Τετάρτη, Δεκεμβρίου 28, 2022

Περί διαβαθμίσεων, ισοτιμιών και άλλων ονείρων.


Είμαι πλέον στην ηλικία που μπορώ να ξεκινάω μία παράγραφο ως εξής:

«Παλιά, …»

Παλιά, λοιπόν, οι Τράπεζες για να στελεχώσουν το υψηλόβαθμο δυναμικό τους προσλάμβαναν αποφοίτους πανεπιστημίων, κυρίως της Παντείου. Αλλά και κάθε άλλου πανεπιστημίου απόφοιτος, δεκτός. Ίσχυε δε, και το άλλο: τραπεζικοί υπάλληλοι που ευδοκίμησαν κατά την πολυετή υπηρεσία τους, είχαν το προνόμιο να εισηγηθούν την πρόσληψη του παιδιού τους, ή, με ολίγον θάρρος έως θράσος, ομοίως και την πρόσληψη άλλου προσώπου του στενού συγγενικού περιβάλλοντος, (αν ήταν ο προτεινόμενος και απόφοιτος ή έστω μέλλων απόφοιτος πανεπιστημίου, ακόμα πιο εύκολο) και η πρόσληψη αυτή ήταν κατ’ αρχάς δοκιμαστική επί διετίαν τουλάχιστον, όπου με αυστηρότητα εξεταζόταν η ποιότητα των υπηρεσιών του δοκίμου… κι αν πέρναγες το κόσκινο, γινόσουν μόνιμος – ο κάθε μπαμπάς τραπεζικός και οι συνάδελφοί του, που κι αυτοί είτε είχαν προηγηθεί ή επρόκειτο να ακολουθήσουν παρομοίως στην φροντίδα του μέλλοντος των τέκνων τους (ή των τέκνων των αδελφών τους εν πάση περιπτώσει), φρόντιζαν ώστε οι τρύπες του κόσκινου να μεγαλώσουν.

Έτσι, ούτε μήνας δεν είχε περάσει από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων εισαγωγικών εξετάσεων στα πανεπιστήμια, τον Οκτώβρη του 1976, και ενώ ακόμη δεν είχα προλάβει να κατέβω από το ροζ συννεφάκι του νεοεισηγμένου φοιτητού της Φιλοσοφικής Αθηνών, ήλθε σπίτι μας ένας από τους πιο αγαπητούς πρωτοξάδερφους της μάνας μου να με συγχαρεί και να μου πει:

- Γιώργη, τώρα που πέρασες, να ξέρεις ότι η Εθνική Τράπεζα, βλέποντας στο μέλλον, θέλει να παίρνει νεαρούς υπαλλήλους που πρόκειται να πάρουν πτυχίο πανεπιστημιακό. Εγώ θα εγγυηθώ για σένα. Θα μπεις δόκιμος από τώρα και θα πληρώνεσαι, παράλληλα θα σπουδάζεις, θα τελειώσεις, θα πας στρατό, η θέση σου θα κρατηθεί και θα σε περιμένει, κι όταν απολυθείς θα γίνεις μόνιμος και μιας και θα ‘χεις και το πτυχίο θα παίρνεις μισθό πτυχιούχου, μιάμιση μπορεί αργότερα και δύο φορές πάνω από αυτούς του γυμνασίου. Αρκεί να είσαι καλός υπάλληλος.

Και καθώς κοιτούσα αμήχανος, συνέχισε αναφέροντάς μου, των γονέων παρόντων, την μέλλουσα μισθολογική μου εξέλιξη μέχρι την συνταξιοδότηση, θεωρώντας την σταδιακή μου αποσβόλωση ως προστάδιον μιας επερχόμενης εκρήξεως χαράς που θα κορυφωνόταν με ένα επιτόπιο άλμα ζημιογόνο  για το κεφάλι μου ή για το ταβάνι.

Τον απογοήτευσα τον Σπύρο – δεν τον προσφωνούσα θείο γιατί ήταν μόλις 15 χρόνια μεγαλύτερός μου – πριν από κάτι λίγα θα είχε τριανταρίσει … τότε, αλλά ήδη είχε θέση υποδιευθυντή και παρότι ξάδερφος, πρωτοξάδερφος της μάνας μου και όχι αδερφός, ήταν διατεθειμένος να την ρισκάρει αυτή τη θέση του, για χάρη του παππού μου, του μπάρμπα του, ευεργετώντας εμένα – καλός συγγενής και σωστός μανιάτης.  

Τον απογοήτευσα, διότι προς όφελος είτε του ταβανιού είτε του κεφαλιού μου, παγίως αποσβολωμένος του είπα, «Ευχαριστώ Σπύρο, σε ευχαριστώ από καρδιάς για το ενδιαφέρον σου, αλλά μού ‘ρθε απότομα - θα το σκεφτώ και θα σου πω», έχοντας ήδη σκαρφιστεί ότι θα έλεγα στη μάνα μου, μετά από μερικές μέρες,  να του πει από τηλεφώνου ότι εμένα με ενδιαφέρει να τελειώσω τη Φιλοσοφική και να εργαστώ σε δημόσιο σχολείο, πάντα της άρεσε αυτή η προοπτική για μένα, την θεωρούσε ... ξένοιαστη. Πραγματικά, δεν είχα δύναμη να του τηλεφωνήσω ο ίδιος, γιατί ήμουν βέβαιος ότι θα μου έλεγε «Έλα μέχρι να τελειώσεις, και μετά βλέπουμε» κι εγώ πώς θα του έλεγα την αλήθεια; Το μέγα μετεφηβικό μυστικό μου: «Πέρασα στην Φιλοσοφική για χάρη των γονιών μου, εμένα η μουσική με ενδιαφέρει, απλώς είχα παζαρέψει την επιτυχία μου στις εισαγωγικές με ένα πιάνο …».

Η μάνα μου, βέβαια, κρυφά τρομοκρατημένη μιας και το είχε νιώσει το μέλλον μου, προσπάθησε για να αυτοεξαπατηθεί πρόσκαιρα, να ωραιοποιήσει την άρνησή μου:

«Δεν θα μπορέσει τώρα ο Γιωργάκης να έρθει στην Τράπεζα. Μόλις μπήκε στη σχολή, και το όνειρό του έλεγε, πριν μπει, ότι είναι να γίνει φιλόλογος και να διδάξει κάποτε στην Ιωνίδειο, εκεί που τελείωσε, όπως ο αγαπημένος του καθηγητής ο κύριος Σκουλάτος. Σκέφτεται ότι θα έχει πολύ διάβασμα στη σχολή και θέλει να πάει ένα χρόνο να δει... Αλλά, Σπύρο μου, θα δει ότι δεν είναι δύσκολα, κι εμείς θα τον πείσουμε, και ίσως κι απ΄ του χρόνου να έρθει στην Τράπεζα. Να ‘χεις όλα τα καλά του Θεού που το σκέφτηκες.»

Ήξερε να τα συμβιβάζει όλα, πρόσκαιρα βέβαια … (έχει ο Θεός μέχρι του χρόνου).

Κακός μουσικός τελικά είναι ένας φύσει εγκληματίας που παίζει μουσική ή ένας μουσικός που δεν κατάφερε να γίνει καλός μουσικός, που κι αυτός τι ακριβώς είναι; Είναι άραγε ένας μουσικός που από το πρωί ως το βράδυ κάνει αγαθοεργίες;

Και μιας και το διαλύσαμε… τι παραπάνω κάνει, από έναν απόφοιτο εξαταξίου γυμνασίου, το 1976 πάντα, ένας φιλόλογος υπάλληλος τραπέζης, πέρα από το να παίρνει μισθό πτυχιούχου; Και γιατί στην θέση του να μην είναι με τον ίδιο μισθό ένας απόφοιτος Ωδείου, ενώ θα μπορούσε να είναι, αν μπορούσε να διακτινιστεί στο παρελθόν, ένας απόφοιτος Πανεπιστημίου Μουσικών Σπουδών;

Αυτό το όνειρο το δίχως όνειρα «να τακτοποιηθώ σε μια Τράπεζα» … είναι άραγε (σήμερα!) το μόνο κριτήριο για να μην τελικά κατορθώσει να καταλάβει κάποιος ότι αυτός (ο καλός ή  έστω κακός) που σπούδασε μουσική σε ένα Ωδείο δεν μόχθησε λιγότερο από έναν (καλό ή έστω κακό) που τελείωσε το οποιοδήποτε πανεπιστήμιο; 

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)