Πατωσά, Καλαμωτή, Χίος (Πάσχα 2011) |
Ωχ Αντζερού μου, σού 'λεα, ξαθή και μαυρομάττα,
Μεσ' αυτή την πατωσά, μη πορπατείς ρηάτα.
Πατωσά: (<πατωσία: δρόμος, οδός / πάτος, πάτησις, πατισμός. Πάτος: η πεπατημένη οδός, δρόμος).
ρηάτα: (<ρηγάτα, εκ του rex, regalis, ηγεμονικώς, βασιλικώς, περήφανα).
από "Το Χιακόν Γλωσσάριον", Α.Γ. Πασπάτης, 1888 Τυπογραφείον Αδελφών Περρή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου