Προπολεμικά. Μεσοπόλεμος λέγεται, αλλά όση είναι η σχέση διασημότητος μεταξύ Αχιλλέως και Νεοπτολέμου, άλλη τόση είναι η σχέση Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μεσοπολέμου, εξ ου και τον δεύτερο μπορείς να μην τον γράψεις με αρκτικό κεφαλαίο. Οπότε καλύτερα να λέμε «προπολεμικά».
Ο Περδικούρης είχε πάρει άδεια μιαν βδομαδούλα. Κληρωτός. Επέστρεψε μετά δύο μήνες και την ΕΔΕ διεξήγε ο παππούς μου.
-Τι να σας λέω τώρα κύριε υποκελευστά; κρασάκι, λατερνίτσα, δεν σού ‘κανε καρδιά να φύγεις...
Η απολογία τού Περδικούρη κατέστη δι' εμέ παροιμιώδης απ' τους μορμύρους τού παππού μου που αξημέρωτα έχοντας ξυπνήσει για να φτιάξει την καθημερινή του σκορδαλιά, κοπανούσε με το ξύλινο γουδοχέρι τις σκελίδες μαζί με μπαγιάτικο ψωμί και λάδι μπόλικο– στο νερό έκανε οικονομία, διότι ως μανιάτης εγνώριζε την έλλειψή του, αλλά το λάδι όταν έπεφτε, έπεφτε άφθονο- και ως εκ καταγωγής εραστής τού οκτασυλλάβου, το εμοιρολογούσε:
Ηλία Δημαρόγκωνα
με το μεγάλο τ’ όνομα
Τ’ ήθες να πας στον Καρβουνά
για να θερίζεις γέννημα;
Η ώρα ήτανε εννιά
κι η εξουσία του μιλά:
……………
(δεν θυμούμαι το ενδιάμεσο, αλλά ο φυγόδικος Δημαρόγκωνας δεν παρεδόθη στο κάλεσμα της εξουσίας)
……………
Κι ο Καραγκούνης το σκυλί
διέταξε ο Ηλίας μου να σκοτωθεί.
Αυτό ήτο το μοιρολόγι τής αδελφής τού Δημαρόγκωνα, προσφιλέστατο στον παππού μου, όπως και το δίστιχο που ως συνέχειά του με το ίδιο παράφωνο μοτίβο τραγουδούσε παθητικώς, καθότι υπομηχανικός, σπουδάσας εις τον Προμηθέα:
Μηχανικός στη μηχανή
και ναύτης στο τιμόνι-ι
Το οποίον «τιμόνι-ι» διά της παρατάσεως της ληγούσης εμβολίαζε στον επτασύλλαβον ιδέαν οκτασυλλάβου. Και δώσ’ του το γουδί.
Δι’ αυτόν τον λόγον, ο παππούς μου, συνταξιούχος-συνοψίσας, όταν η σκορδαλιά ετελειούτο, έπαιρνε μια κόρα ψωμί, την άλειφε, ταίριαζε πάνω και μια παστή σαρδελίτσα, και αλεκτορικώς (στην ώρα του), με ελάχιστον μελαγχολίας, αναφωνούσε:
-Κρασάκι, λατερνίτσα δεν σού ‘κανε καρδιά να φύγεις…….
Ο Περδικούρης είχε πάρει άδεια μιαν βδομαδούλα. Κληρωτός. Επέστρεψε μετά δύο μήνες και την ΕΔΕ διεξήγε ο παππούς μου.
-Τι να σας λέω τώρα κύριε υποκελευστά; κρασάκι, λατερνίτσα, δεν σού ‘κανε καρδιά να φύγεις...
Η απολογία τού Περδικούρη κατέστη δι' εμέ παροιμιώδης απ' τους μορμύρους τού παππού μου που αξημέρωτα έχοντας ξυπνήσει για να φτιάξει την καθημερινή του σκορδαλιά, κοπανούσε με το ξύλινο γουδοχέρι τις σκελίδες μαζί με μπαγιάτικο ψωμί και λάδι μπόλικο– στο νερό έκανε οικονομία, διότι ως μανιάτης εγνώριζε την έλλειψή του, αλλά το λάδι όταν έπεφτε, έπεφτε άφθονο- και ως εκ καταγωγής εραστής τού οκτασυλλάβου, το εμοιρολογούσε:
Ηλία Δημαρόγκωνα
με το μεγάλο τ’ όνομα
Τ’ ήθες να πας στον Καρβουνά
για να θερίζεις γέννημα;
Η ώρα ήτανε εννιά
κι η εξουσία του μιλά:
……………
(δεν θυμούμαι το ενδιάμεσο, αλλά ο φυγόδικος Δημαρόγκωνας δεν παρεδόθη στο κάλεσμα της εξουσίας)
……………
Κι ο Καραγκούνης το σκυλί
διέταξε ο Ηλίας μου να σκοτωθεί.
Αυτό ήτο το μοιρολόγι τής αδελφής τού Δημαρόγκωνα, προσφιλέστατο στον παππού μου, όπως και το δίστιχο που ως συνέχειά του με το ίδιο παράφωνο μοτίβο τραγουδούσε παθητικώς, καθότι υπομηχανικός, σπουδάσας εις τον Προμηθέα:
Μηχανικός στη μηχανή
και ναύτης στο τιμόνι-ι
Το οποίον «τιμόνι-ι» διά της παρατάσεως της ληγούσης εμβολίαζε στον επτασύλλαβον ιδέαν οκτασυλλάβου. Και δώσ’ του το γουδί.
Δι’ αυτόν τον λόγον, ο παππούς μου, συνταξιούχος-συνοψίσας, όταν η σκορδαλιά ετελειούτο, έπαιρνε μια κόρα ψωμί, την άλειφε, ταίριαζε πάνω και μια παστή σαρδελίτσα, και αλεκτορικώς (στην ώρα του), με ελάχιστον μελαγχολίας, αναφωνούσε:
-Κρασάκι, λατερνίτσα δεν σού ‘κανε καρδιά να φύγεις…….