στην Αγγελίνα και σε μένα
η κατά Νταλί μόνη αυτονόητος εποπτεία |
Οι κανόνες συμβίωσης είναι άχθος: μια ομηρική λέξη για το βάρος και το περιττό, που θέτει υπαρξιακά όρια (Ιλιάδα Σ 104: «άχθος αρούρης» / και αιώνες μετά: «να μας βρει και μας ο Χάρος που της γης δίνουμε βάρος» [2’.00’’], Γιάννης Παπαϊωάνου).
Μια λέξη για το πολυσύνθετο, διότι δεν μιλάμε ακριβώς για την φυσική έννοια του βάρους, ούτε για κάτι που περισσεύει, πλεονάζει. Μιλάμε για κάτι που ενώ είναι χρήσιμο αν τηρείται ερμηνευόμενο με κοινωνικές συναισθήσεις (δηλαδή, ίσως, με απλοϊκές και χαρούμενες καθημερινές ωφέλειες), καθίσταται κατά την προσωπική ερμηνεία του πολύπλοκο.
Οπότε, λέμε «όχι» στους κανόνες, ενστικτωδώς, ούτως ώστε να μην απολέσουμε τις δυνατότητες μιας ρευστής ανά πάσα στιγμή ερμηνείας της συμπεριφοράς μας. Και άλλοτε πάλι, λέμε «ναι» στους κανόνες για να ωφεληθούμε της αναντίρρητης προτεραιότητας που απορρέει για μας, εφόσον κάποιος άλλος υπολείπεται κατά την τήρησή τους.
Οπότε, λέμε «όχι» στους κανόνες, ενστικτωδώς, ούτως ώστε να μην απολέσουμε τις δυνατότητες μιας ρευστής ανά πάσα στιγμή ερμηνείας της συμπεριφοράς μας. Και άλλοτε πάλι, λέμε «ναι» στους κανόνες για να ωφεληθούμε της αναντίρρητης προτεραιότητας που απορρέει για μας, εφόσον κάποιος άλλος υπολείπεται κατά την τήρησή τους.
Άρα και καθίσταται μόνη ασφαλής (με την έννοια του γενικώς και αμέσως -όχι εμμέσως- προσιτού) η ισχύς ενός και μόνου βασικού κοινωνικού νόμου: ό, τι βολεύει.
Το αστείο είναι ότι αυτό το βόλεμα έχει διαφορετικές προοπτικές αναλόγως της συμπτωματικής θέσεως εκάστου που το διανοείται και φευ το αιτιολογεί, σαν να μην του είναι αρκετή η κτηνωδία του.
Και σχεδόν ηδονίζεται (αυτός, εμείς, εσείς, αυτοί, εσύ, εγώ), ορίζοντάς το ως ευφυή προσωπική του αντίληψη τού τι ακριβώς συμβαίνει.