Σάββατο, Ιανουαρίου 27, 2007

Τί Γενάρης; Μάης είναι......


Τα αισθήματα είναι οι άμεσες συλλήψεις των αισθήσεων. Τα συναισθήματα μνημονικές ανακλήσεις των αισθημάτων, συνήθως με απροσδόκητες αφορμές:

Γλυκό βύσσινο σερβιρισμένο με παγάκια στο πιατάκι = είμαι ο βασιλιάς της μάνας μου, ωραίο σήμερα το ηλιόλουστο μαγιάτικο πρωινό, πολύ σε αγαπάω ψυγείο, σήμερα σε αγαπάω πιο πολύ κι απ’ το ραδιόφωνο.
Ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων χρονών, όταν η οικογένειά μου απέκτησε το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο. Μέχρι τότε είχαμε ένα ξύλινο ψυγείο πάγου που καθημερινά ήθελε μισή κολώνα για να κρατήσει την ψύξη. Στη γειτονιά υπήρχαν δύο-τρία παγοπωλεία – ο ορθογράφος του Word μόλις μου δήλωσε ότι αγνοεί την λέξη «παγοπωλείον», υπογραμμίζοντάς την με κόκκινο. Ας δοκιμάσω και την λέξη «παγοπώλης». Την έχει - κάτι είναι κι αυτό.
Περνούσε καθημερινά παγοπώλης από τη γειτονιά. Μια καρότσα φορτωμένη με δυο ντουζίνες κολώνες πάγου, που την έσερνε ένα γηραλέο μουλάρι. Η κολώνα έκανε 2 δραχμές. Η μισή κολώνα 1 δραχμή. «Πάγο…ις, ο πάγος», φώναζε ο παγοπώλης, μαζευόντουσαν οι νοικοκυρές με τα διχτάκια και τις πάνινες τσάντες τους και ο γεροδεμένος βοηθός του, κατέβαινε από την καρότσα, έπιανε με τ’ άγκιστρο μια κολώνα, την έφερνε στο χείλος της καρότσας, και με τον κόφτη, ένα μεγάλο μπαλτά με πριονωτή ακμή, αφού χάραζε μια γραμμή στην μέση της κολώνας, μετά γκαπ-γκαπ-γκαπ, με δυο-τρεις μπαλταδιές την έκοβε, την άρπαζε με το άγκιστρο και όλο αλαφράδα την έριχνε μέσα στο χάσκον διχτάκι της νοικοκυράς. Η τσογλαναρία της γειτονιάς παραφύλαγε· μόλις ο βοηθός του παγοπώλη ανέβαινε στη σέλα της άμαξας και ο παγοπώλης φώναζε στο μουλάρι «ντέιιιι», τρέχανε και βουτούσανε από την καρότσα θραύσματα πάγου. Προτιμούσαν τα μακρουλά, τα κωνικού σχήματος. Τα βουτούσαν και τα κράδαιναν ως τρόπαια, γιουχαΐζοντας προκαταβολικά τον παγοπώλη που θα τους περιλάβαινε στο βρισίδι μόλις τους έπαιρνε πρέφα. Μετά αράζανε σε κάποια γωνιά, τα κρατούσαν παρόλο που το χέρι τους μούδιαζε από το πάγωμα και τα έγλειφαν απολαυστικά. Και χαμπάρι δεν έπαιρναν όταν κάποιος μυαλωμένος κύριος τούς έριχνε μια καρπαζιά νουθετώντας τα με αυστηρότητα: «ρε βλαμμένο, ο πάγος είναι όλος αμμωνία, θα πάθει το στομάχι σου». Ήταν το παγωτό τους, το παγωτό πύραυλος της φτωχοτσογλαναρίας. Κι ήταν πολλές οι φορές που ο παγοπώλης, την είχε κοζάρει τη μαρίδα, έτοιμη, μόλις γυρίσει την πλάτη του, να την πέσουνε βουταρία στα παγοθρύψαλα. Φώναζε τάχα μου αφηρημένος «ντέιι», σήκωνε το καμτσίκι του, κι αντίς να το ρίξει στην πλάτη του μουλαριού, το ‘στελνε πίσω και όποιος ήταν ο τυχερός το ‘τρωγε κατακέφαλα. Δεν το έκανε από σαδισμό. Είχε επαγγελματικό συμφέρον. Τα μεγάλα παγοθρύψαλα τα αγόραζαν μισοτιμής οι φτωχές γριούλες.
Εμείς ψωνίζαμε από τον παγοπώλη μέρα-παραμέρα, γιατί όταν ο παππούς μου γύριζε από νυχτερινή βάρδια, πριν έρθει στο σπίτι για ύπνο, περνούσε από το παγοπωλείο και αγόραζε μισή κολώνα για εννιά δεκάρες. Γλίτωνε μ’ αυτόν τον τρόπο τον οικογενειακό προϋπολογισμό με μια δεκάρα μέρα-παραμέρα, δεκαπέντε δραχμούλες το χρόνο.
-«Πρέπει, Παναγιώτη μου να πάρουμε ένα ηλεκτρικό ψυγείο. Αυτή η παλιατζούρα του πάγου δεν κρατάει τίποτα κι είναι και στενόχωρο. Οχτώ ψυχές είμαστε εδώ μέσα. Δηλαδή λέμε να κάνουμε οικονομίες για να χτίσουμε και πετάμε τα λεφτά μας στους μανάβηδες και τους μπακάληδες. Δυο-δυο τα μήλα και μισό κιλό φέτα, επειδή η παλιατζούρα δε χωράει. Να πάρουμε ηλεκτρικό που είναι μεγάλο και να ψωνίζουμε απ’ τη λαϊκή για όλη τη βδομάδα. Και έχει και κατάψυξη, να μη πηγαινοερχόμαστε στο χασάπη τρεις φορές την εβδομάδα», έλεγε και ξανάλεγε η θειά μου, το Πιπινάκι, η αδερφή της γιαγιάς μου, μία εκ των οκτώ ψυχών του σπιτιού μας, η πλέον ταγματαρχεύουσα.
-«Σκατά. Μια χαρά είναι του πάγου. Έχεις κάνα παράπονο. Δεν πάω και στις δυό λαϊκές; Και στης Πηγάδας πάω και στης Χατζηκυριακού. Και γι αυτά που κρατάνε έξω απ’ το ψυγείο, πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδα πάω στη λαχαναγορά στου Ρέντη για πιο φτηνά. Και πιο καλά τη φέτα και το κρέας λίγα-λίγα. Δηλαδή, άμα πέσουμε σε σκάρτο κομμάτι να το έχουμε αγοράσει δυο κιλά και να το πετάμε. Ξέρεις πόσο κάνει ένα ηλεκτρικό ψυγείο; Μια περιουσία. Να πάρουμε δηλαδή ηλεκτρικό ψυγείο για να λέμε ότι έχουμε ψυγείο ηλεκτρικό;», ο παππούς μου, η κεφαλή των οκτώ ψυχών.
Μπούρου-μπούρου, μπούρου-μπούρου του πέρασε του Πιπινακιού. Άλλωστε το πότε θα πέρναγε το δικό της ήταν αποτέλεσμα της εξής εξισώσεως:

Χρόνος επιτεύξεως του δικού της = [πλήθος εναντιουμένων στην γνώμη της] προς το [πλήθος των δια της σιωπής των υπέρ της γνώμης της] επί Κ ( όπου Κ μία παγκόσμια σταθερά που εκφράζει τον μέσον όρο αντοχής των ανθρώπων στο μπούρου-μπούρου) επί αναλόγως, 5 μήνες για τα μεγάλα, 5 βδομάδες για τα λιγότερο σημαντικά, 5 μέρες για τα μικρά και 5 ώρες ή λεπτά για τα καθημερινά.

Το ηλεκτρικό ψυγείο της πήρε κοντά δυο χρόνια, διάστημα που διαμορφώθηκε δια της βαθμιαίας και μεθοδικής μετακινήσεως προσώπων της οικογενείας μου εκ του αριθμητού της εξισώσεως προς τον παρονομαστή. Ήτο δε ο άθλος της μεγάλος, επειδή είχε να αντιμετωπίσει και τις γνώμες τού πλήθους των συγγενών και των φίλων που λόγω οικονομικής δυσχερείας δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις κοινωνικές επιταγές της εποχής -κάποιοι δεν είχαν ούτε ραδιόφωνο, πού ψυγείο ηλεκτρικό· ως εκ τούτου ήσαν αναφανδόν άπαντες υπέρ της συντήρησης: «μωρέ μια χαρά είναι του πάγου. Άμα κοπεί το ρεύμα θα σαπίσουνε όλα μέσα στο ηλεκτρικό».
-«Παναγιώτη, ή το παίρνουμε, ή εγώ σηκώνομαι και πάω και νοικιάζω ένα σπίτι και φεύγω από δω μέσα».
Σε ένα μήνα από τότε που εκστομίθηκε αυτή η απειλή αποκτήσαμε ψυγείο. Το Πιπινάκι, χήρα υδραίου καπετάνιου, ήτανε με τη συνταξούλα της σημαντικός παράγων της οικιακής μας οικονομίας.

Ένα ωραίο μαγιάτικο πρωινό, το τρίκυκλο του Πασπαλά σταμάτησε έξω από το σπίτι μας. Στην καρότσα πάνω ήταν ο παππούς μου και κράταγε το δεμένο με σκοινιά ψυγείο διασφαλίζοντάς του ισχυρότερη ισορροπία. Στην εξώπορτα οι μέλλοντες να τελέσουν χρέη αχθοφόρων, ο αδελφός της μάνας μου και ένας φίλος του. Το ψυγείο λύθηκε τελετουργικά και εξίσου τελετουργικά φορτώθηκε στα μπράτσα των δύο εικοσάχρονων. «Σιγά και με το μαλακό μην το χτυπήσετε στις σκάλες», φώναζε ο παππούς μου. Οι οδηγίες του απέφεραν το αντίθετο, ο φίλος του θείου μου παραπάτησε και το ψυγείο την έφαγε τη γρατζουνιά του. Μα ήταν τόσο τετραγωνισμένο και τόσο γυαλιστερό αυτό το ηλεκτρικό ψυγείο που «κάποιο μάτι κακό της γειτονιάς το γλωσσόφαγε». Την κατσάδα την έφαγε ο θείος μου, χωρίς να φταίει και τοιουτοτρόπως και το οφειλόμενον βρισίδι επεδόθη και ο ξένος άνθρωπος δεν προσβλήθηκε κατάμουτρα. Εδώ οφείλω να πω ότι κάτι τέτοια περιστατικά οι ανατολίται ταπητουργοί τα προλαμβάνουν με το να προκαλούν μιαν ηθελημένη ασυμμετρία στο σχέδιο του χαλιού τους, γιατί μόνον ο Αλλάχ είναι αλάνθαστος. Ό, τι συνέβη λοιπόν στο ψυγείο, συνέβη όχι λόγω της απροσεξίας του Μιχαλάκη, αλλά λόγω της ύβρεως της κατασκευάστριας ΠΙΤΣΟΣ-ΒΑΓΙΩΝΗΣ.

Ηλιόλουστο ζεστό νοτινό πρωινό του Γενάρη = μαγιάτικο πρωινό, παλιές ερωτικές ανάσες, χαρμολύπη, κάποτε ήμουν βασιλιάς της μάνας μου, τότες που αντί στέψεως μού ‘δωσε ένα πιατάκι βύσσινο σερβιρισμένο με παγάκια απ’ το καινούργιο μας-μόλις που μας το ‘χαν φέρει ηλεκτρικό ψυγείο, ας γράψω κάτι στο λαπ-τοπ, πολύ το αγαπάω το λαπ-τοπάκι μου πιο πολύ κι από……

17 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό κείμενο!

Αθήναιος είπε...

Εμείς στο Ισραήλ δεν είχαμε ψυγείο κι εγώ γεννήθηκα το '70. Μέχρι το '76 δεν είχαμε ψυγείο σίγουρα μπορεί και αργότερα αλλά δεν θυμάμαι γιατί αυτά μας ήταν αδιάφορα,εμένα όλα αυτά μου ήταν παντελώς αδιάφορα, θυμάμαι μόνο συνεχώς και με λεπτομέρειες τα ζώα που είχαμε στο κτήμα και ειδικά τα κατσίκια που τα λάτρευα. Το ψυγείο δεν με απασχολούσε μέχρι που ήρθα στην Ελλάδα και δοκίμασα για πρώτη φορά παγωτό. Ακόμη και τώρα δεν πα να'ναι το ψυγείο άδειο; Η κατάψυξη έχει πάντα παγωτό και τη μόνη σοφιστικέ συσκευή που έχω επιτρέψει στον εαυτό μου ν'αγοράσει είναι η παγωτομηχανή.Φτιάχνω δικά μου παγωτά με μανία. Στη Μάνη, στη Δαβιά, το χωριό του πατέρα μου ψυγείο έφτασε μετά το 81 αλλά κι εκεί κανείς δεν το επιθυμούσε μέχρι τότε, το ψυγείο απλά έφτασε και πήρε τη θέση του αλλά στη Δαβιά οι άντρες δεν είναι ιερές αγελάδες και κανείς δεν τους σερβίρει βύσσινο με παγάκια!!

Γιουτζίν είπε...

Η εξίσωση εξαίρετη!

NinaC είπε...

Γεννήθηκα το '60 (και δεν το κάνω θέμα, Αθήναιε...) αλλά είχαμε ήδη ηλεκτρικό ψυγείο. Τον παγοπώλη να ξεφορτώνει τον πάγο του έξω από το σπίτι μας δεν τον θυμάμαι, παραμένει, όμως, μια από τις cult φυσιογνωμίες της γειτονιάς των πρώτων παιδικών μου χρόνων, μαζί με τη χορταρού, τον γαλατά και τον παγωτατζή.

Ευχαριστώ, Μπερεκέτη, για τις όμορφες αναμνήσεις που ξυπνήσατε.

Ανώνυμος είπε...

«Ο βασιλιάς της μάνας μου...»

Ευχαριστώ, Γεράσιμε, και σήμερα.

Ανώνυμος είπε...

Εξισώσεις μνήμης

Τη θυμάμαι τη παγωνιέρα πριν τα 5 μου χρόνια. Πράσινη φαρδιά, να στέκει στο ημίφως της κουζίνας στα σπίτια μας τα 2 τα χαμηλά. Σα πήγαμε στο διαμέρισμα μας το καινούργιο την αντικαταστήσαμε με τη Κελβινέιτορ την άσπρη ψύξη. Ήμουν στη πρωτη τάξη δημοτικού. Τη παγωνιέρα τη παρατήσαμε στο πλυσταριό της ταράτσας για χρόνια.

Πάντα είχα αγάπη για όλα αυτά που αντίκεινταν στο παρελθόν και ζωντάνευαν τις μνήμες τις δικές μου, αλλά και των αλλονών, που χώραγα στη δική τους, δίχως εγώ να το θυμάμαι.

Για χρόνια έδωσα ζωή στη παγωνιέρα. Τη μεταμόρφωσα σε αρτίστικ ντουλάπα για να τη παρατήσω λίαν προσφάτως στα χέρια άλλου παρελθοντολάτρη που δεν είχε καμιά σχέση με τη δική μου μνήμη. Μαζί με αυτήν απάλειψα όλες τις αντικειμενικές αξίες μνήμης, αναζητώντας την ιδανική εξίσωση αμνησίας

Στη δική σας εξίσωση επιβολής γνώμης με προβλημάτισε το 5 για το χρόνο. Η διάρκεια απόσβεσης ?

Αλλαγή σκηνικού.

Εκτός αστικού χώρου σ ένα ορεινό χωριό ενθυμούμαι στης γιαγιάς το χωμάτινο σπιτικό, το Φανάρι. Εκεί μέσα τα λιγοστά για προστασία από καμιά μύγα η κανένα πονηροπόντικα. Λαχανικά έκοβαν φρέσκα από το μπαξέ. Τα αβγά από το κοτέτσι. Ενίοτε έσφαζαν και κανένα κοκόρι στη γιορτή. Το νερό δροσερό στη στάμνα.
Ψυγείο είχε μόνο η κυρά Όλγα. Μαζευόμασταν στη κουζίνα της, καθόμασταν στις καρέκλες απέναντι του και το κοιτάζαμε σα να ήταν τηλεόραση περιμένοντας τη στιγμή να μας κεράσει υποβρύχιο, ν’ ανοίξει η πόρτα του διάπλατη για να δούμε το μυστικό που είχε μέσα.

oistros είπε...

Η δική μου γειτονιά -που κατά πως φαίνεται ήταν πολύ πιο πάνω από την δική σας- δεν είχε το προνόμιο να συναντά τον παγοπώλη. Η συμφωνία κλεινόταν με το μήνα στα .. μπακαλοτέφτερά του και η κολώνα του πάγου αφηνόταν κάθε πρωί στις 5.30 ακριβώς στο κατώφλι. Η δε οικιακή μας οικονομία είχε προνοήσει για μία ειδική λαβίδα μεταφοράς του πάγου στα ενδότερα και για ένα ξυπνητήρι που μέρα παρά μέρα ειδοποιούσε την "αρμόδια" να ετοιμαστεί για το πρωινό .. ραντεβού. What a story!!
Από το ψυγείο του πάγου .. στο λαπ - τοπ. Αν πούμε ότι πλήξαμε κι εμείς στη ζωή μας :)

Αθήναιος είπε...

Καλά βρε παιδιά,η Ιερουσαλήμ ήταν ένα κωλοχώρι που το ψυγείο μας είχε μαράνει, οι υπόλοιποι που θυμάστε τους παγοπώλες, τόσο μεγάλοι είστε σε ηλικία; Δεν σας φαινόταν. :-Ρ Αστειεύομαι, κάτι τέτοια διαβάζω όμως και φρικάρω που ο μέσος Έλληνας δεν ζει χωρίς κάποια πολυτελή εδέσμα, ενώ μέχρι χθες δεν είχε ψυγείο.

ΠΕΤΕΦΡΗΣ είπε...

Ax! υπέροχο ξημέρωμα Τσαγκαροδευτέρας με την παγωνιέρα σου.Εντέλει μικρός είσαι: την ολόκληρη κολώνα την πρόλαβα χίλιες δραχμές (=που έγινε ένα φράγκο μετά το 1954). Παγοφτιάχτης βιομήχανος στα Γιαννιτσά ήταν ο Φωτίου- πήγαινα στο νηπιαγωγείο με την κόρη του.Τα παγωτά ΕΒΓΑ, ΑΘΗΝΑ και άλλα, βγήκαν γύρω στο 54. Εως τότε έπεφτε ρίνισμα και θραύσμα πάγου.Και ο παγωτατζής ,που έκανε το κασάτο (σαν μπισκοτολούκουμο) ένα σαν χωνάκι μήκους το πολύ τριών εκατοστών. Ανοιγε το καρότσι και άχνιζε το μικρό κασσιτέρινο δοχείο. Εικόνες από την εποχή παρέα με τον Τέλη Τσιρέλη, τον πρώτο μου φίλο.Προχτές έμαθα ότι πέθανε , από όγκο στο κεφάλι, ίδιον με της μάνας του της Ευλαμπίας. Ελπίζω να μη δυσφορήσεις που του αναμέλπω την παγωνιέρα σου , να διαταθεί το πρόσωπό του στον λάκκο.

Ανώνυμος είπε...

Υπέροχο κείμενο!

Δεν έζησα παγωπόλες και θυμάμαι μόνο (διαδοχικά) ηλεκτρικά ψυγεία. Μάλιστα, το ψυγείο των παιδικών μου χρόνων, ένα βαρύ και θορυβώδες Siemens, ζει και βασιλεύει.

Η γιαγιά μου η μακαρίτισσα (η κοινή μου καταγωγή με τον Αθήναιο), Θεός σχωρέστην, είχε μανία να μην πετάει τίποτα. Είχε ζήσει την κατοχή στην Αθήνα βλέπετε και της είχε μείνει να ψάχνει χρήσεις για τα πάντα. Έτσι, όταν την κηδέψαμε η μάνα μου βρήκε στα πράγματά της μεταξύ άλλων ένα καλάθι από αυτά που χρησιμοποιούσαν για την συντήρηση των τροφίμων πριν ακόμα από τα ψυγεία με πάγο. Το καλάθι το κράτησε ο αδελφός της. Αδιανόητο εξάρτημα για τον σημερινό καταναλωτή.

Είναι εκπληκτικό πόσα καθημερινά πράγματα έχουν αλλάξει μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες και είναι άξιο απορίας (ή θαυμασμού;) πόσα ακόμη πρόκειται να αλλάξουν στην διάρκεια της ζωής μας.

Xilaren είπε...

εξαίρετο κύριο Μπερεκέτη

γεράσιμος μπερεκέτης είπε...

Βρε kuku_ru_kuku, θα σου γράψω σε επόμενο post ένα ποίημα, μα ένα ποίημα......σκέτο πεζό.Αμάν.

γεράσιμος μπερεκέτης είπε...

(Μεταξύ μας, βέβαια, kuku_ru_kuku μου δίκιο έχεις).

γεράσιμος μπερεκέτης είπε...

Προς όλους τους αγαπητούς φίλους: θα προσπαθήσω να μην είμαι αναμνησιολόγος, άλλωστε ο Χατζής τα είπε όλα με ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΜΑΣ ΠΟΛΗΣ.

Απλώς με δυο τρεις μπουρδίτσες που γράφω κάνω έμμεση λαογραφία.
(ας μην ξεχνάμε ότι τέτοιες ώρες τα έχω πιει τα ποτηράκια μου).

Αγαπητέ Αθήναιε, δεν έχω πια τον παππούλη μου τον μανιάτη για να μου πει κατά πού πέφτει η Δαβιά. Κατά πού....;

Ανώνυμος είπε...

εάν υπάρχει Θεός εράσμιε Γεράσιμε, με αυτό το κείμενο διέπραξες την πιο γλυκειά ύβρη.
Μα ακόμη κι αν - ο ενιότε ξεροκέφαλος - Εκείνος δεν σε συγχωρέσει, η ταπεινή φτωχοτσογλαναρεία και τα απανταχού Πιπινάκια ήδη σε ευγνωμονούν....

Αθήναιος είπε...

Όπως καθόμαστε στο Ταίναρο και κοιτάζουμε προς τη Θεσσαλονίκη, στο αριστερό μας χέρι, ανηφορίζουμε λοξά προς Καλαμάτα. Μία ώρα δρομο μετά, φτάνουμε στη Δαβιά. Όταν είχει πάει ο Φέρμορ στη Μάνη του είχαν πει οι ντόπιοι να προσέχει γιατί οι κάτοικοι είναι τόσο φτωχοί που παραφυλούν στις στράτες να ρουφήξουν το αίμα των περαστικών!!

Πολύ ταιριαστό.

Ανώνυμος είπε...

ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ!!!ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΜΙΚΡΟΥΛΑ.ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΟΤΑΝ ΟΛΑ ΕΙΧΑΝ ΗΔΗ ΑΛΛΟΤΡΙΩΘΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΔΗΛ ΤΟ 1990 ΑΛΛΑ ΤΟΛΜΩ ΝΑ ΠΩ ΟΤΙ ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΟΥΝ "ΤΟ 10" ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ!!!ΑΠΙΘΑΝΟ!!!ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)