"ΟΙ ΝΤΟΥΜΑΝΟΤΡΥΠΕΣ" του Λαπαθιώτη, αγνώστου σε μένα συνθέτη.
Το παρόν σπάνιον ρεμπέτικον περιήλθε στην συλλογή μου σε ηλεκτρονική μορφή. Δεν κατέχω δηλαδή κάποιον δίσκο γραμμοφώνου με το συγκεκριμμένο κομμάτι, παρά μόνον κοσμεί τη συλλογή μου σε μορφή mp3. Πρόκειται για ένα κομμάτι σε στίχους Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Στίχους απρόσμενους για έναν νεορομαντικό ποιητή, εξίσου απρόσμενους με αυτούς του "ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ". Οι στίχοι αντανακλούν την κρυφή ζωή του ποιητή, αυτήν που μέσα από διαθλάσεις αναδύεται στα γνωστά ποιήματά του.
Το παρόν σπάνιον ρεμπέτικον περιήλθε στην συλλογή μου σε ηλεκτρονική μορφή. Δεν κατέχω δηλαδή κάποιον δίσκο γραμμοφώνου με το συγκεκριμμένο κομμάτι, παρά μόνον κοσμεί τη συλλογή μου σε μορφή mp3. Πρόκειται για ένα κομμάτι σε στίχους Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Στίχους απρόσμενους για έναν νεορομαντικό ποιητή, εξίσου απρόσμενους με αυτούς του "ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ". Οι στίχοι αντανακλούν την κρυφή ζωή του ποιητή, αυτήν που μέσα από διαθλάσεις αναδύεται στα γνωστά ποιήματά του.
Διευκρινίζω ότι το ενσωματωμένο βίντεο του YouTube είναι πρόσφατο (2021). Η πρώτη παρουσίαση του κομματιού είχε γίνει μέσω του πρώτου link της παρούσας ανάρτησης (2007). Μια ψηφιακή ιχνηλασία το αποδεικνύει.
Όταν ο παππούς μου έψαχνε να βρει ένα οικοπεδάκι να αγοράσει για να χτίσει την προίκα για τις δυο μικρότερες αδερφές του, ένας μανιάτης κοντοχωριανός του τού είπε:
- "Παναγιώτη μου, έλα εδώ στη Πειραική, και εγώ σου φράζω ένα στρέμμα για δέκα λίρες, όπου το θες, κορώνι μου".
Ο παππούς μου ο καημένος, είχε που είχε τη ντροπή του, μανιάτης να έχει παντρευτεί πριν παντρέψει όλες τις αδερφές του, κοκκίνησε:
-"Να πάρω εγώ Κυριάκο προίκα στις αδερφές μου δίπλα στους τεκέδες;"
Δεν ήταν υποχρεωμένος, ως μανιάτης, να πάρει προίκα σε καμμία αδερφή του. Στη Μάνη, το 'χω ξαναγράψει, οι γυναίκες προίκα δεν έπαιρναν. Μόνο κληρονομούσαν από μάνα σε μάνα αλυκές, ώστε να έχουν αλάτι για το μαγείρεμά τους, και σπανίως κάποιες πλούσιες οικογένειες δίνανε για κάποια χρόνια στις κόρες, ως προίκα, μερίδιο της ελαιοπαραγωγής. Όχι ρευστόν και προπάντων όχι γη και ακίνητα. Ο παππούς μου όμως ήθελε να τις προικίσει τις δυό μικρές του αδερφές. Αφού πάντρεψε τις δυό μεγαλύτερές του και παντρεύτηκε, έπρεπε να τις νοιαστεί, κανείς να μην μπορεί να πει ότι δεν τις νοιάστηκε. Εντάξει,... παντρεύτηκε πριν τις παντρέψει. Αλλά τις νοιάστηκε.
-"Α ρε καημένε Παναγιώτη. Εδώ βρε στην Πειραική σε είκοσι χρόνια αυτά τα οικόπεδα θα είναι χρυσάφι".
-"Τα έχω χεσμένα, με συγχωρείς. Εγώ τις αδερφές μου δεν τις έχω να μένουνε μεσοτοιχία με τους χασικλήδες. Κι έπειτα η Πειραική είναι γεμάτη ποντικούς και κουνούπι. Και είναι και ερημιά. Στην ερημιά να βάλω τις αδερφές μου;".
Και πήγε και αγόρασε με τα λεφτουδάκια του ένα οικοπεδάκι στο συνοικισμό της Παναγίτσας. Παναγία, Ρόδον το Αμάραντον. Τρακόσια μέτρα από την παραλία της Πειραικής, αλλά συνοικισμός. Με φώτα του δήμου, νερό και ηλεκτρικό.
Ο κυρ-Γιάννης ο γαλατάς που είχε αγοράσει για να βόσκει τις κατσίκες του ένα στρέμμα στην Πειραική, πλάι ακριβώς στον Καραγκιόζη του Χαρίδημου, τώρα έχει αφήσει προίκα στα εγγόνια του μιαν οχταόρωφη πολυκατοικία. Αλλά εγώ πιστεύω ότι ο παππούς μου καλά έκανε και δεν πήρε τότε το οικόπεδο στην Πειραική. Γιατί οι αδερφές του οι καημένες, είχανε που είχανε μείνει ανύπαντρες, να παίρνανε και σπίτι στην Πειραική, τότες όλος ο κόσμος θα έλεγε το μακρύ του και το κοντό του.
Ο Λαπαθιώτης σε κάτι τέτοια μέρη σύχναζε. Και χωρίς επίφαση. Χωρίς επίφαση γιατί τον πήρε από κάτω. Δεν πήγε για κουλέρ λοκάλ. Πήγε και συγχωνεύτηκε. Διατηρώντας την ποίηση. Γι αυτό και τις αποστροφές του τις άφηνε αδημοσίευτες. Και γι αυτό κι εγώ λέω συγχωνεύτηκε. Γιατί μπόρεσε και διατήρησε την διάκριση-μπορούσε να διακρίνει τους κόσμους. Αν δεν μπορείς να διακρίνεις τότε, απλώς, ταυτίζεσαι.
Τους στίχους αυτού του τραγουδιού του, μου τους έστειλε η φίλη μου η Φανή. Τους βρήκε στο βιβλίο του Πέτρου Χαρτοκόλλη "Ιδανικοί Αυτόχειρες", εκδόσεις ΕΣΤΙΑ. Είναι αδημοσίευτοι από τον ποιητή. Αν και το περιβάλλον στο οποίο αναφέρεται είναι οι τεκέδες του '30, το τραγούδι έχει δομή δημοτικού με γλώσσα ρεμπέτικου. Δεν είναι ρεμπέτικο, γιατί δεν υπάρχει ρεμπέτικο τραγούδι χωρίς ομοιοκατάληκτους στίχους, έστω δίστιχα. Στο τραγούδι αυτό συγχωνεύονται δημοτική τεχνική και ύφος με ρεμπέτικο θέμα.
(Α στροφή)
Κάτω στου Μήτσου τον ντεκέ κάναν οι μπάτσοι μπλόκο
και βρήκαν ντουμανότρυπες κ' ένα γιαπί λουλάδες,
πενηνταδυό διμούτσουνες και δεκαοχτώ μαρκούτσια.
Σουρτά- σουρτά με μπαμπεσιά ζυγώσαν οι ρουφιάνοι,
με ζούλα ήρθαν οι π[ούστηδες] και μας εβάναν μπόστα:
τσιμπήσαν πρώτα τον Μπαλήν, όπου φυλούσε τσίλλιας,
και μπήκαν στο τσαρδάκι μας και μας τα κάναν λίμπα.
(Β στροφή)
Πήραν τις ντουμανότρυπες, πήραν και τους λουλάδες,
πήραν και τις διμούτσουνες, τα δεκαοχτώ μαρκούτσια,
πήραν και τους ντερβίσιδες και στο πλεχτό τους πάνε
(Γ στροφή)
πήραν τον Μίκα το Ντουρντή, το τζε του Ντελαβέρη,
το Μπάμπουλα, το Μπούμπουλα και το Μπαλή το Μήτσο,
πήρανε και το ντερτιλή το Ντάτα, το θερίο,
πόκανε πέντε στην Παλιά και δώδεκα στ' Ανάπλι,
κι όταν μιλάη τσακίζεται και λέει: Όφ, τ' αδρεφάκι.
Πήραν και το Σκουντή το Λια με τα σμιχτά τα φρύδια,
κι ο Λιάκος βαρυγκόμαγε, κι ο Λιάκος βλαστημούσε.
(Δ στροφή).
Λιάκο μ' τ' έχεις και θλίβεσαι, τ' έχεις κι αναστενάζεις;
Δεν κλαίω που με τσιμπήσανε και στο πλεχτό με πάνε,
μον' κλαίω που μου τη σκάσανε κι ακόμα είμαι χαρμάνι...
Ο συνθέτης το έπιασε το αντικείμενο. Διάλεξε δώδεκα από τους είκοσι συνολικά στίχους, έτσι ώστε να αποτελούν στροφικές ενότητες. Απέφυγε και επικίνδυνες λέξεις όπως τη λέξη "πούστηδες" ίσως φοβούμενος λογοκρισία, αν και εκείνη την εποχή ακόμη δεν υπήρχε. Έφτιαξε ένα τραγούδι τετράστροφο από στροφές τρίστιχες, όπου ο δεύτερος στίχος κάθε στροφής τραγουδιέται δις. Σας επαναλαμβάνω ο συνθέτης, όπως και ο τραγουδιστής και οι εκτελεστές, μου είναι άγνωστος, όπως πολλές φορές άγνωστος είναι σε μένα ο ίδιος μου ο εαυτός. Παρακαλώ λοιπόν κάθε εκλεκτό συλλέκτη και μουσικολόγο του ρεμπέτικου να με πληροφορήσει για οτιδήποτε γνωρίζει σχετικά.
- "Παναγιώτη μου, έλα εδώ στη Πειραική, και εγώ σου φράζω ένα στρέμμα για δέκα λίρες, όπου το θες, κορώνι μου".
Ο παππούς μου ο καημένος, είχε που είχε τη ντροπή του, μανιάτης να έχει παντρευτεί πριν παντρέψει όλες τις αδερφές του, κοκκίνησε:
-"Να πάρω εγώ Κυριάκο προίκα στις αδερφές μου δίπλα στους τεκέδες;"
Δεν ήταν υποχρεωμένος, ως μανιάτης, να πάρει προίκα σε καμμία αδερφή του. Στη Μάνη, το 'χω ξαναγράψει, οι γυναίκες προίκα δεν έπαιρναν. Μόνο κληρονομούσαν από μάνα σε μάνα αλυκές, ώστε να έχουν αλάτι για το μαγείρεμά τους, και σπανίως κάποιες πλούσιες οικογένειες δίνανε για κάποια χρόνια στις κόρες, ως προίκα, μερίδιο της ελαιοπαραγωγής. Όχι ρευστόν και προπάντων όχι γη και ακίνητα. Ο παππούς μου όμως ήθελε να τις προικίσει τις δυό μικρές του αδερφές. Αφού πάντρεψε τις δυό μεγαλύτερές του και παντρεύτηκε, έπρεπε να τις νοιαστεί, κανείς να μην μπορεί να πει ότι δεν τις νοιάστηκε. Εντάξει,... παντρεύτηκε πριν τις παντρέψει. Αλλά τις νοιάστηκε.
-"Α ρε καημένε Παναγιώτη. Εδώ βρε στην Πειραική σε είκοσι χρόνια αυτά τα οικόπεδα θα είναι χρυσάφι".
-"Τα έχω χεσμένα, με συγχωρείς. Εγώ τις αδερφές μου δεν τις έχω να μένουνε μεσοτοιχία με τους χασικλήδες. Κι έπειτα η Πειραική είναι γεμάτη ποντικούς και κουνούπι. Και είναι και ερημιά. Στην ερημιά να βάλω τις αδερφές μου;".
Και πήγε και αγόρασε με τα λεφτουδάκια του ένα οικοπεδάκι στο συνοικισμό της Παναγίτσας. Παναγία, Ρόδον το Αμάραντον. Τρακόσια μέτρα από την παραλία της Πειραικής, αλλά συνοικισμός. Με φώτα του δήμου, νερό και ηλεκτρικό.
Ο κυρ-Γιάννης ο γαλατάς που είχε αγοράσει για να βόσκει τις κατσίκες του ένα στρέμμα στην Πειραική, πλάι ακριβώς στον Καραγκιόζη του Χαρίδημου, τώρα έχει αφήσει προίκα στα εγγόνια του μιαν οχταόρωφη πολυκατοικία. Αλλά εγώ πιστεύω ότι ο παππούς μου καλά έκανε και δεν πήρε τότε το οικόπεδο στην Πειραική. Γιατί οι αδερφές του οι καημένες, είχανε που είχανε μείνει ανύπαντρες, να παίρνανε και σπίτι στην Πειραική, τότες όλος ο κόσμος θα έλεγε το μακρύ του και το κοντό του.
Ο Λαπαθιώτης σε κάτι τέτοια μέρη σύχναζε. Και χωρίς επίφαση. Χωρίς επίφαση γιατί τον πήρε από κάτω. Δεν πήγε για κουλέρ λοκάλ. Πήγε και συγχωνεύτηκε. Διατηρώντας την ποίηση. Γι αυτό και τις αποστροφές του τις άφηνε αδημοσίευτες. Και γι αυτό κι εγώ λέω συγχωνεύτηκε. Γιατί μπόρεσε και διατήρησε την διάκριση-μπορούσε να διακρίνει τους κόσμους. Αν δεν μπορείς να διακρίνεις τότε, απλώς, ταυτίζεσαι.
Τους στίχους αυτού του τραγουδιού του, μου τους έστειλε η φίλη μου η Φανή. Τους βρήκε στο βιβλίο του Πέτρου Χαρτοκόλλη "Ιδανικοί Αυτόχειρες", εκδόσεις ΕΣΤΙΑ. Είναι αδημοσίευτοι από τον ποιητή. Αν και το περιβάλλον στο οποίο αναφέρεται είναι οι τεκέδες του '30, το τραγούδι έχει δομή δημοτικού με γλώσσα ρεμπέτικου. Δεν είναι ρεμπέτικο, γιατί δεν υπάρχει ρεμπέτικο τραγούδι χωρίς ομοιοκατάληκτους στίχους, έστω δίστιχα. Στο τραγούδι αυτό συγχωνεύονται δημοτική τεχνική και ύφος με ρεμπέτικο θέμα.
(Α στροφή)
Κάτω στου Μήτσου τον ντεκέ κάναν οι μπάτσοι μπλόκο
και βρήκαν ντουμανότρυπες κ' ένα γιαπί λουλάδες,
πενηνταδυό διμούτσουνες και δεκαοχτώ μαρκούτσια.
Σουρτά- σουρτά με μπαμπεσιά ζυγώσαν οι ρουφιάνοι,
με ζούλα ήρθαν οι π[ούστηδες] και μας εβάναν μπόστα:
τσιμπήσαν πρώτα τον Μπαλήν, όπου φυλούσε τσίλλιας,
και μπήκαν στο τσαρδάκι μας και μας τα κάναν λίμπα.
(Β στροφή)
Πήραν τις ντουμανότρυπες, πήραν και τους λουλάδες,
πήραν και τις διμούτσουνες, τα δεκαοχτώ μαρκούτσια,
πήραν και τους ντερβίσιδες και στο πλεχτό τους πάνε
(Γ στροφή)
πήραν τον Μίκα το Ντουρντή, το τζε του Ντελαβέρη,
το Μπάμπουλα, το Μπούμπουλα και το Μπαλή το Μήτσο,
πήρανε και το ντερτιλή το Ντάτα, το θερίο,
πόκανε πέντε στην Παλιά και δώδεκα στ' Ανάπλι,
κι όταν μιλάη τσακίζεται και λέει: Όφ, τ' αδρεφάκι.
Πήραν και το Σκουντή το Λια με τα σμιχτά τα φρύδια,
κι ο Λιάκος βαρυγκόμαγε, κι ο Λιάκος βλαστημούσε.
(Δ στροφή).
Λιάκο μ' τ' έχεις και θλίβεσαι, τ' έχεις κι αναστενάζεις;
Δεν κλαίω που με τσιμπήσανε και στο πλεχτό με πάνε,
μον' κλαίω που μου τη σκάσανε κι ακόμα είμαι χαρμάνι...
Ο συνθέτης το έπιασε το αντικείμενο. Διάλεξε δώδεκα από τους είκοσι συνολικά στίχους, έτσι ώστε να αποτελούν στροφικές ενότητες. Απέφυγε και επικίνδυνες λέξεις όπως τη λέξη "πούστηδες" ίσως φοβούμενος λογοκρισία, αν και εκείνη την εποχή ακόμη δεν υπήρχε. Έφτιαξε ένα τραγούδι τετράστροφο από στροφές τρίστιχες, όπου ο δεύτερος στίχος κάθε στροφής τραγουδιέται δις. Σας επαναλαμβάνω ο συνθέτης, όπως και ο τραγουδιστής και οι εκτελεστές, μου είναι άγνωστος, όπως πολλές φορές άγνωστος είναι σε μένα ο ίδιος μου ο εαυτός. Παρακαλώ λοιπόν κάθε εκλεκτό συλλέκτη και μουσικολόγο του ρεμπέτικου να με πληροφορήσει για οτιδήποτε γνωρίζει σχετικά.