Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παιδικές αναμνήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παιδικές αναμνήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Μαΐου 03, 2007

Συγκρίσεις

Όταν ήμουνα μικρός ήθελα να μεγαλώσω. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό οφειλόταν στον ενστερνισμό της επιθυμίας του περιβάλλοντός μου. Διότι, πριν καν έλθουμε σε επαφή με την προπαιδεία της θρησκείας μας, τα θρησκευτικά, έχουμε ήδη, κατά κάποιον τρόπον, άμεση αντιληψη του τι σημαίνει και τι απαιτεί το "καθ' ομοίωσιν". Να μοιάσουμε στους μεγάλους. Πετυχημένο το βρίσκω το "καθ' ομοίωσιν". Σωστό. Πιάνει όλες τις ηλικίες. Μοιραίες εμφανίζονται, συμπληρωματικές τής "καθ' ομοίωσιν" εμπεδωμένης τάσης, οι διαθέσεις σύγκρισης. Τι να σου κάνει ένα παιδάκι; Από πού να πιαστεί. Από τα άμεσα. Η μαμά ένα και πενήντα τέσσερα. Ο μπαμπάς ένα και εξήντα δύο. Ο θείος ο Σπύρος ένα εβδομήντα δύο, ο νοννός ένα εβδομήντα. Η γιαγιάδες ένα πενήντα δύο. Ο παππούς ένα εβδομήντα. Ο άλλος ο παππούς είχε αυτοκτονήσει. Οι νεκροί δεν έχουν ύψος. Υπάρχουν, όμως, πολλοί ψηλοί συγγενείς και κάποιοι άλλοι άνθρωποι πολύ ψηλοί μένουν στη γειτονιά - ιδίως αυτός ο Θεόφιλος είναι πανύψηλος. Και ο Αγγελετάκης ο φούρναρης. Ψηλός- πολύ ψηλός. Περπατάει και καθώς περπατάει κάνει τα βήματά του ανοιχτά, σαν οι μύτες των παπουτσιών του να είναι μάτια που το ένα πρέπει να βλέπει όλο αριστερά και το άλλο όλο δεξιά. Άμα περπατάς συνέχεια έτσι γίνεσαι πολύ ψηλός. Αλλά είναι κουραστικό.
Το παιδί πρέπει από νωρίς να έχει στόχους. Αλλά πρέπει να έχει και τόξο και βέλη. Εύκολα πράματα. Παίρνεις μια κρεμάτρα ξύλινη, της βγάζεις το στρογγυλό ξυλαράκι που πάνω του περνάνε τα παντελόνια και το φυλάς στην άκρη. Παίρνεις ένα λάστιχο από αυτά που πουλάει ο κυρ-Νίκος ο ψιλικατζής με το μέτρο, αυτά που τα περνάνε στις κυλότες για να σφίγγουν, παίρνεις λοιπόν ένα πενηνταράκι το μέτρο το λαστιχάκι και το δένεις τεντωτά-τεντωτά στις άκρες της κρεμάστρας. Το στρογγυλό ξυλαράκι που έχεις φυλάξει στην άκρη, το ξύνεις στην άκρη την μπροστινή με ένα μαχαίρι και το κάνεις μυτερό. Για την πίσω άκρη έχεις μαζέψει φτερά από τις κότες της κυρα-Βαγγελίας, που όλο τσακώνονται και ξεπουπουλιάζονται, και βάζεις τα φτερά στην πίσω άκρη και έτσι φτιάχνεις το βέλος. Το κακό είναι ότι ενώ χρειάζεσαι ένα μόνο τόξο, χρειάζεσαι πολλά βέλη. Οπότε είσαι αναγκασμένος να χαλάσεις πέντ-έξι κρεμάστρες ξύλινες για να φτιάξεις πολλά βέλη. Αυτό σημαίνει θα φας ξύλο από τη μάνα σου. Αλλά δε σε νοιάζει, διότι σε ενδιαφέρει ο στόχος.
Τώρα που έχεις τόξο η επιλογή στόχου είναι ένα παιχνίδι που διακανονίζεται από το πεπρωμένο το οποίον παίρνει μορφήν ενστίκτου.Θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Στόχοι πιθανοί είναι όλοι. Μια γλάστρα. Ο φεγγίτης. Το παραθυράκι του καμπινέ. Όμως αυτοί οι στόχοι είναι για εξάσκηση. Ο πραγματικός στόχος πρέπει να πετάει ή τουλάχιστον να περπατάει.Τα πουλιά τα άτιμα δεν στέκουνε λεπτό. Η καρπαθιώτισσα με το ταψί ζυγισμένο πάνω στο κεφάλι της που πάει στο φούρνο; Πολύ ξύλο, πάρα πολύ ξύλο. Η ζαβή η Ελένη που περπατάει σαν το κάβουρα; Μπα, αμαρτία. Ο αδερφός του Μαρακιού, που τον φωνάζουμε "χοντρέλα-βαρέλα"; Η μάνα μου μού 'χει πει να μην τον κοροϊδεύω - άμα τον βαρέσω και με το τόξο, θα φάω τουλάχιστον ένα χαστούκι.
Και τότε...! Στρίβει τη γωνία ο μικρός Ξενοφάκης. Οδηγημένος από ένστικτο. Το ένστικτο του τέλειου στόχου. Είναι πολύ παχουλός. Τσαφ μια, και τον πετυχαίνεις στο μπούτι ψηλά.

Τη μάνα μου την έφτασα στο ύψος λίγο πριν τελειώσω την τρίτη γυμνασίου. Από τις τωρινές αφηγήσεις της μαθαίνω ότι το είχε καημό: "το καημένο το αγοράκι μου θα μείνει πολύ κοντό". Τετάρτη γυμνασίου γράφτηκα στον Πορφύρα, στο μπάσκετ. "Το μπάσκετ ψηλώνει", έλεγαν όλοι οι συγγενείς. Και συμπλήρωναν. "Δεν βλέπεις τι ντερέκια παίζουνε στο μπάσκετ". Σχεδόν το είχα πιστέψει. Δεν μου φαινόταν απίθανο να ισχύει. Εφόσον σχεδόν είχα αποδεχτεί από πολύ μικρή ηλικία ότι οι παπάδες είναι άγιοι άνθρωποι, ή εν πάσει περιπτώσει πιο άγιοι από τους μη παπάδες, γιατί να μην έχουν όσοι ασχολούνται με το μπάσκετ αυξημένες πιθανότητες να ψηλώσουν πολύ; Και δώσ' του επιτόπια άλματα, δώσ' του ασκήσεις με βαράκια στα πόδια. Έφτιαξα καλό άλμα. Σε τρεις μήνες έφτανα το διχτάκι, σε πέντε έφτανα το ταμπλό. Καλή επίδοση για παιδί ένα και εξήντα. Δύο πόντους και τον πέρασα τον πατέρα μου. Τον οποίο τον πέρασα εν τέλει και έφτασα και το νοννό μου. Τον θείο μου τον Σπύρο δεν τον έφτασα.
Εν τω μεταξύ, όλα αυτά τα χρόνια είχανε μπει στη μέση και οι βαθμοί. "Με τι το πήρε ο Τάκης σας;". "Με εννιά". "Α, μπράβο, μπράβο. Ο Γιωργάκης μας το πήρε με δέκα". Αυτό το δέκα είχε γίνει το μισητόν καύχημά μου. Σχεδόν ντρεπόμουν που το έπαιρνα. Τόσο που στο Γυμνάσιο φρόντισα να κινηθώ στο μέσον. Δεκαπέντε με δεκάξι. Θέλησα να εμπεδώσω την μετριότητα. Μα συνάμα κατάλαβα γιατί το θέλησα αυτό. Δεν με ενδιέφερε το σχολείο. Τα μαθήματά του. Με ενδιέφεραν τα βιβλία μου και η εσωτερική μου ζωή. Να χάσκω. Κατάλαβα ότι εκεί μέσα, στο χώρο που χάσκω, βαθμολογώ εγώ.
Μετά ήρθε η μουσική. Εκεί πήγα να ξανανιώσω ότι συγκρίνομαι με ογκόλιθους. Αλλά δεν με συνέθλιψε η σύγκριση γιατί την αποκήρυξα. Με τη μουσική άρχισα να καταλαβαίνω ότι είμαι άνθρωπος, (κατά βάθος, γιατί η τρικυμία στην ψυχή είναι το επάγγελμά μου, όμως στο τέλος πάντα λέω: "αγαπάω τη μουσική").

Υπάρχουν βέβαια και οι αναμνησεις από τη σκοτεινή αποθηκούλα στο ακατοίκητο γωνιακό υπογειάκι. Εκεί που μικρά τεσσάρων-πέντε χρονών πηγαίναμε παιδάκια οι φίλοι και μετράγαμε τα πουλάκια μας. Μας πιάσανε μια φορά οι μανάδες μας και φάγαμε της χρονιάς μας.

Σάββατο, Ιανουαρίου 27, 2007

Τί Γενάρης; Μάης είναι......


Τα αισθήματα είναι οι άμεσες συλλήψεις των αισθήσεων. Τα συναισθήματα μνημονικές ανακλήσεις των αισθημάτων, συνήθως με απροσδόκητες αφορμές:

Γλυκό βύσσινο σερβιρισμένο με παγάκια στο πιατάκι = είμαι ο βασιλιάς της μάνας μου, ωραίο σήμερα το ηλιόλουστο μαγιάτικο πρωινό, πολύ σε αγαπάω ψυγείο, σήμερα σε αγαπάω πιο πολύ κι απ’ το ραδιόφωνο.
Ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων χρονών, όταν η οικογένειά μου απέκτησε το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο. Μέχρι τότε είχαμε ένα ξύλινο ψυγείο πάγου που καθημερινά ήθελε μισή κολώνα για να κρατήσει την ψύξη. Στη γειτονιά υπήρχαν δύο-τρία παγοπωλεία – ο ορθογράφος του Word μόλις μου δήλωσε ότι αγνοεί την λέξη «παγοπωλείον», υπογραμμίζοντάς την με κόκκινο. Ας δοκιμάσω και την λέξη «παγοπώλης». Την έχει - κάτι είναι κι αυτό.
Περνούσε καθημερινά παγοπώλης από τη γειτονιά. Μια καρότσα φορτωμένη με δυο ντουζίνες κολώνες πάγου, που την έσερνε ένα γηραλέο μουλάρι. Η κολώνα έκανε 2 δραχμές. Η μισή κολώνα 1 δραχμή. «Πάγο…ις, ο πάγος», φώναζε ο παγοπώλης, μαζευόντουσαν οι νοικοκυρές με τα διχτάκια και τις πάνινες τσάντες τους και ο γεροδεμένος βοηθός του, κατέβαινε από την καρότσα, έπιανε με τ’ άγκιστρο μια κολώνα, την έφερνε στο χείλος της καρότσας, και με τον κόφτη, ένα μεγάλο μπαλτά με πριονωτή ακμή, αφού χάραζε μια γραμμή στην μέση της κολώνας, μετά γκαπ-γκαπ-γκαπ, με δυο-τρεις μπαλταδιές την έκοβε, την άρπαζε με το άγκιστρο και όλο αλαφράδα την έριχνε μέσα στο χάσκον διχτάκι της νοικοκυράς. Η τσογλαναρία της γειτονιάς παραφύλαγε· μόλις ο βοηθός του παγοπώλη ανέβαινε στη σέλα της άμαξας και ο παγοπώλης φώναζε στο μουλάρι «ντέιιιι», τρέχανε και βουτούσανε από την καρότσα θραύσματα πάγου. Προτιμούσαν τα μακρουλά, τα κωνικού σχήματος. Τα βουτούσαν και τα κράδαιναν ως τρόπαια, γιουχαΐζοντας προκαταβολικά τον παγοπώλη που θα τους περιλάβαινε στο βρισίδι μόλις τους έπαιρνε πρέφα. Μετά αράζανε σε κάποια γωνιά, τα κρατούσαν παρόλο που το χέρι τους μούδιαζε από το πάγωμα και τα έγλειφαν απολαυστικά. Και χαμπάρι δεν έπαιρναν όταν κάποιος μυαλωμένος κύριος τούς έριχνε μια καρπαζιά νουθετώντας τα με αυστηρότητα: «ρε βλαμμένο, ο πάγος είναι όλος αμμωνία, θα πάθει το στομάχι σου». Ήταν το παγωτό τους, το παγωτό πύραυλος της φτωχοτσογλαναρίας. Κι ήταν πολλές οι φορές που ο παγοπώλης, την είχε κοζάρει τη μαρίδα, έτοιμη, μόλις γυρίσει την πλάτη του, να την πέσουνε βουταρία στα παγοθρύψαλα. Φώναζε τάχα μου αφηρημένος «ντέιι», σήκωνε το καμτσίκι του, κι αντίς να το ρίξει στην πλάτη του μουλαριού, το ‘στελνε πίσω και όποιος ήταν ο τυχερός το ‘τρωγε κατακέφαλα. Δεν το έκανε από σαδισμό. Είχε επαγγελματικό συμφέρον. Τα μεγάλα παγοθρύψαλα τα αγόραζαν μισοτιμής οι φτωχές γριούλες.
Εμείς ψωνίζαμε από τον παγοπώλη μέρα-παραμέρα, γιατί όταν ο παππούς μου γύριζε από νυχτερινή βάρδια, πριν έρθει στο σπίτι για ύπνο, περνούσε από το παγοπωλείο και αγόραζε μισή κολώνα για εννιά δεκάρες. Γλίτωνε μ’ αυτόν τον τρόπο τον οικογενειακό προϋπολογισμό με μια δεκάρα μέρα-παραμέρα, δεκαπέντε δραχμούλες το χρόνο.
-«Πρέπει, Παναγιώτη μου να πάρουμε ένα ηλεκτρικό ψυγείο. Αυτή η παλιατζούρα του πάγου δεν κρατάει τίποτα κι είναι και στενόχωρο. Οχτώ ψυχές είμαστε εδώ μέσα. Δηλαδή λέμε να κάνουμε οικονομίες για να χτίσουμε και πετάμε τα λεφτά μας στους μανάβηδες και τους μπακάληδες. Δυο-δυο τα μήλα και μισό κιλό φέτα, επειδή η παλιατζούρα δε χωράει. Να πάρουμε ηλεκτρικό που είναι μεγάλο και να ψωνίζουμε απ’ τη λαϊκή για όλη τη βδομάδα. Και έχει και κατάψυξη, να μη πηγαινοερχόμαστε στο χασάπη τρεις φορές την εβδομάδα», έλεγε και ξανάλεγε η θειά μου, το Πιπινάκι, η αδερφή της γιαγιάς μου, μία εκ των οκτώ ψυχών του σπιτιού μας, η πλέον ταγματαρχεύουσα.
-«Σκατά. Μια χαρά είναι του πάγου. Έχεις κάνα παράπονο. Δεν πάω και στις δυό λαϊκές; Και στης Πηγάδας πάω και στης Χατζηκυριακού. Και γι αυτά που κρατάνε έξω απ’ το ψυγείο, πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδα πάω στη λαχαναγορά στου Ρέντη για πιο φτηνά. Και πιο καλά τη φέτα και το κρέας λίγα-λίγα. Δηλαδή, άμα πέσουμε σε σκάρτο κομμάτι να το έχουμε αγοράσει δυο κιλά και να το πετάμε. Ξέρεις πόσο κάνει ένα ηλεκτρικό ψυγείο; Μια περιουσία. Να πάρουμε δηλαδή ηλεκτρικό ψυγείο για να λέμε ότι έχουμε ψυγείο ηλεκτρικό;», ο παππούς μου, η κεφαλή των οκτώ ψυχών.
Μπούρου-μπούρου, μπούρου-μπούρου του πέρασε του Πιπινακιού. Άλλωστε το πότε θα πέρναγε το δικό της ήταν αποτέλεσμα της εξής εξισώσεως:

Χρόνος επιτεύξεως του δικού της = [πλήθος εναντιουμένων στην γνώμη της] προς το [πλήθος των δια της σιωπής των υπέρ της γνώμης της] επί Κ ( όπου Κ μία παγκόσμια σταθερά που εκφράζει τον μέσον όρο αντοχής των ανθρώπων στο μπούρου-μπούρου) επί αναλόγως, 5 μήνες για τα μεγάλα, 5 βδομάδες για τα λιγότερο σημαντικά, 5 μέρες για τα μικρά και 5 ώρες ή λεπτά για τα καθημερινά.

Το ηλεκτρικό ψυγείο της πήρε κοντά δυο χρόνια, διάστημα που διαμορφώθηκε δια της βαθμιαίας και μεθοδικής μετακινήσεως προσώπων της οικογενείας μου εκ του αριθμητού της εξισώσεως προς τον παρονομαστή. Ήτο δε ο άθλος της μεγάλος, επειδή είχε να αντιμετωπίσει και τις γνώμες τού πλήθους των συγγενών και των φίλων που λόγω οικονομικής δυσχερείας δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις κοινωνικές επιταγές της εποχής -κάποιοι δεν είχαν ούτε ραδιόφωνο, πού ψυγείο ηλεκτρικό· ως εκ τούτου ήσαν αναφανδόν άπαντες υπέρ της συντήρησης: «μωρέ μια χαρά είναι του πάγου. Άμα κοπεί το ρεύμα θα σαπίσουνε όλα μέσα στο ηλεκτρικό».
-«Παναγιώτη, ή το παίρνουμε, ή εγώ σηκώνομαι και πάω και νοικιάζω ένα σπίτι και φεύγω από δω μέσα».
Σε ένα μήνα από τότε που εκστομίθηκε αυτή η απειλή αποκτήσαμε ψυγείο. Το Πιπινάκι, χήρα υδραίου καπετάνιου, ήτανε με τη συνταξούλα της σημαντικός παράγων της οικιακής μας οικονομίας.

Ένα ωραίο μαγιάτικο πρωινό, το τρίκυκλο του Πασπαλά σταμάτησε έξω από το σπίτι μας. Στην καρότσα πάνω ήταν ο παππούς μου και κράταγε το δεμένο με σκοινιά ψυγείο διασφαλίζοντάς του ισχυρότερη ισορροπία. Στην εξώπορτα οι μέλλοντες να τελέσουν χρέη αχθοφόρων, ο αδελφός της μάνας μου και ένας φίλος του. Το ψυγείο λύθηκε τελετουργικά και εξίσου τελετουργικά φορτώθηκε στα μπράτσα των δύο εικοσάχρονων. «Σιγά και με το μαλακό μην το χτυπήσετε στις σκάλες», φώναζε ο παππούς μου. Οι οδηγίες του απέφεραν το αντίθετο, ο φίλος του θείου μου παραπάτησε και το ψυγείο την έφαγε τη γρατζουνιά του. Μα ήταν τόσο τετραγωνισμένο και τόσο γυαλιστερό αυτό το ηλεκτρικό ψυγείο που «κάποιο μάτι κακό της γειτονιάς το γλωσσόφαγε». Την κατσάδα την έφαγε ο θείος μου, χωρίς να φταίει και τοιουτοτρόπως και το οφειλόμενον βρισίδι επεδόθη και ο ξένος άνθρωπος δεν προσβλήθηκε κατάμουτρα. Εδώ οφείλω να πω ότι κάτι τέτοια περιστατικά οι ανατολίται ταπητουργοί τα προλαμβάνουν με το να προκαλούν μιαν ηθελημένη ασυμμετρία στο σχέδιο του χαλιού τους, γιατί μόνον ο Αλλάχ είναι αλάνθαστος. Ό, τι συνέβη λοιπόν στο ψυγείο, συνέβη όχι λόγω της απροσεξίας του Μιχαλάκη, αλλά λόγω της ύβρεως της κατασκευάστριας ΠΙΤΣΟΣ-ΒΑΓΙΩΝΗΣ.

Ηλιόλουστο ζεστό νοτινό πρωινό του Γενάρη = μαγιάτικο πρωινό, παλιές ερωτικές ανάσες, χαρμολύπη, κάποτε ήμουν βασιλιάς της μάνας μου, τότες που αντί στέψεως μού ‘δωσε ένα πιατάκι βύσσινο σερβιρισμένο με παγάκια απ’ το καινούργιο μας-μόλις που μας το ‘χαν φέρει ηλεκτρικό ψυγείο, ας γράψω κάτι στο λαπ-τοπ, πολύ το αγαπάω το λαπ-τοπάκι μου πιο πολύ κι από……

Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2007

Ποιον αγαπάς πιο πολύ, ω παιδάκι του ‘60;


-Ποιον αγαπάς πιο πολύ; Τη μαμά σου ή τον μπαμπά σου;
-Τον καναπέ.
-Αχ, τι έξυπνο παιδάκι. Είδες πως το ‘φερε. Πανέξυπνο. Έλα ‘δω να σε τσιμπήσω πουλάκι μου. Φτου-φτου-φτου.

Και τώρα πρέπει το παιδάκι να κάνει και τις υπόλοιπες αηδίες: να πει τα ονόματα των δώδεκα θεών του Ολύμπου, να κάνει δύσκολες προσθέσεις, να φέρει τους ελέγχους του, καθώς και να απαντήσει σε απρόοπτες ερωτήσεις για φαινομενικά έξυπνα μικρά παιδιά, όπως, λόγου χάρη, «η τίγρις είναι αρσενικιά ή θηλυκιά;». Καθόλου δεν παρεξηγώ τους καλλιτέχνες των κέντρων διασκεδάσεως που παίρνουν κόκα για να τη βγάλουν. Εδώ μικρά παιδιά αναγκαζόμενα να επιδείξουν την εξυπνάδα τους, πηγαινοέρχονται πέρα-δώθε, απαντούν ετοιμόλογα σε κάθε είδους ερώτηση και εν τω μεταξύ αυτού του πέρα-δώθε βρίσκουν το μαγικό εκείνο χρονικό κενό που επιτρέπει μέσα του να βολευτεί μια επιδρομή στο ψυγείο για σοκολατάκια, παστάκια, μπακλαβαδάκια, πάστες ολόκληρες, εργολάβους, γιο-γιο. Τα φρουί-γλασέ και τα φρουί-ζελέ δεν μπαίνουν ψυγείο. Κανονικά, δεν μπαίνουν ούτε τα μπακλαβαδάκια. Διότι ως γνωστόν τα κρουστοειδή κρατάνε εκτός ψυγείου. Αλλά, άμα είναι γιορτή και έχουνε έρθει είκοσι επισκέψεις, θείοι, φίλοι, ξαδέρφια, νονοί, θειάδες, γιαγιάδες, τι να πρωτοπρολάβει η καημένη η μάνα;. Τα μπερδεύει και βάζει τα φρουί-ζελέ στο ψυγείο, αφήνει τα κουτιά τις πάστες έξω, τα ταψιά οι μπακλαβάδες στην οροφή του ψυγείου να μη μπορεί ένα παιδί να τους φτάσει, τα σοκολατάκια χύμα μέσα στην φοντανιέρα, να παίρνει όποιος θέλει όσα θέλει, και η καημένη η μάνα, που κάτι τέτοιες μέρες γίνεται οικοδέσποινα, να τρέχει πέρα δώθε πάνω στα τακούνια της και να ρωτάει: «Θέλετε να σας φέρω νεράκι;»

-Ποιον αγαπάς πιο πολύ πουλάκι μου;
Η κυρία που το ρώτησε αυτό, μόλις είχε πιει το τρίτο λικεράκι της. Θεώρησε δε, αυτονόητο ότι όταν ρωτάει «ποιον αγαπάς πιο πολύ;» εξυπακούεται «τον μπαμπά σου ή τη μαμά σου;». Τι να κάνει ένα παιδί σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Χάνει τον σεβασμό του, απλώς, για την κυρία που μετά το τρίτο λικεράκι, λέει μισά τα ολόκληρα. Αυτήν την μόλις πριν επιβλητική κυρία, που χαλάρωσε και δεν μπορεί να κρατήσει τα μπούτια της ενωμένα, και φαίνεται λίγο το βρακί της στο βάθος της φούστας της, άμα είσαι κοντό παιδάκι.

Η κυρία παίρνει είδηση το κοντό παιδάκι που κοιτάει ανάμεσα στα χαλαρωμένα μπούτια της, αλλά δεν δίνει σημασία να συμμαζευτεί. «Παιδάκι είναι, μικρό αγοράκι», σκέφτεται. Τόσο το καλύτερο για το αγοράκι.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 09, 2006

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΛΑΜΠΥΡΙΖΕΙ

Τη λέξη «λαμπυρίζει» δεν την ήξερα όταν την αισθάνθηκα. Όμως αυτή η λέξη έβγαινε μέσα από τις αστραποβολές τις θάλασσας, όπως την αντίκριζα μικρούλης. Αυτό για κάποιους γλωσσολόγους είναι αδύνατον να συμβεί. Διότι, «τα όρια της σκέψης μου είναι τα όρια της γλώσσας μου». Συμφωνώ απολύτως, από μιαν διάθεση καθαρώς προσωπική, κατά την οποίαν το δίκιο το έχει αυτός που το διατυπώνει πειστικά, ιδία δε από θέσεως. Και αντιτάσσομαι στον εαυτό μου, ο οποίος μετά από 42 χρόνια πίστεψε προς στιγμήν, ότι, αυτό που αντιλήφθηκε κάποτε, είχε εν στιγμή τη λέξη του.
Η μάνα μου, ανήμερα του Αγίου Πνεύματος με πήγαινε για το πρώτο μπάνιο. Διότι μπάνιο δεν επιτρεπόταν να κάνεις μέχρι την Πεντηκοστή. Και τα μπάνια σταματάνε απαραιτήτως του Σταυρού, κατά τη μάνα μου. Πηγαίναμε με το λεωφορείο μέχρι το ρολόι στο Πασαλιμάνι και από κει συνεχίζαμε με το τρόλεϋ για Καστέλλα. Τελικός προορισμός ο «Παρασκευάς», μια παραλία που έκοβες το εισιτηριάκι σου δυό δραχμές και έμπαινες. Απέναντι από το νησάκι του Κουμουνδούρου. Παραδίπλα υπήρχε και άλλη παραλία, αλλά έπρεπε να σκοτωθείς για να κατέβεις και ο Παρασκευάς είχε και καμπίνες να ξεντυθείς. Μόλις κατέβαινα από το τρόλεϋ, άκουγα τα ουρλιαχτά χαράς των παιδιών που ήδη κολυμπούσαν. Και με αγωνία περίμενα να φτάσουμε στο χείλος του γκρεμού πριν από την ξύλινη σκάλα του Παρασκευά για να το δω με τα μάτια μου ότι εξακολουθεί η θάλασσα να στέλνει αυτά τα φωτάκια. Να λαμπυρίζει, (τι ωραία λέξη, κρίμα που τότε μόνο την αισθανόμουν, αλλά δεν την ήξερα). Πίστευα ότι η θάλασσα βγάζει από μόνη της αυτά τα φωτάκια για να μας καλωσορίσει εμάς τους κολυμπητές και να μας πει: «πέρασε η Πεντηκοστή, ελάτε να κολυμπήσετε». Και ήμουν επίσης βέβαιος, ότι μετά από τις 14 Σεπτεμβρίου, η θάλασσα σταμάταγε να βγάζει αυτά τα φωτάκια – απλώς δεν ήμουν εκεί για να το επιβεβαιώσω.

Πολύ αργότερα, έμαθα ότι το φως εκπηγάζει από τον ήλιο, ανακλάται, διαθλάται και ο ίσκιος μας δεν είναι δικός μας. Δεν τον βγάζουμε εμείς σαν γκριζόμαυρη φιγούρα που φιλοδοξεί να μας μοιάσει πάνω στο χώμα.

Και οι φωτογραφίες….. Τι είναι οι φωτογραφίες;
Οι φωτογραφίες, είναι άμα ο πατέρας σου είναι ναυτικός, να σε βγάλουνε φωτογραφία και να του τη στείλουνε να δει το παιδί του.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ: η εν τη φωτογραφία παραλία είναι κάτω από του Καλαμπάκα την Ταβέρνα, στο πλάι του βραχίονα της Σχολής Δοκίμων στην Πειραϊκή (αρχή της παραλίας, μπρος στη σημερινή ταβέρνα ΝΗΣΙ). Την λέγαμε την παραλία Βοτσαλάκια, γιατί όλη η υπόλοιπη Πειραϊκή ήταν βράχια, με εξαίρεση την μικρούλα αμμουδιά στου Σκαφάκη.
Προσέχτε στην φωτογραφία την κυρία που κολυμπάει φορώντας μαντήλα άσπρη. Δεν είχε μαγιό. Είχε πέσει στην θάλασσα με το μεσοφόρι, πράγμα συνηθισμένο για τις ηλικιωμένες γυναίκες της εποχής αυτής. Ήταν η θεία μου η Κούλα, αδερφή του παππού μου. 1965. Ζει ακόμα, είναι του 1912. Τότε ήταν 53 ετών. Ακριβώς 6 χρόνια μεγαλύτερη από μένα σήμερα. Σχεδόν γριά για μένα τότε.

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο HOTEL MEMORY, εκεί θα βρήτε και άλλα κείμενα άλλων μπλόκερς πάνω στο ίδιο θέμα.

Παρασκευή, Μαρτίου 17, 2006

ΠΑΛΙ ΜΑΣ ΕΓΡΑΨΑΝ ΟΙ 'ΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

Πόσο νοστάλγησα την εποχή που δεν είχα μπλογκ. Τότε, που και που έστελνα κανα κείμενο στον φίλο μου τον Κουκουζέλη και το «δημοσίευε» στο δικό του. Και μου έψελνε σαν τροπάρι κάθε μέρα απ’ το τηλέφωνο: «Γιατί δεν φτιάχνεις ένα δικό σου μπλογκ;». Δεν προφασιζόμουν, αντιθέτως είχα ειλικρινώς την πεποίθηση ότι το εγχείρημα του ανοίγματος ενός μπλογκ είναι τόσο περίπλοκο τεχνολογικώς, που δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω. Και να σκεφτεί κάποιος, ότι είμαι βουτηγμένος στα διαολομηχανήματα από το ’87, με πρώτο απόκτημα έναν COMMODORE 64. «Είναι πανεύκολο», επέμενε ο Κουκουζέλης. «Σε πέντε λεπτά θα έχεις δικό σου μπλογκ». Και όντως απεδείχθη πανεύκολο. Το όνομα το είχα βρει ήδη, έχοντάς το εμπνευστεί από το όνομα του Κουκουζέλη. Αφού αυτός «Κουκουζέλης» τότε εγώ «Μπερεκέτης». Αμφότερα, ονόματα σπουδαίων μελουργών το πρώτο του 12ου το δέυτερο του 17ου αιώνα. Και το μικρό το όνομα εύκολα το βρήκα. Σχεδόν προαισθητικά ο φίλος μου Κουκουζέλης, παρέκαμψε το Ιωάννης που ήταν το μικρό όνομα του μελουργού και επέλεξε το Αρτέμης για μικρό του όνομα. Αυτό με βοήθησε πολύ στο να επιλέξω για μικρό μου όνομα το Γεράσιμος, παρακάμπτοντας αντιστοίχως το Πέτρος. Γιατί κατά κόσμον με τον Κουκουζέλη έχουμε το ίδιο μικρό όνομα, άρα συνεορτάζουμε. Όπως οι άγιοι Αρτέμιος και Γεράσιμος που συνεορτάζονται στις 20 Οκτωβρίου. Έδεσε η σάλτσα. Αλλά υπάρχει και ολίγον από φαινόμενον «προτυπώσεως» (όπως λέμε «Σταυρόν χαράξας Μωσής») αλλά και «αναλογίας γένους» στην ιστορία αυτή (-όπως λέμε: «Αυγούστου μοναρχήσαντος κλπ, κλπ, Σού δε ενανθρωπήσαντος, κλπ, κλπ). Ήτοι:
Το σχολείο μου το δημοτικό, ένα συνοικιακό ιδιωτικό, ονομαζόταν ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ «Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ». Από τον Οκτώβρη του 1964 και επί έξι συναπτά έτη, στις 20 Οκτωβρίου είχα σχολική αργία, προηγουμένου πάντοτε ενός εκκλησιασμού, όπου ο διευθυντής μας, Αρτέμης ονόματι και ο ίδιος, διάβαζε με βροντερή φωνή το «Πιστεύω» και το «Πατερ ημών». Κατά τις 10 είμαστε στη γειτονιά μας στη Μαυρομιχάλη με τον φίλο μου και συμμαθητή μου τον Αντρέα και παίζαμε πασίτσες και σουτάκια, άχαρο παιχνίδι, της ανάγκης ελλείψει της υπολοίπου μαρίδας, αλλά μέσα μας «σιγόβραζε ένα ρυθμικό κρεσέντο αυτάρεσκης χαράς που θα ξέσπαγε σε ένα εκρηκτικό φορτισίσιμο» (sic), μόλις οι άλλοι φίλοι μας κατά τις μιάμιση θα στρίβαν τη γωνία και θα μας ρωτούσαν χάσκοντες αρχικώς και, πριν τελειώσουν τη φράση τους, ζηλόφθονες:
«Δεν είχατε σήμερα σχολείο;»
Είμασταν, όμως, τόσο ευτυχείς κάθε 20 Οκτωβρίου με τον Αντρίκο, που σχεδόν υπεροπτικά δεν μπαίναμε στον κόπο να εξηγήσουμε στους άλλους φίλους μας το λόγο της ιδιαίτερης αυτής αργίας μας.
Θέλω να πω, δηλαδή, ότι με αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι δημιουργούν ζεύγη, ομάδες, κατηγορίες, αναιτίως κι όμως αιτιατές. Όταν ως μοίρα τους προκύπτει. Δεν κανονίζονται αυτά τα πράγματα.
Σημειωτέον δε ότι τον πρώτο μου κουρέα τον έλεγαν Γεράσιμο.

Αποφευκτέα σχόλια:

Α) Κι εγώ το ’88 είχα έναν AMSTRAD, μήπως έχεις κανένα πρόγραμμα από αυτή την εποχή.
Β) Αρτέμη λέγανε και τον δικό μου δάσκαλο και ήξερα κάποιον Αντρέα που έμενε στη Μαυρομιχάλη στον Πειραιά.

Τετάρτη, Ιουλίου 13, 2005

Μπισκοτέλι


Posted by Picasa

ΜΠΙΣΚΟΤΕΛΙ Ή ΘΑΡΣΕΙΝ ΧΡΗ (μετακατοχικόν)

Το έφτιαχνα μικρός. Κάθε Κυριακή.
Σε ποτήρι του νερού κυλινδρικό, σαν αυτά που έχουν ακόμα μερικά παλιά καφενεία.
1/3 ζαχαρούχο γάλα Βλάχας.
Νερό ζεστό 2/3.
5 κουταλιές (του γλυκού, γιατί θα μπορούσε να είναι και της σούπας) ζάχαρη.
Μπισκότα γεμιστά Παπαδοπούλου σοκολάτας.
Τα έλιωνα μες στο γάλα, σχεδόν όλο το μεγάλο πακέτο.
Γινόταν ένας πάγγλυκος πολτός που τον έτρωγα έχοντας ήδη μαστουρώσει από τις πέντε (ιερός αριθμός) πρώτες κουταλιές.
Ήμουνα παχουλό παιδάκι, αλλά ευκίνητο.
Έπαιζα τερματοφύλακας και είχα πολύ καλή αντίληψη και γρήγορες εκτινάξεις. Τις απέδιδα στο μπισκοτέλι.
Μετά αδυνάτισα τελείως.

Τρίτη, Ιουνίου 07, 2005

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ (συνέχεια)

Για την Αστραδενή
Η Αστραδενή μου ζήτησε να μάθει περισσότερα γι αυτό το «θεατρικό» έργο-απάτη που είχα σκαρώσει στην Τετάρτη Δημοτικού. Και επίσης με ρωτά για το ποιον ρόλο είχα φυλάξει για τον εαυτό μου. Στρίμωξα τη μνήμη μου για τα καλά, αλλά δεν λέει να ενδώσει, ίσως αν είχα την βοήθεια της ΓΑΔΑ…..
Ό, τι θυμάμαι, εκτός από ξιφομαχίες, το γράφω παρακάτω με την ελπίδα γράφοντας να θυμηθώ κι άλλα:
Πρέπει να ήταν ένα έργο με θέμα τους Σουλιώτες. Γιατί θυμάμαι είχα επιλέξει το πιο χοντρό παιδί της τάξης που μάλιστα είχε το επώνυμο (όχι παρατσούκλι) Μπάλας, για να κάνει τον Αλή Πασά. Ο Αλή Πασάς στο έργο μου ήταν σχεδόν βουβό πρόσωπο. Κατά την κορύφωση της «πλοκής» την οποία είχα προβλέψει να φθάσει πολύ γρήγορα, ο Αλή Πασάς διέταζε την εκτέλεση ενός ήρωα κρατούμενου. Τότε, βεβαίως, οι γενναίοι Έλληνες, κρατούμενοι επίσης, έβγαζαν τα κρυμμένα σπαθιά τους και μετά από ξιφομαχία η οποία είχε κατοχή χρόνου τα 4/5 του όλου έργου, εξολόθρευαν τη φρουρά του Αλή Πασά και προς δόξαν της ιστορικής επιστήμης και τον ίδιον τον Αλή Πασά. Βεβαίως, έμμεσα, με την έκβαση αυτή είχα αχρηστέψει και κάθε νόημα συνέχειας της γιορτής, γιατί μολονότι η γιορτή συνεχίστηκε, τώρα αναρωτιέμαι τι θέση είχε ο χορός του Ζαλόγγου που μετά το «θεατρικό έργο» χορέψαν τα κορίτσια, οι συμμαθήτριές μου.
Θυμάμαι επίσης, ότι το κάστινγκ το έκανα με βάση τις συνειδητές συμπάθειες. Στον ρόλο των Ελλήνων ήταν όλοι οι φίλοι, ενώ για τους ρόλους των Τουρκαλβανών είχα επιλέξει όσους δεν μου έκαναν ούτε κρύο, ούτε ζέστη, καθώς και μερικές αντιπάθειές μου. Ο μόνος που επελέγει αξιοκρατικά ήταν ο Μπάλας.
Επίσης, ένα παιδάκι που ήταν μάρτυς του Ιεχωβά το είχα βάλει να κάνει τον προδότη έλληνα, όχι όμως επειδή ήταν μάρτυς του Ιεχωβά, αλλά επειδή η φυσιογνωμία του ήταν κάτι προς το Αρτέμης Μάτσας, στο πιο καχεκτικό και μαυριδερό. (Πολύ αργότερα, λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία, αυτό το παιδάκι ανέλαβε όλη η τάξη να το προσηλυτίσει στην ορθοδοξία και μάλιστα σε ένα διάλειμμα το βαφτίσαμε στη γούρνα με τις βρύσες του σχολείου, έχω την εντύπωση με τη θέλησή του). Αυτό το παιδάκι, ως προδότης ονόματι Ιβάν (κάτι θα είχα ακούσει για σιδηρούν παραπέτασμα και τα μπέρδεψα στο έργο), απλώς κατέδωσε όλους τους έλληνες ως επαναστάτες και ο Αλή Πασάς, παρότι ωφελήθηκε από την προδοσία , τον εξετέλεσε τον Ιβάν γιατί στους προδότες μόνον ο θάνατος αρμόζει, (κάπου αλλού το είχα δει αυτό).
Ακόμα, σε ρόλο Τουρκαλβανού είχε επιλεγεί και ο συμμαθητής μου ο Βελλής, ο οποίος μολονότι φίλος μου, διέθετε απαράμιλλα προσόντα για το ρόλο, πρώτον διότι Βελλής λεγόταν, ως γνωστόν από τον Καραγκιόζη (και τότες βλέπαμε πολύ Καραγκιόζη), Βελλής λοιπόν λεγόταν ο γαμπρός του Αλή Πασά, ο οποίος Βελλής ως φιγούρα του θεάτρου σκιών ήταν ξερακιανός, όπως και ο συμμαθητής μου Βελλής.
Ο συμμαθητής μου Βελλής, αν και ως φίλος μου εδικαιούτο να είναι στο στρατόπεδο των ελλήνων, δέχτηκε το ρόλο υπό τον όρο να ξιφομαχήσει περισσότερο απ΄ όλους και να σκοτωθεί τελευταίος. Συμφώνησα, και βεβαίως ξιφομαχήσαμε μαζί, οπότε εγώ ξιφομάχησα κατά μία σπαθιά περισσότερο από αυτόν.
Όμως, όσο κι αν βασανίζομαι, δεν θυμάμαι ποιόν ρόλο έπαιζα στο έργο. Προφανώς όμως θα ήμουν, όπως και είμαι, « Έλλην»………

Κυριακή, Ιουνίου 05, 2005

ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ Ή Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ



Πήγα σχολειό πεντεμισάρης. Με το νέο – τότε- νόμο του Παπανδρέου (του Γεωργίου, παππού του Γιωργάκη). 1964. Γεννήθηκα 3 Απριλίου του ’59. Ο νόμος έλεγε ότι όσοι έχουν γεννηθεί μέχρι και 1η Απριλίου ’59 εγγράφονται στην πρώτη δημοτικού. Ο νόμος είχε ήδη ψηφιστεί τον Σεπτέμβρη του ’64, αλλά εμένα αρχικά με είχαν στείλει νηπιαγωγείο. Μετά, έγινε το εξής σκηνικό, για να «κερδίσω» χρόνο, όπως έλεγαν όλοι στο οικογενειακό μου περιβάλλον. Ο πατέρας μου έκανε μήνυση στον παππού μου που με είχε δηλώσει στο ληξιαρχείο «γεννηθέντα (ου ποιηθέντα)» στις 3 Απριλίου, διότι τάχατες εσφαλμένως εδηλώθην 3 Απριλίου και ότι κανονικά είχα γεννηθεί την 1η Απριλίου (πάντα του ’59). Σατανική σύμπτωση: Η 1η Απριλίου κατά το 1959 είχε πέσει ημέρα Τρίτη. Οπότε το επιχείρημα στο δικαστήριο, με ψευδομάρτυρα τον θείο μου τον Στέφανο ήταν το εξής:
«Κύριε Πρόεδρε, σεβαστόν δικαστήριον, ενθυμούμαι τον πάππον του Γερασίμου Μπερεκέτου εισελθόντα εις το καφενείον περιχαρή ανακοινώνοντα ότι η κόρη του έτεκεν υιόν. Και άπαντες γελώντες αναφωνήσαμεν «μας κάνεις πρωταπριλιά. Ο πάππος του, κατόπιν, εκ παραδρομής εσύγχισεν την ημέραν της εβδομάδος τρίτην με την τρίτην του μηνός Απριλίου»,».
Ο δικαστής δεν μάσησε, αλλά για να γλυτώσει κόπο, διότι είχε 100 ανάλογες υποθέσεις αναφώνησε: «όσοι έχουν γεννηθεί μέχρι 10 Απριλίου ’59 πολιτογραφούνται ως γεννηθέντες την 1η . Οι υπόλοιποι να φύγετε.».
Και έτσι κατά Δεκέμβρη μήνα του ’64, βρέθηκα από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό.
«Ξέρει να μετράει ως το 10;» ρώτησε η δασκάλα τη μάνα μου. «Ξέρει να μετράει μέχρι το 100» απάντησε περήφανη η μάνα μου. Και το πλήρωσε ακριβά, διότι εγώ μετά την επεφόρτισα να μου γράψει όλες τις καλλιγραφίες γραμμάτων και αριθμών που υποτίθεται έπρεπε να γράψω, μιας και υπολοιπόμουν στην ύλη από τους συμμαθητές μου.
Τα χρόνια περάσανε, κέρδισα την αγάπη των δασκάλων μου και έφτασα τετάρτη δημοτικού. Είχαμε μια δασκάλα κέρβερο, την κυρία Ν. Η πρώτη νουθετική της χειρονομία ήταν να σου πιάσει με τα δυό της δάχτυλα (αντίχειρα, δείκτη) το αυτί και να σου μπήξει τα νύχια της τόσο βαθειά ώστε μετά να μπορείς να φορέσεις σκουλαρίκι. Ο δεύτερος βαθμός νουθεσίας ήταν ξύλο με το χάρακα στο μαλακό μέρος της παλάμης, ο τρίτος να σου πει «γύρνα το χέρι κι απ’ την άλλη», οπότε την έτρωγες στα κόκκαλα και από ‘κει και πέρα ξυλιές στα μπούτια, στον πισινό, στα γόνατα, άνευ ιδιαιτέρας διαβαθμίσεως.
Ήξερα ότι με είχε συμπαθήσει, κι εγώ επίσης, απόδειξη ότι μόνο το αυτί μού είχε στρίψει δυο τρεις φορές και μια φορά με είχε δείρει με το χάρακα στο μαλακό μέρος της παλάμης.
Πλησίαζε 25η Μαρτίου. Και θα γινόταν η γιορτή, με τραγουδάκια, σκετσάκια κλπ.
Θυμίζω για όσους γνωρίζουν την εποχή ότι ένα αγαπητό παιχνίδι ήταν οι ξιφομαχίες, επηρεασμένες από κινηματογραφικά έργα, αφηγήσεις ιστορικές και γενικά από μια τάση να μοιάσουμε στον Νικηταρά ή τον Ζορρό. Στο διάλειμμα ξιφομαχίες, στη γειτονιά ξιφομαχίες, παντού ξιφομαχίες, με ξίφη υπόλοιπον από κρεμάστρες, ξύλα οικοδομής, βελόνες πλεξίματος……
-Κυρία έχω βρει από την εγκυκλοπαίδεια της Αντιγόνης Μεταξά (θείας Λένας), ένα θεατρικό του Σπύρου Μελά για την 25η Μαρτίου. Να το φέρω να το παίξουμε;
Μου είπε ναι και τώρα δηλώνω ότι η γυναίκα αυτή με καθόρισε σε πολλά.
Όντως υπήρχε βάση στα όσα της είπα. Είχα βρει ένα απόσπασμα ενός θεατρικού του Σπύρου Μελά, όμως χωρίς να το λάβω ουδόλως υπ’ όψιν μου έγραψα - «έγραψα», ένα άλλο τελείως δικό μου έργο με πάρα πολλές ξιφομαχίες και το παρουσίασα ως έργο του Σπύρου Μελά. Η κυρία Ν. το ενέκρινε. Ζήτησα πρόβες. Και μαζί με τους φίλους μου που τους πέρασα όλους στο καστ πηγαίναμε κάθε απόγευμα στην αυλή του σχολείου, από 10 μέχρι 24 Μαρτίου 1968 και κάναμε πρόβες τις ξιφομαχίες.
Το έργο είχε τεραστίαν επιτυχίαν και επιφυλάσομαι για άλλες λεπτομέρειες.
Λυπούμαι διότι έκτοτε ζω στην εποχή της σύμβασης.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)