρήγορα από τα «ρεμπετάδικα», τα κουτούκια μπαρ-αναπαραστάσεις της παλιάς εποχής,  εκφυλίστηκε στα μεγάλα κέντρα διασκέδασης και επικαλύφθηκε από τις καριέρες των επώνυμων τραγουδιστών και τα τσιφτετέλια πάνω στα τραπέζια, ήδη από την δεκαετία του 1990. Χάρισε ωστόσο μια παράταση ζωής στο τρίχορδο μπουζούκι, ή μάλλον μια γέφυρα για να περάσει στο σήμερα..

Ένα βασικό στοιχείο που διατήρησε το τρίχορδο μπουζούκι εκ της συγγενείας του με τον ταμπουρά, ήταν τα διάφορα κουρδίσματα του. Στις μέρες μας είναι καθιερωμένο το κούρδισμα ρε-λα-Ρε. Ωστόσο, στην εποχή της ακμής της τέχνης του, στην πρώιμη περίοδο του ρεμπετικου, μέχρι πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήσαν διαδεδομένα διάφορα  κουρδίσματα, που ταίριαζαν στην πιο εύηχη απόδοση της κάθε οικογένειας  των ποικίλων κλιμάκων- σωστότερα «δρόμων», ή μακαμιών- της ανατολικής μουσικής. Τα κουρδίσματα αυτά μου τα γνώρισε ο Πέτρος Τζιέρης, ένας ερασιτέχνης μπουζουξής -«παίζω για το κέφι μου» όπως έλεγε-  εβδομηντάχρονος τότε, ο οποίος έζησε την ακμή και την παρακμή του ρεμπέτικου κάνοντας παρέα με τους περισσότερους ρεμπέτες της παλιάς σχολής. Τον Πέτρο Τζιέρη τον γνώρισα στο σπίτι του πρώτου μου δασκάλου, του Τάσου Πολυκανδριώτη, δασκάλου περίφημου που από τα χέρια του πέρασαν πολλοί σπουδαίοι μετέπειτα επαγγελματίες κυρίως μπουζουξήδες και ακκορντεονίστες. Ο μπάρμπα-Τάσος δίδασκε μαντολίνο, βιολί, κιθάρα, ακκορντεόν και μπουζούκι τετράχορδο. Εγώ φοιτητής, αναζητούσα τους απόηχους των παιδικών μου χρόνων. Είχα ζητήσει από τον κύριο Τάσο να μου δείξει τρίχορδο μπουζούκι, αν και είχα αρχίσει με τετράχορδο. Είχε ήδη ανατείλει η εποχή της αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για το ρεμπέτικο τραγούδι και ως νέος, φοιτητής της Φιλοσοφικής, την είχα αφουγκραστεί.

Τάσος Πολυκανδριώτης
Στο «Ντο-ρε-μι», στο μικρό δωματιάκι μιας αυλής, ενός παλιού σπιτιού της τραγουδισμένης συνοικίας του Αγίου Νείλου στον Πειραιά του 1976,  με δεκάδες κλουβιά γεμάτα καρδερίνες και καναρίνια να κρέμονται στους τοίχους του, ανάμεσα στα τιτιβίσματα, ο κυρ-Τάσος μάς έκανε το μάθημα.  Επιβράβευση της καλής μελέτης μας ήταν να αρχίζουν το κελάηδημα όλα τα πουλάκια μαζί, όταν παίζαμε ακέραια ένα τραγούδι:

«Είδες; Άμα σου λένε μπράβο αυτά, δε χρειάζεται να σου πω εγώ»…

Στο «Ντο-ρε-μι» συχνάζανε πολλοί φίλοι του κυρ-Τάσου, παλιοί μουσικοί και γείτονες, καθώς και φίλοι του παλιοί από τον Οίκο Τυφλών –είχε και ο ίδιος χάσει το φως του από νεαρός. Ανάμεσά τους συχνός επισκέπτης ο γείτονας Πέτρος Τζιέρης, ξάδερφος του Μπαγιαντέρα (κατά πληροφορία του Γιάννη Πολυκανδριώτη, γιού του Τάσου). Μας κάλεσε μια μέρα φθινοπωρινή του 1978 σπίτι του, με τον φίλο μου τον Λάμπρο Φ., να μας φιλέψει και να μας μιλήσει για το «παλιό μπουζούκι»: «Εγώ παιδιά δεν έχω, και αυτά τα πράγματα θα ξεχαστούνε».

Πίνοντας ένα καφεδάκι, που μετά έγινε ουζάκι, μας έδειξε τα παλιά κουρδίσματα του τρίχορδου, και μας έπαιξε διάφορους σκοπούς πάνω σε αυτά. Τα κουρδίσματα (ή ντουζένια < τουρκιστί düzen)  τα παραθέτω όπως ακριβώς μας τα κατονόμασε. Ως μέσο κατάδειξης του ακριβούς τονικού ύψους κουρδίσματος των χορδών, χρησιμοποιούνται, πλάι στις νότες, οι αριθμοί που προσδιορίζουν την οκτάβα, με δεδομένο ότι το λα του διαπασών (λα=440Hz) θεωρείται ως λα4. Τα κουρδίσματα ταξινομούνται με βάση το ύψος του 2ου  και του 3ου ζεύγους χορδών, μιας και το πρώτο ζεύγος κουρδίζεται πάντα σε ρε4. Χάριν συντομίας θα ονομάζουμε το πρώτο ζεύγος ως 1η χορδή, το 2ο ως 2η το 3ο ως 3η. Η χαμηλότερη χορδή (3η) για λόγους ευκολίας και αδιαμφισβήτητου ορισμού της, σημειώνεται με αρκτικό κεφαλαίο.

κούρδισμα με τη μεσαία χορδή στο λα3

1. Ιταλικό: ρε4-λα3-Ρε3 (το καθιερωμένο ως τις μέρες μας κούρδισμα)

 

κουρδίσματα με τη μεσαία χορδή στο σολ3

1. Ίσο: ρε4-σολ3-Ρε3

2. Ραστ: ρε4-σολ3-Ντο3

2. Αραμπιέν: ρε4-σολ3-Σι2

2. Συριανό: ρε4-σολ3-Σιb2

4. Καραντουζένι: ρε4-σολ3-Λα2

5. Ανοιχτό: ρε4-σολ3-Σολ2

 

Οι χορδές του μπουζουκιού ονομάζονται στη λαϊκή γλώσσα «τέλια» (ενικός, τέλι <λέξη τουρκική). Τέλια ονομάζονται κατά συνήθεια η συρμάτινες χορδές (από ατσάλι ή παλαιότερα από χαλκό). Θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι η 3η (η χαμηλότερη) δυάδα χορδών, απαρτίζεται από μία ψιλή συρμάτινη χορδή που είναι αντίστοιχου πάχους με τις χορδές του πρώτου ζευγαριού, και μία χορδή συρμάτινη με περιέλιξη από νήμα ατσαλιού ή χαλκού παλαιότερα, η οποία κουρδίζεται μία οκτάβα χαμηλότερα, και στη λαϊκή ορολογία ονομάζεται «μπουργάνα». Στα κουρδίσματα που παρατέθηκαν παραπάνω, για το 3ο ζεύγος χορδών (3η χορδή) σημειώνεται το ύψος της μπουργάνας, και εννοείται ότι το τέλι του ζευγαριού κουρδίζεται μια οκτάβα ψηλότερα.

 Ως κατακλείδα αυτής της μικρής αναφοράς, παραθέτω ένα σκοπό (χαβά <τουρκικά = οργανικός σκοπός) που μας δίδαξε ο Πέτρος Τζιέρης, και που παίζεται στο κούρδισμα καραντουζένι. Τον σκοπό αυτόν τον κατονόμασε ως «Καμηλιέρικο», και εξ όσων γνωρίζω είναι ανέκδοτος και ουδέποτε έχει γραμμοφωνηθεί. Το καμηλιέρικο, ή καμηλιέρικος, είναι είδος ζεϊμπέκικου χορού (εννεασήμου 2+2+2+3) με ζωηρή κίνηση, που κατά την εξέλιξη του χορού ζωηρεύει περισσότερο. Ο Πέτρος Τζιέρης έλεγε ότι πρέπει να παίζεται και να χορεύεται σαν να θέλει να περιγράψει το βήμα της καμήλας που ξεκινά από αργό και λίγο –λίγο επιταχύνεται. Στο πεντάγραμμο έχω καταγράψει με ακρίβεια μιαν εκδοχή παιξίματος του σκοπού, καταγράφοντας όχι μόνο την κύρια μελωδία αλλά και τις συνηχήσεις. Επίσης, στην παρτιτούρα, πάνω από το πεντάγραμμο, έχω σημειώσει την δαχτυλοθεσία, σε ένα τρίγραμμο, που κάθε μια γραμμή του αντιστοιχεί σε ένα ζευγάρι χορδών.



 




































Το κείμενο αυτό γράφτηκε για να ενσωματωθεί στην επετηρίδα αποφοίτησης του σχολικού έτους 2016-2017 του σχολείου Σαιν Πώλ που εδρεύει στον Πειραιά. 

Παρασκευή, Ιουνίου 04, 2021

Χατσεψούτ

 

Χατσεψούτ... Ωραίο όνομα για να δώσεις σε γάτα! Και διόλου δεν θα ενοχλούσε κάτι τέτοιο, την πριν από 3.528 χρόνια πρώτη κάτοχο του ονόματος, την Χατσεψούτ, μιαν από τις λίγες γυναίκες Φαραώ που διαδέχτηκε τον σύζυγό της Τούθμωσι Β'. Μετά τον θάνατό της, ο προηγουμένως παραγκωνισθείς από αυτήν, μέχρι την ενηλικίωσή του, γιος της από άλλο γάμο του άντρα της, Τούθμωσις Γ', με το που την διαδέχτηκε, επιδόθηκε σε μία πρωτοφανή προσπάθεια εξάλειψης της μορφής της και του ονόματός της από την Ιστορία. Αγάλματά της κονιορτοποιήθηκαν, επιγραφές και ανάγλυφα ξύστηκαν... Κι όμως. Το όνομά της ξανάρθε στο φως όταν αποκρυπτογραφήθηκαν το 1822 τα ιερογλυφικά στο Ντέιρ ελ Μπάχρι και συνδέθηκε με ελάχιστα διασωσμένα αταυτοποίητα μέχρι τότε αγάλματά της, ενώ το 2007 μια εξέταση DNA ταυτοποίησε τη μούμια της που είχε βρεθεί το 1903. Τελικά, σε καμμία εποχή και με καμμία τεχνολογία δεν είναι εύκολο το delete...

Αυτό το κομμάτι με αφορμή τα παραπάνω:


οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)