Πέμπτη, Οκτωβρίου 25, 2007

Μια πρόταση ΕΥΓΟΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Φτώχειας, (16 Οκτώβρη), θα προσπαθήσω να προσδιορίσω κάποιες ειδικές παραμέτρους που καθορίζουν το αν ένας νέος, ο Τάκης συγκεκριμένα, θα ανήκει στη μεσαία τάξη.

Βασική παράμετρος για να ανήκει ένας νέος στην μεσαία τάξη είναι ο υψηλός δείκτης μακροβιότητας που καθορίζεται από το DNA των οικογενειακών δέντρων και των δύο γονέων του.
Επίσης, σημαντικός παράγων είναι ο χαμηλός δείκτης γονιμότητας των συγγενών πρώτου και δευτέρου βαθμού της αμέσως προηγούμενης από αυτόν γενιάς, σε συνδυασμό με τον υψηλό δείκτη γονιμότητας της προπροηγούμενης γενιάς (αυτής των παπούδων του).

Με βάση τα ανωτέρω ο αμφιθαλλής αυτός νέος θα είναι μοναχοπαίδι, θα έχει και τους δύο γονείς του, καθώς και δύο παππούδες και δύο γιαγιάδες. Επιπλέον θα περιστοιχίζεται από άτεκνους θείους και θείες. Ως εκ τούτου θα μπορεί να έχει μηνιαίο εισόδημα 1500€ με μία σειρά απλών προφορικών καθημερινών μεν, όμως καθόλου γραφειοκρατικών αιτήσεων:

-Ρε πατέρα, πέσε 10€
-Μαμά, ρίξε εικοσάρικο.
-Παππούλη Α, τι κάνουμε σήμερα, θα πιω καφεδάκι; (5€).
-Παππούλη Β, τι κάνουμε σήμερα, θα πιω καφεδάκι; (5€).
- Γιαγιά Α, τι κάνουμε σήμερα, θα πιω καφεδάκι; (5€).
-Γιαγιά Β, τι κάνουμε σήμερα, θα πιω καφεδάκι; (5€).
-Γεια σου ρε μεγάλε μπάρμπα Α, γόη …..(5 € - 20€, μόνο και μόνο για το χαμόγελο και τη φιλοφρόνηση).
-Γεια σου θείτσα Α αειθαλλής ……(5 € - 20€, μόνο και μόνο για το χαμόγελο και τη φιλοφρόνηση ).
-Θείε Β, έχω κάτι δυσκολίες και δεν θέλω να πάρω απ’ τη μάνα μου, μπορείς να μου εξασφαλίσεις γι αυτή τη βδομάδα ‘κανα δυακοσαρικάκι, (ο μπάρμπας υποθέτει ότι τα φράγκα θα πάνε για δημόσια θεάματα με ευτυχή κατάληξη, «χαλάλι στο παιδί, νέο παιδί είναι…..»).
-Θεία Β ξέμεινα και δεν έχω να πάρω δώρο για τα γενέθλια της Λίτσας, (η θεία, γεροντοκόρη, χαίρεται που ανεψιός φροντίζει να είναι υπογραμμός με το κορίτσι του. Έτσι πρέπει να είναι οι άντρες).

Γιατί, λοιπόν, ο Τάκης να πάει να πιάσει δουλειά στο MULTIRAMA για 600€ το μήνα; Αυτές οι δουλειές είναι για προλετάριους.
Εάν λοιπόν μια υγιής πολιτεία θέλει να εξαλείψει το πρόβλημα της φτώχειας ειδικά στους νέους, καθώς και το προλεταριάτο γενικώς (δύο κακά μαζί), δεν έχει παρά να εφαρμόσει γενικευμένα αυτό το πρόγραμμα ευγονικής οικονομίας.


ΥΓ. παράδειγμα με Λίτσα, ας φτιάξει άλλος, διότι δεν προβλέπεται από τη σύμβασή μου δύο παραδείγματα ανά ποστ.

Rembetico & Μπλουζ 3, (οι ρίζες)

Θεωρώντας ότι το θέμα κλείνει, θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες πρόσθετες σκέψεις. Μοιραία τεχνικές, ειδικές, οι πρώτες τουλάχιστον από αυτές.

Εάν κάποιος παρακολουθούσε την ιστορία της δυτικής ευρωπαϊκής μουσικής, σε ό, τι αφορά τις βάσεις της, μέχρι και την εποχή τουλάχιστον της πρώτης πολυφωνίας θα διαπίστωνε την καταγωγή οργάνωσης της ύλης της στην αρχαιοελληνική, ακόμα και αν αυτές οι βάσεις έμμεσα τίθενται από αραβοανδαλουσιάνικες επιδράσεις. Το ίδιο παραδέχονται και οι Τούρκοι σε ό, τι σχετικό αφορά στην δική τους μουσική κληρονομιά (ο εξαίρετος τούρκος θεωρητικός Hakki Ozkan, αφιερώνει τα πρώτα κεφάλαια του θεωρητικού του έργου για τα μακάμια “TURK MUSIKISI ve USULERI” σε αυτό το θέμα). Μάλιστα, η μουσική παράδοση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η επίσημη, η λόγια αν το θέλετε, ονομαζόμενη ‘’αραβοπερσική’’, φτιαγμένη σε μία οικουμενικών στόχων μουσική γλώσσα, όπως και η προκάτοχός της εκκλησιαστική βυζαντινή μουσική, τις θεωρητικές τους βάσεις στην αρχαιοελληνική μουσική έχουν.

Τους ενδιαφερομένους για την Ανατολή, παραπέμπω στο σύγγραμμα ‘’ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ’’ του απελθόνος φίλου μου Μάριου Μαυροειδή (εκδόσεις FAGOTTO), και σε ό, τι αφορά τη Δύση με επιβεβαιώνουν πάμπολλες μελέτες ειδικές, παραπέμπω λοιπόν για συνοπτικές διαδικασίες στο πασίγνωστο δίτομο έργο “ΑΤΛΑΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ” (Michels Ulrich, μετάφραση ΙΕΜΑ).
Ένα από τα θηρία που θέλω να φονεύσω είναι η τερατώδης ιδεολογία που πολλούς από μας δυνάστεψε και άλλους ακόμα δυναστεύει και που συνοψίζεται στην έκφραση: «όλα από μας τα πήρανε». Αυτή η έκφραση είναι η dark side της κρυπτοδουλοπρεπούς «ο Χ-όπουλος είναι ο έλλην Χ-stein».

Οι δομές που ορίζει η θεωρία της αρχαίας ελληνικής μουσικής αναγνωρίζονται στις σονάτες του Μπετόβεν κι ας απέχει τόσους αιώνες από τους πρώτους πολυφωνιστές. Όμως πλάι σε αυτές τις μουσικές δομές υπάρχουν και δομές που δεν ορίστηκαν από τους αρχαίους προγόνους μας και που λειτουργούν πολύ περισσότερο οριστικά στα έργα του. Η μουσική ανάπτυξη στον Μπετόβεν δεν βασίζεται στη λογική μιας αφαιρετικά προδιαγεγραμμένης διαδρομής πάνω σε μία κλίμακα, αλλά στην δυναμική που γεννά μια σειρά συγχορδιών.

Στην Ανατολική παράδοση πάλι αντιμετωπίζουμε ένα άλλο πρόβλημα. Η μουσική της όντως βασίζεται σε αφαιρετικά προδιαγεγραμμένες διαδρομές πάνω σε μία κλίμακα. Αυτή η τεχνοτροπία, εξαπλωμένη γεωγραφικά και χρονικά γεννά ένα ερώτημα. Πόθεν οι απαρχές της; Ποία συνεισφορά στην διαμόρφωσή της έχουν πολιτισμοί παλαιότεροι του ελληνικού. Και επειδή αυτή η τεχνοτροπία, η λεγόμενη τροπικότητα, παρατηρείται και στους Ινδούς, αλλά και στους Ινδιάνους, αλλά κυρίως στους αρχαιότερους γείτονές μας Αιγυπτίους και Πέρσες, δεν μπορούμε να μη διαρωτηθούμε για το μήπως η καταγωγή της είναι αρχετυπική. Και επιστρέφοντας στη Δύση, ρωτάμε πάλι, μήπως το έδαφος στο οποίο καλλιεργήθηκε μέσω αρχαιοελληνικών θεωρητικών επιρροών η πρώιμη δυτική μουσική, ήταν ένα έδαφος που είχε δεκτικότητα-γονιμότητα αρχετυπικής καταγωγής; Και θέλω να θέσω το εξής ερώτημα, βέβαιος ότι απαντάται θετικά:
Μήπως οι αρχαίοι πρόγονοί μας είναι οι διατυπώσαντες θεωρητικά μιαν αρχετυπική πρακτική. Και εφόσον έτσι είναι, για να κάνω έναν διασκελισμό, ποιες ευθύνες μπορεί να έχουν ο Φρόυντ και ο Γιουνγκ, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για τα όνειρα του κάθε ανθρώπου;

Ξαναγυρίζω στο παιδάκι το γαλουχημένο με την ιδέα του απογόνου των κατασκευαστών της Ακροπόλεως ,το φοβισμένο από την επίγνωση ότι το μόνο που του επιτρέπεται να μπορεί είναι να παρασκευάζει τζατζίκι και να χορεύει συρτάκι. Αυτό το παιδάκι, όταν έφηβος αποτινάξει τους φαντασιωτικούς του τυράννους, την ξενόφερτη από τη Δύση ροκ και ποπ μουσική («έξω από το ΝΑΤΟ»), την επηρεασμένη από τη Δύση ελαφρά και εμπορική μουσική («κάτω οι λακέδες του ιμπεριαλισμού»), όταν βαρεθεί την μουσική που γεννήθηκε μέσα από την πολιτική αγωνία και έγινε πολιτικολογία («ή Καραμανλής ή τανκς»), όταν και την ευαισθησία νιώσει να τον καταπιέζει, γιατί εκεί που ξεκίνησε να τον μορφώνει, τώρα αφουγκράζεται ότι στο βάθος τον σνομπάρει («Τρίτο Πρόγραμμα»), όταν θ’ ακούσει Μπιρ-Αλλάχ βαθειά σα σουρουπώνει, αν θέλει κάποτε να μάθει και να γαληνέψει την ψυχή του, από ένα πράγμα πρέπει να προφυλαχτεί:

Να μην κάνει τον μπαγλαμά του γιαταγάνι.



ΥΓ
η οδύνη που γεννά η σύγκρουση με κάθε τι REAL εξακολουθεί να είναι μια πραγματικότητα (sic, στεναχωρήθηκα και δεν είμαι γαύρος).

Τρίτη, Οκτωβρίου 23, 2007

Rembetico & Μπλουζ, 2 (η παθογένεια των αντιστοιχιών)

Ο Μήτσος είναι ο έλλην Ντέμης.
Θα ξεκινήσω με ένα μικρό ανθολόγιο αποφθεγμάτων απαραιτήτων για να πορευθεί κανείς στις δεκαετίες του ’70 και του ‘80:
· Ο Σαββόπουλος είναι ο έλληνας Ντύλαν (φτιάχνουν και οι δύο μπαλάντες και διαμαρτύρονται).
· Ο Τσιτσάνης είναι ο έλληνας Μότσαρτ (πολυγραφότατοι).
· Αν ο Τσιτσάνης είναι ο έλληνας Μότσαρτ, τότε ο Μάρκος είναι ο έλληνας Μπαχ (λογικό ο Μάρκος είναι αρχαιότερος και έθεσε τις βάσεις και όπως είδαμε και στο προηγούμενο ποστ ήταν επίσης και ο Ρόμπερτ Τζόνσον της Ελλάδος).
· Το ρεμπέτικο είναι το μπλουζ της Ελλάδος.
· Ο Δεληκάρης είναι ο Τζωρτζ Μπεστ της Ελλάδος (κολπατζήδες και οι δύο και ατίθασα παιδιά).
Με αυτά ως πρότυπο μπορούσε ο καθένας μας να φτιάξει τα δικά του, καθώς και να εξειδικεύσει:
Ο Ιωάννης Κουκουζέλης ήταν ο έλλην Παλεστρίνα (τους χώριζαν τρεις σχεδόν αιώνες, αλλά το ζεύγος Κουκουζέλης-Παλεστρίνα ήτο απαραίτητο συμπλήρωμα των ζευγών Πέτρος Μπερεκέτης – Μπαχ, Πέτρος Λαμπαδάριος –Μότσαρτ και Θεόδωρος Φωκαεύς – Μπετόβεν).
Έχουμε, λοιπόν κι εμείς τους δικούς μας, μπορεί να μην έχουν κάνει διεθνή καριέρα, αλλά…….

Ο λυτρωμός ήρθε Ιούνιο του 1987 από τον Γκάλη. Διότι πώς θα μπορούσες πια να πεις «ο Γκάλης είναι ο έλλην Γκάλης». Είναι σχεδόν το ίδιο σαν να λες «ο Περικλής είναι ο έλλην Περικλής» ή «ο Μεγαλέξανδρος είναι ο έλλην Μεγαλέξανδρος». Πάω λίγο πίσω πάλι. Αν από μικρό παιδί γαλουχηθείς στο ότι οι τουρίστες έρχονται στην πατρίδα σου για να θαυμάσουν το αρχαίο παρελθόν της και ότι εσύ το πολύ-πολύ μπορείς να τους προσφέρεις έναν «μουζάκα» και μία «κοριατική», ένα σου έχει μείνει μόνο για να απορείς. Πώς, αλήθεια πώς και γιατί ενώ η εθνική μας τουριστική ατραξιόν είναι το συρτάκι, αυτός ο καημένος ο Θεοδωράκης, ο εφευρέτης του συρτακίου, να είναι στην εξορία, κι όταν παιδάκι αγοράζεις το Ζορμπά του Καζαντζάκη το όνομά σου να έχει φτάσει στην ασφάλεια; Και πώς εισπράττεις συμβολικά τον αποχωρισμό του Βόγλη από την Άνναμπελ, ένα πρωινό….
Νιώθεις ότι σε έχει απορρίψει η ίδια σου η ιστορία, αλλά και η γεωγραφία. Είσαι στιγματισμένος από την ανθρωπολογική επιστήμη. Αισθάνεσαι ότι θα πρέπει με τον φτωχό σου μουζάκα να αντιπαρατεθείς με την Ακρόπολη. Επιστρέφοντας λοιπόν έφηβος στην μεταπολίτευση, θα πρέπει να στυλώσεις την περηφάνια σου, έχοντας εν τω μεταξύ εμπεδώσει δια του κυπριακού ότι οι όλοι ξένοι σε επιβουλεύονται, ίσως όχι οι Γάλλοι.

Ελύτης, Σεφέρης, Ρίτσος, Αναγνωστάκης, Γκάτσος όλοι τραγουδισμένοι - κι αν ο Σεφέρης πήρε Νόμπελ, ο Ρίτσος πήρε βραβείο Λένιν, (πήρε μετά και ο Ελύτης Νόμπελ). Και μαθαίνεις λίγο-λίγο και τις παρέες. Χατζιδάκις, Κουν, Τσαρούχης, Γκάτσος, Ελύτης. Αρχίζεις να λατρεύεις όλο και πιο πολλούς σαν κι αυτούς. Γι αυτούς δεν αισθάνεσαι ότι χρειάζεται να εφαρμόσεις την αναλογία «είναι ο έλλην…..», άλλωστε αυτή την ανάγκη δεν την έχεις νιώσει ακόμα. Πολύ μακριά θα πάει…. Πρέπει να το κονταίνω.
Λοιπόν, γρήγορα και σβέλτα.
Το ροκ και κάθε τι ξένο που έχει αγαπηθεί φέρει μεταπολιτευτικά κάτι από τη ρετσινιά της ξένης απειλής. Το ίδιο και η κλασική μουσική που επιπλέον φέρει τη ρετσινιά της ταξικής της προέλευσης (sic, πού τη βρήκαν είναι άλλο καπέλο, απορεί δε κάποιος πώς ολόκληρη γενιά αριστερών πλην ελαχίστων δεν γνώρισε ποτέ τον Σοστακόβιτς και τον Προκόφιεφ που κάθε σοβιετικός εργάτης γνώριζε). Ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις και οι άλλοι όλοι, καλοί βρε παιδί μου, δε λέω, αλλά το βαραίνουν το πράγμα, σε λίγο έρχεται το ’81, σε λίγο θ’ ακουστεί «ο λαός τραγούδι θέλει τέρματα προβλήματα, χόρεψε το τσιφτετέλι κι όλα πια βλαστήμα τα». Η ζεμπεκιά είναι καθιερωμένη υποχρέωση κάθε πολιτικού, όπως πάλαι ποτέ ο τσάμικος κάθε συνταγματάρχου. Το ίδιο και το να δηλώνει τι ομάδα (όχι αίματος) είναι, ως βασικό στοιχείο της ανθρωπιάς του. Η ρεμπετολαγνεία που μας έδενε με την αγιοποιημένη εικόνα του λούμπεν υποσκελίζεται από την ποδολαγνεία προς τις τραγουδίστριες του λαϊκού ρεπερτορίου (αντίθετο αυτού το έντεχνο). Κι όλα αυτά, διότι ουδέποτε μπήκαμε στον κόπο να εμβαθύνουμε στο τι είναι και τι σημαίνουν όλα αυτά τα παράγωγα της λέξης λαός. Γι αυτό απ’ όλη αυτήν τη σκηνή (sic) εξακολουθούν και μένουν απέξω ο Νίκος Σκαλκώτας (ο έλλην Μπεργκ), ο Δημήτρης Μητρόπουλος (ο έλλην Κάραγιαν που κι αυτός ήτο έλλην), ο Γιάννης Χρήστου (που αν δεν έφευγε πρόωρα θα ήτο ο έλλην Λιγκέτι) και ο Ιάννης Ξενάκης (που είτε από λεπτό χιούμορ, είτε για να μας πικάρει, άλλοτε δήλωνε Ρουμάνος και άλλοτε Γάλλος).

«Ασκ ολσούν τσιβιρινέκ», που λέει κι ο ξεπεσμένος δερβίσης του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (δηλαδή, του έλληνος Λέοντος Τολστόι).

Κυριακή, Οκτωβρίου 21, 2007

Rembetico & Μπλουζ

μέρος πρώτον, εισαγωγή.




Παίρνω αμπάριζα από μια πρόσφατη καταχώρηση του Πετεφρή (Όταν συμμαζεύεις χαρτιά…, 20-10-2007) για να διεισδύσω σε ένα θέμα παρωχημένο. Την περίφημη ομοιότητα του ρεμπέτικου και των νέγρικων μπλουζ. Η ομοιότητα αυτή είχε εφευρεθεί από αυτοκλήτους κοινωνιολόγους-μουσικολόγους για να καλύψει ιδεολογικά την μετάλλαξη ροκάδων που σνομπάριζαν τα λαϊκά τραγούδια σε φανατικούς απολογητές του Μάρκου Βαμβακάρη.
Η συνταύτιση μπλουζ και ρεμπέτικου έχει τας αφορμάς της. Εκδηλώνεται σε μία εποχή (’70-’80) όπου η ροκ σκηνή μεταλλάσσεται από εκρηκτική σε εμπορική. Η ροκ μουσική έχει ενηλικιωθεί, οι πρώτοι λάτρεις της ψηφίζουν ή είναι και υποψήφιοι, κάποιοι είναι τακτοποιημένοι οικογενειάρχες. Η σκληρή ηχητική της ροκ , καθώς και η δυναμική ρυθμικότητά της είναι αναγνωρίσιμα πλέον ως ξεχωριστό μουσικό είδος ακόμα και από τη γιαγιά του σπιτιού που μέχρι πρότινος αυτά τα βασικά γνωριστικά στοιχεία τα θεωρούσε ως φασαρία που κάνουν οι μαλλιάδες. Να πάμε λίγο πίσω και να πούμε ότι οι μαλλιάδες, οι εξτρεμιστές της αντίδρασης μια νεολαίας που αφήνει την δεκαετία του ’50 με τα κουστουμάκια της, συνακολουθούνται από τους πιο δειλούς που οσμίζονται αέρα ελευθερίας, ελευθερίας κυρίως ερωτικής, και που στον ήχο των Λεντ Ζέπελιν πχ αναγνωρίζουν ένα σύνθημα που λέει «εμείς οι νέοι έχουμε τον δικό μας κόσμο, με τα ήθη και έθιμά του, κάτω η Καραγκούνα». Και η Καραγκούνα είναι τόσο μισητή, όσο και η φωνή του Παπαδόπουλου, γιατί το ραδιόφωνο και η τηλεόραση της επταετίας μας είχαν φλομώσει με τον Καμπαφλή (εξαίρετο κατά τα άλλα αοιδό του δημώδους άσματος) και με την Ιτιά (εξαίρετο κατά τα άλλα δημώδες άσμα). Τα δημοτικά τραγούδια εναλλασσόμενα με εμβατήρια μας ενημέρωναν για το πότε τα τανκς κατέβαιναν στο δρόμο. Ενώ σε στιγμές μικροαστικής ευμάρειας το ελαφρολαϊκό «Δελφίνι-δελφινάκι» και το «Κυρα-Γιώργαινα ο Γιώργος σου που πάει;» μας θύμιζαν ότι είμαστε η τουριστική χώρα της διπλοπενιάς (όχι της γενικής πενίας). Παραλλήλως, το μεταξικής αισθητικής ετήσιο υπερθέαμα του Παναθηναϊκού Σταδίου «Η Πολεμική Αρετή των Ελλήνων» σε αγαστή συνεργασία με το ελληνικό κινηματογραφικό μιούζικαλ κατεδείκνυαν την συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού: σανδάλι-τσαγγίον-τσαρούχι-σκαρπίνι. Όλα αυτά τα επιφανειακά στοιχεία-στοιχειά που όριζαν την ελληνικότητα προσπαθώντας παράλληλα να καθορίσουν το υποσυνείδητο των νέων και να ελέγξουν τα όνειρά τους, συνάντησαν την αντίδραση σε ένα μανιφέστο όχι λέξεων αλλά συμπεριφορών: «Εγώ, ο Μήτσος, θα λέγομαι από τούδε και στο εξής Ντέμης και δεν θα πάρω γυναίκα με προξενιό, αλλά θα γνωρίσω στα πάρτυ καμιά πενηνταριά και μετά άμα μεγαλώσω βλέπουμε. Κάτω η Καραγκούνα. Σατισφάξιον, και ας μην καλοκαταλαβαίνω τα εγγλέζικα». «Εγώ, η Ιουλία, θα λέγομαι από τούδε και στο εξής Τζούλια και δεν θα πάρω άντρα με προξενιό, θα δω πρώτα τι σημαίνει χαρά στα σκέλια μου και μετά βλέπουμε. Θα πάω απόψε στο πάρτυ με τον Ντέμη ο κόσμος να χαλάσει, κάτω η Καραγκούνα. Σατισφάξιον, και ας μην καλοκαταλαβαίνω τα εγγλέζικα». Οι πιο θαρρετοί εποικούσαν τα Μάταλα παρέα με τους χίππηδες. Οι άνω τάξεως με κάμπριο ήταν καθημερινοί θαμώνες των κλαμπ με συγκροτήματα ρέπλικες των Μπήτλις. Οι μέσοι αρκούνταν στα 45αρια δισκάκια και στα πρώτα λονγκ-πλέυ, στο ερασιτεχνικό ημίφως του σαλονιού κάποιου σπιτιού, στις παραλίες γύρω από μια φωτιά και τον Μήτσο-Ντέμη να γρατζουνάει μια κιθάρα που το καπάκι της είχε ξασπρίσει απ’ τις αλλεπάλληλες εκθέσεις στον ήλιο και στην ασκοθάλασσα. Οι μέσοι και κάτω, ξέφευγαν που και που για να επιστρέψουν στο τζουκ-μποξ του σουβλατζίδικου και να πιούνε τα κουρτάκια τους ακούγοντας «Το μερτικό μου απ’ τη χαρά». Οι άλλοι παρέμεναν εκεί, στο καφενείο τους, στη συνοικία τους, στο χωριό τους. Οι πολιτικοποιημένοι, άκουγαν μπομπίνες με Θεοδωράκη εν είδει κρυφού σχολειού, εκκλησιάζονταν στις μπουάτ ιερατούντων του Μαρκόπουλου, του Σαββόπουλου, του Λεοντή, του Λοΐζου, του Γλέζου, της Κωχ και δεν είναι διόλου τυχαίο, για να κάνουμε και μία στροφή γιατί δεν με βλέπω να τελειώνω αυτό το κείμενο, δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν, ότι κάτι η φωνή του Ξυλούρη, κάτι η φωνή της Σαμίου, του Γαργανουράκη, του Χαλκιά, κάτι το σαντούρι του Μόσχου, ο ήχος του Μαρκόπουλου κυρίως, έρρυσαν εξ αιμάτων την δημοτική μουσική και μας την επέστρεψαν εξαγνισμένη, με ανακαινισμένο το παλαιόν της ένδυμα, να μη θυμίζει συνταγματάρχη μεθυσμένο σε πασχαλινό γλέντι.
Την εποχή εκείνη, μέσα προς τέλη ’70, μεταπολίτευση, παραλλήλως εμφανίζονται δυναμικά οι συλλέκτες ρεμπέτικων δίσκων γραμμοφώνου, ο Χατζηδουλής, ο Παπαϊωάνου, ο Κουνάδης οι οποίοι προβάλλουν το ρεμπέτικο σε εκπομπές και συνάμα πείθουν τις δισκογραφικές εταιρίες να κάνουν εκδόσεις παλιών ηχογραφήσεων. Η αναζήτηση ριζών και εθνικής ταυτότητας, έννοιες που δεν θα αναλύσω γιατί θα λαλήσω, είχαν δημιουργήσει ανάγκες, ώστε το κάθε τι που θα μπορούσε να συνεισφέρει στην διαλεύκανση της μουσικής καταγωγής μας ήταν εκδόσιμο. Ο Χατζιδάκις σε ανύποπτο χρόνο ήδη από το ’60 είχε μιλήσει για το ρεμπέτικο - στην ρεμπετολαγνεία που επηκολούθησε έστρεψε τα νώτα. Ο Τσιτσάνης του ’70 στο Χάραμα και του ’80 στο Χρυσό Βαρέλι, ακούγοντας τις παλιές του ηχογραφήσεις ίσως να ετύπτετο για τον ήχο που παρήγαγε στα γεράματα, σε σχέση με τη χρυσή εποχή του ’50. Το σκρατς των δίσκων γραμμοφώνου, έγινε σύμβολο αυθεντικότητας. Η επιτυχία των παλιών ρεμπέτικων σε επανέκδοση, γεννά και τις πρώτες ρεμπετικές κομπανίες, περιοχή Ιπποκράτους, ερασιτέχνες οργανοπαίκτες φοιτητές, θαμώνες φοιτητόκοσμος.
Ο κιθαρίστας Μήτσος-Ντέμης έχει προδωθεί. Οι ρίζες που την ηχητική τους μίσησε έχουν επανέλθει στο προσκήνιο κι αυτός πρέπει να διαλέξει «περιθωριοποιημένος ή προσκυνημένος». Και έρχεται ως μάνα εξ ουρανού η Κοινωνιολογία. Ο Ντέμης, «Μήτσος, το Ντέμης κομμένο», αγοράζει μπαγλαμά, κρατάει το αμπέχωνο, αφήνει μουστάκι και λίγο-λίγο φέρνει το μαλλί στο κοντό, το κάνει και χωριστρούλα. «Ξέρεις φίλε μου τι είναι Κοινωνιολογία; Άμα δεν ξέρεις δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Είναι τυχαίο, δηλαδή (ς), που κάτω απ’ τις ίδιες συνθήκες, αναπτύσσεται στην Αμερική το μπλουζ και στην Ελλάδα το Ρεμπέτικο; Το λούμπεν στοιχείο τα δημιούργησε και τα δύο. Είναι τραγούδια διαμαρτυρίας. Δες ρε μαλάκα καμιά φωτογραφία του Μάρκου δες και τον Ρόμπερτ Τζόνσον και θα καταλάβεις».
Τον συμπαθώ τον Ντέμη – Μήτσο. Ήμουν σκληρός όταν σχολιάζοντας την καταχώρηση του Πετεφρή, απεκάλεσα τον Ντέμη-Μήτσο πλατωναριστοφανικόν ερμαφρόδιτον. Και για να αποδείξω την συμπάθειά μου διάλεξα την πλέον σκουρόχρωμη φωτογραφία του Μάρκου για να την βάλω πλάι στον Τζόνσον.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2007

Τρίτωσε..... (ωραία ιδέα, αυτό να πούμε στον Κυριάκο)




Η αίσθηση της απώλειας πρέπει να αντιμετωπίζεται με ευθυμία. Αυτό σας συμβουλεύω. Κέρδος θα το' χετε.

Χθες, προχθές, εφήυρα την απώλεια του πορτοφολιού μου. Σήμερα με κέρδος προσέφερα δωρεάν το έργον μου, χάριν προσωπικής απολαύσεως, και εξηγώ: πολύ το 'φχαριστήθηκα (όλια κι όλα). Μέχρι που η πραγματικότης, η αίσθησίς της, ήρθε να μου προσφέρει μιαν διασάφηση της εννοίας "απώλεια". Ξέχασα το τσαντάκι με τις πίπες μου στο ράδιο ταξί. Το βρήκε ο ταξιτζής και μου το έφερε (τον ταλλάρωσα-κοσάρικο, γιατί 5 πίπες κάνουν ως και 400€). Τρίτωσε........

Ο Κυριάκος είναι μεταφυσικόν ορθοτομημένον και άκρως ενθυμητέον ως είδος εξαιρούμενον.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 17, 2007

Έχασα το πορτοφόλι μου.....

Χτες κατηφορίζοντας την Αλεξάνδρας, με έντονο βηματισμό, ομολογώ, παρά την σχετικήν ηλικίαν μου και την αγυμνασίαν μου, κέρδισα την εμπιστοσύνη προς τις σωματικές μου δυνάμεις, αλλά κάτι επειδή νεάνισα, κάτι επειδή σφύριζα, μου 'πεσε το πορτοφόλι μου και δεν το πήρα είδηση. Δεν είχα μέσα και τίποτα το αξιότιμο. 25 € και την πολιτιστική μου ταυτότητα. Παρακαλώ όποιον το βρει να μου επιστρέψει τα 25€ και ας κρατήσει την εν λόγω ταυτότητα και το πορτοφόλι.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 12, 2007

Σερβιέττες μιας άλλης εποχής

Μικροί, και το μικροί προσδιοριζόμενον μας ανάγει στην δεκαετία του ’70, έβλεπα ανελλιπώς Ταρζάν στην ΥΕΝΕΔ. Μικροί λέω, γιατί μαζί με μένα καθηλωμένος στο γυαλί ήταν κι ο αδερφούλης μου, τριώ χρονών αυτός κι εγώ δέκα.
Το γυαλί ήταν ιδεοδότης. Παίζαμε, βέβαια, στη γειτονιά τα κρυφτά μας, τα κυνηγητά μας, τις αμπάριζες, τα εφτάπετρα και πολύ μπάλλα, παίζαμε και στο σπίτι με τα στρατιωτάκια μας, κυνηγητά στις σκάλες, κρυφτά μέσα στο σπίτι, παίζαμε και την εκκλησία, εγώ παπάς και ο αδερφός μου παπαδάκι, βάζαμε και την αδερφή μας να κάνει το εκκλησίασμα και την κοινωνούσα στο τέλος. Ο άμβωνάς μου ήταν η στριφτή σκάλα της αυλής. Η λειτουργία ξεκινούσε με έπαρση σημαίας, καθότι λάτρευα και την πατρίδα μας και τον Εθνικό Πειραιώς ο οποίος φέρει τα χρώματά της στην στολή του. Μια φορά μάλιστα ξέκλεψα μαυροδάφνη και την ανακάτεψα με ψωμί, και κοινώνησα την αδερφούλα μου- παιδάκι τριώ χρονώ μου μέθυσε. Την παρακοινώνησα, εφτά φορές την κοινώνησα, αλλά ήταν για το καλό της. Ο αδερφός μου κοινώνησε μόνο μία φορά, επειδή όπως μου είπε δεν του άρεσε η κοινωνία, ήθελε γιαρμαδάκια. Του έδωσα γιαρμαδάκια αντίς για αντίδωρο για να κερδίσει η εκκλησία μας άλλον έναν χριστιανό.


Ταρζάν παίζαμε τα μεσημέρια. Καθώς η γειτονιά όλη χουζούριαζε- η μάνα μου ξέκλεβε κι αυτή η καημένη κανέναν υπνάκο- εμείς παίζαμε Ταρζάν. Ο Ταρζάν ήμουν εγώ. Ο αδερφός μου είχε προσδιοριστεί εμού σκηνοθετούντος στον ρόλο του πιθηκακιού.

-Κάμαν, Μάνγκοου, κάμαν, Μάνγκοου.

Με ακολουθούσε πιστά, πάνω κάτω τις σκάλες, στην ταράτσα στην αυλή, μέχρι να επιτελεστεί η αποστολή που αντιγράφαμε από κάθε τηλεοπτικό επεισόδιο.

Έρχεται όμως στη ζωή κάθε ανθρώπου κάποια φορά κάποια στιγμή που αγγίζει το μεγαλείο (sic). Για τον δεκαετή εμένα, η στιγμή αυτή ήταν όταν αντίκρισα απλωμένα στο σχοινί του μπαλκονιού, πίσω από τις φούστες της μάνας μου και τα παντελόνια του πατέρα μου, κάτι μικρά άσπρα, τετράγωνα σχεδόν, πανάκια. Δι’ αυτών επέλυσα ένα σημαντικόν ενδυματολογικόν ζήτημα της όλης υπερπαραγωγής που διηύθυνα. Τα πανάκια αυτά ήταν ιδανικά, αν γυμνός, ωστόσο ζωσμένος ένα λαστιχάκι για σώβρακα που αγοράζεις έναντι πενηνταρακιού το μέτρο από το ψιλικατζίδικο του κυρ -Νίκου, τα κρεμάσεις πιασμένα με μανταλάκια, ένα πανάκι μπρος και ένα πίσω , να κρύβουν αντιστοίχως πουλί και πισινό. Η τέλεια στολή Ταρζάν. Και για το πιθηκάκι χρειαζόσουν ένα μόνο πανάκι να κρύβει το πουλί του. Ο πισινός των ζώων ήταν θέαμα κατάλληλο για ανηλίκους ακόμα και για την λογοκρισία της χούντας.

Ταιριάξαμε τα πανάκια και πανευτυχείς παίζαμε τον Ταρζάν των ονείρων μας. Ο Μάνγκοου ενθουσιασμένος με ακολουθούσε κατά πόδας στις σκάλες-φοινικόδεντρα, στην αυλή-ζούγκλα, στην ταράτσα-λίμνη. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, αλαλιάσαμε, πέρναγε το μεσημέρι κόντευε απογεματάκι.

–Κάμαν, Μάνγκοου, Κάμαν, Μάνγκοου.

Μέχρις που η μάνα μου αγουροξυπνημένη πρόβαλε από την πόρτα της κουζίνας. Χωρίς άλλη κουβέντα ξέβγαλε την παντόφλα της και κραδαίνοντάς την στο δεξί της χέρι, με το άλλο μαζεύοντας τη νυχτικιά, «τέρατα», αναφώνησε και μας κατεδίωξε. Προσπαθήσαμε να καταφύγουμε στη ζούγκλα μας, να γλυτώσουμε πηδώντας ανάμεσα στα φοινικόδεντρα, να γλυτώσουμε πέφτωντας στη λίμνη, αλλά εκείνη στο τέλος τα κατάφερε. Τα μεταμόρφωσε σε σιδερένια στριφτή σκάλα, σε αυλή με γλάστρες, σε ταράτσα βρεμμένη για να δροσίσει. Μας περιέλαβε και μας έδωσε το ξύλο της χρονιάς μας. Και δίκαια. Κάναμε φασαρία.

-Στο είπα ρε Πανούλη, μη γκαρίζεις όταν κάνεις τον Μάνγκοου. Στο είπα. Να κάνεις μόνο «ούγκου-ούγκου». Εσύ γιατί έκανες και «χάι-κου, χάι-κου»;

Μεγαλώνοντας, τελειώνοντας το εξατάξιο γυμνάσιο, η ΕΡΤ2 πια, έβαλε σε επανάληψη την σειρά Ταρζάν. Η μνήμη μου σε συνδυασμό με την ενδιαμέσως κτηθείσαν σεξουαλικήν διαπαιδαγώγησίν μου, μου υπέβαλαν την κατανόησιν των αιτιών του πάλαι ποτέ ταρζανείου ξυλοδαρμού μας. Είχαν ήδη δειλά-δειλά ανέλθει οι πρώτες διαφημίσεις σερβιετών στην τηλεόραση. Συνειδητοποίησα λοιπόν, λελογισμένης και της αποκτηθείσης ενδιαμέσως παιδείας μου εις την γλώσσαν της πιάτσας- καθήκον κάθε αναπτυσσομένου τότε νέου, ότι αυτά τα αθώα τετράγωνα πανάκια της παιδικής μου στολής Ταρζάν, δεν ήσαν άλλα από τα λεγόμενα «μ.....πανα».

Πέμπτη, Οκτωβρίου 11, 2007

Γκουρμέδες...

"Όταν μπαίνεις ("πίνεις" είναι το σωστό) στην ταβέρνα κάθεσαι και δε μιλάς
κάπου-κάπου αναστενάζεις απ' τα φύλλα της καρδιάς". Β. Τσιτσάνης

Οι γκουρμέδες είναι ένα είδος χουρμάδων με κάπως τραχύτερη προφορά, ίσως πιο αλανιάρικη. Ορισμένα είδη προγόνων μας αρέσκονται στους γκουρμέδες. Τους βρίσκουν δε νοστιμότατους.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 10, 2007

για μουσικούς και μουσικόφιλους......

.......μια νέα καταχώρηση στο ΑΚΟΥΣΟΝ ΑΚΟΥΣΟΝ

Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2007

Αντί πινακίου φακής

Ο Κίου Φακ Ις, φύλαρχος φυλών της συνοριακής γραμμής μεταξύ Κίνας και Μογγολίας, ρέπων εις τον σεξουαλικόν σαδισμόν, απωλέσας αδίκως υπό του αυταδέλφου του την εξουσίαν αντί πινακίου φακής, είχεν ωστόσο προλάβει να αφήσει το ίχνος του εις την ιστορίαν του τόπου του, ιστορίαν και εις ημάς γνωστήν, ένεκεν του ότι κατά την άσκησιν της εξουσίας του, παροιμιώδη έμειναν τα αντίποινά εις τα οποία υπέβαλε τους εχθρούς του, γνωστά και ως ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ ΚίΟΥ ΦΑΚ ΙΣ. Επρόκειτο για αντίποινα με βάση τo γαμηστερό φιλί (FUCK KISS), ασφαλώς. Το Κίου είναι ανετυμολόγητον, παρετυμολογείται δε από το ΤΣΙΟΥ (σαφής ηχητική αναφορά εις πτηνά), διότι ο Κίου Φακ Ις είχε μύτην αιχμηρότατην και ραμφώδη, η οποία καθιστούσε κάθε φίλημά του μαρτύριον για τον φιλούμενον ή την φιλουμένην, (εκ του "ασπάζομαι", <"ας πας ζωμέ", ήτοι "χαλάλι σου με ξεζούμισες").

Υ.Γ. ευχαριστήρια στον Μηνά Α. για την ετυμολογική αναφορά FUCK KISS

Τετάρτη, Οκτωβρίου 03, 2007

ΚΑΘΙΔΡΩΣ

...κάθιδρως...

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 29, 2007

ΑΝΗΣΥΧΙΑΙ

Πήγα στην πλατεία Κοραή σήμερα για ένα έως πέντε τσίπουρα. Τους είδα μαζεμένους εκεί τους πολιτικούς άνδρας του Πειραιώς.

-Λα, λα, Λόλα, ο καημένος ο Γιωργάκης.
-Άννα, να ένα μήλο, ο Βενιζέλος.
-Μίμη, φάε ένα μήλο, ο Σκανδαλίδης.

Γνωρίζετε πότε γράφτηκε "Το μυρολόγι της φώκιας" από τον Παπαδιαμάντη;
Πολύ περισσότερον, ενθυμήστε ποιος ήτο πρωθυπουργός της Ελλάδος τότε;
..........................
Μην ανησυχήτε λοιπόν.

(Και μην λοιδορήτε τα αποσιωπητικά. Ο Παπαδιαμάντης, ως επαγγελματίας συγγραφεύς εφημερίδων που πληρωνόταν με τον στίχον, πολλές φορές τα λογάριασε ως επιπλέον δεκαρούλες).

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 28, 2007

Εκδοχές.............













Οι καπνιστές πεθαίνουν πρόωρα.
Οι τηγανιτές είναι νοστιμότατες.
Οι μαγειρευτές διατηρούνται περισσότερο.
Οι μισοψημένες κρατούν το αιματάκι τους.
Οι ψητές το θέλουν το λεμονάκι.
Οι παραψημένες μοιάζουν με σόλες.
Οι ωμές δεν τρώγονται (από όλους..;).




Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2007


....επειδή μάλλον θα κάνω αρκετό καιρό να ξαναγράψω, γράφω αυτό, ώστε το προηγούμενό μου ποστ να μην είναι το πιο πρόσφατο......


Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2007

Σσσσσσς, λίγο ησυχία παρακαλώ............Κοιμάμαι.

Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2007

Παρένθεμα

Ο ΚΕΦΑΛΟΣ (Έτερος αποχαιρετιστήριος ύμνος στον Μπολιβάρ).Το κείμενο δημοσιεύεται και στο HOTEL MEMORY μαζί με κείμενα άλλων μπλόγκερς στην ίδια θεματική ενότητα.
(αυτή τη φορά γράψαμε όλοι εξ αφορμής ενός ποιήματος του Εγγονόπουλου).


Παραμονή που θα ΄ρχοντουσαν οι μαστόροι να πιάσουν να γκρεμίσουν τα πίσω δωμάτια του πατρικού μου, για να ρίξουμε μετά θεμέλια να ανεβάσουμε έναν όροφο, δικαιωματικά παρέβην το άβατον: το δωμάτιο της θείας Πιπίνας. Η θεία Πιπίνα, Δέσποινα το βαφτιστικό της, χήρα Υδραίου Καπετάνιου, είχε μανία και οχυρό την νοικοκυροσύνη. Όλη μέρα, κάθε μέρα το συγύριζε, αέρισμα, ξεσκόνισμα, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, γυάλισμα και παρόλο που ήταν περήφανη στ’ αυτιά, ακόμα και με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα που πρόβαλα το κεφάλι μου στην προσπάθειά μου να αθροίσω μιαν ακόμα αποσπασματική εικόνα της κάμαράς της……: «Όξω. Όξω. Ελένη έλα μάζεψε τον μικρό».

Το Πιπινάκι στην αυλή πακετάριζε τα έπιπλά της κι εγώ πέρασα ανενόχλητος την πόρτα του δωματίου της. Απογοήτευση. Ήταν άδειο. Η εικόνα των ημερών της δόξας του θα παραμείνει για μένα εσαεί ασχημάτιστη. Ανταμοιβή μου η ανοιχτή καταπαχτή. Μέσα εκεί χωμένος ο πατέρας μου, καπετάνιος κι αυτός, ξεδιάλεγε, ανάμεσα στους σωρούς από κουτιά, πράγματα που ίσως θα κρατούσαμε. Τα υπόλοιπα, κυρίως ρούχα, θα τα δίναμε στην φιλόπτωχο.
«Τι τα ψάχνεις και τα ξεδιαλέγεις, παλιατζουρίες του συχωρεμένου είναι. Ό, τι αηδία έφερνε απ’ τα ταξίδια εκεί μέσα είναι. Πρόκοψε. Πέντε πακέτα σέρτικα τη μέρα, μπέκρα απ΄το πρωί ως το βράδυ, εγώ τα τράβηξα όλα που τον είχα τρεις μήνες στον Άγιο Σάββα». Η τελευταία φράση ήταν ένα είδος εφυμνίου για το Πιπινάκι. Στάλαγμα της περί τάξεως κοσμοθεωρίας της, εντός της οποίας η ασθένεια ήτο και αυτή ένα είδος ασυγχώρητης αταξίας.
Χώθηκα κι εγώ μέσα στην καταπαχτή και πήρα κρυφά ένα κοτσωμένο τετραδιάκι πριν προλάβει να μου φωνάξει ο πατέρας μου: «Φύγε από δω μέσα και είναι γεμάτο σκόνη και μικρόβια».
Βγήκα έξω τρέχοντας να προλάβω να μην ακούσει η μάνα μου τον πατέρα μου και με βάλει να πλυθώ που είχα σκονιστεί. Ανέβηκα με το απόκτημά μου στο ταρατσάκι και κάθισα να διαβάσω. Στην ετικέτα έγραφε με καλλιγραφημένα γράμματα:

«Ευάγγελου Καραγεωργόπουλου γραπτά κατόπιν οινοποσίας εις εκδρομάς».

Μέσα, στην πρώτη σελίδα:
«Αν δεν είχα βγει στις θάλασσες να γίνω καπετάνιος
θα είχα γίνει μάλλον στρατηγός παλιορουφιάνος».

Πιο κάτω:
«Ο ΚΕΦΑΛΟΣ.
Ο κέφαλος είναι είδος ιχθύος μικρού, διαβιόν εις νερά ρηχά, στάσιμα και θερμά, κυρίως εις τον βούρκον των λιμανιών. Αλιεύεται αυστηρώς υπό συνταξιούχων ερασιτεχνών αλιέων, οίτινες σκοτώνουν καθημερνώς την ώρα των από νωρίς τ΄ απόγεμα μέχρι να σουρουπώσει, καθήμενοι εις τους προβλήτες των λιμανιών, εις απόστασιν ανάμεσά των ικανή να διαφυλάξει μέχρι τα βαθειά γεράματά των την μεταξύ αυτών ακοινωνησίαν. Όταν κάποιος εξ αυτών γεράσει πολύ -γιατί δεν γερνούν όλοι μαζί- τότε, καταλείπει τα ψαρικά του σύνεργα εις την αποθηκούλαν του σπιτιού του και αρκείται εις νεόν μεν, προδιαγεγραμμένον δε είδος καθημερινογενούς μικροηδονής όταν, εντειχισμένος εις το ακαταλόγιστον του προχωρημένου γήρατος, πλησιάζει συστηματικώς εκάστην εσπέραν έναν μέχρι τα χθες ομόλογόν του, πολλάς φοράς μάλιστα έναν και μόνον έναν, συγκεκριμένον, και εξοφλεί το χρέος συναναστροφής το οποίον έχει δημιουργήσει μετά από τόσους χρόνους μονήρους ψαρέματος: «Τσιμπάει τίποτις, πατριώτη;».

Τα είδη του κεφάλου είναι ποικίλα. Γνωστότερα δε τα εξής, και εκ του ονόματος αντιλαμβάνεται καθείς τας ιδιότητας ή την μορφήν εκάστου:
στενοκέφαλος, χοντροκέφαλος, μικροκέφαλος, μακρυκέφαλος, πλατυκέφαλος, ξεροκέφαλος, δολιχοκέφαλος, δικέφαλος, ακέφαλος. Των δύο τελευταίων ειδών αιτιάζεται η τερατομορφία εις καρκινογενέσεις.

Εν Λαρίσση, 27 Απριλίου 1939»

Δεν πρόλαβα να διαβάσω άλλη ιστορία. Ο πατέρας μου με έπιασε στα πράσα, μου πήρε το τετραδιάκι, το οποίο το εξέτασε συνοπτικώς και το πέταξε στον σκουπιδοτενεκέ, με παρέδωσε στη μάνα μου που με ξέντυσε και με έχωσε στη σκάφη να με πλύνει. Την ώρα που με έλουζε, επέστρεψε τροπαιούχος ο πατέρας μου και ανοίγοντας ένα ξύλινο βαλιτσάκι είπε με κομπασμό: «Κοίτα τι θα πετάγατε με τη βιασύνη σας. Ξέρεις Ελένη τι είν’ αυτό; Ναυτικός εξάντας του 1870».
Ο εξάντας αυτός, αφού συντρόφευσε και του πατέρα μου τα ταξίδια, κοσμεί πλέον το γραφείο μου. Το κείμενο του συχωρεμένου θείου Βάγγελου, τον οποίον ειρήσθω εν παρόδω δεν εγνώρισα καθότι η γέννησίς μου ακολούθησε τον θάνατό του μετά διετίαν, το κείμενον περί Κεφάλου, λοιπόν, το οφείλετε στην φωτογραφική μου μνήμη.

Πέμπτη, Ιουνίου 14, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η μουσική των νερών (8)

8η συνέχεια εκ των προηγουμένων

»


Και κλείσανε απότομα τα εισαγωγικά γιατί ο γέρος αυτός διηγιόταν το παραμύθι μέσα στ’ όνειρό μου, αλλά η Νία η αδερφή μου μού γαργάλησε το πόδι και ξύπνησα. Το αριστερό μου πόδι. Το δεξί ήταν μέσα στο γύψο. Και ο γύψος μου έδινε μια …. φαγούρα…., μα μία φαγούρα. Δεν ξέρω αν έχετε σπάσει πόδι ποτέ. Τις τρεις πρώτες μέρες, ανάλογα με το σπάσιμο βέβαια, τις τρεις πρώτες μέρες έχεις τον πόνο όπως και να ‘σαι, ξαπλωτός, καθιστός, όταν σηκώνεσαι. Μετά έχεις τον πόνο, μόνο όταν σηκώνεσαι. Στις πέντε μέρες αρχίζει η φαγούρα.
-Δε θ΄ ανοίξουν τα σχολεία σκατούλι. Πρωί –πρωί θα σε βλέπω να ξερνάς το γάλα και να πηγαίνεις. Εγώ, να ΄ναι καλά το πόδι μου που το ΄σπασα. Ξέρεις τι μου είπε ο γιατρός; Μετά τις 10 Οκτωβρίου θα πάω σχολείο, και αν……..

Τώρα βέβαια θα μου αναρωτηθείτε γιατί εμφανίζω τ΄ αδερφάκια μου τα δίδυμα σιωπούντα, μέχρι τώρα. Να σας πω την αλήθεια, ήδη, τα έχω καταδικάσει σε απόλυτη σιωπή μέχρι του τέλους αυτής της συγγραφής. Απλώς τώρα σας το ανακοινώνω. Και θα είναι ασυνεπές από μέρους μου, αν παραβαίνοντας τον σχεδιασμό αυτού του ραψωδικού συμπιλήματος, εμφανίσω αίφνης τα δίδυμα ομιλούντα.

ΤΕΛΟΣ

ΥΓ. Για να αιτιολογήσω τον τίτλο: Το πόδι μου το έσπασα 20 Σεπτεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Ευσταθίου. Κατά την ανάρρωση-χασομέρι μες στο σπίτι πέτυχα και έγραψα στο κασσεττοφωνάκι μας, μια εκπομπή με μαγνητοσκοπημένη την συναυλία της Βασιλικής Ορχήστρας της Μ. Βρεττανίας να παίζει, επί σχεδίας αργοπλέουσας τον Τάμεσι, την "Μουσική των Νερών" του Χαίντελ, όπου αίφνης από νταής - γιατί το πόδι μου το έσπασα καβγαδίζοντας με ένα άγνωστο παιδί που πήγε να ανακατευτεί στην παρέα μας - από νταής λοιπόν μεταλλάχτηκα σε κάποιον, που ακούγοντας και ξανακούγοντας αυτή την κασσεττούλα κάθε φορά ορκιζόταν, κάποτε να μπορεί να καταλάβει γιατί αυτό που άκουσε από την τηλεόραση και το αποθησαύρισε, ήταν τόσο παράξενο και τόσο ωραίο.

Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η μουσική των νερών (7)

(7η συνέχεια εκ των προηγουμένων)

Αυτό το παραμύθι το διηγιόταν ένας γέρος:
«Ήταν ένα παλάτι, όχι σπουδαίο παλάτι, να φανταστείτε μάλλον ένα παλάτι προς το κακομοίρικο παλάτι. Τέτοιο παλάτι. Πάντως αυτό το παλάτι, σαν παλάτι που ήτανε, είχε ένα βασιλιά. Κι ο βασιλιάς είχε έναν αρχιμάγερα, όπως κάθε βασιλιάς – τίποτα το ασυνήθιστο. Να σας πω μόνο ότι μιλάμε για μια παλιά εποχή, τόσο παλιά που ο αρχιμάγερας παλατιού ήταν μεγάλη θέση, όπως ας πούμε στην εποχή μας να είσαι διευθυντής στη Βασιλική Όπερα. Ήτανε θέση με αξία στην κοινωνία. Αρχιμάγερας του παλατιού. Μπορεί ποτέ κανένας από το πόπολο να μη γευόταν κάποια από τις μαγειρικές του. Όμως το όνομά του, του αρχιμάγερα, ήταν σε όλους γνωστό. Και σ’ αυτούς που γεύονταν τις μαγειρικές του και σ’ αυτούς που τρώγανε το πολύ-πολύ μπακαλιάρο σκορδαλιά. Μεταξύ μας να σας πω, και του βασιλιά του άρεσε ο μπακαλιάρος σκορδαλιά, αλλά σα βασιλιάς που ήτανε έπρεπε να καμώνεται ότι ξέρει και από μεγάλες μαγειρικές.
Τέλος πάντων. Ο βασιλιάς σα βασιλιάς που ήτανε, όπως όλοι οι βασιλιάδες του καιρού του, είχε και συμβουλάτορες. Κάτι σαν τους σημερινούς υπουργούς. Είχε κι έναν συμβουλάτορα για να νοιάζεται λέει την ομορφιά του παλατιού - μια ηλικία ήντουσαν οι δυό τους, βασιλιάς και συμβουλάτορας. Στην αρχή, μόλις πρωτοθρονιάστηκε, είχε αναλάβει ο βασιλιάς ο ίδιος μοναχός του, ανάμεσα στα πολλά που έκανε ή δεν έκανε, να φροντίζει και για την ομορφιά του παλατιού, αλλά μετά βαρέθηκε, δεν προλάβαινε κιόλας. Κι έτσι πήρε αυτόν τον συνομήλικό του, που ως τότε ήτανε φρούραρχος και τον έκανε συμβουλάτορα ομορφιάς του παλατιού. Βαρέως το έφερε βέβαια ο παλιός φρούραρχος που κατήντησε από φρούραρχος συμβουλάτορας της ομορφιάς του παλατιού, όμως κι αυτός όσο ήταν φρούραρχος δεν πρόσεχε. Κοιμήσης ήτανε. Κάτω απ’ τη μύτη του κρυφακούγανε σπιούνοι την ίδια την κρεββατοκάμαρα του βασιλιά, κι αυτός χαμπάρι. Γι αυτό κι ο βασιλιάς του την είχε φυλαμένη. Άλλη όμως ιστορία αυτή…. Τέλος πάντων. Πάντως μέσα στις δουλειές του παλιού φρούραρχου που τώρα ήτανε συμβουλάτορας ομορφιάς του παλατιού, μέσα λοιπόν στις δουλειές του ήτανε και το να προσέχει το μαγεριό. Για να προσέχει το μαγειριό ο συμβουλάτορας, επειδή ο ίδιος είχε κι άλλες δουλειές, διόρισε με τη σειρά του ένα συμβούλιο μαγεριού, όπως ήταν συνήθιο την εποχή εκείνη, να έχουν δηλαδή τα μαγεριά εκτός από αρχιμάγερα και συμβούλιο μαγεριού..... Το συμβούλιο του μαγειριού ήταν για να προσέχει αν κάνει καλά τη δουλειά του ο αρχιμάγερας και αν δεν την κάνει καλά να το καρφώνει στον συμβουλάτορα ομορφιάς του παλατιού. Γιατί, το ξέρετε δα, πόσοι και πόσοι αρχιμάγεροι έχουν δηλητηριάσει βασιλιάδες και βασιλιάδες. Όμως αυτό που δεν ξέρετε, γιατί ακόμα δε σας το ΄πα, αυτό λοιπόν που δεν ξέρετε είναι ότι τον αρχιμάγερα τον είχε διαλέξει ο ίδιος ο βασιλιάς. Τον είχε φέρει από τα ξένα. Ο αρχιμάγερας, Λάζαρο το λέγανε, δεν ήταν βέβαια μάγερας στα ξένα. Στα ξένα ήταν ένας φημισμένος αρχισερβιτόρος, έτσι τουλάχιστον είπανε όταν τον φέρανε στο παλάτι. Από αυτούς που ξέρουνε να στρώνουνε ωραία τα τραπέζια και να τα στολίζουν. Ιδέα δεν είχε από μαγειρική. Αλλά ο βασιλιάς, όταν έφυγε ο παλιός του αρχιμάγερας, επειδή έσκασε ο άνθρωπος με τη μιζέρια αυτού του κακομοίρικου παλατιού, γιατί αυτός ο παλιός αρχιμάγερας ήτανε κανονικός μάγερας και δεν μπορούσε να δουλεύει άλλο σε ένα μαγεριό ενός κακομοίρικου παλατιού, ο βασιλιάς λοιπόν στη θέση αυτού του παλιού αρχιμάγερα που ήτανε κανονικός μάγερας, παράγγειλε και έφερε απ’ τα ξένα αυτόν τον αρχισερβιτόρο τον Λάζαρο, που ήξερε λέει να στρώνει ωραία τα τραπέζια. Γιατί στην εποχή του βασιλιά αυτού εδώ που λέμε, πιο πολύ αξία είχε το να είναι ωραία στρωμένο το τραπέζι παρά να γίνονται όπως πρέπει, δηλαδής με όλα τους τα υλικά και τη μαεστρία οι μαγειρικές - από αυτή τη λέξη, τη μαεστρία, βγαίνει και η λέξη μάγερας, μαγεριό, μαγειρική και τα λοιπά και τα λοιπά……..


συνεχίζεται..........

Σάββατο, Ιουνίου 02, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (6)


6η συνέχεια εκ των προηγουμένων

Ένα γερό χέρι ξύλο, ιδίως αν ήταν σαββατιάτικο, ακολουθείτο από την εξαγγελία των περιοριστικών όρων για το Σαββατοκύριακο:
«Μη σώσω, μα το Θεό, αν σε δω να βγαίνεις την εξώπορτα μέχρι τη Δευτέρα που θα πας σχολείο».
Πάντα εκτιμούσα την ενστικτώδη εξυπνάδα της μάνας μου. Αυτό το «αν σε δω» άφηνε το περιθώριο και σε μένα να βγω έξω, αλλά και σε εκείνη, την δυνατότητα να επιζήσει παρά τον φρικτό της όρκο, αρκεί να ξεπόρτιζα κρυφά απ’ το βλέμμα της. Ωστόσο, δεν έφτανα ποτέ τα πράγματα στα άκρα. Συνήθως μετά από ένα μπερτάκι αυτοεξοριζόμουν στην ταράτσα. Παιχνίδι στη γούρνα του πλυσταριού με τα στρατιωτάκια. Τη γέμιζα νερό, και χωρίζοντας στα δυο καμιά ντουζίνα μανταλάκια, ξεχαρβαλώνοντας το μεταλλικό έλασμα που συνένωνε τα δύο πανομοιότυπα ξυλάκια, αποκτούσα τον απαραίτητο στόλο για την αναπαράσταση της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως από τους Ρως. Σπίρτα είχα πάντα στην τσέπη μου. Κάτω απ’ τη γούρνα, ανάμεσα στα πράσινα σαπούνια, τα ROL και τά ΟΜΟ υπήρχε και ένα πλαστικό μπουκαλάκι καθαριστικής βενζίνης. Οι δόλιοι Ρως επλησίαζαν με τα μονόξυλά τους τα τείχη της Πόλης. Η σκηνογραφική λεπτομέρεια ότι τα στρατιωτάκια μου, δυό-δυό πάνω στα μονόξυλα, ήταν Ινδιάνοι με ντουφέκια, παρεβλέπετο αφομοιωμένη στο γενικότερο θέαμα– άλλωστε πλέον, πολλές σύγχρονες σκηνοθετικές απόψεις επί κλασσικών έργων του μελοδράματος με έχουν ξεπεράσει σε τολμηρότητα. Το υγρόν πυρ χυνόταν αργά-αργά από το πλαστικό μπουκάλι στα νερά του Βοσπόρου. Έβγαινα έξω απ’ το πλυσταριό, μισόκλεινα την πόρτα και από τη χαραμάδα προσεχτικά πετούσα στη γούρνα ένα αναμμένο σπίρτο. «Αυτή ήτο και είναι η ισχύς και η δόξα του Βυζαντίου», φώναζα δυνατά, αλλά μέσα μου.

Τοιουτοτρόπως, σ' ένα απόγευμα είχα εκδικηθεί, και την αυθάδεια των πέριξ των ενδόξων συνόρων μας μη εισέτι εκχριστιανισθέντων φύλων, και την καθ’ υπερβολήν αυστηρότητος επιβληθείσαν μητρικήν τιμωρίαν. Το επόμενο πρωί της ενδόξως λυθείσης πολιορκίας, καθώς έψελνα το "Τη Υπερμάχω", με ιδιαίτερη ικανοποίηση άκουγα τη μάνα μου να λέει στη θειά μου «Παλιόκαιρος, παλιοϋγρασία. Φρεσκοπλυμένα ρούχα, τα είχα απλωμένα μέσα στο πλυσταριό επειδή έβρεχε και έχουνε πάρει μια παράξενη μυρωδιά…. Και που στην ευχή πάνε τα μανταλάκια; Τόσα μανταλάκια η γη τα καταπίνει; Κάθε βδομάδα παίρνω δυο-δυο τις ντουζίνες».
«.....Ίνα κράζω σοι..... Ο Πάνος και η Νία μαμά τα χαλάνε. Μην αφήνεις τα δίδυμα μόνα τους στην ταράτσα, αν δεν είμαι τουλάχιστον κι εγώ για να τα επιβλέπω. Ξέρεις τι διαολάκια είναι; Χτες πέταξα δεκαεφτά διαλυμμένα μανταλάκια».



συνεχίζεται.............

Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (5)

5η συνέχεια εκ των προηγουμένων


Ωραιότατον αυτό κολπάκι υστάτης αμύνης. Αποτελεσματικότατον: «Βοήθεια γειτόνοι».
Ο άνθρωπος σε κάθε πράξη του έχει κάνει λογιστικό προγραμματισμό, αναλόγως, βεβαίως, της λογιστικής ικανότητός του. Και η μάνα άνθρωπος είναι. Σου λέει λοιπόν: «Θα δείρω το παιδί και θα φοβηθεί - δεν θα το ξανακάνει». Απλουστάτη αντίληψις. Εδράζεται αδρανώς εις τον λεγόμενον "παρατεταμένον σύνδρομον λεχώνας". Η λεχώνα, ως γνωστόν, ακούει κλάμα, ταΐζει παιδί. Ταΐζει παιδί, δεν ακούει κλάμα. Συμπεραίνει ως εκ τούτου, ότι δι’ απλών χειρισμών φέρει επιθυμητά αποτελέσματα. Ξεχνά όμως ότι κατ’ ουσίαν συναλλάσσεται με τας διαθέσεις ενός βρέφους αγλώσσου. Μωρέ! Μεγάλη επιτυχία, δηλαδή, το να ταΐσεις ένα μωρό για να μη σε ζαλίζει με κλάματα…!
Περιγράφω μαθηματικώς:
Α +Β=Γ, όπερ Γ=Α+Β, όπου Α= νηστικόν μωρόν κλαίον ζαλίζει μαμά, Β=μαμά ταΐζει παιδί και Γ=μωρόν χορτάτο δεν κλαίει και μαμά ησυχάζει.

Τα παιδιά, όμως δεν είναι βρέφη. Είναι ωριμάζοντες άνθρωποι. Και φρέσκα στην κοινωνία έχουν στενότερη επαφή με το θέατρο απ’ ότι οι μεγάλοι, διότι βρίσκονται πιο κοντά στην εποχή που αγωνιωδώς προσπαθούσαν να κατακτήσουν την ομιλία. Γι αυτό κι έχουν καλύτερη αντίληψη του τι αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει μια πράξη. Έχουν, δηλαδή, καλύτερη φυσική κατάσταση από τους μεγάλους, ώστε να αντέξουν τα αποκυήματα των πράξεων τους, συμπεριλαμβανομένου του Λόγου, διότι ως γνωστόν ο Λόγος είναι Πράξη. Και έχουν ακόμα τα παιδιά, ένα εξωτερικό μάτι, όπως οι χορευτές, που παρακολουθεί και αξιολογεί την κίνησή τους. «Βαράς εσύ; Θα σε κάνω εγώ ρεζίλι στη γειτονιά, γιατί κανείς δεν ξέρει γιατί με βαράς, με τι με βαράς και πόσο με βαράς».
Μαθηματικώς: (Α + Β) : (Γ + Δ) επί Κ = Ε, όπου Α= μαμά με παρατεταμένον σύνδρομον λεχώνας, Β=άτακτον παιδί, Γ= βαράει η μαμά, Δ= σκούζει το παιδί και Κ= Π.Σ.Κ.Κ.Κ.Α. (Παγκοσμία Σταθερά Κουτσομπολίστικης Κοινωνικής Αντιλήψεως). Το δε Ε ισούται με τον παιδικόν θρίαμβον.

Τώρα θα σας πω εν συντομία την ιστορία του κασετοφωνακιού SONY. Το αγοράσαμε, όπως σας είπα, Φλεβάρη του ’73. Μετά τα εγκαίνιά του έμεινε εν υπνώσει στην οροφή της ντουλάπας της κρεββατοκάμαρας των γονιών μου για τέσσερεις περίπου μήνες. Κατόπιν, αξιοποιήθηκε επί πενταετίαν και παρεχωρήθει στους προεφήβους διδύμους αδελφούς μου (αγόρι, κορίτσι) που με επιπολαίους χειρισμούς ξεδόντιασαν ένα-ένα τα λευκά του πλήκτρα. Αλλά υπάρχουν και μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες του βίου του, που άλλες σκοπεύω να αφηγηθώ και άλλες ίσως όχι.


συνεχίζεται.............

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)