Δευτέρα, Οκτωβρίου 28, 2013
Πέμπτη, Οκτωβρίου 10, 2013
Ο μυστηριώδης κύριος με την καπαρντίνα
Δίπλα από την ταβέρνα του μυτάκια υπήρχε και ένα κουρείο. Ο
κουρέας δεν λεγόταν Γεράσιμος, αλλά Δημήτρης. Το ότι όλοι οι κουρείς
ονομάζονται Γεράσιμοι ήταν μια κατά πάσα πιθανότητα λανθασμένη παιδική μου
γενίκευσις καθότι τον κουρέα που συνήθως με πήγαινε ο παππούς μου τον έλεγαν
Γεράσιμο. Και μάλιστα δεν είμαι διόλου βέβαιος αν αποτελούσε παιδαγωγική
πρακτική του παππού μου κατά της δυσλεξίας μου, ενίοτε να με πηγαίνει για κούρεμα στου Δημήτρη, αντί στου Γεράσιμου στο στενάκι της Κανθάρου,
εκεί στην στροφή του Βρυώνη (οι παλιοί Πειραιώτες το ξέρουν το μέρος, διότι
υπήρχε και ομώνυμος στάσις – όχι του Νίκα, των λεωφορείων). Το αποτέλεσμα ήταν
ότι μετά από ένα- δυο κουρέματα στου
Δημήτρη, κατάλαβα ότι οι κουρείς έχουν και άλλα ονόματα –αυτό που με μπέρδευε
ήταν ότι ο Γεράσιμος είχε ένα αφεντικό που τον έλεγαν Μήτσο. Και πιο πολύ με
μπέρδευε αυτό το «Μη», η πρώτη συλλαβή του Μήτσου, ομόηχος με το «Μι» του Μιχάλη –
άργησα πάρα πολύ να μην θεωρώ ότι Μιχάλης και Μήτσος είναι το ίδιο όνομα. Για τελείως
ανεξήγητους έως τώρα λόγους εξακολουθώ να θεωρώ ότι το όνομα Αντώνης είναι
ισοδύναμον του Χαράλαμπος.
Η ταβέρνα του Γεωργίου Πολυκανδριώτη «Η Μύκονος» ευρίσκεται
ακόμη, ερείπιον, γωνία Αντωνίου Θεοχάρη και Σπυρίδωνος Τρικούπη, στον άγιο Νείλο –
Πειραιάς, ΤΚ 18538. Το «μυτάκιας» ήταν παρατσούκλι, ουδεμία σχέσιν έχον με
μεθόδους προσλήψεως απαγορευμένων ουσιών. Η μύτη του, απλώς, ήτο όχι μεγάλη, αλλά παραδόξως εξέχουσα.
Αξιοπαρατήρητη. Είχε και μουστακάκι, όπως και μαλλί μες στη λίγδα από τους ατμούς
των κατσαρολιών του, παρότι μαγείρισσα ήταν κυρίως η μάννα του, γραία με γάμμα
κεφαλαίο, τις τρίχες της οποίας απαραιτήτως
τις βρίσκαμε σε κάθε πιάτο. Αυτός ξαναζέσταινε τα φαγητά και τα
σερβίριζε.
Οι Μυκονιάτες, εξού και "Η Μύκονος", έχουν εκ παραδόσεως έρωτα
με τα ωδικά πτηνά. Η ταβέρνα ήταν γεμάτη κλουβιά, και το εκσφενδονιζόμενο καναβούρι
των δαιμονίως κελαδούντων σπίνων, καρδερίνων και γαλιάνδρων επί ίσοις όροις συναγωνιζόταν
τις τρίχες της μάνας του στα πιάτα μας.
Τρία ήσαν τα μυστήρια της ταβέρνας αυτής, των οποίων οι μυθώδεις αφηγήσεις μάλλον
την προστατεύουν ακόμα από τις μπουλντόζες – αν και τώρα με την κρίση, ακόμα
και γωνιακόν οικόπεδον καθίσταται ασύμφορον, συντελούντων οπωσδήποτε και των
κληρονομικών, καθότι ο μυτάκιας ήτο άκληρος.
Το πρώτο μυστήριον είμεθα αυτοί ημείς οι πελάται του. Κάποτε ένας ταξιτζής με το αγώι του μέσα στην κούρσα, σταμάτησε και μπήκε, έβρεχε κιόλας, μέσα και παρήγγειλε μια κούπα. Την ήπιε κι έφυγε. Μέρα μεσημέρι. Ανακατεμένοι όλοι, γείτονες φτωχολογιά, φοιτητές, ξεροσφύρια. Το δεύτερον μυστήριον ήτο ο ίδιος ο ταβερνιάρης. Όλοι το σχολίαζαν, αλλά και ήτο απολύτως και μάλιστα καθημερινώς επιβεβαιούμενον, το ότι κάποιο είδος όρκου ή τάματος του απαγόρευε να περάσει τα όρια του πεζοδρομίου του. Σκούπιζε τα ρείθρα καθημερινά αλλά ποτέ δεν κατέβαινε από το πεζοδρόμιο. Ο χασάπης, ο μανάβης, ο καρβουνάς, του κουβαλούσαν τα απαραίτητα αυτοί, αυτός ποτέ δεν πήγαινε στα μαγαζιά τους. Του τα ‘φερναν και τους πλήρωνε από τον μπεζαχτά, πάντα μέσα στην ταβέρνα. Η κορυφαία επιβεβαίωσις ήτο ο κυρ-Δημήτρης ο κουρέας, όπου κάθε Σάββατο μεσημέρι κι αφού έκλεινε το κουρείο του, ερχόταν και τον κούρευε, τον ξύριζε και τον συγύριζε μέσα στην ταβέρνα, γύρω στις 4 η ώρα που είχε πια σπάσει η δουλειά. Το τρίτον μυστήριον ήτο αυτός ο κύριος. Ο στρογγυλοκέφαλος. Ο νοικάρης. Έμενε σε ένα δωμάτιο πίσω από την ταβέρνα, το οποίο δεν είχε αυτόνομη είσοδο. Η είσοδός του - και ως εκ τούτου και η έξοδος - επραγματοποιείτο δια της ταβέρνας - το ωράριον λειτουργίας της οποίας κατά κανόνα ευρύτερον του ωραρίου εντός του οποίου συνετελούντο οι είσοδοι και οι έξοδοι του μυστηριώδους φαλακρού στρογγυλοκέφαλου. Μονίμως μάλιστα φορούσε μία μπεζ καπαρντίνα. Το «μονίμως» μην το πάρετε και τοις μετρητοίς. Πρόκειται μάλλον για ελλειπτική σειρά ντεμί και φουλ χειμερινής σεζόν εντυπώσεων, μιας και η παρέα μου τα καλοκαίρια δεν συχνάζαμε στου μυτάκια. Για τις ελάχιστες μεταμεσονύχτιες επιστροφές του, όπου η ταβέρνα είχε κλείσει, ο μυστηριώδης φαλακρός στρογγυλοκέφαλος κύριος χρησιμοποιούσε το κλειδάκι του. Άνοιγε το λουκέτο, ανέβαζε τα ρολά, έμπαινε μέσα, τα ξανακατέβαζε και επειδή ήτο αδύνατον, όπως αντιλαμβάνεστε, να ξανακλειδώσει, άφηνε ξεκλείδωτα.
Το πρώτο μυστήριον είμεθα αυτοί ημείς οι πελάται του. Κάποτε ένας ταξιτζής με το αγώι του μέσα στην κούρσα, σταμάτησε και μπήκε, έβρεχε κιόλας, μέσα και παρήγγειλε μια κούπα. Την ήπιε κι έφυγε. Μέρα μεσημέρι. Ανακατεμένοι όλοι, γείτονες φτωχολογιά, φοιτητές, ξεροσφύρια. Το δεύτερον μυστήριον ήτο ο ίδιος ο ταβερνιάρης. Όλοι το σχολίαζαν, αλλά και ήτο απολύτως και μάλιστα καθημερινώς επιβεβαιούμενον, το ότι κάποιο είδος όρκου ή τάματος του απαγόρευε να περάσει τα όρια του πεζοδρομίου του. Σκούπιζε τα ρείθρα καθημερινά αλλά ποτέ δεν κατέβαινε από το πεζοδρόμιο. Ο χασάπης, ο μανάβης, ο καρβουνάς, του κουβαλούσαν τα απαραίτητα αυτοί, αυτός ποτέ δεν πήγαινε στα μαγαζιά τους. Του τα ‘φερναν και τους πλήρωνε από τον μπεζαχτά, πάντα μέσα στην ταβέρνα. Η κορυφαία επιβεβαίωσις ήτο ο κυρ-Δημήτρης ο κουρέας, όπου κάθε Σάββατο μεσημέρι κι αφού έκλεινε το κουρείο του, ερχόταν και τον κούρευε, τον ξύριζε και τον συγύριζε μέσα στην ταβέρνα, γύρω στις 4 η ώρα που είχε πια σπάσει η δουλειά. Το τρίτον μυστήριον ήτο αυτός ο κύριος. Ο στρογγυλοκέφαλος. Ο νοικάρης. Έμενε σε ένα δωμάτιο πίσω από την ταβέρνα, το οποίο δεν είχε αυτόνομη είσοδο. Η είσοδός του - και ως εκ τούτου και η έξοδος - επραγματοποιείτο δια της ταβέρνας - το ωράριον λειτουργίας της οποίας κατά κανόνα ευρύτερον του ωραρίου εντός του οποίου συνετελούντο οι είσοδοι και οι έξοδοι του μυστηριώδους φαλακρού στρογγυλοκέφαλου. Μονίμως μάλιστα φορούσε μία μπεζ καπαρντίνα. Το «μονίμως» μην το πάρετε και τοις μετρητοίς. Πρόκειται μάλλον για ελλειπτική σειρά ντεμί και φουλ χειμερινής σεζόν εντυπώσεων, μιας και η παρέα μου τα καλοκαίρια δεν συχνάζαμε στου μυτάκια. Για τις ελάχιστες μεταμεσονύχτιες επιστροφές του, όπου η ταβέρνα είχε κλείσει, ο μυστηριώδης φαλακρός στρογγυλοκέφαλος κύριος χρησιμοποιούσε το κλειδάκι του. Άνοιγε το λουκέτο, ανέβαζε τα ρολά, έμπαινε μέσα, τα ξανακατέβαζε και επειδή ήτο αδύνατον, όπως αντιλαμβάνεστε, να ξανακλειδώσει, άφηνε ξεκλείδωτα.
Ο Μυτάκιας, όταν πια "αποχαιρέτησε" η μάνα του, τα μάζεψε, κλείδωσε την ταβέρνα και για πρώτη και τελευταία φορά πάτησε από το πεζοδρόμιο του στο δρόμο. Ίσως και να μην πάτησε τον δρόμο, αλλά από το πεζοδρόμιο να δρασκέλισε και να μπήκε μέσα στο φορτηγάκι που μαζί με τα υπάρχοντά του (μια βαλίτσα θα ήτανε και οπωσδήποτε πάνω από είκοσι κλουβιά με σπίνους, καρδερίνες και γαλιάντρες) τον πήγε μέχρι το καράβι για Μύκονο ανεπιστρεπτί. Εικάζω ότι ο μυστηριώδης φαλακρός, στρογγυλοκέφαλος νοικάρης είχε προηγηθεί εξελθών.
Ετικέτες
λαογραφήματα,
παιδικές αναμνήσεις
Κυριακή, Οκτωβρίου 06, 2013
κρητικόν επιδόρπιον με σοκολάτα
για τον κουκουζέλη με την ευχή μου με την συνταγή αυτή να επιτύχει τα πάντα.
Ώσπου να πας μια δρασκελιά, η δρασκελιά σε πάεικι ώσπου να πεις ξεμάκρυνα, σου ξεμακραίνει ο λόγος,
κι ώσπου το «και» και τ’ «ώσπου και» να σου το «να» και τ' «ώσπου».
Η συνταγή για την ρευστή σοκολάτα μπερεκέτη είναι:
Σε ένα μπρικάκι:
Δυο στάλες ουίσκι.
Δυο κομμάτια σοκολάτα κουβερτούρα Παυλίδη.
Μια πρέζα αλάτι.
Μια πρέζα πιπέρι πολύχρωμο.
Ίσα- ίσα κανέλλα και ίσα να πιάσει πάνω στο δάχτυλο σαλέπι (αυτά και να μην τα βάλεις δεν πειράζει).
Ζεσταίνεται κι ανακατεύεις.
Λίγο - ελάχιστο νεράκι.
Ανακατεύεις και γίνονται ένα.
Βάζεις από κάτω παγωτό βανίλια και πάνω του τρίβεις μπισκότο (τα καλύτερα είναι τα σναπς δημητριακών Δερμίση, από βρώμη και μέλι).
Περιχύνεις την ρευστή σοκολάτα μπερεκέτη.
Σερβίρεις και φάε τα (με βότκα, ουίσκι ή ρακή).
Ετικέτες
λαογραφήματα,
συνταγές μαγειρικής
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 25, 2013
Ο άλλος φυστικάς.
Αυτός ήταν από τα νιάτα του σαν τον Ουόλτερ Ματάου.
Φαντάζομαι , άι μπηλιήβ που λένε, ότι και ο Ουόλτερ Ματάου στα νιάτα του θα ήταν
όπως ήταν στα νιάτα του. Τώρα το γιατί το περιεχόμενο του ρήματος "φαντάζομαι" το συγχέω με την πίστη, είναι άλλο καπέλο και
δεν το εξηγώ. Ένα άλλο ζήτημα που επίσης με απασχολεί είναι γιατί τα άνω
εισαγωγικά τα έχουμε τόσο πολύ λανσάρει εις βάρος των κάτω εισαγωγικών. Αλλά
σήμερα είμαι τελείως ντεφορμέ για τέτοιες εκλεπτύνσεις.
Αυτουνού λοιπόν του φυστικά οι δουλειές τού ανοίξανε στα
γεράματα. Διότι νέος (όταν κι εγώ ήμουν παιδάκι) σαν τους άλλους φυστικάδες
έκανε βόλτα με μια καλαθούνα στο χέρι. Η λέξη καλαθούνα είναι χιακός
ιδιωματισμός, τουλάχιστον εγώ εκεί πρωτάκουσα την λέξη. Αλλά μπορεί και να σφάλλω, ως συνήθως. Κατά καιρούς, και ποτέ δεν έμαθα το όνομά του, είχε μουστακάκι
ντούγκλα , όπως ο Douglas Fairbanks.
Επίσης, είχε κρεμαστά βαριά τα βλέφαρα μονίμως, σαν μεθυσμένος -κάπως λέγεται
αυτή η πάθησις.
Στα νιάτα του πούλαγε και μυγδαλάκι χιώτικο, το οποίον και είναι είδος
εποχιακόν. Τέλος καλοκαιριού με φθινοπωράκι. Τότε πούλαγε και τα τσίκουδα, αυτά τα πετρόλ πράσινα μικρά μπιλάκια, μισό πόντο
διάμετρο, αρεστά στους γνώστες, Χιώτες επί το πλείστον, τα οποία απολαμβάνονται
εις δύο στάδια: πρώτα τρως και γεύεσαι το μαλακό εξωτερικό τους περίβλημα και
μετά σπας με τα δόντια το κουκουτσάκι τους και γεύεσαι και το μέσα. Χασομέρι
ανώτερον του πασατέμπου.
Τον υπόλοιπον καιρόν, πούλαγε ό, τι και οι άλλοι . Αλλά κατά
παράδοξον τρόπον επεβίωσεν του μιλένιου. Όχι ως άνθρωπος, αλλά ως φυστικάς.
Όταν οι άλλοι φυστικάδες ήδη πουλούσανε φυστίκια και μάλιστα «τύπου Αιγίνης»
συσκευασμένα σε σελοφάν, αυτός είχε ξεφύγει από την καλαθούνα. Είχε διπλά καλάθια
πάνω σε καροτσάκι. Είχε απαλλαγεί από
την ανομολόγητη τενοντίτιδα την οποίαν υπέφερεν το σινάφι του, και ως άρχων
φυστικάς, κατά το άρχων Πρωτοψάλτης της μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, εγύριζεν
την βόλτα του και μάλιστα αυτός ήτο Πειραϊκής, Ζέας, Πασαλιμανίου και πλατείας
Αλεξάνδρας.
Τον πέτυχα υπέργηρον πέρσι ή πρόπερσι. Πουλούσε Γενάρη μήνα, «μυγδαλάκι χιώτικο».
-Πάρε…
-Πόσο το ΄χεις;
-Πέντε ευρώ το σακκουλάκι.
-Ακριβά το ‘χεις.
-Ξέρεις πώς κάνουν στα εφοπλιστικά γραφεία για δαύτο;
Δυο καλάθια της τροχηλάτου ιδιοκατασκευής του γεμάτα φρέσκο
μυγδαλάκι εκτός εποχής. Είχε, φαίνεται, μεταξύ εικοστού και εικοστού πρώτου
αιώνος αποκτήσει και ψυγείο.
Ετικέτες
λαογραφήματα,
παιδικές αναμνήσεις
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 22, 2013
Ο τρόμος του Έλληνα
Ο Έλληνας ήταν φυστικάς. Έλληνας το βαφτιστικό του. Μικρασιάτης, σύζυγος Υδραίας. Μακρινός ξάδερφος της αδελφής της γιαγιάς μου, της Πιπίνας. Η γιαγιά μου χαϊδευτικά την φώναζε Πιπίνιζα. Κι όταν παραγεράσανε, αν και μικρότερη η ίδια, τήνε συμβούλευε: «Πιπίνιζα, καλό μου κορίτσι, μην πίνεις παπακόλες. Τρυπάνε το στομάχι».
Ο Έλληνας δεν είναι ηθογραφικό μου κομπόδεμα. Η ανάμνησή του, διότι μισώ την λέξη θύμηση, μου φέρνει στο μυαλό, όχι ακριβώς κάποιου είδους διάθεση, αλλά μάλλον τα νωθρά αντανακλαστικά μιας λυπηρής μιμητικής τάσης, ότι τάχα έχουμε και καταγωγή απ’ τους γενικώς απλούς ανθρώπους κατ’ αρχήν, και ίσως κι από έναν τόπο έξω απ’ την πρωτεύουσα, καθώς μάλιστα, του Καζαντζάκη «οι θύμησες» έγιναν μεγάλο σουξέ στα χρόνια όπου όλοι αισθάνονταν υποχρεωτική την κατοχή πολιτιστικής ταυτότητας - τέτοιο σουξέ, που όλοι ένιωθαν και λίγο Κρητικοί, κι εγώ πιο περήφανος γιατί ήμουν.
Η ανάμνησή του, λοιπόν, μου γεννά, πέρα από θλίψη, την ίδια αμηχανία που ένιωθα σαν άκουγα την Πιπίνιζα με συνωμοτική τη φωνή, όταν τον έβλεπε απ' το παράθυρο με το αργό του κοπιαστικό βήμα να πλησιάζει την εξώπορτα, και πριν χτυπήσει το κουδούνι μας, συμμαζεμένη, σχεδόν πανικόβλητη να μας ψιθυρίζει ενοχικά: «Ου, ήρθε πάλι ο Έλληνας». Σαν να έφταιγε η ίδια για την ανεπιθύμητη αυτήν επίσκεψη, και κατά κάποιον τρόπο έφταιγε, γιατί ο Έλληνας ήταν συγγενής από τον άντρα της, τον συχωρεμένο θείο Βαγγέλη, Υδραίο καπετάνιο, μπεκρή («αυτό τον έφαγε και το τσιγάρο, μια κούτα την ημέρα, το άναβε μ’ αυτό που έσβηνε») - εγώ δεν τον πρόλαβα, έφυγε δυο χρόνια πριν γεννηθώ.
Ο Έλληνας ερχόταν με την καλαθούνα στο χέρι γεμάτη φυστίκια, αράπικα το πλείστον και στο τρίτον του καλαθιού του, που χωριζόταν από τα υπόλοιπα δύο με ένα χαρτονάκι, είχε, όχι φίσκα, και ολίγα αιγινίτικα - διπλή τιμή. Είχε και σακουλάκια χάρτινα κι ένα κουταλάκι για να τα γεμίζει. Παρότι, από συγγενική μάλλον υποχρέωση, η θεία Πιπίνα ζητούσε να αγοράσει, μετά το πέρας της επισκέψεώς του, δυο σακκουλάκια φυστίκια, τα οποία ωστόσο ο Έλληνας επέμενε να τα προσφέρει και εν τέλει τα πληρωνόταν, οφείλω να πω, αν μπορώ να ισχυριστώ, ότι η παιδική διεισδυτικότητα του βλέμματός μου ήταν τόσο ικανή όσο νομίζω τώρα, ότι ο Έλληνας ερχόταν απλώς για να μας πει μια καλησπέρα. Και μάλιστα, όταν η Πιπίνιζα, αντί ως συνήθως να σπεύσει να κατέβει τα σκαλιά τάχα για να τον προϋπαντήσει, με απώτερο σκοπό να τον κρατήσει με την κουβέντα έξω απ’ την εξώπορτα, σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις όπου του έλεγε να ανέβει και τον έμπαζε στο σπίτι να τον κεράσει, ο Έλληνας εχαίρετο ιδιαιτέρως. Και μετά, έχοντας πιει τη βυσσινάδα του, έφευγε πασιχαρής με το τρεμουλιαστό βήμα του - σύγκορμος έτρεμε (παράσημον απ’ τα βασανιστήρια στα ξερονήσια, διότι αντάρτη Καπετάνιο τον ήθελε μια μεταπολιτευτική αφήγηση) «από παιδάκι το ‘χει το κουσούρι» μας υπενθύμιζε διακριτικά και επιτακτικώς κάθε φορά η Πιπίνιζα.
Έφευγε και πήγαινε για την επιούσια βόλτα του: Πασαλιμάνι, πλατεία Αλεξάνδρας και πάλι πίσω μέχρι Πειραϊκή. Την ίδια βόλτα είχαν όλοι οι φυστικάδες. Όλοι τζογάρανε κιόλας: «Έχω φυστίκι αράπικο, παίζω και μονά-ζυγά». Πάντα θα βρισκόταν ο πιο έξυπνος της παρέας να του πει «σε πάω». Ο φυστικάς άρπαζε μια χούφτα φυστίκια και τα άφηνε στο τραπέζι. Με το κολπάκι να κρύβουνε ένα φυστίκι ανάμεσα στα δάχτυλά τους, οι φυστικάδες πάντα κερδίζανε τους ψιλοπιωμένους που κάνανε τους έξυπνους στις φιλεναδίτσες τους. Αν ο ψευτόμαγκας έλεγε «μονά», και η καταμέτρηση λίγο πριν τελειώσει φαινόταν πως δεν θα έβγαζε ζυγά, τότε ο φυστικάς άφηνε κομψά-κρυφά να κυλήσει από τα δάχτυλά το λαθραίο φυστικάκι. Σε αντίθετη περίπτωση, έκανε την πάπια. Όμως ο Έλληνας δεν ήτο ικανός για να τζογάρει. Δεν του το επέτρεπε τεχνικώς η τρεμούλα του, η επιστημονικώς ονομαζομένη «τρόμος».
Ο Έλληνας δεν είναι ηθογραφικό μου κομπόδεμα. Η ανάμνησή του, διότι μισώ την λέξη θύμηση, μου φέρνει στο μυαλό, όχι ακριβώς κάποιου είδους διάθεση, αλλά μάλλον τα νωθρά αντανακλαστικά μιας λυπηρής μιμητικής τάσης, ότι τάχα έχουμε και καταγωγή απ’ τους γενικώς απλούς ανθρώπους κατ’ αρχήν, και ίσως κι από έναν τόπο έξω απ’ την πρωτεύουσα, καθώς μάλιστα, του Καζαντζάκη «οι θύμησες» έγιναν μεγάλο σουξέ στα χρόνια όπου όλοι αισθάνονταν υποχρεωτική την κατοχή πολιτιστικής ταυτότητας - τέτοιο σουξέ, που όλοι ένιωθαν και λίγο Κρητικοί, κι εγώ πιο περήφανος γιατί ήμουν.
Η ανάμνησή του, λοιπόν, μου γεννά, πέρα από θλίψη, την ίδια αμηχανία που ένιωθα σαν άκουγα την Πιπίνιζα με συνωμοτική τη φωνή, όταν τον έβλεπε απ' το παράθυρο με το αργό του κοπιαστικό βήμα να πλησιάζει την εξώπορτα, και πριν χτυπήσει το κουδούνι μας, συμμαζεμένη, σχεδόν πανικόβλητη να μας ψιθυρίζει ενοχικά: «Ου, ήρθε πάλι ο Έλληνας». Σαν να έφταιγε η ίδια για την ανεπιθύμητη αυτήν επίσκεψη, και κατά κάποιον τρόπο έφταιγε, γιατί ο Έλληνας ήταν συγγενής από τον άντρα της, τον συχωρεμένο θείο Βαγγέλη, Υδραίο καπετάνιο, μπεκρή («αυτό τον έφαγε και το τσιγάρο, μια κούτα την ημέρα, το άναβε μ’ αυτό που έσβηνε») - εγώ δεν τον πρόλαβα, έφυγε δυο χρόνια πριν γεννηθώ.
Ο Έλληνας ερχόταν με την καλαθούνα στο χέρι γεμάτη φυστίκια, αράπικα το πλείστον και στο τρίτον του καλαθιού του, που χωριζόταν από τα υπόλοιπα δύο με ένα χαρτονάκι, είχε, όχι φίσκα, και ολίγα αιγινίτικα - διπλή τιμή. Είχε και σακουλάκια χάρτινα κι ένα κουταλάκι για να τα γεμίζει. Παρότι, από συγγενική μάλλον υποχρέωση, η θεία Πιπίνα ζητούσε να αγοράσει, μετά το πέρας της επισκέψεώς του, δυο σακκουλάκια φυστίκια, τα οποία ωστόσο ο Έλληνας επέμενε να τα προσφέρει και εν τέλει τα πληρωνόταν, οφείλω να πω, αν μπορώ να ισχυριστώ, ότι η παιδική διεισδυτικότητα του βλέμματός μου ήταν τόσο ικανή όσο νομίζω τώρα, ότι ο Έλληνας ερχόταν απλώς για να μας πει μια καλησπέρα. Και μάλιστα, όταν η Πιπίνιζα, αντί ως συνήθως να σπεύσει να κατέβει τα σκαλιά τάχα για να τον προϋπαντήσει, με απώτερο σκοπό να τον κρατήσει με την κουβέντα έξω απ’ την εξώπορτα, σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις όπου του έλεγε να ανέβει και τον έμπαζε στο σπίτι να τον κεράσει, ο Έλληνας εχαίρετο ιδιαιτέρως. Και μετά, έχοντας πιει τη βυσσινάδα του, έφευγε πασιχαρής με το τρεμουλιαστό βήμα του - σύγκορμος έτρεμε (παράσημον απ’ τα βασανιστήρια στα ξερονήσια, διότι αντάρτη Καπετάνιο τον ήθελε μια μεταπολιτευτική αφήγηση) «από παιδάκι το ‘χει το κουσούρι» μας υπενθύμιζε διακριτικά και επιτακτικώς κάθε φορά η Πιπίνιζα.
Έφευγε και πήγαινε για την επιούσια βόλτα του: Πασαλιμάνι, πλατεία Αλεξάνδρας και πάλι πίσω μέχρι Πειραϊκή. Την ίδια βόλτα είχαν όλοι οι φυστικάδες. Όλοι τζογάρανε κιόλας: «Έχω φυστίκι αράπικο, παίζω και μονά-ζυγά». Πάντα θα βρισκόταν ο πιο έξυπνος της παρέας να του πει «σε πάω». Ο φυστικάς άρπαζε μια χούφτα φυστίκια και τα άφηνε στο τραπέζι. Με το κολπάκι να κρύβουνε ένα φυστίκι ανάμεσα στα δάχτυλά τους, οι φυστικάδες πάντα κερδίζανε τους ψιλοπιωμένους που κάνανε τους έξυπνους στις φιλεναδίτσες τους. Αν ο ψευτόμαγκας έλεγε «μονά», και η καταμέτρηση λίγο πριν τελειώσει φαινόταν πως δεν θα έβγαζε ζυγά, τότε ο φυστικάς άφηνε κομψά-κρυφά να κυλήσει από τα δάχτυλά το λαθραίο φυστικάκι. Σε αντίθετη περίπτωση, έκανε την πάπια. Όμως ο Έλληνας δεν ήτο ικανός για να τζογάρει. Δεν του το επέτρεπε τεχνικώς η τρεμούλα του, η επιστημονικώς ονομαζομένη «τρόμος».
Ετικέτες
λαογραφήματα,
παιδικές αναμνήσεις
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 20, 2013
Η κλώσσα
Η υποκειμενικότητα και η αντικειμενικότητα έχουν ανάγκη τον Χρόνο.
Τώρα το γιατί τον Χρόνο μού ‘ρθε και τον άρχισα με κεφαλαίο, ενώ τις άλλες δυό με μικρά, μάλλον αυτό οφείλεται σε ένα είδος αντικειμενικής αντιλήψεως της υποκειμενικότητος.
Διότι ο Χρόνος ως έννοια και μάλιστα άξια σεβασμού υπήρξε αρχαιοτέρα των άλλων
δύο. Και αναρωτιόμουν πάντα το πώς γίνεται αντικειμενικώς να απευθύνεις τον
σεβασμό σε κάτι χωρίς να γνωρίζεις την
αξία τής υποκειμενικότητας. Δηλαδή αυτή, η υποκειμενικότητα, να είναι μία μεταγενέστερα
συνειδητοποιημένη αντίληψη, η οποία αποκτά βαθμιαίως (συν τω χρόνω, χωρίς
κεφαλαίο) και μάλιστα αντικειμενικώς, υπερτέραν αξίαν της ίδιας της συνθήκης η οποία την εξελίσσει.
Επίσης απορώ για το πώς είναι δυνατόν όλες αυτές τις μπαρούφες
να τις βασίζω σε μία αρχική πρόταση που ούτε κι εγώ ξέρω πώς μού ‘ρθε. Τουλάχιστον
είχα την πρόνοια να μην γράψω « Ἡ ὑποκειμενικότης καὶ ἡ ἀντικειμενικότης ἒχουσιν ἀνάγκην
τὸν Χρόνον». Διότι αν υπάρχει η μηχανή του τελευταίου και τύχει
και βρεθώ μπροστά της και πατήσω κανένα λάθος κουμπί, μπορεί και να βρεθώ στην
εποχή του γλωσσικού ζητήματος. Ξανά μαχαίρια.
Ανδρέας Ρούσσης μουσική
Μιχάλης Γκανάς στίχοι
Ετικέτες
Ανδρέας Ρούσσης,
Αργύρης Μπακιρτζής,
Μιχάλης Γκανάς,
σκέψεις
Πέμπτη, Αυγούστου 22, 2013
AudioPaint: μετατροπέας εικόνας σε ήχο
για τον Κουκουζέλη και όποιον άλλον ενδιαφερθεί (μπορεί πχ να ενδιαφερθεί ο Silezukuk)
Τι είναι και πώς δουλεύει:
Αντί να το πω με δικά μου λόγια ....μεταφράζω την εισαγωγή από το manual του προγράμματος. Πάντως, αν πρόκειται να χρησιμοποιήσεις το πρόγραμμα, κάτι που το συνιστώ, έχω μεταφράσει όλο το manual στα ελληνικά, μπορείς να το κατεβάσεις από εδώ (κλικ).
ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΝ: το πρόγραμμα διατίθεται δωρεάν από τον κατασκευαστή.
Και τώρα σας μιλάει μεταφρασμένος ο κατασκευαστής Nicolas Fournel:
"Αυτό είναι ένα μικρό εγχειρίδιο χρήσης για το AudioPaint 2.1. Βεβαιωθείτε ότι έχετε στη διάθεσή σας την τελευταία έκδοση του προγράμματος που μπορείτε να βρείτε εδώ
Τι είναι και πώς δουλεύει:
Αντί να το πω με δικά μου λόγια ....μεταφράζω την εισαγωγή από το manual του προγράμματος. Πάντως, αν πρόκειται να χρησιμοποιήσεις το πρόγραμμα, κάτι που το συνιστώ, έχω μεταφράσει όλο το manual στα ελληνικά, μπορείς να το κατεβάσεις από εδώ (κλικ).
ΣΗΜΕΙΩΤΕΟΝ: το πρόγραμμα διατίθεται δωρεάν από τον κατασκευαστή.
Και τώρα σας μιλάει μεταφρασμένος ο κατασκευαστής Nicolas Fournel:
"Αυτό είναι ένα μικρό εγχειρίδιο χρήσης για το AudioPaint 2.1. Βεβαιωθείτε ότι έχετε στη διάθεσή σας την τελευταία έκδοση του προγράμματος που μπορείτε να βρείτε εδώ
Παρακαλώ
λάβετε υπ’ όψιν ότι αυτό το πρόγραμμα ήταν αρχικά φτιαγμένο για προσωπική μου
χρήση. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κανενός είδους εγγύηση. Χρησιμοποιείστε το με
δική σας ευθύνη. AudioPaint (c) 2002-2008 Nicolas Fournel
1.1 Τι είναι το AudioPaint
Το AudioPaint παράγει
ήχους από εικόνες. Το πρόγραμμα διαβάζει JPEG, GIF, PNG και BMP αρχεία και μεταφράζει
το χρώμα και τη θέση κάθε pixel σε συχνότητα, διάρκεια και θέση στο χώρο. Το AudioPaint μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ως ένα τεράστιο προσθετικό συνθεσάιζερ.
1.2 Πώς δουλεύει;
Μια εικόνα, στην πραγματικότητα,
τυγχάνει επεξεργασίας ως ένα μεγάλο πλέγμα συχνοτήτων και χρόνου. Κάθε γραμμή της
εικόνας είναι ένας ταλαντωτής, και αναλόγως του πόσο ψηλά βρίσκεται κάτι στην εικόνα
αντιστοιχείται με μία ανάλογα ψηλή συχνότητα. Και ενώ η κατακόρυφη θέση ενός
pixel καθορίζει τη συχνότητα, η οριζόντια θέση του αντιστοιχεί στον προκαθορισμένο
χρόνο ενεργοποίησης της χρονικής του έκτασης.
Κανονικά, το χρώμα ενός
pixel χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της θέσης του στο χώρο (panning), το κόκκινο
και το πράσινο καθορίζουν το πλάτος του αριστερού και δεξιού καναλιού, αντιστοίχως
(όσο πιο φωτεινό το χρώμα, τόσο πιο δυνατός ο ήχος), ενώ η μπλε συνιστώσα δεν χρησιμοποιείται.
Η δράση του κάθε συστατικού μπορεί να τροποποιηθεί στον Δρομολογητή (Routing
Section) στο παράθυρο Ρυθμίσεων του Ήχου (Audio Settins Window).
Ξεκινώντας με την έκδοση
2.0,το AudioPaint επίσης μπορεί να μετατρέψει τα στοιχεία χρώματος σε HSB αξίες,
και να χρησιμοποιήσει αντί για την απόχρωση, τον κορεσμό και την φωτεινότητα του
κόκκινου, την απόχρωση, τον κορεσμό και την φωτεινότητα του πράσινου και του μπλε.
1.3 Πώς να το χρησιμοποιήσετε;
Ανάλογα με την εικόνα,
πολλές εκατοντάδες (ή ακόμα και χιλιάδες) ταλαντωτών μπορούν να ενεργοποιηθούν ταυτόχρονα.
Λόγω του μεγάλου όγκου των δεδομένων προς επεξεργασία, το AudioPaint δεν λειτουργεί
σε πραγματικό χρόνο.
Μόλις επιλέξετε
την εικόνα σας και τις παραμέτρους, ένας ήχος πρέπει να υποστεί την διαδικασία «generate».
Στη συνέχεια, μπορείτε να τον αποθηκεύσετε ως ένα αρχείο .WAV, ώστε να τον επεξεργαστείτε
περαιτέρω με κάποιο πρόγραμμα, όπως το Sound Forge, το Wavelab κλπ. ... ή μπορείτε
να τον εισάγεται ως sample (δείγμα) σε ένα audio track κάποιου
sequencer (Sonar, Acid, Cubase
κλπ. ..). Φυσικά, οι ήχοι που παράγονται
θα ποικίλλουν ανάλογα
με τον τύπο της χρησιμοποιούμενης εικόνας. Δοκίμασα το AudioPaint με φωτογραφίες
που τραβήχτηκαν από το διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble και είναι διαθέσιμο στη Hubble
Heritage Gallery of Images:
http://heritage.stsci.edu/gallery/galindex.html.
Τα αποτελέσματα
είναι πολύπλοκα και συναρπαστικά φουτουριστικά ηχοτοπία, ειδικά αν παίξει κάποιος
με μεγάλες διάρκειες. Επίσης, τα λεγόμενα Generative graphics, τα οποία συνήθως
εμφανίζουν πολλά χρώματα, ενώ παράλληλα αποτελούν μια γεωμετρική σύνθεση,
είναι ιδιαίτερα πρόσφορα. Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του AudioPaint, δούλεψα
πολύ με έργα του Dave Bollinger για παράδειγμα:
http://www.davebollinger.com/works
Αλλά μπορείτε
πραγματικά να δοκιμάσετε οποιονδήποτε τύπο εικόνας: χάρτες από το Google είναι επίσης
μια καλή αφετηρία για την ηχητική εξερεύνησή σας, καθώς και πίνακες των Πικάσο,
Μονέ και άλλων μεγάλων καλλιτεχνών. Ξεκινώντας με το AudioPaint 2,0, μπορεί κάποιος
να κατεβάσει τυχαίες (αλλά κατάλληλες) φωτογραφίες από το Internet άμεσα μέσω του
ίδιου του προγράμματος. Και φυσικά, μη διστάσετε να δημιουργήσετε εικόνες ειδικά
για το AudioPaint στο Photoshop ή σε παρόμοια γραφιστικά προγράμματα. Παίζοντας
με γεωμετρικά σχήματα και χρωματισμούς, μπορείτε να δημιουργήσετε πολύ ενδιαφέροντες
ήχους."
Ετικέτες
ηλεκτρονική μουσική
Σάββατο, Αυγούστου 17, 2013
Η Τέχνη της Φουγκέτας
Η Φουγκέτα ανάμεσα στα Παλικάρια και τα Φραϊστίρια.
Η φωτογραφία είναι από την Βιβλιοθήκη του Κοραή. Τμήμα λαογραφικών εκθεμάτων του Μουσείου Αργέντη που στεγάζεται εκεί. .
Χιακά λαϊκά μοτίβα κεντημάτων.
Καλή αφορμή για σύνθεση αντιστοιχώντας νότες ή μοτίβα με τα σχήματα και τα χρώματα. Προτίμησα μια βιαστική λύση γι' αυτόν τον σκοπό: το πρόγραμμα AudioPaint του Nicolas Fournel. Για φθογγική ύλη χρησιμοποίησα μια σκάλα του Al Farabi.
Η φωτογραφία είναι από την Βιβλιοθήκη του Κοραή. Τμήμα λαογραφικών εκθεμάτων του Μουσείου Αργέντη που στεγάζεται εκεί. .
Χιακά λαϊκά μοτίβα κεντημάτων.
Καλή αφορμή για σύνθεση αντιστοιχώντας νότες ή μοτίβα με τα σχήματα και τα χρώματα. Προτίμησα μια βιαστική λύση γι' αυτόν τον σκοπό: το πρόγραμμα AudioPaint του Nicolas Fournel. Για φθογγική ύλη χρησιμοποίησα μια σκάλα του Al Farabi.
Ετικέτες
ηλεκτρονική μουσική,
λαογραφήματα
Παρασκευή, Αυγούστου 09, 2013
Μύθος Θερινός ΙΙ
Πάλι εκεί με έναν φρέντο, όχι κρύον μόνον αλλά και φιλικόν.
Ωραιότατον στέκι, πάροδος της Απλωταρειάς, καφέ το Ρόδι, αφετηρία αλλά και
ανάπαυλα.
Πάλι εξυπνάδες σκεφτόμουνα, προσπαθώντας να συνδυάσω το «tu es Petrus et super hanc petram aedificabo ecclesiam meam” με το «πρώτος τον λίθον βαλέτω» και το «άγουρος πέτρα πελεκά», διότι ο αγέρας… το Ρόδι, πολύβουο πάντα γεμάτο, είναι σ’ ένα γάμα, δυό παραστενάκια ενώνονται κλώθει από παντού δροσερός ο Βοριάς… κι ο Κώστας εξυπηρετικότατος – οδός Παναγίας Μαγαζιωτίσσης.
Πάλι εξυπνάδες σκεφτόμουνα, προσπαθώντας να συνδυάσω το «tu es Petrus et super hanc petram aedificabo ecclesiam meam” με το «πρώτος τον λίθον βαλέτω» και το «άγουρος πέτρα πελεκά», διότι ο αγέρας… το Ρόδι, πολύβουο πάντα γεμάτο, είναι σ’ ένα γάμα, δυό παραστενάκια ενώνονται κλώθει από παντού δροσερός ο Βοριάς… κι ο Κώστας εξυπηρετικότατος – οδός Παναγίας Μαγαζιωτίσσης.
Πολλοί Τούρκοι
τουρίστες φέτος – μιαν άλλη μέρα ρεμβάζων στο ίδιο μέρος είχα την οξύτονον γλώσσαν των ένθεν
και ένθεν … χαμηλόφωνοι δεν έχουν ξεθαρρέψει όταν οι παρέες τους είναι τριμελείς (τη
βαριέμαι όλο λέω τη Χώρα, αλλ' εν τέλει μ' αρέσει και έχει το Ρόδι ωραίο
υπερώο για τον χειμώνα, ούτε στην Αθήνα δεν υπάρχει τέτοιο καφέ, αφετηρία και
ανάπαυλα για τα ψώνια μεταξύ Χόντος Σέντερ και Μπόντυ Σοπ με παγωτό ενδιάμεσο στον Κρόνο, Αγροτικής Τραπέζης και Φράσκου Είδη Κιγκαλερίας - κάθε χρόνο αλλάζω φλοτέρ (πολλά άλατα το νερό)- τη
βαριέμαι τη Χώρα και την περιορίζω στο Ρόδι για να μπορώ να φχαριστηθώ τις βόλτες
στα σοκάκια της, πριν πάω να κάτσω εκεί και αφού κάτσω εκεί και μετά ξαναπάω
και πίνω πορτοκαλαδίτσα γιατί οι πολλοί καφέδες πειράζουν, μου φέρνουν έκτακτες
συστολές - πάντα μια στάση στο
βιβλιοπωλείον Πάπυρος).
Την ένιωσα την σκιά του βλέμματός της απ’ τ’ αριστερά μου να
πέφτει πάνω στο βιβλιαράκι που διάβαζα, αλλά οι χοντρές μεσήλικες κυρίες είναι ο κανών
στη Χίο, από μιαν ηλικία και μετά και αφού κάνουν παιδιά το ρίχνουν στην
μπιρίμπα και τους λουκουμάδες. Περίμενε βλοσυρή, μάλλον εκ της συνηθείας επιβολής επί του συζύγου της, ένα τοστ. Πήγα ν’ αλλάξω σταυροπόδι για να απαλλαγώ, όταν μια άλλη, αυτή ίδια η Μέδουσα με τα γοργά
τα μάτια τ’ άγρια, έχουσα βέβαιον τον προορισμό προς την ομοειδή της, και με γογγυσμό παρά με φωνή, «Έ, Στέλλα είντα κάμνεις» είπε, κι εγώ
πέτρωσα. Τι λάθος να την αντικρίσω.
Μαγαζιώτισσα
Μαγαζιώτισσα
Τετάρτη, Ιουλίου 31, 2013
Μύθος Θερινός Ι
Οι Διόσκουροι σε ώριμη ηλικία |
Ότε οι Διόσκουροι, προπαίδες, μπανιαρίζονταν εις τας Θέρμας της Περαίας*, ο
μεν ξουθός Κάστωρ τσαλαβουτούσε την κεφαλήν και θριαμβικώς ανεφώνη «κοίτα μπαμπά, κοίτα μπαμπά», ο δε μελάγχρους
Πολυδεύκης παρά θιν’ αλός συνεπλέκετο μετά οχλούντος αυτόν υπομειρακίου
κραδαίνοντος νερομπίστολο. Του ανδρείου
το δέμας Πολυδεύκους ορών την ψυχήν μικροθυμούσαν ο κατά τι βραχύσωμος Κάστωρ προς αρετήν αγωνιών είπεν «εγώ
μπαμπά φεύγω, πάω να βοηθήσω το Βαγγέλη» και πλαγιοκοπήσας τον οχληρόν, ενεθάρρυνεν
τον δίδυμον αυτού κράζων «επίθεση». Εθρασύνθη ο Πολυδεύκης και πάραυτα αναλαβών, ανέκραξεν φωνήν μεγάλην «πάνω του κι εσύ Κώστα».
*Θέρμαι Περαίας γαιός: το σημερινόν Λουτράκι
*Θέρμαι Περαίας γαιός: το σημερινόν Λουτράκι
Σάββατο, Ιουνίου 22, 2013
Modus Orientalis I
για φλάουτο και ηχητικό φόντο
φλάουτο: Στεφανία Κατσαρού
φλάουτο: Στεφανία Κατσαρού
Ετικέτες
η μουσική μου,
Στεφανία Κατσαρού
Παρασκευή, Ιουνίου 21, 2013
Εργάτης της Κιθάρας
Το απόσταγμα μιας εργατικής κιθαριστικής τριακονταετίας ο φίλος Βασίλης το καταθέτει στο CD “COSMOS GUITAR”.
Ναι, εξακολουθούν
και εκδίδονται cd στις μέρες μας. Για όσους θυμούνται ακόμη την χρήση του cd player, και την αποζητούν ως
απόδοση σεβασμού στην Μουσική, σε ειδικές περιστάσεις….
Ετικέτες
Βασίλης Καναράς,
έργα άλλων
Τρίτη, Ιουνίου 18, 2013
Modus Orientalis II
για όμποε, ήχους από πιάνο μέσα στις χορδές, wind chimes και ηλεκτρονικό φόντο
Ετικέτες
η μουσική μου
Κυριακή, Ιουνίου 16, 2013
Modus Orientalis III για πιάνο
παραμετροποιημένος αυτοσχεδιασμός, μέσα και έξω από το πιάνο
Ετικέτες
η μουσική μου
Δευτέρα, Μαρτίου 25, 2013
Σάββατο, Μαρτίου 09, 2013
B.I.Glinka Σύγχρονα Ηχητικά Τοπία
ΠΕΜΠΤΗ 14 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013, 20:30
Η Ένωση Ελλήνων Μουσουργών σε συνεργασία με το Ινστιτούτο
Goethe διοργανώνει την συναυλία:
Σύγχρονα Ηχητικά Τοπία
(1ος κύκλος)
The magic flutes
Θα παρουσιαστούν έργα των:
Salvatore Sciarrino, Θόδωρου Αντωνίου, Toru Takemitsu,
Luciano Berio, Peter Maxwell Davies, Doina Rotaru, Γιώργου Χατζημιχελάκη, Μάνου
Παναγιωτάκη, Davide Ianni, Rolf Thomas Lorenz, Thomas Reiner, Δημήτρη Συκιά.
Iwona Glinka, φλάουτο
Συμμετέχουν
Φλάουτα: Ειρήνη Βούζη, Ρόζα Γιαννούλου, Έρση Κασαρτζή,
Μάνος Παναγιωτάκης, Κίρα Σαπλαχίδου, Γιώργος Σκριβάνος, Μαρία Μεσσάρη, Δάφνη
Μπινιάρη Παντελέων, Κωνσταντίνα Βαγγελάτου, Στεφανία Γεωργακάκου - Κουτσονίκου,
Κωνσταντίνα Τσεκούρα, Αναστασία - Μαρία Βελισσαρίου.
Μαργαρίτα Συγγενιώτου - μέτζο σοπράνο
Ειρήνη Ντελέζου - πιάνο
Κώστας Αλεξανδρής - μπάσο τρομπόνι
Γεράσιμος Τσαγκαράκης - κρουστά
Μουσική Διεύθυνση: Ιάκωβος Κονιτόπουλος
Η συναυλία θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα συναυλιών του
Ινστιτούτου Goethe (Ομήρου 14 - 16 τηλ: 210 3661000)
Είσοδος ελεύθερη
Παρασκευή, Μαρτίου 08, 2013
Παρεπικούρειον
Ξεπήδησαν από τα κόμικς.
Ο κόσμος,
άλλοι καγχάζουν
άλλοι καγχάζουν
κι άλλοι τρέμουν.
Οι ενδιαμέσως,
οι θορυβημένοι
μην ταλαιπωρηθείτε
με επαναφορά συστήματος,
ή με ασφαλή λειτουργία,
αντίγραφα ασφαλείας
και επανεγκατάσταση.
Μάταιες ενέργειες.
Χθες κατέβασα ένα πρόγραμμα:
του βάζεις μια φωτογραφία σου
και μ’ ένα κλικ
σε κάνει σκίτσο.
Ετικέτες
προς [την] ποίηση
Κυριακή, Φεβρουαρίου 10, 2013
Χαβάς
Με δυο ελιές
και μια ντομάτα
ήρθε μια σκούνα
απ’ το Μαρόκο.
Δε θα παντρευτούμε φέτος....
Ετικέτες
προς [την] ποίηση
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 08, 2013
Ήδη
(...βάπτεται κάλαμος παρά κριτών αδίκων)
Το Μοσχάτο είναι σταθμός
και είδος κρασιού ηδύτατον.
Και τα φιστίκια Αιγίνης και τ’ αράπικα
είδη είναι.
Μα σαν της Ίδης το βουνό
άλλο δεν βρήκα.
Δαδιά, δράκους και δουλειές,
δάση και ρουμάνια….
Ετικέτες
προς [την] ποίηση
Παρασκευή, Ιανουαρίου 11, 2013
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)
-
τίς δὲ βίος; κουκουζέλη ι τίς δὲ βίος, τί δὲ τερπνὸν ἄτερ χρυσῆς Ἀφροδίτης; τεθναίην, ὅτε μοι μηκέτι ταῦτα μέλοι, κρυπταδίη φιλότης ...
-
Από πού φαίνεται ο σεφ; Από το πώς φτιάχνει τα μακαρόνια. Ένα σύνηθες πρόβλημα με τις μακαρονάδες είναι ότι όλοι δίνουν συνταγή για σάλτσε...
-
CD δώρο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΕΛΑΚΗΣ Άλλοτες όταν εκούρσευαν Ανασυνθέσεις κοσμικής μεταβυζαντινής μουσικής 16ου και 17ου αιώνα από αγιορεί...
-
Ξεκίνησα με αυτό εδώ, χωρίς περαιτέρω προθέσεις. Πρόκειται για ένα (υστερο-) υπερλεξιστικό ποιηματάκι, των φοιτητικών μου χρόνων, μάλλον το...
-
O Rob και ο Οt χτύπησαν την πόρτα κατά τις 4.30 τα ξημερώματα. Δεν έδειχναν καθόλου κουρασμένοι απ' το ταξίδι. Μονοζυγωτικοί δίδυμο...
-
Ένα κοντσέρτο. Για άρπα. Και έγχορδα. Γιατί μόνον έγχορδα; Αυτοπεριορισμός ή μήπως μια δολίως υποκρυπτόμενη φιλοδοξία –σιγά τον δόλο δηλ...
-
Συνταγή μουσικής σούπας Υλικά: λούπες: ήτοι, έτοιμες ηχογραφημένες φρασούλες, με δυνατότητα αυτοανακύκλωσης και μεταξύ των συρραφής,...
-
Περνάω αρκετό χρόνο, τον περισσότερο ίσως της καθημερινότητάς μου, στο ψηφιακό μου εργαστήρι. Ψηφιοστάσιο θα το έλεγα, γιατί αν έπρεπ...
-
Χρόνια Πολλά. Δώρο κασέτα... με ένα κλικ την ακούτε στο YouTube ή την κατεβάζετε με κλικ εδώ ΚΑΛΑΝΤΑ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ...
-
Η μουσικοπαιδαγωγική είναι μια διδακτική επιστήμη, ή μάλλον μια επιστήμη της μουσικής διδακτικής, που στόχον έχει να προσηλυτίσει τα "...